Σύσσωμος ο Ελληνισμός (Ελλάδα-Κύπρος) εν έτη 2021 δύναται να διαμορφώσει ένα νέο σταθερό πλαίσιο ‘’Πολιτικής Πραγματικότητας’’ επί της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, το οποίο αφενός θα είναι ικανό να προσαρμοστεί στα εν διαμορφώσει διεθνή τεκτενώμενα και αφετέρου θα καταφέρει να κρατήσει ζωντανά και ακμάζοντα τα συστατικά στοιχεία που τον αποτελούν.
Η Γεωπολιτική αξία της Μεσογείου κατά την Αγγλοσαξονική Γεωπολιτική αντίληψη διαχωρίζεται σε τρία στρατηγικά σημεία και ένα υποστρατηγικό. Ως στρατηγικά γεωγραφικά σημεία ορίζονται τα Στενά του Γιβραλτάρ, του Ελλησπόντου και του Σουέζ, ενώ ως υποστατηγικό θεωρείται το θαλασσοχερσαίο περιβάλλον πέριξ της Μάλτας όπου θα περνούν οι νέες ενεργειακές ροές προς την Ευρώπη.
Στην σύγχρονη εποχή ο Ελληνισμός μέσω της διαμόρφωσης του κατάλληλου οπλοστασίου, φαίνεται να είναι ικανός να ελέγξει δια των όπλων τα δύο στρατηγικά σημεία της Μεσογείου και να προβάλει ισχύ στο ένα υποστρατηγικό. Ίσως για πρώτη φορά στην παγκόσμια ιστορία, μέσω μίας ουσιαστικής πολυφασματικής συνεργασίας με το Γαλλικό Κράτος, Ελλάδα και Κύπρος μετασχηματίζονται σε ένα εν δυνάμει γεωγραφικό σύμπλεγμα δύο κρατών, το οποίο θα είναι ικανό να προβάλει Σκληρή και Ήπια Ισχύ σε ολόκληρο το γεωοικονομικό φάσμα στο οποίο απλώνεται η Μεσόγειος Θάλασσα (αλλά και ευρύτερα).
Ο σκοπός της παρακάτω ανάλυσης είναι διττός. Αφενός να καταδείξει την σημασία ανάπτυξης της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας και αφετέρου την περαιτέρω αξιοποίηση των ευρωπαϊκών επιλογών οπλικών συστημάτων στα πλαίσια οικοδόμησης μιας στρατηγικής σχέσης με τη Γαλλία. Κατ’ επέκταση δύναται να δομηθεί μια αμυντική αυτάρκεια σε κρίσιμα ζητήματα (διοίκηση & έλεγχος, επικοινωνίες, στοχοποίηση, καθοδήγηση όπλων), δίνοντας κυρίως έμφαση στην εξ ολοκλήρου διαμόρφωση συστημάτων επικοινωνιών (data links) από την Ελληνική Αμυντική Βιομηχανία.
Το παράδειγμα της Τουρκίας ως προς την ανάπτυξη εγχώριων οπλικών συστημάτων μέσω της αξιοποίησης του εγχώριου τουρκικού επιστημονικού δυναμικού
Το τουρκικό κράτος μέσω μίας νέο-οθωμανικής εξωτερικής πολιτικής με κύρια στοιχεία τον ισλαμικό επεκτατισμό και την οικονομική διπλωματία, φρόντισε να δημιουργήσει μία εγχώρια αμυντική βιομηχανία ικανή να προκαλέσει (μέχρι ενός σημείου) μεταβολές στην ανακατανομή ισχύος στην Μέση Ανατολή.
Τα συστήματα που αναπτύσσονται άπτονται της Νταβουτογλιανής εξωτερικής πολιτικής, δίνοντας έμφαση πρωτίστως στην ανάπτυξη συστημάτων καταστολής του Κουρδικού στοιχείου (UCAV TB-2 Bayraktar, UAV Akinci, Βόμβες Λευκού Φωσφόρου) και δευτερευόντως στην δημιουργία ενός αναλώσιμου στρατεύματος το οποίο λόγω των νεο-οθωμανικών συστατικών στοιχείων θα είναι ικανό για διεξαγωγή μακροχρόνιων πολεμικών συρράξεων πέριξ των τουρκικών συνόρων.
Εν έτη 2021 η Τουρκία φαίνεται να ολοκληρώνει το εξοπλιστικό σκέλος της Νταβουτογλιανής αντίληψης περί εξωτερικής πολιτικής, οδηγούμενη στην διαμόρφωση ενός συστήματος πυροβολικού/παράκτιας άμυνας μέσω των πυραυλικών δομών Bora J-600T Yildimir, ενώ συνεχίζει να εξελίσσει/δοκιμάζει το αντιπλοϊκό βλήμα ATMACA και τον πύραυλο εδάφους-αέρος HISAR. Η διαδικασία πλοήγησης βλήματος κατά το μέσο στάδιο πτήσης, σύμφωνα με πληροφορίες από ανοιχτές πηγές, θα γίνεται μέσω των τουρκικών UAV TB-2 Bayraktar αλλά και τον UAV Akinci, τα οποία ήδη δοκιμάζονται στον τομέα λειτουργίας υπό δορυφορική σύνδεση SATCOM.
Η αποτελεσματικότητα του Τουρκικού οπλοστασίου την τρέχουσα χρονική στιγμή είναι αμφιβόλου ποιότητας και θα συνεχίσει να είναι για το σύντομο μέλλον. Λαμβάνοντας υπόψιν το παράδειγμα της αμυντικής βιομηχανίας του Ιράν και του Πακιστάν, βλέπουμε πως το ανησυχητικό κομμάτι θα έρθει μακροπρόθεσμα όταν το τουρκικό στράτευμα θα αποκτήσει μία σχετική εμπειρία στην διαμόρφωση και την λειτουργία οπλικών συστημάτων που άπτονται της διεθνούς τουρκικής αντίληψής.
Δεδομένης της προαναφερθείσας πραγματικότητας η Ελληνική Αμυντική Βιομηχανία είναι πλέον αναγκαίο να προβεί στον τομέα της συμπαραγωγής και του εξοπλισμού οπλικών συστημάτων που άπτονται της Εθνικής αντίληψης περί ασφαλείας αλλά και της τεχνολογικής πραγματικότητας.
Διαμόρφωση Οπλοστασίου
Από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου μέχρι και σήμερα το Ελληνικό Στράτευμα, παρά την σχετική σταθερότητα ισχύος μεταξύ Σοβιετικής Ένωσης και ΝΑΤΟ, δείχνει να έχει υιοθετήσει ένα εύκαμπτο εξοπλιστικά οπλοστάσιο, με εξοπλιστικές επιλογές από την Γαλλία, τις ΗΠΑ, την Γερμανία αλλά και την Ρωσία.
Ένας λόγος για τον οποίο η διεθνής πραγματικότητα επιβάλλει την μερική εύρεση επιπλέον πηγών αγοράς οπλικών συστημάτων, είναι αυτός της εθνικής ασφαλείας. Διαχρονικά οι Ελληνικές Κυβερνήσεις δεν έχουν συνάψει κάποια μακροχρόνια συμφωνία αμυντικής συνεργασίας στο κομμάτι των εξοπλισμών, η οποία να άπτεται των γεωπολιτικών μας συμφερόντων. Σε καμία περίπτωση η εξοπλιστική πολιτική της χώρας δεν πρέπει να στηρίζεται σε μία μόνο αλλοδαπή πηγή εξοπλισμού.
Ενδεικτικά αναφέρουμε τα ζητήματα καθοδήγησης οπλικών συστημάτων/πυραύλων/βλημάτων με στοιχεία που αντλούν από το Σύστημα Παγκόσμιου Προσδιορισμού Θέσης GPS. Πρόκειται για ιδιαίτερα λεπτά και σύνθετα ζητήματα Εθνικής Ασφάλειας τα οποία απαιτούν την ανάπτυξη εγχώριων τεχνολογικών επιλογών, όπως η δημιουργία δορυφορικών συστημάτων, η συλλογή πληροφοριών, η στοχοποίηση και η ιχνηλάτηση στόχου. Για τον λόγο αυτό η χώρα μας δύναται να συνεργαστεί στενά με την Γαλλία στο πρόγραμμα Helios 2, με σκοπό την διαμόρφωση τεχνολογιών τύπου TERPROM.
Το TERPROM (Τerrain Ρrofile Μatching) είναι ένα στρατιωτικό σύστημα προειδοποίησης εγγύτητας εδάφους (GPWS) που χρησιμοποιείται σε αεροσκάφη και πυραύλους. Λειτουργεί μέσω αποθηκευμένων ψηφιακών δεδομένων σε συνδυασμό με σύστημα πλοήγησης και υψομετρικό ραντάρ με σκοπό τον υπολογισμό της γεωγραφικής θέσης ενός αεροσκάφους/πυραύλου.
Σε περιβάλλον έντονης διεθνούς πολιτικής αστάθειας/αβεβαιότητας και διευρυμένης οικονομικής κρίσης, εμφανίζεται πεδίο δόξης λαμπρόν για την Ελλάδα στο τομέα ανάπτυξης υπο-στρατηγικών δομών μάχης. Μέσω μίας πολυφασματικής διπλωματίας, Ελλάδα και Κύπρος είναι ικανές να εκμεταλλευτούν την τεχνογνωσία από εξοπλιστικά »άγονες» χώρες (πχ Βραζιλία, Σερβία) με σκοπό την δημιουργία του οπλοστασίου το οποίο θα είναι ικανό να ελέγξει τα Στενά του Ελλησπόντου, τις ενεργειακές απολήξεις των κοιτασμάτων φυσικού αερίου στην ευρύτερη Ανατολική Μεσόγειο αλλά και τα Στενά του Σουέζ.
Τα γαλλικά βλήματα SCALP-Naval, τα Ισραηλινά LORA, οι Πολλαπλοί Εκτοξευτές Ρουκετών Jobaria των ΗΑΕ, ο Σέρβικος Somadija, ο Σουηδικός πύραυλος RBS-15 η μετατροπή των MLRS/HIMARS σε σύστημα παράκτιας άμυνας, αλλά και η από κοινού διασύνδεση όλων των προαναφερθέντων συστημάτων, είναι τεχνολογίες ικανές να δώσουν την απαραίτητη διπλωματική και εξοπλιστική διάσταση στο Ελληνικό οπλοστάσιο, ενισχύοντας τόσο την πολιτική συνεργασία με τα Ευρωπαϊκά κράτη, όσο και την δια των όπλων προστασία του Ελληνοκυπριακού συμπλέγματος.
Η τεχνογνωσία τους αλλά και η γενικότερη φιλοσοφία δράσης τους είναι μερικώς διαδεδομένη ακόμα και σε Έλληνες μηχανικούς (μέχρι ενός σημείου) και δύναται να εφαρμοστεί στον τομέα της ανάπτυξης εγχώριων οπλικών συστημάτων ανοίγοντας έναν δρόμο προς την εύρεση μίας νέας γεωπολιτικής ταυτότητας εντός της Ευρασίας.
Η Ελληνογαλλική Εξοπλιστική Συνεργασία και οι Επιμέρους Διαστάσεις
Όπως έχουμε αναφέρει και σε προηγούμενη ανάλυση το Ισραηλινό Κράτος μετασχηματίζει τον εαυτό του στην δικλείδα ασφαλείας/σύνδεσης μεταξύ των Αραβικών Κρατών και του ΝΑΤΟ, δημιουργώντας μία ενιαία δυτική αρχιτεκτονική ασφαλείας, η οποία θα ξεκινάει από την Μεγάλη Βρετανία και θα τελειώνει στην Ιαπωνία (Δακτύλιος του Ρίμλαντ). Η Γαλλία εντός της προαναφερθείσας αρχιτεκτονικής θα είναι η Ευρωπαϊκή χώρα η οποία ευελπιστεί να διαμορφώσει τον υπονατοϊκό άξονα ασφαλείας μεταξύ Γαλλίας-Αυστρίας-Ελλάδας-Κύπρου, ο οποίος μετέπειτα θα διασυνδεθεί με το Ισραήλ και την Ινδία.
Το εξοπλιστικό πρόσημο αυτού του άξονα φαίνεται μέχρι στιγμής να εθεάθη για πρώτη φορά στην Στρατιωτική Άσκηση »Skyros 2021». Στο πλαίσιο της αποστολής συμμετείχαν τέσσερα διθέσια Rafale B τα οποία ξεκίνησαν από την γαλλική βάση στο Djibouti στις 20 Ιανουαρίου με προορισμό την αεροπορική βάση Jodhpur της Ινδίας, συνοδευόμενα από δύο μεταφορικά αεροσκάφη Α400Μ και ένα εναέριο τάνκερ Α330 Phenix.
Στην συνέχεια η Γαλλική αποστολή οδηγήθηκε στα ΗΕΑ και την Αίγυπτο, έχοντας ως τελευταίο σταθμό την Ελληνική αεροπορική βάση στην Τανάγρα. Στο επιχειρησιακό σκέλος των ασκήσεων τα γαλλικά Rafale πέταξαν πάνω από το Ιόνιο, το Αιγαίο και τη Δυτική Ελλάδα διεξάγοντας πληθώρα σεναρίων και αποστολών.
Η άσκηση συνέχισε με σενάρια εναέριας μάχης από διαφορετικές αποστάσεις και υψόμετρα, προκειμένου να δοκιμασθεί το σύστημα αυτοπροστασίας και ηλεκτρονικού πολέμου SPECTRA των Γαλλικών Rafale. Η Ελληνογαλλική συνεργασία στον αμυντικό τομέα θα μπορούσε να διευρυνθεί και στον τομέα αξιοποίησης του βλήματος αέρος-επιφανείας HAMMER αλλά και στην αξιοποίηση της γενικότερης αποκτηθείσας τεχνογνωσίας από το Ευρωπαϊκό πρόγραμμα UCAV nEUROn.
Η Γαλλική Πολεμική Αεροπορία σε συνεργασία με την Dassault, προ ενός έτους, ανακοίνωσε την επιτυχημένη πτητική δοκιμή του μη-επανδρωμένου αεροχήματος μάχης (UCAV) nEURON, στο οποίο συμμετέχει και η Ελλάδα, σε συνεργασία με πέντε μαχητικά αεροσκάφη Rafale και την υποστήριξη ενός αεροσκάφους έγκαιρης προειδοποίησης και ελέγχου.
Μέσω αξιοποίησης της τεχνογνωσίας του προγράμματος nEUROn η Ελλάδα μπαίνει στην νέα γενιά δικτυοκεντρικής συνεργίας των εναέριων μαχητικών αεροσκαφών. Στο UCAV nEUROn ενσωματώθηκαν τεχνολογίες αντιληπτικής τεχνητής νοημοσύνης, όπου μέσω αυτών το αεροσκάφος είχε επίγνωση της απόστασης πτήσης σε σχέση με τα μαχητικά Rafale, ήταν ικανό να εκτελέσει διεργασίες έρευνας-αέρος, έρευνας-επιφανείας, σύνθεσης εικόνας-επιφανείας, ιχνηλάτησης στόχων αλλά και μετάδοσης δεδομένων μάχης στα Rafale μέσω data-link.
Σύμφωνα με ανεπίσημες πηγές είναι ικανό και για καθοδήγηση βλήματος έναντι στόχων επιφανείας, ενώ λαμβάνοντας υπόψη την γενικότερη αμερικανική αντίληψη περί του ρόλου των UCAV στο σύγχρονο μοντέλο υποβρύχιας μάχης, καλή θα ήταν και η από κοινού σχεδίαση ηχοσημαντήρων και τορπιλών έναντι υποβρύχιων στόχων υποβοηθώντας σε μεγάλο βαθμό την δράση του ΠΝ.
Γίνεται άμεσα αντιληπτό πως οι Ένοπλες Δυνάμεις δύναται να οδηγηθούν στην αγορά στρατηγικού χαρακτήρα οπλικών συστημάτων, τα οποία θα είναι ικανά να πλήξουν τα κέντρα βάρους του αντιπάλου παράγοντας αποτροπή. Οπλικά συστήματα μέσου/επαυξημένου βεληνεκούς, μεγάλου όγκου πυρός και υψηλής ακριβείας, όπως οι SCALP-Naval, oι MLRS/HIMARS με βλήματα τύπου DeepStrike, οι LORA αλλά και το σύστημα Lynx, είναι ικανά να παράξουν αξιόπιστη αποτροπή σε περιόδους κρίσης.
Παράλληλα σε συνεργασία με την Γαλλία και άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, χρήσιμο θα ήταν να επιδιωχθεί η ανάπτυξη ευαίσθητων στρατιωτικών τεχνολογιών, όπως συστήματα στοχοποίησης, πλοήγησης βλήματος, προσδιορισμού θέσης, κέντρων Διοίκησης-Ελέγχου, data-link και δορυφορικών συστημάτων.
Η Τουρκική κυβέρνηση σε συνεργασία με ιδιωτικές εταιρείες έχει καταφέρει να ανεξαρτητοποιηθεί σε σχετικά μεγάλο βαθμό από Ευρωπαϊκές/Αμερικανικές εξοπλιστικές αγορές, οδηγούμενη σε ένα πιο κρατικοκεντρικό και μερικώς ανεξάρτητο πλαίσιο παραγωγής οπλικών συστημάτων.
Υπό το πρίσμα της παραπάνω ανάλυσης, απώτερος σκοπός είναι η αμυντική αυτάρκεια της χώρας σε κρίσιμους τομείς μέσω μίας δεύτερης ευρωπαϊκής πηγής εξοπλισμού, αλλά και η ανάπτυξη της Ελληνικής Αμυντικής Βιομηχανίας έτσι ώστε να γίνει ένας μελλοντικός φορέας οικονομικής ανάπτυξης της χώρας.
Οι ορθές εξοπλιστικές επιλογές μίας χώρας σε ένα σύνθετο και συνεχώς μεταβαλλόμενο διεθνές σύστημα, παράγουν και διαμορφώνουν εξωτερική πολιτική, ιδιαίτερα σε σημαντικά γεωγραφικά περιβάλλοντα σαν του Αιγαίου.