Συνεχίζοντας το αφιέρωμα μας στις δυνητικές επιλογές του Πολεμικού Ναυτικού (ΠΝ) για νέες φρεγάτες και μετά την παρουσίαση των ισπανικών σχεδιάσεων της Navantia, θα παρουσιάσουμε τις βρετανικές σχεδιάσεις Type-26 και Type-31. Για πληρέστερη εικόνα θα ακολουθήσει η παρουσίαση των ιταλικών σχεδιάσεων, με αναφορά και στην έκδοση FFG(X) του Αμερικανικού Ναυτικού (έκδοση των FREMM), καθώς και των σχεδιάσεων από την Ολλανδία (Sigma, των ναυπηγείων Damen) και από τη Δανία (κλάση «Iver Huitfeldt»).
Να υπενθυμίζουμε ότι σε παλαιότερες αναρτήσεις μας έχουμε παρουσιάσει αναλυτικά τις ολλανδικές φρεγάτες LCF (Luchtverdedigings-en CommandoFregat), τις γερμανικές F-124 και MEKO-A200, τις αμερικανικές MMSC (Multi-Mission Surface Combatant) και τις γαλλικές Belh@rra. (παραθέτουμε τα σχετικά άρθρα στο τέλος του κειμένου).
Οι φρεγάτες Type-26 (GCS : Global Combat Ship) και Type-31 (GPF : General Purpose Frigate) προορίζονται για την αντικατάσταση των 13 φρεγατών Type-23 του Βασιλικού Ναυτικού της Μεγάλης Βρετανίας, οι οποίες εντάχθηκαν σε υπηρεσία την περίοδο 1990-2002 (συνολικά ναυπηγήθηκαν 16 πλοία, αλλά τρία έχουν πωληθεί στη Χιλή). Σύμφωνα με τα ισχύοντα η Μεγάλη Βρετανία θα ναυπηγήσει οκτώ (8) Type-26 και πέντε (5) Type-31. Τη σχεδίαση Type-26 έχουν επιλέξει η Αυστραλία και ο Καναδάς. Η Αυστραλία θα ναυπηγήσει εννέα (9) πλοία (κλάση «Hunter») για την αντικατάσταση των φρεγατών MEKO-200 (κλάση «ANZAC»), ενώ ο Καναδάς θα ναυπηγήσει 15 πλοία, στο πλαίσιο του προγράμματος Canadian Surface Combatant, για την αντικατάσταση των τεσσάρων (4) φρεγατών κλάσης «Iroquois» και των 12 φρεγατών κλάσης «Halifax».
Οι φρεγάτες Type-26 (κλάσης «City», λόγω των ονομάτων βρετανικών πόλεων που θα φέρουν) είναι σχεδίασης και ανάπτυξης της BAE Systems. Το πρόγραμμα ξεκίνησε το 1998, αρχικά ως FSC (Future Surface Combatant), αλλά μετά το 2010 ως GCS (όταν η BAE Systems απέσπασε συμβόλαιο τετραετούς διάρκειας και ύψους £ 127 εκατομμυρίων για τη σχεδίαση των πλοίων). Ακολούθησε, το 2015, η υπογραφή νέου συμβολαίου, ύψους £ 859 εκατομμυρίων για τη λεπτομερή σχεδίαση των πλοίων και την προετοιμασία της γραμμής παραγωγής. Το συμβόλαιο, συνολικού ύψους £ 3,7 δισεκατομμυρίων (€ 4,1 δισεκατομμύρια με την σημερινή ισοτιμία), για τη ναυπήγηση των τριών (3) πρώτων πλοίων (Batch-1) ανακοινώθηκε τον Ιούλιο του 2017. Η έναρξη ναυπήγησης του HMS «Glasgow» έγινε τον Ιούλιο του 2017, λίγες μόνο ημέρες μετά την ανακοίνωση της υπογραφής του συμβολαίου, ενώ η ναυπήγηση του HMS «Cardiff» ξεκίνησε τον Αύγουστο του 2019. Το πρώτο πλοίο (HMS «Glasgow») αναμένεται να παραδοθεί το 2023.
Σύμφωνα με τον ισχύοντα προϋπολογισμό το συνολικό κόστος των οκτώ (8) Type-26, μαζί με την σύμβαση εν συνεχεία υποστήριξης (άγνωστης διάρκειας), τα όπλα των πλοίων (τουλάχιστον για έναν φόρτο), την εκπαίδευση των πληρωμάτων και τις δαπάνες για τη δημιουργία υποδομών θα ανέλθει στα £ 8 δισεκατομμύρια (€ 8,9 δισεκατομμύρια με τη σημερινή ισοτιμία), δηλαδή € 1,1 δισεκατομμύρια ανά πλοίο. Να σημειωθεί ότι το αρχικό κόστος για τη ναυπήγηση 13 πλοίων ήταν της τάξεως των £ 11,5 δισεκατομμυρίων (€ 12,8 δισεκατομμύρια με τη σημερινή ισοτιμία), δηλαδή € 985 εκατομμύρια ανά πλοίο, αλλά η μείωση της παραγγελία κατά πέντε (5) πλοία είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση του κόστους ανά πλοίο κατά 11%, από τα € 985 εκατομμύρια στα € 1,1 δισεκατομμύρια.
Το εκτόπισμα των Type-26 είναι 6.900 τόνοι (κενό) ή 8.000 τόνοι (με πλήρη φόρτο), ενώ οι διαστάσεις τους είναι (μήκος x πλάτος) 149,9 μέτρα x 20,8 μέτρα. Τα πλοία ενσωματώνουν σύστημα πρόωσης CODLOG (Combined Diesel-Electric And Gas) με έναν αεροστρόβιλο μέγιστης ισχύος 40 MW (53.641 ίππων), τέσσερις (4) γεννήτριες πετρελαίου MTU Type 20V 4000 M53B, για επιδόσεις σε υψηλές ταχύτητας, και δύο (2) ηλεκτροκινητήρες. Η μέγιστη ταχύτητας τους είναι άνω των 26 κόμβων (48 χιλιόμετρα την ώρα), ενώ η τυπική εμβέλεια τους είναι 7.000 ναυτικά μίλια (12.964 χιλιόμετρα) ή 60 ημέρες πλεύσης στη θάλασσα. Οι ελάχιστες απαιτήσεις επάνδρωσης είναι τα 157, ενώ μπορεί να υποστηρίξει και πλήρωμα 208 ατόμων.
Ο ηλεκτρονικός εξοπλισμός τους περιλαμβάνει ένα (1) τρισδιάστατο ραντάρ έρευνας αέρος και επιφανείας Type-997 ARTISAN (Advanced Radar Target Indication Situational Awareness and Navigation) της BAE Systems, μέγιστης εμβέλειας 200 χιλιομέτρων και με ικανότητα ανίχνευσης 900 στόχων ταυτόχρονα, οι οποίοι κινούνται με μέγιστη ταχύτητα Mach 3. Επίσης περιλαμβάνει τα ραντάρ ναυτιλίας SharkEye της Kelvin Hughes και SCANTER-6000 της Terma, το σόναρ τρόπιδας Type-2150 της Ultra Electronics, το ενεργητικό/παθητικό ποντιζόμενο σονάρ Sonar-2087 της Thales, ολοκληρωμένο σύστημα δορυφορικών επικοινωνιών SCOT-5 και ολοκληρωμένο σύστημα ηλεκτρονικού πολέμου-ηλεκτρονικών αντιμέτρων.
Ο οπλισμός τους περιλαμβάνει ένα (1) πυροβόλο Mk.45 Mod.4 των 127/62 χιλιοστών, δύο (2) τηλεχειριζόμενους πύργους DS-30M Mk.2 με πυροβόλο Mk.44 Bushmaster II των 30 χιλιοστών έκαστος, δύο (2) συστήματα εγγύς άμυνας Mk.15 Phalanx, δύο (2) πολυβόλα Gatling τύπου M-134 Minigun με έξι (6) κάννες των 7,62 χιλιοστών και τέσσερα (4) πολυβόλα γενικής χρήσης των 7,62 χιλιοστών. Η αντιαεροπορική άμυνα των πλοίων βασίζεται στα βλήματα Sea Ceptor επί κάθετου συστήματος εκτόξευσης 48 θέσεων. Το Sea Ceptor βασίζεται στο βλήμα CAMM (Common Anti-air Modular Missile), το οποίο επιτυγχάνει μέγιστο βεληνεκές άνω των 25 χιλιομέτρων (έκδοση CAMM) ή άνω των 45 χιλιομέτρων (έκδοση CAMM-ER).
Το βλήμα χρησιμοποιεί ενεργό ερευνητή ραντάρ με αμφίδρομη ζεύξη δεδομένων για την εμπλοκή πολλαπλών στόχων ταυτόχρονα, χωρίς να απαιτούνται ραντάρ ιχνηλάτισης και καταύγασης στο πλοίο. Οι αμφίδρομες ζεύξεις δεδομένων βασίζονται σε δύο (2) τερματικά που στέλνουν στα βλήματα ενημερώσεις θέσης στόχων κατά την διάρκεια της πτήσης, ενώ πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση των πυραύλων και τα διαγνωστικά τους, μπορούν να διαβιβαστούν πίσω στο πλοίο. Ο κάθετος εκτοξευτής ενσωματώνει έμβολο, για την εκτόξευση του βλήματος, η λειτουργία του οποίου στηρίζεται σε φορτίο εκρηκτικού αερίου εντός του κανίστρου. Στη συνέχεια, ενώ το βλήμα έχει εξέλθει του κανίστρου, ενεργοποιεί τον κινητήρα του.
Επιπλέον, οι Type-26 ενσωματώνουν σύστημα κάθετης εκτόξευσης Mk.41 VLS (Vertical Launch System) των 24 θέσεων για βλήματα προσβολής στόχων εδάφους BGM-109 Tomahawk, μέγιστου βεληνεκούς 1.300-2.500 χιλιομέτρων, ανάλογα της έκδοσης, ανθυποβρυχιακών βλημάτων RUM-139 VL-ASROC μέγιστου βεληνεκούς 22 χιλιομέτρων και, στο μέλλον, βλημάτων κατά πλοίων AGM-158C LRASM (Long Range Anti-Ship Missile). Το υπόστεγο και το ελικοδρόμιο του πλοίου μπορεί να υποστηρίξει ταυτόχρονα δύο (2) ελικόπτερα τύπου AW-159 WildCat ή ένα (1) τύπου AW-101 Merlin. Επίσης μπορεί να υποστηρίξει τη χρήση UAV, ενώ μεταφέρει και δύο (2) ελαφρά σκάφη.
Τα AW-159 Wildcat του Βρετανικού Ναυτικού ενσωματώνουν νέους σταθμούς ανάρτησης οπλισμού της Leonardo και έχουν την ικανότητα μεταφοράς βλημάτων κατά πλοίων Sea Venom της MBDA, βάρους 110 κιλών και μέγιστης εμβέλειας 20 χιλιομέτρων, και βλημάτων LMM (Lightweight Multirole Missile) της γαλλικής Thales, βάρους 13 κιλών και μέγιστου βεληνεκούς 8 χιλιομέτρων. Σε μια τυπική αποστολή τα AW-159 Wildcat μπορούν να μεταφέρουν δύο (2) βλήματα Sea Venom (ένα ανά πτέρυγα) και 10 LLM (πέντε ανά πτέρυγα). Επιπλέον, σε διαφορετική διαμόρφωση όπλων, μπορούν να μεταφέρουν δύο (2) ελαφρές τορπίλες Stingray της BAE Systems, βάρους 267 κιλών και μέγιστου βεληνεκούς 11 χιλιόμετρα, καθώς και αριθμό βομβών βυθού Mk.11.
Όπως προαναφέραμε η Αυστραλία επέλεξε τη ναυπήγηση εννέα (9) Type-26 για την αντικατάσταση των οκτώ (8) φρεγατών MEKO-200 κλάσης «ANZAC». Η σχετική ανακοίνωση έγινε τον Ιούνιο του 2018, ενώ το συνολικό κόστος του προγράμματος έχει προϋπολογιστεί με το ποσό των $ 25,9 δισεκατομμυρίων (ετοιμασία της γραμμής παραγωγής, εκπαίδευση εργαζομένων, ναυπήγηση των πλοίων, σύμβαση εν συνεχεία υποστήριξης διάρκειας 25 ετών, όπλα, εκπαίδευση, δαπάνες για τη δημιουργία υποδομών συν το κόστος μεταφοράς τεχνολογίας και τεχνογνωσίας προς την αμυντική βιομηχανία της χώρας). Οι Type-26 επικράτησαν έναντι των ιταλικών FREMM και των ισπανικών F-100. Το πρώτο πλοίο αναμένεται να ενταχθεί σε υπηρεσία το 2027. Σε σχέση με τις βρετανικές, οι αυστραλιανές Type-26 διαφέρουν ως προς τον ηλεκτρονικό εξοπλισμό και τον οπλισμό τους, κυρίως στον πυραυλικό.
Ο ηλεκτρονικός εξοπλισμός τους περιλαμβάνει ένα (1) τρισδιάστατο ραντάρ έρευνας αέρος και επιφανείας ηλεκτρονικής διάταξης φάσης CEAFAR2, τακτικό σύστημα διασύνδεσης 9LV της Saab, σύστημα διαχείρισης μάχης AEGIS της Lockheed Martin, σόναρ τρόπιδας S2150 και ενεργητικό/παθητικό ποντιζόμενο σονάρ Sonar-2087 της Thales. Επίσης ενσωματώνει σύστημα αντιμέτρων τορπιλών Nulka. Ο οπλισμός τους περιλαμβάνει ένα (1) πυροβόλο Mk.45 Mod.4 των 127/62 χιλιοστών, δύο (2) τηλεχειριζόμενους πύργους με πυροβόλο των 30 χιλιοστών έκαστος, δύο (2) συστήματα εγγύς άμυνας Mk.15 Phalanx και δύο (2) τορπιλοσωλήνες για τορπίλες MU-90 Impact. Επιπλέον ενσωματώνουν σύστημα εκτόξευσης Mk.41 VLS των 32 θέσεων για βλήματα RIM-66 (Standard) και RIM-162 ESSM (Evolved Sea Sparrow Missile) και δύο (2) τετραπλούς εκτοξευτές βλημάτων κατά πλοίων, ενώ μπορεί να φιλοξενήσει δύο (2) ελικόπτερα ναυτικής συνεργασίας επιπέδου MH-60R SeaHawk ή MRH-90, καθώς και UAV.
Ο Καναδάς επέλεξε να ναυπηγήσει 15 Type-26 για την αντικατάσταση των τεσσάρων (4) φρεγατών κλάσης «Iroquois» και των 12 φρεγατών κλάσης «Halifax». Το σχετικό συμβόλαιο υπογράφηκε τον Φεβρουάριο του 2019 και είναι συνολικού ύψους $ 60 δισεκατομμυρίων για την προετοιμασία της γραμμής παραγωγής, εκπαίδευση εργαζομένων, ναυπήγηση των πλοίων, σύμβαση εν συνεχεία υποστήριξης διάρκειας 25 ετών, όπλα, εκπαίδευση, δαπάνες για τη δημιουργία υποδομών συν το κόστος μεταφοράς τεχνολογίας και τεχνογνωσίας προς την αμυντική βιομηχανία της χώρας. Οι Type-26 επικράτησαν έναντι των FREMM (κοινή κάθοδος των Ιταλών και των Γάλλων), των ισπανικών F-105 (έκδοση των F-100) και των ολλανδικών LCF, ενώ οι «Iver Huitfeldt» της Δανίας και οι F-125 της Γερμανίας αποχώρησαν από τον διαγωνισμό.
Το πιθανότερο έτος έναρξης ναυπήγησης είναι το 2023, με το πρώτο πλοίο να παραδίδεται στα τέλη της δεκαετίας του 2020, ενώ το σύνολο των πλοίων θα πρέπει να έχει παραδοθεί μέχρι το 2040. Η διαμόρφωση των πλοίων, ως προς τον ηλεκτρονικό εξοπλισμό και των οπλισμό δεν έχει αποφασιστεί ακόμα.
Οι φρεγάτες Type-31 (σχεδίαση Arrowhead-140 της Babcock) επιλέχθηκαν από το Λονδίνο για την αντικατάσταση των Type-23, μαζί με τις Type-26, και για λόγους συμπίεσης του κόστους. Έτσι αποφασίστηκε η ναυπήγηση οκτώ (8) Type-26 και πέντε (5) Type-31, οι οποίες είναι μικρότερες και οικονομικότερες σε σχέση με τις Type-26. Το κόστος του προγράμματος δεν θα πρέπει να ξεπερνά τα £ 250 εκατομμύρια για κάθε πλοίο, χωρίς τα όπλα και την εν συνεχεία υποστήριξη, δηλαδή το συνολικό κόστος και για τα πέντε (5) πλοία δεν θα πρέπει να ξεπεράσει τα £ 1,25 δισεκατομμύρια.
Η παράδοση του πρώτου πλοίου προσδιορίζεται για το 2027, ενώ η έναρξη της ναυπήγησης προσδιορίζεται για το 2023. Το διαγωνισμό διεκδίκησαν η BAE System με τις σχεδιάσεις Avenger (βελτιωμένη έκδοση των περιπολικών ανοιχτής θαλάσσης κλάσης «River») και Cutlass (βελτιωμένη έκδοση των κορβετών κλάσης «Al-Shamikh»), η BMT με τη σχεδίαση Nenator-110, η Stellar Systems με τη σχεδίαση Spartan και η νικήτρια Babcock με τη σχεδίαση Arrowhead-140 (η οποία έλκει την καταγωγή της από τις φρεγάτες κλάσης «Iver Hutfeldt»).
Στη σχεδίαση των Type-31 δόθηκε έμφαση, κατόπιν ρητής απαίτησης του Βρετανικού Ναυτικού, στο μειωμένο κόστος χρήσης και συντήρησης και την ανοιχτή αρχιτεκτονική. Το μήκος του είναι 138,7 μέτρα, το πλάτος τους 19,8 μέτρα και το βύθισμα τους 4,8 μέτρα. Το εκτόπισμα τους είναι της τάξεως των 5.700 τόνων, ενώ οι ελάχιστες απαιτήσεις επάνδρωσης είναι 100 άτομα, με ανώτατο όριο πληρώματος τα 160 άτομα. Το ελικοδρόμιο μπορεί να φιλοξενήσει ένα (1) ελικόπτερο AW-159 WildCat ή ένα (1) AW-101 Merlin ή ένα (1) MH-60 SeaHawk συν ένα (1) UAV. Το πλοίο είναι εφοδιασμένο και με δύο (2) σκάφη τύπου RHIB, ενώ μπορεί να φιλοξενήσει και να υποστηρίξει μη-επανδρωμένο υποβρύχιο όχημα. Πρόβλεψη έχει υπάρξει και για χώρο αποθήκευσης εμπορευματοκιβωτίων σε περίπτωση συμμετοχής σε ανθρωπιστικές αποστολές.
Ο οπλισμός των Type-31 αποτελείτε από ένα (1) κύριο πυροβόλο των 57 χιλιοστών (για το Βρετανικό Ναυτικό), ενώ μπορεί να δεχθεί και πυροβόλο των 127 χιλιοστών αν το επιθυμεί ο πελάτης. Επίσης ενσωματώνει και δύο (2) πυροβόλα των 40 χιλιοστών έκαστο. Συνολικά ενσωματώνει οκτώ (8) βλήματα κατά πλοίων και σύστημα Mk.41 VLS με δυνατότητα έως 32 θέσεις για αντιαεροπορικά βλήματα μεγάλου και μικρού βεληνεκούς (το Βρετανικό Ναυτικό έχει επιλέξει το σύστημα εκτόξευσης VLS και τα βλήματα Sea Ceptor). Στη βρετανική διαμόρφωση τα πλοία θα μπορούν να φέρουν βλήματα κατά στόχων εδάφους BGM-109 Tomahawk και ανθυποβρυχιακά βλήματα RUM-139 VL-ASROC.
Ο ηλεκτρονικός τους εξοπλισμός περιλαμβάνει ραντάρ NS-110 της Thales, ραντάρ ναυτιλίας SharpEye, δύο (2) ηλεκτροπτικά συστήματα Mirador Mk.2, ολοκληρωμένο σύστημα ηλεκτρονικού πολέμου Vigile-D, τακτικό σύστημα πληροφοριών και διοίκησης και ελέγχου μάχης TACTICOS, καθώς και σόναρ τρόπιδας και ποντιζόμενο. Το σύστημα πρόωσης των Type-31 είναι τύπου CODAD (Combined Diesel and Diesel και αποτελείται από τέσσερις (4) πετρελαιοκινητήρες Rolls Royce/MTU 20V 8000 M71 μέγιστης ισχύος 11.000 ίππων έκαστος και τέσσερις (4) γεννήτριες Rolls Royce/MTU 16V 2000 M41B των 900 kW έκαστη. Η μέγιστη ταχύτητα είναι άνω των 28 κόμβων (52 χιλιόμετρα την ώρα), ενώ η εμβέλεια των πλοίων ανέρχεται στα 9.000 ναυτικά μίλια (16.670 χιλιόμετρα).
Εν κατακλείδι, οι Type-31 (Arrowhead-140) προβάλλουν ως μια αξιοσημείωτη και συνάμα ανταγωνιστική επιλογή με προσιτό κόστος, πολύ καλό φόρτο βλημάτων ESSM Block II και SM-2 σε 32 κελιά, σύγχρονο συγκρότημα αισθητήρων, εγκατάσταση CIWS (RAM στη πλώρη). Η σχεδίαση του πλοίου είναι σύγχρονη πλην όμως πρέπει να γίνει μια σημαντική διευκρίνηση. Δεν γνωρίζουμε το υλικό ναυπήγησης των πλοίων, αν δηλαδή είναι από χάλυβα, από κράμα αλουμινίου ή συνδυασμός των δύο. Πάντως το αλουμίνιο δεν παρέχει την ίδια αντοχή σε πλήγματα εχθρικών βλημάτων, σε σχέση με τον χάλυβα. Είναι όμως ελαφρύτερο υλικό.
Εξ όσων είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε το ΠΝ έχει απορρίψει πολλάκις το αλουμίνιο ακριβώς λόγω θεμάτων που εγείρονται στην ασφάλεια του πλοίου και στην αντοχή του απέναντι σε εχθρικές επιθέσεις. Η τιμή των £ 250 εκατομμυρίων (€ 277 εκατομμύρια με τη σημερινή ισοτιμία) ανά πλοίο αφορά το κόστος για πέντε πλοία του Βασιλικού Ναυτικού με συγκεκριμένη διαμόρφωση 32 βλημάτων Sea Captor. Δεν γνωρίζουμε το υλικό κατασκευής, αν δηλαδή το Βρετανικό Ναυτικό έχει επιλέξει ως κύριο υλικό το κράμα αλουμινίου ή τον χάλυβα ή κράμα αλουμινίου με πιθανή επιπλέον θωράκιση, όπως έγινε με την περίπτωση των Type-26 και την Plasan, πάντως το ανώτατο όριο κόστους που έχει επιβάλει το Βρετανικό ναυτικό είναι £ 250 ανά πλοίο (η Type-31, δηλαδή η Arrowhead-140, έλκει την καταγωγή της από τις «Iver Hutfeldt» που είναι κατασκευασμένες από χάλυβα).