Πρόκειται για το Tempest στο οποίο συμμετέχουν Βρετανία και Ιταλία με την Σουηδία ως εξωτερικό εταίρο (international partner) και το FCAS που ήδη “τρέχει” ‘ως πρόγραμμα με την συμμετοχή Γαλλίας, Γερμανίας και Ισπανίας. Και τα δύο αεροσκάφη παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά υπό τη μορφή concept, πριν από τέσσερα χρόνια περίπου. Συγκεκριμένα το Τempest πρωτοπαρουσιάστηκε στη διεθνή αεροδιαστημική έκθεση του Farnborough το καλοκαίρι του 2018, ενώ η αποκάλυψη του FCAS έγινε ένα χρόνο αργότερα, στη διεθνή αεροδιαστημική έκθεση του Bourget το καλοκαίρι του 2019.
Ώς μαχητικά 6ης γενιάς, θα ενσωματώνουν πλειάδα νέων χαρακτηριστικών και δυνατοτήτων στη βάση μίας εντελώς διαφορετικής φιλοσοφίας σε σχέση με τις ισχύουσες σήμερα. Δηλαδή πέρα από το ότι τα νέα ευρωπαϊκά μαχητικά θα μπορούν να συνεργάζονται με μη επανδρωμένα αεροσκάφη υψηλών επιδόσεων (οπλισμένα και μη) και να τα καθοδηγούν, θα λειτουργούν και ως ιπτάμενα κέντρα διοίκησης, ελέγχου και επικοινωνιών από μεγάλες αποστάσεις, διαδραματίζοντας ρόλο γενικής εποπτείας των επιχειρήσεων στο έδαφος, την επιφάνεια της θάλασσας και τον αέρα σε μία περιοχή.
Θα έχουν τη δυνατότητα δηλαδή να λαμβάνουν και να επεξεργάζονται εικόνες και στοιχεία στοχοποίησης από πλατφόρμες στο έδαφος, την επιφάνεια της θάλασσας και τον αέρα, συνθέτοντας έτσι μία ολοκληρωμένη αντίληψη της τακτικής κατάστασης, την οποία θα μοιράζονται με κέντρα διοίκησης, ελέγχου και λήψης αποφάσεων. Τα πληρώματά τους δε, θα έχουν τη δυνατότητα να εκτελούν και καθήκοντα ανάθεσης στόχων, πέρα από την εξαπόλυση όπλων εναντίον τους.
Το πρώτο θετικό στοιχείο της όλης διαδικασίας ανάπτυξης μαχητικών 6ης γενιάς στην Ευρώπη, είναι ότι είναι δύο και όχι τρία. Δεν υφίσταται δηλαδή παράλληλη ανάπτυξη και εμπορική προώθηση τριών διαφορετικών μαχητικών όπως στο παρελθόν με τα Rafale, Eurofighter και Gripen. Διαδικασία καταστροφική όπως αποδείχθηκε έναντι του αμερικανικού ανταγωνισμού. Το να εξελίσσει κάθε χώρα, ή ομάδα χωρών, αυτόνομα, μαχητικά αεροσκάφη στην Ευρώπη, είναι κάτι που διαχέει τους διαθέσιμους πόρους και το επιστημονικό δυναμικό, με αποτέλεσμα το κόστος του τελικού προϊόντος να εκτοξεύεται. Σε σχέση με τα αμερικανικά αντίστοιχα προϊόντα πάντα…
Πρόσφατα μάλιστα ο Ιταλός Α/ΓΕΑ Πτέραρχος Luca Goretti, σύμφωνα με ρεπορτάζ του πρακτορείου Reuters, σε ομιλία του στην επιτροπή εξοπλισμών και άμυνας του ιταλικού Κοινοβουλίου προέβλεψε την συγχώνευση των προγραμμάτων FCAS και Tempest. Αιτιολόγησε δε την άποψη του αυτή, με βάση το τεράστιο κόστος των δύο προγραμμάτων σε περίπτωση που υλοποιηθούν ξεχωριστά. Κόστος που είναι αδύνατο να επωμιστούν έστω και ομάδες ευρωπαϊκών χωρών.
Η αλήθεια είναι ότι ο Ιταλός Α/ΓΕΑ που έχει εκ των έσω εμπειρία από την εξέλιξη του προγράμματος Eurofighter και του πραγματικού κόστους του για την Ιταλική Αεροπορία και παράλληλα γνωρίζει στοιχεία σχετικά με τις εξελίξεις και τα πρoϋπολογιζόμενα κόστη του προγράμματος Tempest, σίγουρα ξέρει τι λέει και η άποψή του αυτή μόνο τυχαία δεν μπορεί να θεωρηθεί.
Από την άλλη πλευρά η προϊστορία είναι γεμάτη από εξελίξεις που δεν αφήνουν επί του πρακτέου, την παραμικρή ελπίδα να επιτευχθεί ένας τέτοιος συμβιβασμός. Οι Γάλλοι δηλαδή και οι Βρετανοί θεωρείται πρακτικά αδύνατο να παραχωρήσουν ο ένας στον άλλο την πρωτοκαθεδρία σε ότι έχει να κάνει με τη λήψη κρίσιμων αποφάσεων που θα διαμορφώσουν τις μελλοντικές δυνατότητες ενός νέου μαχητικού. Το δε βιομηχανικό έργο είναι μία άλλη μεγάλη αιτία διαμάχης…
Αυτό προκύπτει όχι μόνο από όσα διαδραματίστηκαν στη δεκαετία του ‘80, όταν οι Γάλλοι αρνήθηκαν να αποδεχθούν την απαίτηση των Βρετανών για τη δημιουργία ενός μαχητικού εναέριας υπεροχής (και όχι πολλαπλών ρόλων), το οποίο θα κάλυπτε πρωτίστως τις δικές τους επιχειρησιακές ανάγκες, όπως τις αντιλαμβάνονταν τότε και για την ανάπτυξη του οποίου θα είχαν τον πρώτο λόγο…
Προκύπτει και από το ότι παραλίγο να ματαιώσουν το πρόγραμμα FCAS, όταν οι Γερμανοί, μέσω της Airbus Defense, αποπειράθηκαν πλαγίως (αθροίζοντας το μερίδιό τους στο πρόγραμμα με αυτό της Ισπανίας!) να εξασφαλίσουν το πρώτο λόγο σε αυτό, μαζί με πρόσβαση σε κρίσιμες τεχνολογίες, που μόνο οι Γάλλοι κατέχουν και φυσικά δεν είναι διατεθειμένοι να μοιραστούν. Ο δρόμος προς ένα ενιαίο ευρωπαϊκό μελλοντικό μαχητικό είναι κατά συνέπεια πραγματικά δύσκολος αν όχι ανύπαρκτος (ή αδύνατος)… Οι δε Γάλλοι έχουν μέχρι σήμερα δικαιωθεί απόλυτα από τις επιλογές τους. Και ιδού το γιατί…
Οι αρχικές εκδόσεις του Eurofighter (Tranche 1) προς πώληση, από όλες τις αεροπορικές δυνάμεις που τις αξιοποιούν
Ο Βρετανός Α/ΓΕΑ, Πτέραρχος Sir Mike Wingston, γνωστοποίησε την άνοιξη του 2021 την απόφαση της RAF να αποσύρει και να διαθέσει προς πώληση 24 μαχητικά Eurofighter – Typhoon διαμόρφωσης Tranche 1. O λόγος είναι ότι τα αεροσκάφη αυτά έχουν μόνο δυνατότητες αέρος – αέρος και δεν μπορούν να αναβαθμιστούν σε μαχητικά πολλαπλού ρόλου, επειδή κάτι τέτοιο κρίνεται οικονομοτεχνικά ασύμφορο. Ο υπολογιστής αποστολής και άλλα κρίσιμα συστήματα του αεροσκάφους, μαζί με το λογισμικό διασύνδεσης και λειτουργίας τους, είναι αρκετά παλιά και σημαντικά διαφοροποιημένα σε σύγκριση με τα αντίστοιχα των μαχητικών διαμόρφωσης Tranche 2 και Tranche 3.
Ο Βρετανός Α/ΓΕΑ, Πτέραρχος Sir Mike Wingston, γνωστοποίησε την άνοιξη του 2021 την απόφαση της RAF να αποσύρει και να διαθέσει προς πώληση 24 μαχητικά Eurofighter – Typhoon διαμόρφωσης Tranche 1. O λόγος είναι ότι τα αεροσκάφη αυτά έχουν μόνο δυνατότητες αέρος – αέρος και δεν μπορούν να αναβαθμιστούν σε μαχητικά πολλαπλού ρόλου, επειδή κάτι τέτοιο κρίνεται οικονομοτεχνικά ασύμφορο. Ο υπολογιστής αποστολής και άλλα κρίσιμα συστήματα του αεροσκάφους, μαζί με το λογισμικό διασύνδεσης και λειτουργίας τους, είναι αρκετά παλιά και σημαντικά διαφοροποιημένα σε σύγκριση με τα αντίστοιχα των μαχητικών διαμόρφωσης Tranche 2 και Tranche 3.
H Bρετανική Αεροπορία είχε παραλάβει 53 συνολικά Tranch 1, άλλα 67 Tranche 2, ενώ θα παραλάβει και 40 Tranche 3, με ραντάρ AESA το οποίο αναπτύσσεται από την ιταλική Leonardo (https://defencereview.gr/dsei-2021-sto-programma-anaptyxis-toy-rant/). Που με τη σειρά της έχει αναπτύξει και παράγει το διαφορετικών δυνατοτήτων AESA που θα εξοπλίσει τα μαχητικά του Κουβέιτ και του Κατάρ, αλλά όχι τα γερμανικά και τα ισπανικά tranche 3 που θα εξοπλιστούν με άλλο σύστημα AESA που αναπτύσσεται από τη γερμανική Hendsold σε συνεργασία με την ισπανική Indra! Πραγματικό κομφούζιο δηλαδή… Χάος αν θέλουμε να κυριολεκτούμε!
Η RAF στο παρελθόν είχε αποφασίσει την απόσυρση 29 Tranche 1, διατηρώντας σε υπηρεσία τα υπόλοιπα 24, με σκοπό να τα αξιοποιεί αποκλειστικά και μόνο σε ρόλο αστυνόμευσης εναέριου χώρου (air policing) μέχρι και το έτος 2040. Στο πλαίσιο του πρόσφατου σχεδίου αναδιοργάνωσης των βρετανικών ενόπλων δυνάμεων όμως, αποφασίστηκε ο ρόλος αυτός να αποδοθεί στα πολλαπλών ρόλων FGR4 (τροποποιημένα Tranche 2 στο πλαίσιο του προγράμματος Centurion…). Έτσι τα 24 βρετανικά Tranche 1, είναι διαθέσιμα πρός πώληση. Μεταξύ άλλων και στην Ελλάδα!
Το ίδιο φυσικά αποπειράθηκε και η Γερμανία, διαθέτοντας προς πώληση 38 Tranche 1 της Luftwaffe (δείτε ε΄δω), αλλά και η Ιταλία ( και εδώ), η Ισπανία, που τελικά θα τα διατηρήσει (18 μονάδες…) σε υπηρεσία υλοποιώντας μικρής έκτασης αναβάθμιση και η Αυστρία (στον ακόλουθο σύνδεσμο)! Η οποία απέκτησε κατόπιν γερμανικών πιέσεων 15 μονάδες διαμόρφωσης Tranche 1 προς αντικατάσταση των γηραιών SAAB Draken στη δεκαετία του 2000 (από το 2007), έναντι 2,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων (δύο δισεκατομμυρίων ευρώ με βάση την τότε ισοτιμία…).
Τελικά οι Βρετανοί αποφάσισαν τον περασμένο Σεπτέμβριο να κρατήσουν 30 Tranche 1 στη δύναμη της RAF (εδώ), αφού όπως ανακοίνωσαν, διαπίστωσαν ότι το κόστος αντικατάστασής τους από νεότερη έκδοση του μαχητικού, είναι πολύ μεγάλο και άρα… ασύμφορο! Είναι πραγματικά να απορεί κανείς, πώς μετά από όλα αυτά εξακολουθούν να υφίστανται προσπάθειες εξαγωγής του εν λόγω μαχητικού… Και μάλιστα σε χώρες απόλυτου ορθολογισμού ώς προς τη διαχείριση των δημόσιων οικονομικών, όπως η Φιλανδία!
Οι μοναδικές εξαγωγές που έχει επιτύχει το Eurofighter είναι αυτές στο Κουβέιτ (28 μονάδες), το Κατάρ (24 μονάδες) και το Ομάν (12 μονάδες). Σύνολο 64. Tα 15 αεροσκάφη της Αυστρίας αγοράστηκαν μεταχειρισμένα από τη Luftwaffe ή οποία τα αντικατέστησε με ισάριθμα διαμόρφωσης Trance 2 και τα 72 της Σαουδικής Αραβίας, αφαιρέθηκαν από τη δύναμη της RAF. Γιατί με βάση τον αρχικό σχεδιασμό του προγράμματος για την κατανομή του βιομηχανικού έργου, οι Βρετανοί (που απέσπασαν και το μεγαλύτερο…) επρόκειτο να αγοράσουν και να παραλάβουν 232 μονάδες. Τελικά, παρέλαβαν 160…
Oι μέχρι σήμερα εξαγωγές του γαλλικού Rafale, περιλαμβάνουν 36 μονάδες για την Ινδία, 54 για την Αιγυπτο, 36 για το Κατάρ και 12 για την Ελλάδα. Σύνολο 138 μονάδες. Χωρίς να υπολογίζονται τα 24 αεροσκάφη που πωλήθηκαν ώς μεταχειρισμένα σε Ελλάδα και Κροατία. Τα οποία αν και παλαιών εκδόσεων, παραδόθηκαν αναβαθμισμένα στην τελευταία διαμόρφωση F3R…
Οι Γάλλοι έχουν τον πρώτο λόγο στο πρόγραμμα FCAS – Η ιστορία αποκαλύπτει το γιατί και διδάσκει…
Οι αριθμοί και τα στοιχεία επομένως έχουν τη δική τους αλήθεια. Που είναι αναμφισβήτητη. Στο παρελθόν δε και ο Γερμανός Α/ΓΕΑ (https://defencereview.gr/ti-synenosi-ton-programmaton-fcaskai-tempestpr/) είχε προτείνει την ενοποίηση των δύο προγραμμάτων ανάπτυξης μαχητικών 6ης γενιάς. Όχι τυχαία βέβαια. Γιατί αυτό που πρωτίστως ενδιαφέρει τους Γερμανούς, είναι το βιομηχανικό έργο. Επειδή, μέσω της συμμετοχής τους στην Airbus Defense, έχουν την ίδια πρακτικά ισχύ με τους Γάλλους. Ας δούμε όμως την προϊστορία. Γιατί αποδεικνύει – και πάλι- ότι η ενοποίηση των ευρωπαϊκών προσπαθειών σε αυτό τον τομέα είναι πρακτικά αδύνατη, επειδή “περνά” μέσα από πολλά και αντικρουόμενα συμφέροντα. Οικονομικά, βιομηχανικά, επιχειρησιακά, εθνικά κ.ο.κ.
Η ανάπτυξη μαχητικών στην Ευρώπη μεταπολεμικά, με εξαίρεση τη Βρετανία, ξεκίνησε στη δεκαετία του ‘50. Οι Άγγλοι συνέχισαν να σχεδιάζουν και να κατασκευάζουν τα δικά τους αεριωθούμενα (πλέον) μαχητικά, επιτυγχάνοντας και εξαγωγές, ενώ οι Σουηδοί και οι Γάλλοι στράφηκαν σε δικές τους σχεδιάσεις, αρχικά για την κάλυψη των αναγκών των αεροπορικών τους δυνάμεων.
Όπως όλες σχεδόν οι δυτικοευρωπαϊκές χώρες, η Γαλλία στις δεκαετίες του ‘40 και του ‘50 παρέλαβε και ενέταξε σε υπηρεσία στην Αεροπορία και τη Ναυτική της Αεροπορία, μεγάλο αριθμό αμερικανικής κατασκευής μαχητικών, μέσω προγραμμάτων MAP. Κάτι που συνεχίστηκε με παράλληλη ανάπτυξη και παραγωγή εγχώριων μαχητικών, μέχρι και το 1958. Η μεγάλη διαφοροποίηση στην εξοπλιστική πολιτική της Γαλλίας σημειώθηκε τη χρονιά εκείνη, μετά την άρνηση του τότε Γάλλου προέδρου Σαρλ Ντε Γκώλ, να αποδεχθεί την αμερικανική θέση που ήθελε ώς πυρηνική δύναμη στην Ευρώπη μόνο τη Βρετανία.
Στη δεκαετία του ‘60 η Γαλλία με αφετηρία τη ρήξη με τους Αμερικανούς, αποφάσισε την πλήρη αυτονόμηση της αεροπορικής και αμυντικής της βιομηχανίας. Κατά την περίοδο 1958 – 1970, επένδυσε τεράστια ποσά στο πλαίσιο μίας τιτάνιας προσπάθειας που υπήρξε προσωπική επιλογή του Σαρλ Ντε Γκώλ. Βάσει αυτής, η Γαλλία θα σχεδίαζε, θα ανέπτυσσε και θα παρήγαγε τα πάντα, χωρίς να απευθύνεται στις ΗΠΑ για κανένα απολύτως σύστημα, εξάρτημα, ή υποσύστημα. Οι Βρετανοί από την άλλη πλευρά στράφηκαν στην αγορά αμερικανικών μαχητικών, τα οποία θα εξόπλιζαν με δικά τους συστήματα στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό. Σε δεύτερο χρόνο δε, αναζήτησαν συνεργασίες με άλλες ευρωπαϊκές χώρες για την ανάπτυξη νέων μαχητικών, με στόχο τη μείωση του κόστους.
Την ίδια περίοδο, χώρες όπως η Γερμανία, η Ιταλία, η Ολλανδία και η Νορβηγία, εκμεταλλευόμενες τα προγράμματα στρατιωτικής βοήθειας, εξόπλισαν με αμερικανικά συστήματα τις ένοπλες δυνάμεις τους και παράλληλα επανασυγκρότησαν τις βιομηχανίες τους. Αναλαμβάνοντας την κατασκευή τμημάτων και την τελική συναρμολόγηση τους. Από τότε μέχρι σήμερα έχουν αλλάξει πολλά. Η δημιουργία κολοσσών όπως η Airbus και η MBDA που είναι εταιρείες που δημιουργήθηκαν από τη συνεργασία εταιρειών από όλες τις δυτικοευρωπαϊκές σχεδόν χώρες (πλην της Ελλάδας), το αποδεικνύει αυτό.
Παρόλα αυτά, τα εθνικά, οικονομικά και βιομηχανικά συμφέροντα και οι επιδιώξεις είναι αυτά που υπερτερούν και επικρατούν. Και εκεί είναι που η εναλλακτική των ΗΠΑ, ή η ανάγκη διατήρησης ισορροπιών, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η αμερικανική αμυντική και αεροδιαστημική βιομηχανία είναι διασυνδεδεμένες με τις ένοπλες δυνάμεις και το τραπεζικό – χρηματοπιστωτικό σύστημα της χώρας. Και αυτό είναι που δίνει και το “ανταγωνιστικό” πλεονέκτημα στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού.