Σε δύο προγενέστερα αφιερώματα, σκόπιμα παρουσιάσαμε συνδυαστικά αμερικανικά και ευρωπαϊκά όπλα και συγκεκριμένα πυραύλους επιφανείας/εδάφους – αέρος (SM-2/ASTER 30) και αέρος – αέρος (ΑΙΜ-120D/Meteor) μέσης – μεγάλης ακτίνας. Ειδικά στον Meteor είχαμε αναφερθεί αναλυτικά (https://defencereview.gr/mbda-meteor-meros-a-to-mellon-ton-emplokon-bvr-einai-tis-giraias-ipeiroy/ και https://defencereview.gr/meteor-to-mellon-ton-emplokon-bvr-anikei-stin-eyropi-meros-b/) σε πολλά, ακόμα παλαιότερα αφιερώματα.
Σκοπός ήταν και στις δύο περιπτώσεις όχι μόνο η παράθεση αριθμητικών συγκριτικών δεδομένων, αλλά και να καταδειχθεί η διαφορά φιλοσοφίας μεταξύ των αμερικανικών και των ευρωπαϊκών όπλων. Και φυσικά σε τελική ανάλυση η επιχειρησιακή αξία της πολιτικής των δύο εξοπλιστικών πηγών για το σύνολο των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων.
Μία πολιτική που κατ’ ουσία η Ελλάδα έχει εγκαταλείψει σε σχέση με τις δεκαετίες του ‘70, του ‘80 και του ‘90, με αντίκτυπο που έγινε ιδιαίτερα αισθητό (πέρα από την εξοπλιστική αδράνεια των τελευταίων 15 σχεδόν ετών) στην πρόσφατη κρίση του καλοκαιριού του 2020. Αυτό είναι το πιο σημαντικό κομμάτι της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας που μας αφορά και μας επηρεάζει.
Και πρέπει σε κάθε περίπτωση να το εκμεταλλευόμαστε έναντι της Τουρκίας ώς πλεονέκτημα, επειδή η Ελλάδα είναι και χώρα – μέλος της Ε.Ε. εκτός από μέλος του ΝΑΤΟ. Παρακάτω θα αναφερθούμε στον παλαιότερο πύραυλος αέρος – αέρος MICAπου εντάχθηκε σε υπηρεσία και στην ελληνική Πολεμική Αεροπορία και στις δύο εκδόσεις παραγωγής του (με κεφαλή ενεργού ηλεκτρομαγνητικής καθοδήγησης -ΕΜ και αναζήτησης υπέρυθρης ακτινοβολίας -IR). Σε δεύτερο χρόνο το ίδιο θα κάνουμε και για το νεότερο, υπό ανάπτυξη, MICA NG (Next Generation). Όπλο αντίστοιχο του οποίου δεν υπάρχει στο αμερικανικό οπλοστάσιο για λόγους που θα αναλύσουμε στη συνέχεια.
Πολυδιάστατος και πραγματικός ανταγωνιστής του αμερικανικού AMRAAM στη Δύση
Ο γαλλικός πύραυλος BVR, MICA (δημιούργημα της MATRA), είναι μοναδικός από πολλές απόψεις. Οι Γάλλοι, αναζητώντας ένα νέο όπλο μέσης ακτίνας για τα μαχητικά τους, έφτασαν στο ίδιο συμπέρασμα με τους Αμερικανούς. Ότι οι επόμενες συγκρούσεις θα διεξάγονταν κυρίως μεταξύ μαχητικών και ότι η τεχνολογία ήταν ώριμη για βλήματα ενεργού καθοδήγησης ραντάρ. Η αξιοποίησή τους ήταν ο μόνος τρόπος άμεσης αποδέσμευσης του μαχητικού αμέσως μετά την εκτόξευση του πυραύλου, πράγμα πολύ σημαντικό, ιδίως για την επιβίωσή του.
Οι Αμερικανοί έχοντας αποκτήσει μακρόχρονη εμπειρία (μεγαλύτερη των 25 ετών) από τον ΑΙΜ-7 Sparrow κατέληξαν στους ενεργούς αισθητήρες ραντάρ αφού διαπίστωσαν ότι ακόμη και το καλύτερο μαχητικό (F-4) που έφερε ΑΙΜ-7, μπορούσε να καταρριφθεί από μετωπική βολή ΑΙΜ-9 από αεροσκάφος-στόχο μικρής διατομής ραντάρ (μικρού ηλεκτρομαγνητικού ίχνους-RCS), ενώ το πλήρωμά του ήταν καθηλωμένο στη διαδικασία του καταυγασμού. Ήταν υποχρεωμένο δηλαδή να ακολουθεί τον πύραυλο, προκειμένου διασφαλίζει ανά πάσα στιγμή ότι η επιστρεφόμενη ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία από το στόχο (μέσω της εκπομπής του ραντάρ του μαχητικού) δεν θα χανόταν…
Όλη αυτή η διαδικασία ενώ ήταν χρονοβόρα (διαρκούσε κάποια δευτερόλεπτα μεν, αλλά πολύ κρίσιμα για την ασφάλεια του μαχητικού – φορέα…), αποδείχθηκε ελάχιστα αποδοτική. Σε σχέση πάντα με την ευχέρεια χρήσης και την αποτελεσματικότητα των βολών του μικρής ακτίνας ΑΙΜ-9 Sidewinder. Οι αριθμοί επιβεβαιώνουν απόλυτα το γεγονός αυτό. Από τους 612 πυραύλους AIM-7D/E/E-2 που εκτοξεύθηκαν εναντίον ιπτάμενων στόχων (μαχητικών ώς επί τω πλείστον), μόλις οι 97 (λιγότεροι από το ένα έκτο, ή ποσοστό 15,8%) έπληξαν τους στόχους τους, καταστρέφοντας μόλις τους 56 (ποσοστό 9,2%). Από αυτές δε τις εμπλοκές, που είχαν ως αποτέλεσμα την καταστροφή των στόχων, μόλις δύο έγιναν πέραν του οπτικού ορίζοντα (BVR)!
Οι Γάλλοι από την πλευρά τους παρέμειναν πιστοί στην τακτική της διπλής καθοδήγησης (MATRA R-530 F/D) για τους δικούς τους πυραύλους BVR και στην περίπτωση του MICA. Η τεχνολογική εξέλιξη κατέστησε δυνατή την ανάπτυξη αισθητήρων απεικόνισης υπερύθρου, με δυνατότητα εντοπισμού, διάκρισης και εγκλωβισμού στόχων σε πολύ μεγάλες αποστάσεις και πολύ μικρότερες διαστάσεις, όγκο και βάρος. Συνεπώς ήταν πλέον δυνατή και πρακτική η ενσωμάτωσή τους σε βλήματα μέσης και μεγάλης ακτίνας (χαρακτηριστικές περιπτώσεις οι αισθητήρες των ASRAAM, Python-4).
Το γαλλικό όπλο επίσης θα ήταν πολύ περισσότερο προηγμένο κινηματικά από το αμερικανικό, ακολουθώντας την εξαιρετική αεροδυναμική διαμόρφωση που είχε αποκρυσταλλωθεί στον Super-530, αλλά θα είχε μικρότερο μέγεθος για μικρότερο βάρος και οπισθέλκουσα. Η ακτίνα ήταν συγκρίσιμη με την αντίστοιχη του αμερικανικού ΑΙΜ-120, όμως κατά τη σχεδίαση και την ανάπτυξη η μεγαλύτερη έμφαση δεν αποδόθηκε εκεί. Αποδόθηκε στην εξασφάλιση μεγάλης ικανότητας ελιγμών κατά την τερματική φάση προσέγγισης και πρόσκτησης.
Λόγω της υπερθέρμανσης του ρύγχους (αεροδυναμικής τριβή), κάτι που ιδίως στην υπέρυθρη καθοδήγηση πρέπει να αποφεύγεται, το όπλο θα είχε 20% μικρότερη ταχύτητα από τον προκάτοχό του. Tον Super 530 που άλλωστε ήταν όπλο αναχαίτισης υπερταχέων βομβαρδιστικών μεγάλου ύψους-στρατηγικής κρούσης). Σε σχέση με όλους τους ανταγωνιστές του, αποδόθηκε επίσης βαρύτητα στην ακρίβεια κατεύθυνσης και προσβολής, με αποτέλεσμα βελτιστοποίηση του αισθητήρα υπερύθρων και της αεροδυναμικής.
Η αυξημένη ακρίβεια κατέστησε απολύτως εφικτή τη μείωση του βάρους της πολεμικής κεφαλής βάρους 12 κιλών της ΤΒΑ που διαθέτει και πυροσωλήνα προσέγγισης της Thomson-CSF (σήμερα Thales). H πολεμική κεφαλή του MICA είναι ελάχιστα μεγαλύτερη από αυτήν του ΑΙΜ-9Μ. Το συνολικά μειωμένο βάρος του βλήματος (μόλις 112 κιλά) σήμαινε ότι θα μπορούσαν να μεταφερθούν μέχρι οκτώ από ένα Mirage-2000-5, αναρτώμενα ακόμη και στις θέσεις των μικρής ακτίνας R-550 Μagic-2, σε σύγκριση με τους μόλις δύο Super 530 που μπορούσαν να μεταφερθούν από το Mirage-2000C/E.
Η αεροδυναμική του πυραύλου, ήταν κάτι μεταξύ του προκατόχου του (Super 530) και του πυραύλου αερομαχίας IRIS-T. Με το δεύτερο μοιάζει στον μικτό έλεγχο με αεροδυναμικές επιφάνειες και τα εσωτερικά τοποθετημένα στη εξαγωγή του πυραυλοκινητήρα, πτερύγια μεταβολής της διεύθυνσης του ανύσματος της ώσης (thrust vectoring tabs). Βέβαια το γαλλικό όπλο έχει ανεξάρτητα τα αντίστοιχα συστήματα (κινούμενες αεροδυναμικές επιφάνειες και πτερύγια μεταβολής της διεύθυνσης ώσης), σε αντίθεση με τον πολυεθνικό IRIS-T αλλά και τον αμερικανικό ΑΙΜ-9Χ.
Η ανεξαρτητοποίηση των δύο συστημάτων δίνει ακριβέστερο έλεγχο, αλλά είναι περισσότερο πολύπλοκη, ακριβή και απαιτεί μεγαλύτερο χώρο και παροχές εντός του βλήματος, κάτι που δεν ήταν πρόβλημα για το σχετικά μεγάλο (σε σχέση με τα δύο προαναφερθέντα όπλα μικρής ακτίνας) MICA. Μια άλλη ομοιότητα με τον IRIS-T, είναι η ύπαρξη τεσσάρων σταθερών, υπολειμματικών επιφανειών στο ρύγχος, καταφανώς για τη δημιουργία δινορευμάτων σε μεγάλες γωνίες προσβολής. Οι ομοιότητες καθιστούν σαφές το ότι ο MICA σχεδιάστηκε με προβλέψεις ευελιξίας που συναντώνται σε πυραύλους κλειστής (WVR) αερομαχίας.
Πράγματι, ο Γάλλοι είχαν διαπιστώσει ότι η ύπαρξη «ελάχιστης ακτίνας » εμπλοκής είναι εξαιρετικά περιοριστικός παράγων σε αερομαχίες μεταξύ μαχητικών και υποβαθμίζει την ευελιξία αξιοποίησης των πυραύλων μέσης ακτίνας. Δεν ήταν λοιπόν τυχαίο, ότι εκτός από εξαιρετική ευελιξία τερματικού σταδίου (άλλη μια αδυναμία πολλών πυραύλων μέσης ακτίνας), που επιβαλλόταν και από την ανάγκη τοποθέτησης μικρής πολεμικής κεφαλής, έδωσαν στο όπλο και χαρακτηριστικά αερομαχίας. Το όνομα του άλλωστε, το λέει αυτό: “Πύραυλος αναχαίτισης και Αερομαχίας» (Missile d’ Interception et de Combat Aerien =MICA).
Κατά τα άλλα, η αεροδυναμική διαμόρφωση είχε, όπως προαναφέρθηκε, σημαντικές ομοιότητες με αυτή του Super 530, φυσικά σε σμίκρυνση για να καταλαμβάνεται λιγότερος χώρος και να “παράγεται” μικρότερη οπισθέλκουσα. Ίδιου σχήματος σταθερές πτέρυγες για άντωση, έλεγχος από οπίσθια τοποθετημένα πτερύγια και οι διάφορες να περιορίζονται στα σημεία νέας τεχνολογίας (όπως το σύστημα ελέγχου ανύσματος ώσης) και στα αναγκαία για τον νέο ρόλο της αερομαχίας και την απαίτηση της μεγάλης ακρίβειας (οι 4 υπολειμματικές επιφάνειες ρύγχους).
Η πολεμική κεφαλή είναι υψηλής εκρηκτικότητας, εστιασμένης διασποράς θραυσμάτων (ελεγχόμενη διεύθυνση εκτόνωσης) με ενεργό πυροσωλήνα προσέγγισης ραδιοσυχνοτήτων. Ο πυραυλοκινητήρας είναι στερεού καυσίμου μικρού ίχνους καπνού της SNPE και εξασφαλίζει μέγιστη ακτίνα 60 περίπου χιλιομέτρων, θεωρητικά 50% μεγαλύτερη από αυτή του Super 530, λόγω μικρότερου βάρους και οπισθέλκουσας. Το μικρό μέγεθος και βάρος του MICA, είναι υπεύθυνα για τη μικρή διάρκεια καύσης του κινητήρα του και την μικρή σχετικά εμβέλεια, παρά τη σημαντική ταχύτητα (4 Μαχ)- η οποία επιτυγχάνεται χάρη στην αεροδυναμική βελτιστοποίηση.
Ο αισθητήρας ενεργού ραντάρ είναι ο μονοπαλμικός AD-4A (των Dassault Electronique-Marconi) και λειτουργεί στη ζώνη K (18-27 GHz), κάτι που του δίνει εξαιρετική ακρίβεια αλλά μικρή σχετικά ακτίνα έρευνας/ εγκλωβισμού, άρα και μικρή απόσταση ενεργοποίησης από το στόχο. Αυτό δεν είναι τόσο μεγάλο μειονέκτημα, καθώς αργεί ίσως το βλήμα να περάσει σε αυτόνομη καθοδήγηση, αλλά από την άλλη αργεί και η προειδοποίηση του στόχου. Ελαφρά διαφοροποιημένος αισθητήρας χρησιμοποιείται και στο βλήμα PAAMS/Aster, ενώ ο ίδιος ο πύραυλος υιοθετήθηκε σε εφαρμογές κατακόρυφης εκτόξευσης (MICA VL), εδάφους/επιφανείας-αέρος.
Φυσικά απαιτείται και καθοδήγηση μεσοπορείας. Υπάρχει ραδιοζεύξη δεδομένων, ώστε το μαχητικό – πλατφόρμα να μεταδίδει νέα δεδομένα σχετικά με τη θέση, το ύψος, την ταχύτητα και την πορεία του στόχου, ώστε ο πύραυλος να πετάξει σε πλεονεκτική θέση και να ελιχθεί αποτελεσματικά (κάτι που ο μικρής ακτίνας ενεργός αισθητήρας ραντάρ καθιστά απαραίτητο) ενώ φυσικά διατίθεται και αδρανειακή ναυτιλία (IMU), με αδρανειακή μονάδα σταθερής στήριξης της Sagem. Σημαντική είναι η δυνατότητα του αισθητήρα να λειτουργήσει και ως ημιενεργός, δηλαδή συνδυασμένος με καταυγασμό από το ραντάρ του μαχητικού.
Από το 2004 ο MICA φέρεται από Mirage-2000-5/-9 και από Rafale, ενώ πριν από πολλά χρόνια, περί το 1991, η ολλανδική Fokker είχε υπογράψει συμφωνία συνεργασίας με τη Matra για να προσφερθεί το εν λόγω όπλο για τα εκσυγχρονιζόμενα τότε F-16A Block 20 της Ταϊβάν, αντί, ή συμπληρωματικά του ΑΙΜ-120. Φυσικά το πρόγραμμα αυτό δεν υλοποιήθηκε ποτέ για τους γνωστούς λόγους…
Όσον αφορά το MICA IR υπερύθρου καθοδήγησης, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για προσβολές πέραν του οπτικού ορίζοντα, λαμβάνοντας δεδομένα από το ραντάρ του μαχητικού – πλατφόρμα, μέσω της ραδιοζεύξης για τον εγκλωβισμό του στόχου μετά την εκτόξευση (LOAL-Lock On After Launch). Eπίσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε εγγύς αερομαχία, εκτοξευόμενο μετά τον εγκλωβισμό (LOBL-Lock On Before Launch). Η ελικτική του δυνατότητα και τα περιθώρια κίνησης του αισθητήρα (των SAT- Matra) είναι επαρκή, ενώ μπορεί να βληθεί σε συνεργασία με το ραντάρ του μαχητικού (σε διαμόρφωση αερομαχίας ή αναχαίτισης), σε συνδυασμό με σκοπευτικό επί κράνους (ΗΜD), σε συνδυασμό με ηλεκτροοπτικό σύστημα πρόσκτησης στόχου επί αεροσκάφους.
Ή εναλλακτικά, όπως και ο Magic-2, ανεξάρτητα, χρησιμοποιώντας μόνο τον υπέρυθρο αισθητήρα του για εντοπισμό και εγκλωβισμό του στόχου (διαμόρφωση missile-as-sensor). Ο αισθητήρας είναι διχρωματικός απεικονιστής υπερύθρου γραμμικής σάρωσης υψηλής ανάλυσης (φέρει 64 στοιχεία Καδμίου, Ψευδαργύρου και Τελλουρίου). Η ελάχιστη ακτίνα ενεργοποίησης της πολεμικής κεφαλής του MICA είναι 500 μέτρα, σαφώς η μικρότερη από όλους τους πυραύλους μέσης ακτίνας και υπολειπόμενη μόνο από αυτή εξαιρετικά σύγχρονων βλημάτων αερομαχίας, όπως το Python-4.
Ένα σημείο που σπανίως διευκρινίζεται, είναι ότι δυνατότητα αξιοποίησης σε κλειστές εμπλοκές, δεν έχει η έκδοση ενεργού/ημιενεργού καθοδήγησης MICA EM ( ElectroMagnetique) αλλά μόνο το βλήμα MICA IR (Infra-Rouge). Τονίζεται ότι μια ελαφρύτερη έκδοση του MICA IR, με τον αισθητήρα υπερύθρων της BGT, είχε προταθεί από τους Γάλλους στους Γερμανούς μετά την αποχώρηση των τελευταίων από το ASRAAM και προ της ανάπτυξης του IRIS-T, που όμως τελικά προτιμήθηκε.
Διευκρινίσεις που αποδεικνύουν ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται.
Από μία απλή ανάγνωση των στοιχείων που παρατέθηκαν παραπάνω, προκύπτει ασφαλώς το συμπέρασμα ότι η φιλοσοφία αξιοποίησης του MICA πρώτης γενιάς, προσφέρει σε μία αεροπορική δύναμη, πολύ μεγαλύτερη επιχειρησιακή ευελιξία σε σχέση με τον AIM-120 AMRAAM.
Με την ακτίνα του να είναι συγκρίσιμη με τις αντίστοιχες του αμερικανικού όπλου μέχρι και την έκδοση C5, μέσω της προηγμένης αεροδυναμικής του διαμόρφωσης και των πτερυγίων μεταβολής της διεύθυνσης της ώσης, είναι πολύ πιο ευέλικτος στην τερματική φάση προσέγγισης/πρόσκτησης του στόχου. Επιπρόσθετα δε, μέσω των δύο διαφορετικών εκδόσεων του, εξασφαλίζει ασύγκριτα μεγαλύτερο πλεονέκτημα καλύπτοντας αποτελεσματικά εμπλοκές από διαφορετικά ύψη, με διαφορετικές ταχύτητες προσέγγισης και διαφορετικές αποστάσεις και γωνίες. Εμπλοκές δηλαδή υπό τελείως διαφορετικές συνθήκες.
Τα στοιχεία λένε ότι ο MICA EM/IR είναι ένα από τα όπλα που κάνουν τη διαφορά και για τη δική μας Πολεμική Αεροπορία. Παρόλα αυτά αδρανοποιήθηκε για αρκετά χρόνια μέσω του περιορισμού της διαθεσιμότητας των Mirage 2000-5Mk.2 της 331 Μοίρας. Τα αεροσκάφη αυτά μαζί με τα Rafale F3R, θ μπορούν τα προσεχή χρόνια να εξοπλιστούν με τον νέας γενιάς MICA EM/IR NG(New Generation) στον οποίο θα αναφερθούμε στο δεύτερο μέρος αυτού του αφιερώματος.
Και κάτι τελευταίο… Γράφεται συχνά και έχει εδραιωθεί ώς άποψη και γεγονός, ότι ο ΑΙΜ-120 δεν είχε ανταγωνισμό για αυτό και έγινε ο επικρατέστερος πύραυλος αέρος -αέρος στη Δύση. Πρόκειται για τη μισή αλήθεια… Μετά το 1995 οι Αμερικανοί απλά δεν επέτρεψαν την πιστοποίησή του και στα (σαφώς πολύ περισσότερα από πλευράς αριθμών παραγωγής) αμερικανικά μαχητικά (λογικό…), κάτι που φυσικά είχαν καταστήσει σαφές από τις αρχές της δεκαετίας του ‘90.
Μόνο στην περίπτωση του IRIS-T υποχρεώθηκαν να κάνουν την εξαίρεση. Επειδή επρόκειτο για πύραυλο μικρής ακτίνας που δεν επικοινωνεί, δεν τροφοδοτείται με στοιχεία στοχοποίησης από το ραντάρ του μαχητικού – πλατφόρμα και αναπτύχθηκε από τη συνεργασία πολλών ευρωπαϊκών χωρών που παράλληλα είναι και μέλη του ΝΑΤΟ…