Το κράτος του Ισραήλ από το 1946 και ύστερα δεν έχει σταματήσει να βρίσκεται σε κατάσταση πολιτικής και στρατιωτικής κρίσεως με κράτη της ανατολής, γεγονός που οδήγησε την πολιτικο-στρατιωτική του ηγεσία στην προβολή Σκληρής Ισχύος με ιδιαίτερα ασύμμετρους και αντισυμβατικούς τρόπους. Η προ-εβδομάδος σύγκρουση μεταξύ του Ισραήλ και των Φιλοϊρανικών Παραστρατιωτικών Ισλαμικών Οργανώσεων έρχεται να μας καταδείξει τόσο την τακτική αξία των υπόγειων πρωτόγονων υποδομών της Χαμάς, όσο και την προνοητικότητα του Ισραηλινού Στρατεύματος ως προς τους τρόπους αντιμετώπισης της απειλής.
Υβριδικές Επιχειρήσεις και Πρωτόγονες Υποδομές
Εν έτει 2021, το Ισραηλινό Κράτος φαίνεται να αντιμετωπίζει μία πρωτοφανούς ποσοτικού και ποιοτικού επιπέδου επίθεση από τις Ισλαμικές Παραστρατιωτικές Οργανώσεις της Χαμάς και της PJI. Μετά την τρίτη ημέρα στρατιωτικών επιχειρήσεων, η πολεμική αναμέτρηση φαίνεται να διεξύχθει από τις ισλαμικές οργανώσεις τόσο μέσω συμβατικών, όσο και μέσω υβριδικών επιχειρήσεων έναντι του Ισραήλ. Η δομική βάση των επιχειρήσεων που διεξάγουν η Χαμάς και η PJI στηρίζεται πρωτίστως στις υπόγειες βάσεις που λειτουργούν ως Κέντρα Διοίκησης και Ελέγχου και δευτερευόντως σε ένα δίκτυο από τούνελ που τις συνδέει μεταξύ τους.
Η γενικότερη λογική ύπαρξης υπόγειων τούνελ, κέντρων διοίκησης-ελέγχου και αποθηκών με πυρομαχικά δεν εμφανίζεται για πρώτη φορά. Από τον Δεύτερο Πόλεμο του Λιβάνου (2007) και ύστερα, οι φιλοϊρανικές παραστρατιωτικές οργανώσεις σε Συρία, Υεμένη, Ιράκ και Λίβανο φαίνεται να λειτουργούν βάση του προαναφερθέντος πρωτόγονου δικτυοκεντρικού μοντέλου διοίκησης των παραστρατιωτικών δυνάμεών τους. Με βάση τα επί του πεδίου αποτελέσματα των Ισραηλινών επιχειρήσεων έναντι της Χεζμπολάχ το 2006, φάνηκε ότι όλα τα τούνελ επικοινωνούσαν μεταξύ τους και χρησίμευαν έτσι ώστε τα μέλη της Χεζμπολάχ να βάλουν με εκτοξευτές ρουκετών έναντι των Ισραηλινών Δυνάμεων και ύστερα να κρύβονται εντός των τούνελ αλλάζοντας θέση.
Με αυτόν τον τρόπο απέφευγαν τους βομβαρδισμούς των Ισραηλινών μαχητικών και δημιουργούσαν μία γενικότερη κατάσταση ασάφειας/χάους στο πεδίο της μάχης καθώς δεν ήταν δυνατό να προβλεφθεί η επόμενη τοποθεσία των μαχητών της Χεζμπολάχ. Αξίζει να σημειωθεί πως στις μάχες στον Λίβανο, κάθε τούνελ φάνηκε να έχει περίπου 27 εισόδους, ενώ ήταν ικανό να φιλοξενήσει από πυραύλους Kornet (5.5 χιλιόμετρα εμβέλεια) μέχρι θερμοβαρικές κεφαλές. Εντός των τούνελ βρέθηκαν επίσης υπολογιστικά συστήματα (πιθανώς προερχόμενα από το Ιράν) συνδεδεμένα με κάμερες που ήταν τοποθετημένες εντός του αστικού ιστού του Λιβάνου. Ως πρωταρχικό σκοπό φάνηκε να είχαν την γεωγραφική παρακολούθηση του IDF επί του πεδίου της μάχης.
Ορισμένα σχετικώς εξελιγμένα πυραυλικά συστήματα όπως οι Kornet σε συνδυασμό με πολλαπλά αποκεντρωτικά δίκτυα μάχης εντός του Λιβάνου κατάφεραν να καταστρέψουν αρκετά ισραηλινά άρματα τύπου Merkava ακόμα και σε περιοχές με σχετική ασφάλεια. Η σύζευξη εξελιγμένων τεχνολογικά συστημάτων, σε συνδυασμό με »πρωτόγονες υποδομές» εντός ενός αστικού περιβάλλοντος μάχης στο πλαίσιο μίας επιχειρησιακής λογικής αποκεντρωτικών πολεμικών επιχειρήσεων αποτελεί ίσως το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα »υβριδικών επιχειρήσεων» που καλείται να αντιμετωπίσει το Ισραήλ στην Μέση Ανατολή.
Ισραηλινή Πολεμική Αεροπορία σε Αποστολές Προσβολής Υπόγειων Εγκαταστάσεων
Η παρακάτω ανάλυση περί ισραηλινών δυνατοτήτων κρούσης υπόγειων εγκαταστάσεων δεν λαμβάνει υπόψιν της μονάχα τις δυνατότητες προσβολής στόχων εντός της Λωρίδας της Γάζας. Σύμφωνα με έρευνα από ανοιχτές πηγές, δεν υπάρχει κάποιος σαφής διαχωρισμός μεταξύ του φόρτου βλημάτων που χρησιμοποιούνται είτε έναντι της Χαμάς, είτε έναντι της Χεζμπολάχ, είτε έναντι φιλοϊρανικών δυνάμεων στην Συρία.
Σύμφωνα με την τελευταία αξιολόγηση, το Ισραήλ φαίνεται να διαθέτει περισσότερα από 350 μαχητικά αεροσκάφη, έχοντας ως κορυφαία εξ αυτών τα F-15I Ra’am και τα F-16I Sufa Βlock 52 Advanced. Τα F-16I φαίνεται να είναι ικανά να προσβάλλουν τις πυρηνικές εγκαταστάσεις του Ιράν από σχετικά ασφαλείς αποστάσεις καθώς είναι ικανά να φέρουν τους πυραύλους Popeye 1 και Popeye 2 με βεληνεκές 80 χιλιομέτρων και διατρητικές κεφαλές Ι-800 με εκρηκτικό φορτίο βάρους 77 κιλών. Βέβαια σύμφωνα με ορισμένους ισραηλινούς αξιωματούχους της Πολεμικής Αεροπορίας, οι διατρητικές κεφαλές I-800 φαίνεται να είναι ικανές να χτυπήσουν υπέργειους στόχους και όχι Κέντρα Διοίκησης και Ελέγχου βαθιά θαμμένα στο έδαφος (όπως Ιρανικές Πυρηνικές Εγκαταστάσεις).
Σημαντικό παράδειγμα για την χώρα μας αποτελεί το γεγονός πως η Ισραηλινή Αεροπορία έχει αντικαταστήσει το 50% των αεροηλεκτρονικών μέσων του F-16 Block 52 Advanced με ισραηλινά μέσα εγχώριας κατασκευής που καλύπτουν πρωτίστως τις επιχειρησιακές και δευτερευόντως τις γεωοικονομικές ανάγκες του Ισραηλινού Κράτους. Η Elbit Systems παρήγαγε την οθόνη head-up (HUD) που βρίσκεται επί του κράνους, καθώς και τους υπολογιστές αποστολής, παρουσίασης και απεικόνισης ψηφιακών χαρτών. Επιπλέον, το F-16I διαθέτει το σύστημα υπέρυθρης καθοδήγησης βλημάτων αέρος-αέρος Pafa της Rafael και τις αφαιρούμενες δεξαμενές καυσίμου (CFT) της Israel Aerospace Industries (IAI) για εκτεταμένη εμβέλεια αποστολής. Τέλος αρκετά σημαντικό για την Ισραηλινή Βιομηχανική Δομή Ασφαλείας φαίνεται να είναι το εγχώριας κατασκευής σύστημα αυτοπροστασίας της Elisra.
Το F-15I Ra’am από την άλλη αποτελεί παραλλαγή του διθέσιου F-15E Strike Eagle, φέρει το Ισραηλινής κατασκευής σύστημα αυτοπροστασίας SPS-2100 και μεταφέρει φορτίο όπλων βάρους 11.100 κιλών. Ίσως το σημαντικότερο διατρητικό όπλο της Ισραηλινής Πολεμικής Αεροπορίας είναι η διατρητική βόμβα GBU-28/B με καθοδήγηση λέιζερ και βάρος περίπου 2.000 κιλών. Mε βάση τα επιχειρησιακά αποτελέσματα του Πολέμου της Γιουγκοσλαβίας αλλά και της Επιχείρησης »Ασπίδα της Ερήμου», βλέπουμε πως οι προαναφερθείσες βόμβες είναι ικανές να διαπεράσουν τουλάχιστον 30 μέτρα χώματος ή 6 μέτρα ενισχυμένου σκυροδέματος με σχετική ευκολία. Σύμφωνα με Ισραηλινές Αναλύσεις, οι βόμβες αυτές ενδέχεται να δρουν συνεργατικά με τις PB-500A oι οποίες είναι ικανές να διαπεράσουν 3 μέτρα ενισχυμένου σκυροδέματος, αλλά και με τις Mk-84 των 2.000 λιβρών επί των οποίων έχει τοποθετηθεί Ισραηλινό σύστημα καθοδήγησης.
Επιχειρησιακή Δράση της Ισραηλινής Πολεμικής Αεροπορίας
Για να γίνει κατανοητή η πρακτική αξιοποίηση των παραπάνω εξοπλιστικών συστημάτων, αξίζει να σημειωθούν ορισμένα επιχειρησιακά παραδείγματα που καταδεικνύουν τις ικανότητες της Ισραηλινής Πολεμικής Αεροπορίας σε συνδυασμό με την γραμμή εξωτερικής πολιτικής του Εβραϊκού Κράτους. Το 2007, συνδυασμός μαχητικών F-16I Sufa και F-15I Ra’am που συμμετείχαν στην επιχείρηση »Outside the Box» βομβάρδισαν τον πυρηνικό αντιδραστήρα στο Deir Az Zur της Συρίας, χρησιμοποιώντας άγνωστο (μέχρι στιγμής) φόρτο βλημάτων.
Σύμφωνα με επίσημη επιβεβαίωση της αμερικανικής κυβέρνησης στις 21 Μαρτίου 2018, η επιδρομή διεξήχθη από την Ισραηλινή Πολεμική Αεροπορία (IAF) δια της βάσεως Ramat David Airbase μέσω μαχητικών F-15I, F-16I, ενός αεροσκάφους εναέριου ανεφοδιασμού αλλά και ενός αεροσκάφους ELINT. Να σημειωθεί πως ορισμένα εκ των αεροσκαφών ήταν εξοπλισμένα και με βόμβες AGM-65 Maverick των 500 λιβρών αλλά και με εξωτερικές δεξαμενές καυσίμων. Σε έκθεση του Jane’s έχει αναφερθεί πως η επιχείρηση έγινε συνεργατικά και με τις Ισραηλινές Ειδικές Δυνάμεις της μονάδας Shaldag, η οποία έφτασε στην τοποθεσία την προηγούμενη ημέρα και χρησιμοποίησε αποστασιόμετρο λέιζερ για την ακριβή κατάδειξη στόχου με σκοπό να μειωθούν απώλειες αμάχων. Τεράστια βαρύτητα δόθηκε στα συστήματα ηλεκτρονικού πολέμου που χρησιμοποίησε η IAF καθώς αδρανοποίησαν το 92% της Συριακής Αεράμυνας.
Για να γίνει κατανοητή η πολιτική και στρατιωτική πολυπλοκότητα της παραπάνω επιχείρησης, οφείλουμε να αναφέρουμε πως το 2001 η Μοσάντ (υπηρεσία πληροφοριών εξωτερικού του Ισραήλ), παρακολουθούσε εκτενώς την δράση του νεοεκλεγέντος προέδρου της Συρίας, Μπασάρ αλ Άσαντ, αλλά και τον πολιτικό κύκλο ανθρώπων που τον περιέβαλε. Παρατηρήθηκαν και αξιολογήθηκαν επισκέψεις πολιτικών αξιωματούχων της Βόρειας Κορέας, οι οποίες επικεντρώθηκαν στο ζήτημα παράδοσης πυραυλικών συστημάτων και επιμέρους τεχνολογιών. Το τμήμα Aman (στρατιωτικό τμήμα πληροφοριών του Ισραήλ), τόνισε πως η συζήτηση μεταξύ Βόρειας Κορέας και Συρίας αφορούσε την οπλοποίηση πυρηνικής ενέργειας αλλά και την ανάπτυξη αντίστοιχων κεφαλών.
Την άνοιξη του 2004, οι μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ ανέφεραν πως λάμβαναν χώρα πολλαπλές επικοινωνίες μεταξύ Συρίας και Βόρειας Κορέας σε μία ερημική τοποθεσία που ονομάζεται al-Kibar. Η ισραηλινή μονάδα αποκωδικοποίησης μηνυμάτων εν ονόματι 8200, με την μέθοδο NCL geolocation, ανακοίνωσε στους αξιωματούχους του IDF πως η τοποθεσία ανάπτυξης πυρηνικών ικανοτήτων από μέρους Συρίας ήταν η έρημος Deir Az Zur. Έπειτα από την πολιτική διαβεβαίωση των παραπάνω γεγονότων, το Ισραήλ προέβη σε βομβαρδισμό των εν αναπτύξει πυρηνικών εγκαταστάσεων με σκοπό να επανέλθει η σταθερότητα στην Μέση Ανατολή.
Στον τομέα του ηλεκτρονικού πολέμου, για την καταστολή του 92% της Συριακής Αεράμυνας, η IAF σύμφωνα με αναφορές δημιούργησε ένα ψευδές περιβάλλον ψευδοστόχων πάνω από τα συριακά εδάφη με σκοπό να προκαλέσει κορεσμό στα συριακά ραντάρ λόγω πολλαπλών ηλεκτρομαγνητικών αποτυπωμάτων. Αυτή η τεχνολογία που εξουδετέρωσε τα ραντάρ της Συρίας φαίνεται να είναι παρόμοια με το σύστημα »Suter Αirborne Νetwork Αttack System». Σύμφωνα με τον εν αποστρατεία πιλότο Richard B Gasparre, η χρήση ενός συστήματος παρόμοιου με το Suter Αirborne Νetwork Αttack System θα καθιστούσε δυνατή την τροφοδοσία των εχθρικών εκπομπών ραντάρ με ψευδείς στόχους, ενώ θα ήταν εφικτός ακόμα και ο χειρισμός των εχθρικών αισθητήρων μέσω παραβίασης του ADS network.
Κατά συνέπεια, τα φίλια αεροσκάφη δεν χρειάζεται καν να διαθέτουν υλικά κατασκευής τύπου RAM τεχνολογίας stealth, λόγω του ότι οι αισθητήρες του εχθρού δεν θα είναι ικανοί να εντοπίσουν φίλια μαχητικά. Η μόνη λειτουργία που ίσως θα μπορούσαν να επιτελέσουν τα συριακά ραντάρ είναι αυτή της απλής σάρωσης του εναέριου χώρου.
Σκοπός ανάλυσης της προαναφερθείσας επιχείρησης είναι να καταστεί σαφής η στρατιωτική αλλά και πολιτική πολυπλοκότητα αντίστοιχων επιχειρήσεων καταστολής εχθρικών στρατηγικών εγκαταστάσεων. Αξίζει μόνο να αναλογιστούμε πως χρειάστηκε η αρμονική συνεργία τουλάχιστον 3 τμημάτων υπηρεσιών πληροφοριών του Ισραήλ, όπου καθένα εξ’ αυτών χρησιμοποίησε περισσότερες από 5 ομάδες ανάλυσης δεδομένων, ενώ παράλληλα υπήρχε μερική ανταλλαγή πληροφοριών και με υπηρεσίες ξένων χωρών τόσο σε πολιτικό όσο και σε στρατιωτικό επίπεδο. Έτσι βλέπουμε πως ο αεροπορικός βομβαρδισμός (έστω και προληπτικού χαρακτήρα) αποτελεί ίσως μία από τις πιο σύνθετες πολιτικό-στρατιωτικές διαδικασίες που καλούνται να αντιμετωπίσουν τα κράτη στην Ανατολική Μεσόγειο.
Κλείνοντας το Κεφάλαιο Ισραήλ-Συρία οφείλουμε να αναφέρουμε πως καίριος παράγοντας είναι η διπλωματική και πολιτική διαχείριση (από μέρους του Ισραήλ) ενός τέτοιου στρατηγικού πλήγματος. Το πολιτικό βάρος αποδοχής ενός τέτοιου χτυπήματος οφείλει να στηριχθεί με συλλογική αποφασιστικότητα τόσο από κρατικούς φορείς που θα κληθούν να δώσουν απαντήσεις, όσο και από τον εγχώριο Τύπο ο οποίος αναμένεται να καλύψει τις εκτάσεις της είδησης.
O ρόλος του κυβερνοπολέμου στον τομέα αδρανοποίησης-εντοπισμού υπόγειων εγκαταστάσεων
Η γενικότερη πολεμική αρχιτεκτονική του Ιράν δίνει μεγάλη στρατιωτική αλλά και πολιτική βαρύτητα στην συνολικότερη επιχειρησιακή/στρατηγική αξία των πυραυλικών συστημάτων αλλά και όλων των επιμέρους τεχνολογιών που τα αποτελούν (υπολογιστική ισχύς). Από τους βαλλιστικούς πυραύλους μέχρι τις κατευθυνόμενες ρουκέτες, το Ιράν έχει φροντίσει να διαμορφώσει έναν εξοπλιστικό διάδρομο παροχής ανταλλακτικών και εξοπλιστικών εξαρτημάτων, ο οποίος ξεκινάει από τα Ιρανικά εδάφη και μέσω υπόγειων τούνελ εντός της Συρίας, του Λιβάνου, της Οροσειράς του Γκολάν αλλά και της Αιγύπτου καταλήγουν στα εδάφη της Λωρίδας της Γάζας. Ο διάδρομος αυτός αποτελείται από ένα αποκεντρωτικό δίκτυο υπόγειων βάσεων επεξεργασίας-αποθήκευσης πυρομαχικών και ανταλλακτικών, ενώ ορισμένες εκ των βάσεων επικοινωνούν μεταξύ τους μέσω τούνελ.
Tα τελευταία 20 χρόνια, οι Ισραηλινές Ένοπλες Δυνάμεις έχουν εμπλακεί σε μία σειρά συγκεκαλυμμένων επιχειρήσεων πέριξ των ισραηλινών συνόρων με σκοπό να αδρανοποιήσουν την ροή όπλων προς την Χαμάς και την Χεζμπολάχ. Προκειμένου να υποστηριχθούν οι επιχειρήσεις αυτές, το Ισραηλινό Στράτευμα έχει δημιουργήσει μία ειδική μονάδα εντός του τμήματος κυβερνοπολέμου, η οποία ασχολείται αποκλειστικά και μόνο με την εύρεση εξοπλιστικών ροών εντός των υπόγειων βάσεων που διατηρούν οι φιλοϊρανικές παραστρατιωτικές δυνάμεις στην Μέση Ανατολή. Η δημιουργία αυτής της ομάδας (Δύναμη 8200) ήρθε ως επιχειρησιακό αποτέλεσμα των επιχειρήσεων του 2008 εντός της Λωρίδας της Γάζας, με κωδική ονομασία Cast Lead.
Η ομάδα αυτή, σύμφωνα με έρευνα από ανοιχτές πηγές, έχει διεξάγει εδώ και 13 έτη περισσότερες από 1.800 κυβερνοεπιθέσεις και επιχειρήσεις γεωεντοπισμού έναντι δικτύων εξοπλισμού ιρανικών οργανώσεων. Έχει καταφέρει να αδρανοποιήσει τα υπολογιστικά συστήματα υπόγειων αποθηκών πυρομαχικών, υπόγειων Κέντρων Διοίκησης-Ελέγχου στην Γάζα και στην Συρία, ενώ φημολογείται πως παρόμοιες επιχειρήσεις σχεδιάζεται να διαδραματίσουν ρόλο μέσων στοχοποίησης παραστρατιωτικών βάσεων για συστήματα του Ισραηλινού Πυροβολικού αλλά και της IAF.
Σύμφωνα με δηλώσεις του Αmos Yaldin, πρώην αρχηγού της Υπηρεσίας Πληροφοριών των Ισραηλινών Ενόπλων Δυνάμεων, νευραλγικής σημασίας ζήτημα για την ασφάλεια του Ισραήλ αποτελεί το νέο μοντέλο πληροφοριοκεντρικού πολέμου που διαμορφώνει το Ισραήλ. Σύμφωνα με αυτό το μοντέλο »πληροφοριοκεντρικού πολέμου και ψηφιοποιημένου πεδίου μάχης», η πληροφορία θα αποκτάται από ένα μεγάλο εύρος αισθητήρων, μέσων κυβερνοπολέμου αλλά και πρακτόρων επί του εδάφους (HUMINT) και μετέπειτα η πληροφορία τοποθεσίας εχθρικού στόχου θα μεταδίδεται στα μέσα καταστροφής (π.χ. Πολεμική Αεροπορία). Λόγω της αυξημένης χρήσης υπολογιστικών μέσων ακόμα και από παραστρατιωτικές οργανώσεις, ο παραπάνω συνδυασμός ψηφιακών μέσων γεωεντοπισμού, σε συνδυασμό με συμβατικά μέσα στοχοποίησης-ιχνηλάτησης, δύναται να προσδώσει ένα τεράστιο επιχειρησιακό αποτέλεσμα στον Ισραηλινό Στρατό.
Συμπεράσματα
Κατά την γνώμη του γράφοντος, όπως προαναφέρθηκε και στο κείμενο με τίτλο: »Η γεωγραφία των Πολεμικών Τεχνολογιών στην Λωρίδα της Γάζας και ο ρόλος του Ισραήλ», στο χαοτικό πολυπολικό διεθνές σύστημα στο οποίο ζούμε, τα μη γραμμικά φαινόμενα μετάδοσης οιονεί στρατιωτικής τεχνολογίας έχουν κάνει την εμφάνισή τους στο γεωγραφικό υπερσύμπλοκο της Ανατολικής Μεσογείου. Εντός ενός Επίπεδου Γεωπολιτικά Κόσμου (κατά Friedman) η στρατιωτική τεχνογνωσία των αναπτυγμένων τεχνολογικά κρατών είναι θέμα χρόνου να καταλήξει σε φιλόδοξες δυνάμεις μεσαίου αναστήματος (π.χ. Τουρκία όπου η μετάδοση έχει γίνει ήδη) αλλά και σε παραστρατιωτικές οργανώσεις (π.χ. Χαμάς).
Τα γεγονότα της παραπάνω ανάλυσης αποσκοπούν να καταδείξουν πως μικρές πληθυσμιακά χώρες όπως το Ισραήλ, εκμεταλλευόμενες ορισμένες ήδη υπάρχουσες πλατφόρμες νατοϊκών δεδομένων (F-16, F-15) και δημιουργώντας μία εγχώρια Βιομηχανική Δομή Ασφαλείας, είναι ικανές να θωρακίσουν δια των όπλων τον εαυτό τους εντός του γεωγραφικού χώρου στον οποίον ζουν. Οι συνεχώς αναδυόμενες τεχνολογικές απειλές, που έρχονται ως αποκύημα των στρατιωτικών εξελίξεων στην επιστήμη του πολέμου διά χωρών της Ασίας, δύναται να μας υπενθυμίσουν πως χρειάζεται μία εγχώρια και εύκαμπτη Αρχιτεκτονική Δομή Ασφαλείας ικανή να προσαρμοστεί στο μεταβαλλόμενο περιβάλλον των στρατιωτικών υποθέσων.