Mε μεγάλη χαρά και κρυφή αισιοδοξία συνειδητοποιούμε ότι οι Έλληνες πολίτες που ασχολούνται με τα ζητήματα της άμυνας και επιθυμούν να έχουν εμπεριστατωμένη άποψη σχετικά με τα τεκταινόμενα στον πολύπαθο αυτό χώρο, είναι πολλοί περισσότεροι από όσους (και όσες…) φανταζόμασταν. Πρόκειται για παράγοντα ιδιαίτερα κρίσιμο και ελπιδοφόρο για το μέλλον, για πολλούς λόγους. Ο σημαντικότερος είναι ότι μόνο θετικά μπορεί να επηρεάσει στη λήψη αποφάσεων, καθοριστικών για το μέλλον και το πραγματικό αξιόμαχο των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων.
Όσα παράδοξα και παράλογα έως καταστροφικά για την άμυνα και την αμυντική βιομηχανία συνέβησαν τα τελευταία 10 – 12 χρόνια, δεν υπήρξαν φαινόμενα που παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά στη χώρα μας. Κοιτώντας προς τα πίσω στο χρόνο, δεν μπορεί παρά να ανακαλύψει κανείς ότι το πρόβλημα και στο συγκεκριμένο τομέα είναι δομικό και φυσικά διαχρονικό, παρά το ότι αποκαλύπτεται σε όλες του τις διαστάσεις και τις πτυχές κατά περιόδους, ενώ πηγάζει και από τις ίδιες αιτίες.
Στη δεκαετία του ‘20 επι παραδείγματι, σχεδόν αμέσως μετά τη μικρασιατική καταστροφή, το Πολεμικό Ναυτικό και σε πολύ μικρότερο βαθμό και ο Στρατός Ξηράς, υλοποίησαν τα δικά τους ξεχωριστά εξοπλιστικά προγράμματα, τα οποία στο κομμάτι του αεροπορικού υλικού και όπου αυτό ήταν δυνατό οικονομικά, δεν είχαν καμία συνοχή και δεν προέκυπταν από κάποιο συνολικό σχεδιασμό. Ο Ελληνικός Στρατός δε, εξοπλιστικά έμεινε πολλά χρόνια πίσω και χρειάστηκε να παρέλθει μία δεκαπενταετία περίπου (1936-1937) για να αρχίσει να ανασυγκροτείται!
Οι επιλογές που έγιναν και από τα δύο Όπλα σε ότι είχε να κάνει με το αεροπορικό υλικό ήταν μάλλον καταστροφικές υπό την έννοια ότι αγοράστηκαν και εντάχθηκαν κατά περιόδους σε υπηρεσία πολλοί και διαφορετικοί τύποι αεροπλάνων, οι οποίοι αποδείχθηκαν ελάχιστα χρήσιμοι επιχειρησιακά. Τη χαοτική κατάσταση που δημιουργήθηκε με την συνδρομή των Βρετανών (για το Πολεμικό Ναυτικό) και Γάλλων (για τον Στρατό…) στρατιωτικών συμβούλων που φυσικά προωθούσαν τα συμφέροντα των αεροπορικών βιομηχανιών των χωρών τους, ήρθε να επιδεινώσει η πολιτική αστάθεια της περιόδου 1922-1936.
Το ελληνικό Δημόσιο της εποχής εκείνης (κατά την οποία επικρατούσαν συνθήκες ακραίας φτώχειας…), πλήρωσε δεκάδες εκατομμύρια δραχμές για την αποστολή αξιωματικών και των δύο Όπλων σε Βρετανία και Γαλλία σε σχολές αεροπορικής εκπαίδευσης, μόνο και μόνο για να αποστρατεύσει τους περισσότερους ή και να τους αποτάξει αμέσως μετά την επιστροφή τους από το εξωτερικό και χωρίς να προλάβουν να αναλάβουν καν καθήκοντα πολλές φορές, ώς αντιφρονούντες της νέας κυβέρνησης που είχε στο μεταξύ προκύψει (!), ή ώς εμπλεκόμενους στο ένα ή το άλλο στρατιωτικό κίνημα…
Την απίστευτη αυτή κατάσταση επιχείρησε να “συμμαζέψει” ο Ελευθέριος Βενιζέλος με τη βοήθεια του Αλεξανδρου Ζάννα την περίοδο 1929 – 1930, μέσω της ίδρυσης του τρίτου Όπλου (του αεροπορικού…) των Ενόπλων Δυνάμεων. Με την ίδρυση Υπουργείου Αεροπορίας συντάχθηκαν τότε για πρώτη φορά επιχειρησιακές και οικονομοτεχνικές μελέτες βασισμένες σε στοιχεία και δεδομένα και ολοκληρώθηκε ένας πρωτόγονος μεν, αλλά συνολικός σχεδιασμός. Στον οποίο αντέδρασαν σφόδρα υψηλόβαθμα στελέχη και των δύο παραδοσιακών Όπλων.
Η χρεοκοπία του Απριλίου του 1932 απέτρεψε την υλοποίηση έστω και μέρους αυτού του σχεδιασμού, ενώ όταν πλέον βασιζόμενη σε αυτόν, η κυβέρνηση Ι. Μεταξά έσπευσε να συγκροτήσει αεροπορικό Όπλο με βάση τα πρότυπα των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων, ήταν πολύ αργά… Οι τελευταίες προετοιμάζονταν ήδη για τη μεγάλη αντιπαράθεση του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η ανάγνωση της ιστορίας της Πολεμικής Αεροπορίας του Η. Καρταλαμάκη, μέσα από τους τόμους “Ελληνικά φτερά” (1912 – 1932) και “Η γενιά των Ικάρων” (1931 – 1940), είναι απόλυτα αποκαλυπτική των συνθηκών που επικρατούσαν, επιβεβαιώνοντας ότι επί της ουσίας δεν έχει αλλάξει τίποτα μέχρι σήμερα!
Και εκεί θέλουμε να καταλήξουμε… Αν θεωρείτε ότι η τελευταία πρόταση αποτελεί υπερβολή, προτρέπουμε να σκεφθείτε ότι:
– Όπως τότε υπήρχαν η “Βρετανική” και η “Γαλλική” σχολή, έτσι και σήμερα υπάρχουν η “Αμερικανική” και η “Γαλλική”.
– Όπως και τότε η Ελλάδα τελούσε υπό την επίβλεψη του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου, έτσι και σήμερα η οικονομία της βρίσκεται υπό επίβλεψη και σε άσχημη, αν όχι οικτρή, κατάσταση.
– Όπως και τότε, έτσι και σήμερα είναι ενταγμένοι σε υπηρεσία (σε πτητικά μέσα αναφερόμαστε πάντα…), στις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις και τα Σώματα Ασφαλείας δεκάδες τύποι αεροπλάνων και ελικοπτέρων, από τους οποίους ελάχιστοι είναι πραγματικά διαθέσιμοι για επιχειρήσεις.
– Όπως και τότε έτσι και σήμερα δεν υπάρχει συνολικός σχεδιασμός με επιχειρησιακό και οικονομοτεχνικό περιεχόμενο, για τα επόμενα 20 τουλάχιστον ή και 30 χρόνια. Οι προμήθειες έχουν, στην πλειοψηφία τους, χαρακτήρα “ευκαιριακό”, αποσπασματικό και πρόσκαιρο…
Τα 24 Rafale F3-R επί παραδείγματι, για να έρθουμε σε ένα πρόσφατο παράδειγμα, όντως ¨προέκυψαν” ώς ανέλπιστο δώρο στην Πολεμική Αεροπορία, μετά τη ματαίωση της αγοράς των δύο θανατηφόρα οπλισμένων φρεγατών Belhara HN, το καλοκαίρι του 2020. Το ότι υπερκαλύπτουν τις επιχειρησιακές της απαιτήσεις και παράλληλα καθιστούν απόλυτα εκμεταλλεύσιμο το οπλοστάσιο που ήδη διαθέτει από την – προ 22 ολόκληρων ετών – αγορά των Mirage 2000-5Mk.2, είναι καθαρή σύμπτωση!
Κατά μία έννοια συνεπώς, όσοι υποστηρίζουν ότι το Rafale δεν προέκυψε από κάποια καταγεγραμμένη απαίτηση επιχειρησιακή, έχουν απόλυτο δίκιο. Για τον απλό λόγο ότι κανείς δεν ρώτησε την Πολεμική Αεροπορία για το ποιές είναι οι πραγματικές της ανάγκες! Τεκμηριωμένες επιχειρησιακά και κοστολογημένες. Επίσης, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι πριν από ελάχιστα χρόνια, Έλληνας Υπουργός Άμυνας δήλωνε δημοσίως και επισήμως ότι το επόμενο ελληνικό μαχητικό θα είναι το F-35! (https://defencereview.gr/synenteyxi-apostolaki-einai-eykairi/)
Όλα αυτά σημειώνονται για να καταδείξουν το αλλοπρόσαλλο των ελληνικών επιλογών που εξακολουθεί να αποτελεί κύριο γνώρισμα των εξοπλιστικών. Πρόκειται για μία κατάσταση που προκύπτει καθαρά από ελληνική νοοτροπία και συμπεριφορά. Και δεν θα πάψει να ισχύει αν δεν αρχίσουμε να εξετάζουμε στοιχεία και δεδομένα και παραμείνουμε προσκολλημένοι στις ταμπέλες. Δεν υπάρχει αμερικανική σχολή ή γαλλική. Υπάρχουν μόνο επιχειρησιακές απαιτήσεις που πρέπει να καλυφθούν με επάρκεια, σε βάθος χρόνου και με το χαμηλότερο δυνατό κόστος.
Κάθε περίπτωση πρέπει να εξετάζεται ξεχωριστά και με βάση το εθνικό συμφέρον. Το οποίο δεν επιβάλλεται να εξυπηρετείται κατ΄ ανάγκη είτε από ένα αμερικάνικο, ή ένα ευρωπαϊκό προϊόν. Όλα είναι σχετικά, τίποτα δεν είναι απόλυτο και δεν υπάρχει άσπρο – μαύρο. Υπάρχουν συγκεκριμένα προϊόντα, με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και συγκεκριμένη τιμή αγοράς, κατάλληλα για μία ή περισσότερες δουλειές.
Τα μεταπολεμικά δεδομένα…
Η τετραετίας της διακυβέρνησης Ι. Μεταξά (1936 – 1940), είναι μέχρι σήμερα η πλέον αξιόπιστη απόδειξη αφενός του ότι οι εξοπλισμοί δεν είναι ο λόγος για τον οποίο χρεοκοπεί η καταστρέφεται οικονομικά μία χώρα και αφετέρου ότι όταν υπάρχει η πολιτική βούληση, οι ένοπλες δυνάμεις μπορούν να εξοπλιστούν και με επάρκεια αλλά και υπό απόλυτη διαφάνεια. Υπάρχει μάλιστα ένα εκπληκτικό βιβλίο που περιέχει με λεπτομέρειες τις περισσότερες αν όχι όλες τις συμβάσεις που υπογράφηκαν την περίοδο 1936 – 1940 (https://defencereview.gr/dyo-vivlia-poy-den-prepei-na-leipoyn-ap/) με τον τίτλο “Οι εξοπλισμοί της Ελλάδος 1936 – 1940”, των εκδόσεων Δούρειος Ίππος. Ένα πραγματικό ντοκουμέντο, αδιάψευστος μάρτυρας της τιτάνιας και μοναδικής στην σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας, προσπάθειας προπαρασκευής που καταβλήθηκε εκείνα τα χρόνια.
Φυσικά η περίοδος Μεταξά με όσα πρωτόγνωρα για τα ελληνικά δεδομένα την χαρακτήρισαν, δεν είχε συνέχεια. Δεν μπορεί να γνωρίζει κανείς πώς θα διαμορφώνονταν τα πράγματα στη χώρα μας αν δεν είχε μεσολαβήσει η κατοχή και ο εμφύλιος που πήγε δεκαετίες πίσω την ελληνική κοινωνία και προκάλεσε τραύματα που ακόμη δεν έχουν επουλωθεί. Θεωρούμε όμως αμφίβολο το αν οι μεγάλες δυνάμεις θα άφηναν να εδραιωθούν οι εξοπλιστικές μέθοδοι και επιλογές της κυβέρνησης Ι. Μεταξά, στο διηνεκές…
Μετά το τέλος του εμφυλίου και για περίοδο 20 περίπου ετών (1970), η Ελλάδα δεν είχε εξοπλιστικά προγράμματα σε εξέλιξη. Οι Ένοπλες Δυνάμεις της εξοπλίζονταν αποκλειστικά και μόνο με υλικό και συστήματα που προέρχονταν είτε από αποθέματα των ενόπλων δυνάμεων των ΗΠΑ ώς μεταχειρισμένο υλικό, είτε απευθείας από τα εργοστάσια κατασκευής τους (σε πολύ λίγες περιπτώσεις ομολογουμένως…), στο πλαίσιο προγραμμάτων στρατιωτικής βοήθειας (MAP – Military Assistance Programs).
Επιπρόσθετα, το σύνολο των αρχικών εκπαιδεύσεων του προσωπικού στα υπό απόκτηση συστήματα, γινόταν στις ΗΠΑ προκειμένου παραληφθούν και να ενταχθούν αποτελεσματικά σε υπηρεσία το ταχύτερο δυνατό. Η ίδια διαδικασία συνεχίστηκε κατά την περίοδο της μεταπολίτευσης μέσω των διακρατικών συμφωνιών και των προγραμμάτων FMS. Και για την Ελλάδα και για την Τουρκία. Η διαφοροποίηση της ελληνικής πλευράς ως προς την απόκτηση και αξιοποίηση ευρωπαϊκών συστημάτων και όπλων μάλιστα, με πρωτοπόρο το Πολεμικό Ναυτικό από τις αρχές της δεκαετίας του ‘70, σταδιακά επηρέασε και την Τουρκία, ενώ απεξάρτησε και τον Ελληνικό Στρατό σε σημαντικό βαθμό από το αμερικανικό μονοπώλιο.
Πρωτίστως γιατί αποδείχθηκε έμπρακτα η μεγαλύτερη καταλληλότητα του ευρωπαϊκής προέλευσης υλικού στην κάλυψη των ελληνικών επιχειρησιακών αναγκών. Φρεγάτες, υποβρύχια, ΤΠΚ, άρματα μάχης και αυτοκινούμενα πυροβόλα κρίθηκαν από μεγαλύτερη ευελιξία και αποτελεσματικότητα ώς προς την αξιοποίηση επί του πεδίου, όντας παράλληλα οικονομικότερα στην εκμετάλλευση.
… και η περίοδος της μεταπολίτευσης
Στην περίπτωση της Πολεμικής Αεροπορίας, τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν κατά τον ίδιο τρόπο. Και υπήρχαν αρκετοί λόγοι για αυτό. Η αναλογία γαλλικής και αμερικάνικης κατασκευής μαχητικών στη δύναμή της παρέμεινε αναλλοίωτη, με κάποιες διακυμάνσεις κατά περιόδους. Από το 1992 μέχρι και το 2000, ο αριθμός των “γαλλικών” πολεμικών Μοιρών έφτασε στο ανώτερο επίπεδο των τεσσάρων (331 ΜΠΚ και 332 ΜΠΚ με Mirage 2000EG/BG, με τις 334ΜΠΚ και 342 ΜΠΚ εξοπλισμένες με Mirage F1CG).
H 334 Mοίρα Παντός Καιρού απενεργοποιήθηκε τη χρονιά εκείνη (2000) παραδίδοντας τα αεροπλάνα της στην 342 ΜΠΚ, που με τη σειρά της λειτούργησε μέχρι και την απόσυρση του τύπου το καλοκαίρι του 2003. Από τότε η αναλογία αμερικανικής κατασκευής μαχητικών και γαλλικής, επανήλθε στα συνήθη επίπεδα (δύο μόλις “γαλλικές” Μοίρες), μέχρι που πρακτικά καταργήθηκε στη δεκαετία του 2010. Επί της ουσίας βέβαια, η αλήθεια είναι ότι δεν υπήρχε κανένα απολύτως πρόβλημα με αυτή τη “συνήθη” αναλογία. Γιατί τα γαλλικής κατασκευής μαχητικά είχαν αποκλειστικά και μόνο ρόλο αέρος – αέρος. Μέχρι και το 1999 επομένως, χρονιά κατά την οποία η 331 Μοίρα ανέλαβε και ρόλο anti-ship με πυραύλους AM-39 Exocet, η βαρύτητά τους στο επιχειρησιακό σχεδιασμό της Πολεμικής Αεροπορίας ήταν συγκεκριμένη και μάλλον όχι καθοριστική…
Εδώ και πολλά χρόνια ισχύει το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή η βαρύτητά τους είναι εξόχως καθοριστική, για τους λόγους που εξηγούμε παρακάτω. Παρά την πάροδο όμως μίας εικοσαετίας σχεδόν, φαίνεται και πάλι ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να προσαρμοστεί στο νέο αυτό δεδομένο…
Ο παράγοντας των όπλων μακρού πλήγματος και η εξοπλιστική στροφή της Τουρκίας
Τα βομβαρδιστικά Α-7Η/Ε και τα F-16C/D είχαν σε συνδυασμό με τα F-4E Phantom II, πρωταγωνιστικό ρόλο στις επιχειρήσεις εγγύς υποστήριξης (CAS), προσβολής στόχων επιφανείας (TAΫNE) και προσβολής επίγειων στόχων σε μεγάλες αποστάσεις. Μετά τα Α-7Η/Ε, τεράστια ποιοτική αναβάθμιση σε αποστολές προσβολής ακριβείας επίγειων στόχων και στόχων επιφανείας, υπό άσχημες καιρικές συνθήκες και καθόλη τη διάρκεια του εικοσιτετραώρου, υπήρξε ο συνδυασμός F-16C/D Block 50 και του συστήματος στοχοποίησης και αυτόματης ναυτιλίας μικρού ύψους LANTIRN από το 1998 – 1999.
Τα βασικά όπλα παρέμεναν ίδια, περιλαμβάνοντας από συμβατικές βόμβες, βόμβες καθοδήγησης λέιζερ (LGB), μέχρι αντιαρματικούς πυραύλους (AGM-65 Maverick) και ήταν αποδεσμεύσιμα σε όλους του συμμάχους στις τάξεις του ΝΑΤΟ. Και αυτό ίσχυσε για τρεις περίπου δεκαετίες, με την ποιοτική αναβάθμιση να εξαρτάται σχεδόν κατά αποκλειστικότητα από τις δυνατότητες στοχοποίησης του φορέα τους. Το δεδομένο αυτό άλλαξε για πάντα στη δεκαετία του 2000, με την σταδιακή αλλά ταχύτατη ανάπτυξη και παραγωγή προηγμένων όπλων ακριβείας μακρού πλήγματος .
Όπλων (όπως το AGM-158 JASSM) την πώληση των οποίων οι ΗΠΑ αρνήθηκαν σε Τουρκία και Ελλάδα, με μόνη εξαίρεση το AGM-84K SLAM-ER, περιορίζοντας τις αεροπορικές τους δυνάμεις στα παλιά όπλα που προαναφέραμε καθώς και τα ανεμοπορούντα AGM-154 JSOW και τις βόμβες καθοδήγησης INS/GPS, JDAM. H Ελλάδα επί της ουσίας έμεινε σε αυτό το δεδομένο και μάλιστα στη δεκαετία 2010-2020 επιδείνωσε τη θέση της καταργώντας επί της ουσίας τα γαλλικά αερομεταφερόμενα stand-off όπλα που είχε στο οπλοστάσιό της η Πολεμική Αεροπορία.
Η Τουρκία του Ερντογάν από την άλλη πλευρά έκανε σημαντικά βήματα μπροστά. Για να μην πούμε άλματα… Χωρίς να ζητήσει την αδειοδότηση, ή οποιασδήποτε μορφής “έγκριση” από τις ΗΠΑ, ιδίως μετά το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου του 2016 και εκμεταλλευόμενη πλήρως τα κεφάλαια που εξασφάλισε από φίλιες χώρες, επένδυσε πακτωλό δισεκατομμυρίων δολαρίων στην εγχώρια αμυντική της βιομηχανία και παράλληλα διεύρυνε τη συνεργασία της με χώρες όπως το Πακιστάν, η Κίνα και η Νότιος Κορέα. Σε πολλούς τομείς στους οποίους είχε από μηδενική ώς ελάχιστη πρόσβαση μέχρι και το πρώτο μισό της δεκαετίας του 2000.
Πυραυλικά συστήματα, όπλα μακρού πλήγματος, συλλογές κατευθυνομένων ανεμοπορούντων βομβών, μη επανδρωμένα αεροσκάφη επιτήρησης και προσβολής επίγειων στόχων, μέχρι και αυτόνομη ανάπτυξη αεροσκαφών και αρμάτων μάχης. Δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε αν αυτή η προσπάθεια της Τουρκίας θα συνεχιστεί και στην μετά – Ερντογάν εποχή. Κανείς δεν είναι σε θέση να το γνωρίζει αυτό για πολλούς λόγους και κυρίως γιατί και οι εξελίξεις στο ζήτημα της ουκρανικής κρίσης, δεν μπορούν από τώρα να σταθμιστούν ως προς τις συνέπειές τους για την Τουρκία.
Αυτό που είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε είναι ότι μπροστά σε αυτή τη νέα πραγματικότητα και με την Τουρκία εντελώς ανεξέλεγκτη εξοπλιστικά από την πλευρά των ΗΠΑ, η Ελλάδα μαζί με τις Ένοπλες Δυνάμεις της δεν μπορούν να παραμένουν προσκολλημένες σε δεδομένα άλλων εποχών και δεκαετιών. Αυτή είναι η ευρύτερη, η γενικότερη, ιδέα πίσω από τις αναλύσεις του DR. Όχι μόνο για την Πολεμική Αεροπορία, αλλά και για το Πολεμικό Ναυτικό και τον Στρατό Ξηράς.
Εξετάζουμε τα στοιχεία που προκύπτουν από την καθημερινή ειδησεογραφία στο χώρο της άμυνας, χωρίς κραυγές στείρου αντιαμερικανισμού. Και τα στοιχεία αυτά λένε ότι η Ελλάδα είναι εδώ και πολλά χρόνια εκ των πραγμάτων υποχρεωμένη να στραφεί σε όλες τις εναλλακτικές που έχει στη διάθεσή της για να προστατέψει τα σύνορα και τους πολίτες της. Ασφαλώς η μονόπλευρη επιλογή της Ευρώπης για την κάλυψη των ελληνικών εξοπλιστικών δεν μπορεί να είναι λύση. Γιατί εμπεριέχει τα ίδια ρίσκα και τους ίδιους κινδύνους με κάθε μονόπλευρη επιλογή.
Αυτό που υποστηρίζουμε είναι ότι μαζί με την ισραηλινή εναλλακτική, η ευρωπαϊκή θα πρέπει να υιοθετηθεί σε μεγαλύτερο βαθμό. Αμετακίνητη άποψή μας είναι ότι τα 24 Rafale F3-R δεν είναι μέγεθος ικανό να διαφοροποιήσει τις ισορροπίες τόσο ώστε να μας εξασφαλίσει σημαντικά επιχειρησιακά πλεονεκτήματα έναντι της Τουρκίας. Φορείς όπλων όπως ο αερομεταφερόμενος ΑΜ-39 Exocet και το SCALP-EG θα έπρεπε να έχουμε περισσότερους. Για τον απλό λόγο ότι η αμερικανική πολιτική έναντι της Ελλάδας παραμένει ίδια, παρά τις περί του αντιθέτου δηλώσεις και διαβεβαιώσεις…
Αυτό “φωνάζουν” τα γεγονότα και τα στοιχεία. Έχει παρέλθει χρονικό διάστημα 18 σχεδόν μηνών από τότε που ο πρέσβης των ΗΠΑ στη χώρα μας κος Τζ. Πάιατ, διέψευσε δημοσίευμα του DR (https://defencereview.gr/polemiki-aeroporia-oi-ipa-arnithikan-t/) που ανέφερε ότι οι ΗΠΑ αρνούνται την αποδέσμευση αερομεταφερόμενων αντιπλοϊκών πυραύλων Harpoon για τα ελληνικά F-16V και P-3H. Ενάμιση έτος… Χωρίς να έχει σημειωθεί καμία εξέλιξη στο ζήτημα αυτό.
Σε αυτό το χρονικό διάστημα υπογράφηκε η σύμβαση της προμήθειας των Rafale που άρχισαν ήδη να παραδίδονται και θα φέρουν τον παλιό ΑΜ-39 Exocet σε αναβαθμισμένη μορφή.
Στο ίδιο χρονικό διάστημα ανακοινώθηκε η προμήθεια πυραύλων SPIKE NLOS, συλλογών κατευθυνομένων βομβών ανεμοπορίας της οικογένειας SPICE από το Ισραήλ, μαζί με υπερηχητικούς πυραύλους (ρουκέτες) Rampage, για τον εξοπλισμό των εκσυγχρονισμένων F-16V.
Επίσης επιλέχθηκε και πριν από την υπογραφή της σύμβασης έχει αρχίσει η κατασκευή τμημάτων της πρώτης, η νέα φρεγάτα αεράμυνας περιοχής του Πολεμικού Ναυτικού.
Η αμερικανική πλευρά αναλώθηκε σε αυτό το χρόνο στην προώθηση των MMSC/HF2 με παράλληλη (και απόλυτα δικαιολογημένη…) άρνηση παραχώρησης ή πώλησης έναντι φιλικού τιμήματος, αντιτορπιλλικών κλάσης Arleigh Burke και στην – κατά καιρούς – προώθηση του F-35A, σε συνδυασμό με τον εκσυγχρονισμό των συστημάτων MLRS του Πυροβολικού σχετικά πρόσφατα. Όλα αυτά συνέβησαν χωρίς καμία απολύτως εγγύηση αποδέσμευσης κρίσιμων όπλων για την ελληνική άμυνα! Και φυσικά με ευθύνες της ελληνικής κυβέρνησης που δεν αποστέλλει επίσημη LoR για τη P&A συγκεκριμένα οπλικά συστήματα με ελληνικό ενδιαφέρον.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η στροφή πρός άλλες εξοπλιστικές εναλλακτικές ώς επιλογή από την πλευρά της Ελλάδας, μόνο ώς αντιαμερικανισμός δεν μπορεί να εκλειφθεί. Η Ελλάδα και μέσω της υπογραφής πενταετούς διάρκειας συμφωνίας αμυντικής συνεργασίας (MDCA), απέδειξε έμπρακτα για πολλοστή φορά τον σεβασμό και τη συνέπεια που επιδεικνύει στην κάλυψη των συμμαχικών της υποχρεώσεων έναντι των ΗΠΑ. Δεν μπορεί να κάνει κάτι περισσότερο… Και φυσικά δεν επιτρέπεται να συνεχίσει να αφήνει την εδαφική της ακεραιότητα και τα εθνικά της συμφέροντα απροστάτευτα.
Το νομοσχέδιο των γερουσιαστών Ρούμπιο και Μενέντεζ, πλήν της πρόνοιας που εμπεριέχει για την κατ’ ευφημισμό “χρηματοδότηση” των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων πρός την κατεύθυνση της αντικατάστασης ρωσικών οπλικών συστημάτων που διατηρούν σε υπηρεσία, προβλέπει και χρηματοδότηση (FMF) προγραμμάτων FMS με ιδιαίτερα χαμηλά επιτόκια. Θα περιμένουμε να δούμε και αυτή την εξαγγελία να γίνεται πράξη, πρώτα σε ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα εκσυγχρονισμού των μαχητικών F-16C/D Block 30 και Block 50.
Μέχρι τότε είμαστε υποχρεωμένοι εκ των πραγμάτων να παραθέτουμε στοιχεία και δεδομένα… Ακόμη και αν αυτά αποκαλύπτουν προθέσεις αντίθετες από τις επίσημα διακηρυχθείσες από την πλευρά των ΗΠΑ, σε ότι έχει σχέση με την Ελλάδα. Και κάτι τελευταίο… Για το DR όλες οι απόψεις είναι σεβαστές και ελεύθερες πρός έκφραση, μέσα από το σχολιασμό κάθε δημοσίευσης. Δεν υπάρχει “αμερικανική” και “γαλλική – ευρωπαϊκή” σχολή (κερκίδα αν θέλετε…). Υπάρχει μόνο το εθνικό συμφέρον. Αν αυτές οι απόψεις δε, συνοδεύονται και από επιχειρήματα, τόσο το καλύτερο. Για την Ελλάδα και την άμυνά της.