Χωρίς καμία υπερβολή ο τίτλος. Ειδικά στα χρόνια που διανύουμε. Σε ότι αφορά στο ακριβές περιεχόμενο των βιβλίων, περιγράφεται λεπτομερώς παρακάτω. Εμείς από την πλευρά μας θα θέλαμε να σημειώσουμε τα εξής λιγοστά:

Το 1936 η Ελλάδα ήταν μία χώρα με την ίδια περίπου εικόνα με αυτή που έχει και σήμερα… Δεν είχε ακόμη συνέλθει από την Μικρασιατική καταστροφή και από την χρεωκοπία του 1932. Κινήματα και αντικινήματα, κάθε ένα από τα οποία βαφτίζονταν «επανάσταση» από τους εμπνευστές του, μαζί με συνεχείς αλλαγές κυβερνήσεων προϊόν κοινοβουλευτικής αναταραχής, είχαν φέρει τη χώρα σε κατάρρευση. Οικονομική, κοινωνική, στρατιωτική και διοικητική. Η δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά ήταν ένα ομολογουμένως σκληρό καθεστώς. Όχι δημοκρατικό και οπωσδήποτε όχι δημοκρατικό με την έννοια που έχουμε αποδώσει στη Δημοκρατία τα τελευταία 40 περίπου χρόνια… Στο πρόσωπο του Ιωάννη Μεταξά ρίχτηκαν τόνοι λάσπης από το κεντρώο, κεντροαριστερό και αριστερό κομμάτι του κοινοβουλευτικού τόξου σε αυτή τη χρονική περίοδο. Τα δύο αυτά βιβλία λοιπόν πρώτα και πάνω από όλα αποκαθιστούν την πραγματική εικόνα του ανθρώπου αυτού. Και κατ΄ επέκταση και τη θέση που πρέπει να πάρει στην Ιστορία. Αποδεικνύουν με στοιχεία ότι όχι μόνο επανασυγκρότησε και κατέστησε με σκληρή και πεισματώδη εργασία πραγματικά ετοιμοπόλεμες τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις στο ελάχιστο χρονικό διάστημα που είχε στη διάθεσή του, ακριβώς τέσσερα χρόνια από τον Αύγουστο του 1936 μέχρι και τον τορπιλισμό του εύδρομου «Έλλη» στο λιμάνι της Τήνου τον Αύγουστο του 1940… Επιβεβαιώνουν και το ότι επανασυγκρότησε και έστησε στα πόδια της και την ελληνική κοινωνία. Θυμάμαι μία σειρά ραδιοφωνικών συνεντεύξεων του Μίκη Θεοδωράκη στον δημοσιογράφο Γιώργο Μαλούχο περί τα μέσα της δεκαετίας του 2000, όταν με έκπληξη άκουγα από το μεγάλο μουσικοσυνθέτη ότι ο Μεταξάς ήταν αυτός που καθιέρωσε το οκτάωρο (που η «δημοκρατία» μας κατάργησε στην ουσία πριν από μερικά χρόνια!) στην εργασία, ήταν αυτός που θεμελίωσε και καθιέρωσε την κοινωνική ασφάλιση και περίθαλψη μέσω του ΠΙΚΠΑ, ήταν αυτός που επέβαλλε και καθιέρωσε την άδεια μετ΄ αποδοχών και πολλά άλλα.

Τα δύο αυτά βιβλία λοιπόν, πραγματικά ντοκουμέντα με στοιχεία από μία περίοδο για την οποία ελάχιστα έχουν γίνει γνωστά, αποδίδουν τα «του Καίσαρος τω Καίσαρι» και αποκαθιστούν –με στοιχεία επαναλαμβάνουμε- την τιμή ενός ανθρώπου που κυριολεκτικά έδωσε τη ζωή του για την Ελλάδα. Γιατί το OXI που είπε στους Ιταλούς τα χαράματα της 28ης Οκτωβρίου του 1940, ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΤΟ ΜΟΝΟ… Είχαν προηγηθεί και άλλα και ακολούθησαν και άλλα!

Σε ότι αφορά στην προσφορά του Ιωάννη Μεταξά στην εξέλιξη των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, δεν χρειάζεται να γίνει λόγος… Τα στοιχεία μιλάνε από μόνα τους, όπως και το βιογραφικό του. Ένα πράγμα θέλουμε να σημειώσουμε εμείς από την πλευρά μας. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ήταν όντως ο άνθρωπος που εμπνεύστηκε και επιδίωξε ΠΡΩΤΟΣ τη δημιουργία ανεξάρτητου Αεροπορικού Όπλου στην Ελλάδα. Ο Ιωάννης Μεταξάς ήταν αυτός που ΤΟ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΕ.

Καλή ανάγνωση

ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: Νικόλαος Χριστοφίλης
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΕΚΔΟΣΕΩΣ: Ιανουάριος 2011
ISBN: 978-960-88355-8-0
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ: 21 x 28 εκ.
ΣΕΛΙΔΕΣ: 160

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

  • ΜΕΡΟΣ Α’: ΤΑ ΟΠΛΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΑΕΡΟΣΚΑΦΩΝ 1940-1941
  • Κεφάλαιο 1ο
  • Γενικά περί πολυβόλων και πυροβόλων αεροσκαφών
  • Κεφάλαιο 2ο
  • Θέση των όπλων στο αεροσκάφος και τα σκοπευτικά τους
  • Κεφάλαιο 3ο
  • Πυρομαχικά και τροφοδοσία
  • Κεφάλαιο 4ο
  • Εξοπλίζοντας την ΕΒΑ
  • Κεφάλαιο 5ο
  • Πολυβόλα και πυροβόλα των ελληνικών αεροσκαφών 1940-1941
  • Κεφάλαιο 6ο
  • Οι τύποι αεροσκαφών της ΕΒΑ και ο οπλισμός τους στον πόλεμο του 1940-1941
  • Κεφάλαιο 7ο
  • Απόδοση οπλισμού – συγκρίσεις
  • ΜΕΡΟΣ Β’: ΟΙ ΚΑΤΑΡΡΙΨΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ 1940-1941
  • Κεφάλαιο 1ο
  • Άσσοι και καταρρίψεις
  • Κεφάλαιο 2ο
  • Οι Έλληνες αεροπόροι και οι καταρρίψεις τους 1940-1941
  • Κεφάλαιο 3ο
  • Η γνώμη της αντίπαλης πλευράς και τα συμπεράσματα
  • ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α’ – ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
  • ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β’ – ΕΓΓΡΑΦΑ
  • ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Γ’ – ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ

Με την συμπλήρωση 80 ετών ιστορίας της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας, ως ανεξάρτητου Kλάδου, εκδόθηκε η πρώτη προσπάθεια συγκεντρωτικής παρουσίασης των πολυβόλων και πυροβόλων με τα οποία ήταν εξοπλισμένα τα ελληνικά αεροσκάφη κατά την περίοδο του Ελληνοϊταλικού πολέμου και της Γερμανικής εισβολής.

Ο συγγραφέας, μετά από δεκαετή έρευνα και μελέτη υλικού που διασώθηκε από Έλληνες και ξένους, ιδιώτες και κρατικούς φορείς, έρχεται να φωτίσει ένα σημαντικό μέρος του θέματος που πραγματεύεται, καλύπτοντας ένα κενό στην ανύπαρκτη ελληνική βιβλιογραφία. Πρόκειται για ένα μοναδικό έργο που παρουσιάζει τον οπλισμό, τα πυρομαχικά και τα σκοπευτικά συστήματα που έφεραν τα ελληνικά αεροσκάφη, με άγνωστες έως σήμερα πληροφορίες και εξαιρετικό φωτογραφικό υλικό, μέρος του οποίου είναι σπάνιο και δημοσιεύεται για πρώτη φορά.

Στο πρώτο μέρος του βιβλίου περιέχεται το ιστορικό πλαίσιο των ενεργειών για την αγορά αεροπορικού οπλισμού, μία λεπτομερής ανάλυση των όπλων και των οπλικών συστημάτων ανά τύπο αεροσκάφους, καθώς και μία έρευνα σχετικά με την απόδοση, την ποιοτική και την ποσοτική τους επάρκεια. Στο δεύτερο μέρος, γίνεται μια λεπτομερής καταγραφή των καταρρίψεων που πέτυχαν οι Έλληνες αεροπόροι, παρά τις αντίξοες συνθήκες που αυτοί είχαν να αντιμετωπίσουν, ενώπιον δυο αεροπορικών γιγάντων.

Το συγκεκριμένο βιβλίο αποτελεί σημαντικό εργαλείο για τον ιστορικό, ερευνητή, μοντελιστή, αλλά και τον απλό αναγνώστη που επιθυμεί να εντρυφήσει στον ειδικό αυτό τομέα.

Πρόλογος συγγραφέα

Η δεκαετία του 1930 ήταν μία δύσκολη περίοδος για την Ελλάδα. Η μαύρη σκιά της Μικρασιατικής Καταστροφής και του Εθνικού Διχασμού δεν είχε σβήσει. Πλανιόταν πάνω από την χώρα, υποδαύλιζε τα πολιτικά πάθη και σε μεγάλο βαθμό ήταν υπεύθυνη για την οικονομική καχεξία της χώρας. Από τα μέσα της δεκαετίας αυτής, τα μολυβένια σύννεφα ενός Δεύτερου Μεγάλου Πολέμου άρχισαν να συσσωρεύονται στον ουρανό της Ευρώπης, την ίδια στιγμή που η κατάσταση των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων απαιτούσε άμεση αναδιοργάνωση και τεχνολογική αναβάθμιση.

Το 1936 η ελληνική κυβέρνηση ξεκίνησε την προσπάθεια ριζικής ανασυγκρότησης των Ενόπλων Δυνάμεων, οι οποίες έως τότε ήταν εξοπλισμένες ακόμη και με «λείψανα» της Μικρασιατικής εκστρατείας. Για την απόκτηση της επιθυμητής αεροπορικής ισχύος ήταν αναγκαίος ο πλήρης επανεξοπλισμός της Αεροπορίας, τόσο με επίγειο όσο και με ιπτάμενο υλικό. Εμπόδιο βέβαια αποτελούσε η δημοσιονομική δυσπραγία, η οποία όμως ξεπεράστηκε με κονδύλια που βρέθηκαν από τη διεξαγωγή εράνου, ο οποίος έμεινε στην Ιστορία ως Έρανος υπέρ της Αεροπορίας, καθώς και από την μέθοδο clearing, που βασιζόταν στην πληρωμή όχι με μετρητά αλλά με προϊόντα. Έτσι δόθηκαν παραγγελίες για αγορά σύγχρονων αεροσκαφών, ενώ εκπονήθηκε ιδιαίτερη μελέτη για τον εξοπλισμό που αυτά θα έφεραν, καθώς και την τυποποίησή του.

Με την πάροδο όμως του χρόνου, η παραλαβή του αεροπορικού υλικού, αλλά και γενικότερα του στρατιωτικού υλικού, συνάντησε σταδιακά αυξανόμενες δυσκολίες. Από το 1938 τα εργοστάσια των μεγάλων βιομηχανικών χωρών της Ευρώπης, που παρήγαγαν πολεμικό υλικό, επιβράδυναν τις παραδόσεις τους και στη συνέχεια τις σταμάτησαν. Οι προετοιμασίες για τον επερχόμενο πόλεμο οδήγησαν τη Γερμανία, τη Γαλλία και τη Βρετανία να κρατήσουν το πολεμικό υλικό που κατασκεύαζαν για δική τους χρήση. Έτσι, άλλες παραλαβές έμειναν ημιτελείς και άλλες ακυρώθηκαν πριν ακόμα αρχίσουν.

Τότε, η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της χώρας βρέθηκε μπροστά σε δυσεπίλυτα προβλήματα, όχι μόνο σχετικά με την επάρκεια των αεροπορικών μέσων αλλά και με τον εξοπλισμό, οπλισμό και συσκευές, που θα τοποθετούνταν σ’ αυτά. Προβλήματα, για την λύση των οποίων καταβλήθηκαν ιδιαίτερες προσπάθειες, τόσο σε επίπεδο κυβερνητικών διαπραγματεύσεων, όσο και σε επίπεδο αυτοσχεδιασμού των Ελλήνων τεχνικών.

Τους αγωνιώδεις μήνες που προηγήθηκαν της εμπλοκής της Ελλάδας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι προσπάθειες για την απόκτηση αξιόμαχου πολεμικού υλικού δεν στέφθηκαν όλες με επιτυχία. Το φθινόπωρο του 1940 η Ελλάδα διέθετε 118 πολεμικά αεροσκάφη νέας τεχνολογίας και 65 παλαιάς, χωρίς όμως να έχει αποκτήσει και την επιθυμητή ποσότητα ιπτάμενου υλικού. Ένας μεγάλος αριθμός αεροσκαφών, 107 περίπου, για τα οποία όχι μόνο είχαν γίνει παραγγελίες αλλά και είχαν εξοφληθεί κατά μεγάλο μέρος, δεν παραδόθηκαν ποτέ. Αργότερα, όταν κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων η Ελλάδα ανέμενε την παραλαβή 30 σύγχρονων καταδιωκτικών F4F-3A Wildcat, από τις Ηνωμένες Πολιτείες, αυτά άργησαν να παραδοθούν και κατέληξαν σε βρετανικά χέρια.

Στην παρούσα εργασία, καρπό δεκαετούς έρευνας του συγγραφέα, πραγματοποιείται μία προσπάθεια παρουσίασης των πολυβόλων και πυροβόλων όπλων, με τα οποία ήταν εξοπλισμένα τα ελληνικά αεροσκάφη στις επιχειρήσεις του 1940 – 41, καθώς επίσης και των πυρομαχικών και των σκοπευτικών συστημάτων που την εποχή εκείνη βρίσκονταν σε χρήση από την Ελληνική Πολεμική Αεροπορία (τότε ΕΒΑ), σύμφωνα πάντα με τις έως σήμερα γνωστές πληροφορίες. Ακόμα, απαραίτητη κρίθηκε μία σύγκριση των όπλων που διέθεταν τα ελληνικά αεροσκάφη, με εκείνα των αντιπάλων τους – ιταλικά και γερμανικά – καθώς και με τα βρετανικά.

Τέλος, θα αποτελούσε σοβαρή παράληψη αν δεν είχε συμπεριληφθεί μια προσπάθεια καταγραφής των ελληνικών επιτυχιών, των καταρρίψεων δηλαδή, που πέτυχαν επώνυμοι και ανώνυμοι Έλληνες αεροπόροι, οι οποίοι στάθηκαν πίσω από τα όπλα τους με τον ίδιο τρόπο που έκαναν αναρίθμητες φορές οι πρόγονοί τους, χωρίς να μετρήσουν το πλήθος των εχθρών στην μάχη.

ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: Κωνσταντίνος Δ. Βλάσσης

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΕΚΔΟΣΕΩΣ: Μάιος 2013
ISBN: 978-618-80031-1-18
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ: 21 x 29 εκ.
ΣΕΛΙΔΕΣ: 484

Η εμπλοκή της Ελλάδας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έχει εξεταστεί στην ελληνική βιβλιογραφία εκτενώς και από πολλές απόψεις. Ωστόσο η καθαρά στρατιωτική διάσταση, εξακολουθεί να παρουσιάζει νέα πεδία διερεύνησης. Το 2010 οι Εκδόσεις Δούρειος Ίππος παρουσίασαν την μοναδική εργασία ΟΠΛΑ ΚΑΙ ΚΑΤΑΡΡΙΨΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ 1940-1941, έργο ενός ενεργού στελέχους των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, του Υποπλοιάρχου Νικολάου Χριστοφίλη. Πλέον παρουσιάζεται στο ελληνικό κοινό ένα εξειδικευμένο θέμα ΟΙ ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ 1936-1940, που αφορά την εξοπλιστική προσπάθεια που ανέπτυξε η χώρα ώστε να προετοιμαστεί στο μέτρο του δυνατού για την αναμενόμενη παγκόσμια σύρραξη. Το έργο βασίζεται σε ανέκδοτο υλικό που εντοπίστηκε σε ιδιωτικό αρχείο και αφορά τα επίσημα πρακτικά των συνεδριάσεων του Ανωτάτου Συμβουλίου Εθνικής Αμύνης (ΑΣΕΑ) και συγκεκριμένα τις αποφάσεις που ελήφθησαν σε 75 συνεδριάσεις αυτού, μεταξύ Ιανουαρίου 1936 και Οκτωβρίου 1940.

Μέσα από την μελέτη των πρακτικών ο αναγνώστης θα έχει την ευκαιρία να αντιληφθεί το εύρος της προσπάθειας που αναλήφθηκε, καθώς παρουσιάζονται στην κυβέρνηση από την στρατιωτική ηγεσία, το σύνολον των εξοπλιστικών προγραμμάτων και των τριών Κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων, από την προμήθεια ασυρμάτων, γυλιών, κρανών, φορητού οπλισμού, πυροβόλων, οχημάτων, κινητήρων έως αεροπλάνων, υποβρυχίων και αντιτορπιλλικών. Επίσης αποκαλύπτονται σε σημαντικό βαθμό εγχειρήματα όπως, η ίδρυση ναυπηγείων, η ενίσχυση της παράκτιας άμυνας, οι άδειες που αποκτήθηκαν για την εγχώρια συναρμολόγηση/κατασκευή μιας ποικιλίας υλικού από πυρομαχικά έως αεροσκάφη και γενικότερα η προσπάθεια ανάπτυξης ελληνικής πολεμικής βιομηχανίας.

Το έργο συνοδεύει εκτενής εισαγωγή, όπου παρουσιάζεται η αμυντική προπαρασκευή της Ελλάδος μετά την Μικρασιατική Καταστροφή έως το 1935, ώστε ο αναγνώστης να αντιληφθεί το τεράστιο κενό στον πολεμικό εξοπλισμό της χώρας, που καλύφθηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος από την κυβέρνηση του Ιωάννη Μεταξά. Παράλληλα αναφέρονται τα εμπόδια ή προβλήματα που παρουσιάστηκαν, καθιστώντας περισσότερο κατανοητή την ανάγνωση του κυρίου μέρους του έργου αυτού. Τέλος παρουσιάζονται αναλυτικοί πίνακες με χρονολογική σειρά των υπογραφέντων συμβάσεων για κύριο υλικό αλλά και η συνολική κατάσταση των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων όσον αφορά τον οπλισμό τους κατά την 28η Οκτωβρίου 1940, με διάκριση αυτών κατά την επιχειρησιακή τους αξία αλλά και την χρονική τοποθέτηση της απόκτησής τους.

Το έργο έχει σε σημαντικό βαθμό τεχνικό χαρακτήρα με την παράθεση προδιαγραφών των υποψηφίων προς απόκτηση οπλικών συστημάτων, οικονομικών στοιχείων, περιλαμβάνει αποφάσεις για απόκτηση υλικού που τελικά δεν υλοποιήθηκαν και σε γενικές γραμμές δίνει στον αναγνώστη την αίσθηση του πολύπλοκου αυτού ελληνικού εγχειρήματος, φωτίζοντας μια διάσταση για το πώς η Ελλάδα κατάφερε να εμπλακεί αξιοπρεπώς και τελικά νικηφόρα στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.