Η άμυνα του κυπριακού ελληνισμού μας έχει απασχολήσει εκτενώς σε πλειάδα αναλύσεων μας. Η Εθνική Φρουρά αντιμετωπίζει μια κύρια πρόκληση, τη δράση της Τουρκικής Αεροπορίας. Η ένταξη των συστημάτων Buk M1-2 αδιαμφισβήτητα αναβάθμισε την αντιαεροπορική άμυνα της Κύπρου σε μεγάλο βαθμό στον τομέα της προστασίας χερσαίων δυνάμεων και στρατηγικών στόχων σε μέσο βεληνεκές. Εξακολουθεί να υφίστανται το κενό της ύπαρξης ενός συστήματος αντιαεροπορικής άμυνας μεγάλου βεληνεκούς.
Στο παρόν άρθρο εξετάζεται η προοπτική της ένταξης του Ευρωπαϊκού οπλικού συστήματος τύπου Aster 30 SAMP/T. Η επιλογή αυτή είναι συνάρτηση πολιτικών και διπλωματικών σχέσεων της Κυπριακής Δημοκρατίας καθότι η επιλογή είτε των Patriot είτε ενός Ρωσικού συστήματος θα ήταν εξαιρετικά πιο δύσκολη όπως αποδείχθηκε και από τη περίπτωση των S-300.
To SAMP/T, η ανάπτυξη του οποίου ξεκίνησε το 1997, είναι ένα αντιαεροπορικό και αντιπυραυλικό σύστημα το οποίο χρησιμοποιεί το βλήμα Aster-30. Σύμφωνα με την κατασκευάστρια κοινοπραξία, το SAMP/T μπορεί να αντιμετωπίσει όλες τις σύγχρονες απειλές, όπως μαχητικά αεροσκάφη, μη επανδρωμένα συστήματα, ελικόπτερα, βλήματα μεγάλου βεληνεκούς και βαλλιστικά βλήματα μέγιστου βεληνεκούς 600 km (έκδοση βλήματος: Aster-30 Block.1). Το βεληνεκές του συστήματος ανέρχεται στα 120 km και είναι ευθέως ανταγωνιστικό με το αμερικανικό Patriot και το ρωσικό S-300 PMU-2 Favorite. Για το μέλλον έχει προγραμματιστεί η ανάπτυξη της έκδοσης Aster-30 Block.2 για την εμπλοκή βαλλιστικών πυραύλων με βεληνεκές μεγαλύτερο των 600 km.
Κατά την τερματική φάση, τα βλήματα ενεργοποιούν έναν ενεργό ερευνητή ραντάρ, ο οποίος τα καθοδηγεί προς τον στόχο. Η ικανότητα των βλημάτων να εκτελούν ελιγμούς σε υψηλές φορτίσεις g ανεξαρτήτως υψομέτρου οφείλεται στο σύστημα κατευθυνόμενης ώσης που ενσωματώνουν. Το σύστημα αυτό είναι εγκαταστημένο στο κέντρο βάρους του βλήματος έτσι ώστε να αποφευχθούν οι ισχυρές πιέσεις όταν το βλήμα εκτελεί ελιγμούς σε υψηλές φορτίσεις g.
Το SAMP/T υποστηρίζεται από το ραντάρ Arabel της εταιρίας Thales, το οποίο εξοπλίζει το αεροπλανοφόρο “Charles de Gaulle”. To Arabel είναι ραντάρ ηλεκτρονικής σάρωσης, πολλαπλών ρόλων και παράλληλα σύστημα ελέγχου πυρός για τα αντιαεροπορικά βλήματα.Το σύστημα εκτόξευσης είναι οκτώ θέσεων και είναι εγκαταστημένο σε φορτηγό 8 x 8 (TRM-1000 της Renault για τη Γαλλία).
To Arabel είναι ένα ραντάρ 3D φασικής διάταξης που μπορεί να εμπλέκει ταυτοχρόνως περί τις 16 εναέριες απειλές καθοδηγώντας ισάριθμα βλήματα Aster 30. Φυσικά εκτός του Arabel θα μπορούσε να επιλεγεί και άλλο ραντάρ ευρωπαϊκού τύπου όπως τα Σουηδικά Girafe ή άλλα ραντάρ επίσης της Thales ώστε το τεχνικό ρίσκο με τη διασύνδεση του ραντάρ και των βλημάτων να είναι ευκολότερη και οικονομικότερη.
Ενδεικτικά, το Giraffe-4A είναι ένα ραντάρ πολλαπλών λειτουργιών όπως έρευνα και επιτήρηση αέρος ή εντοπισμού εχθρικών πυρών πυροβολικού. Είναι ψηφιακό στη λειτουργία, τεχνολογίας AESA Νιτριδίου του Γαλλίου (GaN). Σε ρόλο έρευνας και επιτήρησης αέρος το μέγιστο βεληνεκές του ανέρχεται στα 280 χιλιόμετρα, ενώ σε ρόλο εντοπισμού πυρών πυροβολικού στα 100 χιλιόμετρα.
Το Giraffe-8A, το οποίο φέρεται επί τροχοφόρου οχήματος 8 x 8, είναι ραντάρ έρευνας και επιτήρησης αέρος ή λειτουργίας στο πλαίσιο αντιαεροπορικών συστημάτων. Το μέγιστο βεληνεκές του είναι της τάξεως των 470 χιλιομέτρων. Σημαντικό πλεονέκτημα για το Giraffe-8A είναι η ικανότητα του να εντοπίζει και να ανιχνεύει βαλλιστικά βλήματα μικρού, μέσου και μεγάλου βεληνεκούς, καθώς και η ικανότητα του να λειτουργεί παθητικά, όταν είναι συνδεδεμένου με δίκτυο αεράμυνας. Επίσης ενσωματώνει και σύστημα ηλεκτρονικών μέσων υποστήριξης (ESM).
Η οικογένεια ραντάρ Ground Master της Thales αποτελείται από ραντάρ πολλαπλού ρόλου, με διαφορετικές δυνατότητες, ανάλογα με τις απαιτήσεις του εκάστοτε πελάτη.
Όλα τα ραντάρ Ground Master έχουν σχεδιαστεί για να παρέχουν έγκαιρο εντοπισμό και προειδοποίηση με μεγάλη ακρίβεια με χαμηλό κόστος υποστήριξης.
Σύμφωνα με τη Thales τα Ground Master μπορούν να εντοπίσουν όλες τις αεροπορικές απειλές του σήμερα, όπως αεροσκάφη, UAV, ελικόπτερα, σε κίνηση ή σε αιώρηση, βλήματα, κατευθυνόμενα ή βαλλιστικά, βλήματα όλμων, ρουκέτες και πλοία σε μικρά, μεσαία και μεγάλα ύψη, καθώς και στην επιφάνεια της θάλασσας, κάτι που τα καθιστά ιδανικά για παράκτια άμυνα. Επίσης λειτουργούν και ως συστήματα C-RAM, όχι όμως στο κομμάτι της αναχαίτισης, αλλά σ’ αυτό του εντοπισμού.
Το Ground Master-200 φέρεται επί τροχοφόρου οχήματος 6 x 6 ή 8 x 8, επί κοινού εμπορευματοκιβωτίου (container) μήκους 20 μέτρων και βάρους λιγότερου των 10 τόνων. Συνεπώς μπορεί να τοποθετηθεί σε σταθερή θέση, ως στατικό ραντάρ. Ενσωματώνει τεχνολογία GaN, ενώ παρουσιάζει μια μείζονα βλάβη κάθε 3.000 ώρες λειτουργίας, η οποία απαιτεί μόλις 30 λεπτά χρόνο επιδιόρθωσης. Το μέγιστο βεληνεκές του είναι 250 χιλιόμετρα, ενώ μπορεί να εντοπίζει στόχους σε ύψος 80.000 ποδών (24.384 μέτρα).
Επίσης ενσωματώνει και σύστημα ηλεκτρονικών αντί-αντιμέτρων (ECCM), κάτι που το καθιστά βιώσιμο σε περιβάλλον ηλεκτρονικού πολέμου και έντονων ηλεκτρονικών παρεμβολών. Το Ground Master-400 είναι μια έκδοση του Ground Master-200 με μεγαλύτερες επιδόσεις: 470 χιλιόμετρα μέγιστο βεληνεκές και 100.000 πόδια (30.480 μέτρα) μέγιστο ύψος εντοπισμού.
H ιταλική Leonardo διαθέτει τα ραντάρ της σειράς Kronos: Το Kronos Grand και το Kronos Land.
Το Kronos Grand είναι ραντάρ τεχνολογίας AESA, επιτήρησης και έρευνας αέρος και επιφανείας, αρά ιδανικό και για παράκτια άμυνα, ενώ μπορεί να παρέχει και υπηρεσίες ελέγχου πυρός, ταυτόχρονα και παράλληλα με τις διαδικασίες έρευνας. Δηλαδή η μια λειτουργία δεν αναιρεί την άλλη. Μπορεί να εντοπίσει και να ιχνηλατήσει αεροσκάφη, ελικόπτερα, UAV, σκάφη και πλοία, βλήματα, ρουκέτες και βλήματα πυροβολικού.
Τέλος ένα άλλο σύστημα άξιο αναφοράς είναι το σύστημα παθητικής παρακολούθησης στόχων χαμηλού ηλεκτρομαγνητικού ίχνους όπως το VERA NG. Το σύστημα τσέχικης κατασκευής και προέλευσης μπορεί να παρακολουθεί έως 10.000 στόχους σε απόσταση έως και 400 χιλιόμετρα. ‘Έχει το εξαιρετικό γνώρισμα πως είναι πλήρως ευέλικτο ενώ οι συχνότητες στις οποίες λειτουργεί είναι μεταξύ 50 MHz – 18 GHz. Κάθε σύστημα αποτελείται από 4 σταθμούς εκ των οποίων: τρεις παθητικούς αισθητήρες και μια κεντρική μονάδα ελέγχου και συγκέντρωσης των πληροφοριών.
Κλείνοντας, θα θέλαμε να αναφέρουμε και ένα σύστημα-αισθητήρα, το οποίο έχει έμμεση σχέση με την αντιαεροπορική άμυνα. Πρόκειται για το Sky Spotter της ισραηλινής Rafael, το οποίο γνωρίσαμε στη διεθνής έκθεση «Paris Air Show 2019». Για τα παθητικά συστήματα έρευνας αέρος και εντοπισμού επιφυλασσόμαστε να γράψουμε αναλυτικό αφιέρωμα στο μέλλον. Εδώ απλά θα τονίσουμε ότι το Sky Spotter είναι ένα παθητικό ηλεκτροπτικό σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης, το οποίο παρουσιάζει υψηλό ποσοστό πιθανότητας εντοπισμού με παράλληλη, σχεδόν μηδενική, πιθανότητα λανθασμένων ενδείξεων επερχόμενης απειλής.
Το Sky Spotter χρησιμοποιεί πολλαπλούς αισθητήρες, ημέρας και νύχτας, η χρήση των οποίων δημιουργεί μια παθητική «ομπρέλα» έρευνας και εντοπισμού, άρα έγκαιρης προειδοποίησης σε αποστάσεις μεγαλύτερες των 100 χιλιομέτρων. Όλα τα συλλεγόμενα δεδομένα και πληροφορίες φιλτράρονται και επεξεργάζονται μέσω αυτοματοποιημένων αλγορίθμων, διαδικασιών επεξεργασίας εικόνας και εφαρμογών τεχνητής νοημοσύνης. Έτσι είναι εφικτός ο εντοπισμός και η ιχνήλαση πολλαπλών στόχων ταυτόχρονα.
Φυσικά θα μπορούσε να επιλεγεί ο συνδυασμός ενός ραντάρ για καθοδήγηση βλημάτων προς τον στόχο με ένα ραντάρ έγκαιρης προειδοποίησης καθώς και ένα παθητικό σύστημα εντοπισμού. Τέτοιες επιλογές βέβαια θα αύξαναν κατακόρυφα τις επιχειρησιακές δυνατότητες μιας συστοιχίας αλλά θα ανέβαζαν σημαντικά το κόστος του προγράμματος.
Παράλληλα με την αντιμετώπιση των απειλών από μαχητικά και UAV η χρήση ενός ολοκληρωμένου συστήματος SAMP/T θα κάλυπτε την απειλή προς τη Κυπριακή Δημοκρατία και την Εθνική Φρουρά της μεγάλης ύπαρξης των τουρκικών βαλλιστικών όπλων.
Η ευρωπαϊκή κοινοπραξία Eurosam, υπό την αιγίδα του οργανισμού OCCAr (Organisation Conjointe de Coopération en matière d’ Armement), ανακοίνωσε ότι εντός του 2019 θα έχει ολοκληρώσει την προκαταρκτική μελέτη σχεδίασης (PDR : Preliminary Design Review) την νέας έκδοσης Block.1 NT (New Technology) του αντιαεροπορικού συστήματος SAMP/T.
Πρόκειται για τη δεύτερη μελέτη σχεδίασης και ανάπτυξης του SAMP/T Block.1 NT, ενώ η πρώτη, που ολοκληρώθηκε το 2018, εξέτασε τα τεχνικά χαρακτηριστικά, το σύστημα ελέγχου πυρός, τους εκτοξευτές και τα νέα βλήματα Aster-30 Block.1 NT. Στην έκδοση Aster-30 Block.1 NT το βλήμα αναμένεται να έχει αντιβαλλιστικές ιδιότητες και αυξημένο βεληνεκές, σε σχέση με την έκδοση Aster-30, η οποία επιτυγχάνει μέγιστο βεληνεκές 120 χιλιόμετρα.
Λόγω του ότι το SAMP/T είναι ένα ευρωπαϊκό σύστημα θα είχε πλήρη διαλειτουργικότητα με το Ελληνικό Σύστημα Αεροπορικού Ελέγχου και τα Ιπτάμενα μέσα διαμέσου τακτικών ζεύξεων Link 16 με τη ΠΑ.
To 2013 η Σιγκαπούρη προχώρησε στην παραγγελία δύο πυροβολαρχιών SAMP/T (12 οκταπλοί εκτοξευτές) με 200 βλήματα Aster-30 μέγιστου βεληνεκούς 120 χιλιομέτρων, προς αντικατάσταση των MIM-23 Improved HAWK, με συνολικό κόστος € 651 εκατομμύρια. Σύμφωνα με διεθνή ειδησεογραφικές ιστοσελίδες η πρώτη πυροβολαρχία, μαζί με 100 βλήματα, παραδόθηκαν το 2017, ενώ η δεύτερη αναμένεται να παραδοθεί το 2019.
Αντιλαμβανόμαστε πως η σκέψη για την απόκτηση ενός τέτοιου οπλικού συστήματος προβάλει ως ιδεαλιστική και μαξιμαλιστική για τα δεδομένα της Κύπρου και της κυπριακής κυβέρνησης.
Φυσικά, η προμήθεια ενός αντιαεροπορικού συστήματος μεγάλου βεληνεκούς προϋποθέτει ισχυρή πολιτική βούληση από τη κυπριακή κυβέρνηση και παράλληλα χρηματοδότηση. Προϋποθέτει θέληση και πυγμή για την απόκτηση ενός πολλαπλασιαστή ισχύος αφού πρώτα γίνουν όλες οι απαραίτητες ενέργειες σε πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο.
Ως διαπραγματευτικό χαρτί δύναται να αξιοποιηθούν οι εξορύξεις του ορυκτού πλούτου εντός της Κυπριακής ΑΟΖ με στόχο να υπάρχει αντιαεροπορική ομπρέλα έναντι ασύμμετρων απειλών. Αποτελεί όμως μονόδρομο και αδήριτη ανάγκη για την Εθνική Φρουρά ώστε να καλύψει στο έπακρο τις ανάγκες για αξιόπιστη αντιαεροπορική ομπρέλα πάνω από τη Μεγαλόνησο.