Είναι καιρός να «βυθίσουμε» το πρόγραμμα Littoral Combat Ship… Δεν είναι δική μας φράση… Είναι ο τίτλος άρθρου της αμερικανικής ιστοσελίδας Citizens Against Government Waste (https://www.cagw.org/thewastewatcher/time-sink-littoral-combat-ship). Που αναφέρεται στα ανυπέρβλητα μέχρι σήμερα προβλήματα και τις υπερκοστολογήσεις του προγράμματος LCS από τα αρχικά στάδια του. Η ημερομηνία της δημοσίευσης είναι η 28η Ιανουαρίου του 2021 και βέβαια αφορμή για την αναφορά αυτή είναι η απόφαση του Αμερικανικού Ναυτικού (USN) να αναστείλει την παραλαβή των σκαφών LCS κλάσης Freedom (https://defencereview.gr/to-polemiko-naytiko-den-zitise-pote-lcs-mmsc/). Αιτία η συνεχιζόμενη αντιμετώπιση σοβαρών προβλημάτων στο σύστημα μετάδοσης της κίνησης από τους κινητήρες του σκάφους, στο συγκρότημα υδροπροώθησης (waterjets).
Tην ίδια περίοδο στις 20 Ιανουαρίου, ημέρα της αλλαγής της αμερικανικής προεδρίας, η ιστοσελίδα του Forbes, προτρέπει το νέο Αμερικανό πρόεδρο Joe Biden να “κινηθεί γρήγορα και να σκοτώσει” τα LCS κλάσης Freedom” (https://www.forbes.com/sites/craighooper/2021/01/20/biden-faces-new-shipbuilding-crisis-must-move-fast-and-kill-freedom-class-lcs/?sh=53537dc41ba0). Ενώ όλα αυτά συμβαίνουν στις ΗΠΑ, στην Ελλάδα η Lockheed Martin που είναι και ο κύριος ανάδοχος του προγράμματος, μέσω καταχωρήσεων στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, αποπειράται να αμβλύνει τις εντυπώσεις, διενεργώντας παράλληλα και μία σφυγμομέτρηση της ελληνικής κοινής γνώμης.
Τα σχόλια είναι αρνητικά σε ποσοστό 99,9% στην προοπτική απόκτησης σκαφών LCS της κλάσης Freedom, ή για να ακριβολογούμε της έκδοσης MMSC, από το Πολεμικό Ναυτικό. Και αυτό δεν είναι κάτι που συμβαίνει τυχαία… Τα νέα -ιδιαίτερα τα άσχημα- ταξιδεύουν πολύ γρήγορα. Όταν το ίδιο το Αμερικανικό Ναυτικό, μετά από σχεδόν μία δεκαπενταετία εμπλοκής στο πρόγραμμα και τη δαπάνη δισεκατομμυρίων δολαρίων (κανείς δεν γνωρίζει το ακριβές ποσό!), φτάνει στο σημείο να αναστείλει την παραλαβή νέων σκαφών, με δύο από αυτά να είναι σχεδόν έτοιμα στη ναυπηγική κλίνη, δεν μπορούμε παρά να οδηγηθούμε στο συμπέρασμα ότι θέτει όχι μόνο την εταιρεία που είναι συνολικά υπεύθυνη για το πρόγραμμα, αλλά και τον πολιτικό κόσμο των ΗΠΑ, πρό των ευθυνών τους.
Ξεκαθαρίζοντας παράλληλα ότι δεν θα αποδεχθεί οποιοδήποτε κόστος για την οριστική επίλυση των προβλημάτων στο συνδυαστικό (combining) συγκρότημα μετάδοσης της κίνησης. Δεν πρόκειται επομένως για δημοσιεύματα αντιπολιτευόμενων ΜΜΕ, στις ΗΠΑ. Πρόκειται για την επίσημη θέση του USN και ζήτημα το οποίο ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ καλείται να αντιμετωπίσει, διαφυλάσσοντας τον Αμερικανό φορολογούμενο από περαιτέρω πρόσθετα βάρη. Ακόμα και δια της μεθόδους “λύσης” του γόρδιου δεσμού…
Είμαστε λοιπόν υποχρεωμένοι να εξετάσουμε ξανά το πρόγραμμα LCS/MMSC υπό ένα εντελώς διαφορετικό πρίσμα. Δεν είναι μόνο ότι τα σκάφη αυτά δεν καλύπτουν τη βασική επιχειρησιακή απαίτηση του Πολεμικού Ναυτικού για τη δυνατότητα ΑΑ περιοχής. Είναι γνωστό και απόλυτα κατανοητό πλέον ότι για να δεχθεί φορτίο πυραύλων SM-2 στους εκτοξευτές Mk.41, θα πρέπει να αποκτήσει νέο κύριο ραντάρ σταθερής διάταξης ισχυρότερο του υφιστάμενου TRS-4D. Αν θέλουμε να μιλάμε για πραγματικά σύγχρονο σύστημα με προοπτική μελλοντικών αναβαθμίσεων και μακρόχρονη παραμονή σε υπηρεσία. Πράγμα που σημαίνει εκτεταμένες τροποποιήσεις και φυσικά πρόσθετο κόστος σχεδίασης και ανάπτυξης. Που θα κληθεί να πληρώσει ο χρήστης βέβαια.
Είναι κυρίως το ότι τα LCS/MMSC, δεν μπορούν να ανταγωνιστούν αντίστοιχου ή ακόμη και μικρότερου εκτοπίσματος ευρωπαϊκές σχεδιάσεις. Που σε αντίθεση με ότι υποστήριξε η Lockheed Martin σε ενημέρωση δημοσιογράφων, βρίσκονται εδώ και χρόνια σε υπηρεσία. Απροβλημάτιστη και αποδοτική. Άρα τα LCS/MMSC είναι ακατάλληλα ακόμη και ως φρεγάτες πολλαπλών ρόλων, καθώς οι δυνατότητές τους είναι στη καλύτερη ισάξιες ή ακόμη και υποδεέστερες στον ανθυποβρυχιακό αγώνα (ASW), σε σχέση με τις ευρωπαϊκές Gowind, A200 και Sigma.
To συμπέρασμα αυτό προέρχεται από το ιστορικό του προγράμματος LCS κλάσης Freedom. Αξίζει τον κόπο να το δούμε αναλυτικά αφού δικαιολογεί απόλυτα την αγανάκτηση των Αμερικανών που εδώ και πολλά χρόνια τους έχουν δώσει σε αυτά τα πλοία το παρατσούκλι Little Crappy Ship.
To πολύκροτο ιστορικό του προγράμματος LCS
– Η ναυπήγηση του πρώτου σκάφους (LCS 1) που φέρει και το όνομά της (Freedom) ξεκίνησε τον Ιούνιο του 2005. Παραδόθηκε στο USN τον Σεπτέμβριο του 2008 και το Νοέμβριο του ίδιου χρόνου εντάχθηκε σε υπηρεσία. Κατά τις εν πλώ δοκιμές (INSURV) καταγράφηκαν 2600 παρατηρήσεις από τις οποίες οι 21 υψηλής προτεραιότητας αποκατάστασης.
– Υπερβάσεις κόστους κατά τη ναυπήγηση του LCS-1 Freedom, σε συνδυασμό με προβλέψεις-υπολογισμούς σημαντικών υπερβάσεων και στο μέλλον, οδήγησαν το USN σε διακοπή των εργασιών ναυπήγησης του LCS-3 Forth Worth (τα LCS-2 και LCS-4 είναι της κλάσης Independence) στις 13 Απριλίου του 2007 (Cost Growth Leads Stop-Work Team Lockheed LCS-3 Construction (updated) (defenseindustrydaily.com)).
To σχετικό δημοσίευμα του Defence Industry Daily, ανέφερε ότι το συμβόλαιο αγοράς του LCS-3 που υπογράφηκε στις 26 Ιουνίου του 2006 ήταν ύψους 197,6 εκατομμυρίων δολαρίων, τη στιγμή που η ναυπήγηση του LCS-1 υπολογίστηκε (cost projection) ότι θα ξεπερνούσε (και τα ξεπέρασε κατά πολύ…) τα 300 εκατομμύρια δολάρια.
– Το Νοέμβριο του 2010, το USN αποφασίζει τη ναυπήγηση 10 σκαφών LCS κλάσης Freedom και ζητά σχετική έγκριση από το κογκρέσο.
– Το 2012 καταγράφονται για πρώτη φορά από ομάδα ειδικών του USN στον κυβερνοπόλεμο, σημαντικές παρατηρήσεις ασφαλείας στο δίκτυο ηλεκτρονικής διαχείρισης και ελέγχων επιμέρους αυτοματοποιημένων συστημάτων του πλοίου, τα οποία έχουν σημαντικό ρόλο στη μείωση των μελών του πληρώματος στο ελάχιστο. Σύμφωνα με δημοσίευμα του Bloomberg εκείνη την περίοδο (Littoral Combat Ship Network Can Be Hacked, Navy Finds – Bloomberg), πέρα από την ευκολία διείσδυσης στο δίκτυο υπολογιστών του πλοίου, επισημαίνεται και ο διπλασιασμός του κόστους ναυπήγησης στα 440 εκατομμύρια δολάρια ανά μονάδα.
– Τα πραγματικά προβλήματα της κλάσης Freedom κάνουν την αρχική τους εμφάνιση τον Δεκέμβριο του 2015, όταν το LCS-5 Milwaukee ακινητοποιείται στον Ατλαντικό. Το πρόβλημα εντοπίστηκε σε ένα σύστημα συμπλέκτη μέσω του οποίου γίνεται η επιλογή του κινητήρα που θα παρέχει ισχύ (ντίζερ ή αεριοστρόβιλου).
– Τον Ιανουάριο του 2016 (ένα μόλις μήνα μετά το συμβάν στο LCS-5), το LCS-3 θα ακινητοποιηθεί στον Ειρηνικό για τον ίδιο λόγο. Παρά το γεγονός αυτό, το USN θα υπογράψει την 1η Απριλίου του ίδιου χρόνου την ναυπήγηση του LCS-25 (Marinette) με την Lockheed Martin.
– Τρείς μόλις μήνες αργότερα, τον Ιούλιο του 2016, ήρθε η σειρά του LCS-1. Αυτή τη φορά σημειώθηκε εισροή υδάτων σε έναν από τους δύο κινητήρες ντίζελ του σκάφους που χρειάστηκε να επιστρέψει στο San Diego για επισκευές. Αξίζει να σημειωθεί ότι το ίδιο ακριβώς πρόβλημα είχε παρουσιαστεί σε μικρότερη έκταση στο ίδιο πλοίο το 2011. Σε πλεύση υπό άσχημες καιρικές συνθήκες, μία ρωγμή μήκους 15,2 εκατοστών μεταξύ δύο ελασμάτων (μεταλλικών φύλλων), είχε προκαλέσει εισροή υδάτων στο σκάφος. Η αστοχία αποδόθηκε σε κακής ποιότητας συγκόλληση των ελασμάτων και στις δύο περιπτώσεις.
-Τον Οκτώβριο του 2017 η Lockheed Martin υπογράφει συμβόλαιο για τη ναυπήγηση του LCS-27 (Nantucket). To προβλεπόμενο κόστος ανέρχεται σε 584 εκατομμύρια δολάρια ανά σκάφος. Θα ακολουθήσει η παραγγελία του LCS-29 Beloit τον Σεπτέμβριο του 2018 και του LCS-31 Cleveland τον Ιανουάριο του 2019.
-Τον Οκτώβριο του 2020 το τέταρτο σκάφος της κλάσης Freedom, το LCS – 7 (Detroit) ακινητοποιήθηκε στον Ατλαντικό λόγω αστοχίας στο συνδυαστικό (combining, μεταδίδει την κίνηση από όλους τους κινητήρες στο σύστημα υδροπροώθησης) σύστημα μετάδοσης της κίνησης από τους κινητήρες στο συγκρότημα υδροπροώθησης (waterjet) και χρειάστηκε να ρυμουλκηθεί στο Μayport της Φλώριντα.
Το σημερινό αδιέξοδο…
Η απόφαση του Αμερικανικού Ναυτικού να αναστείλει επ’ αόριστον τη διαδικασία παραλαβής των δύο ήδη έτοιμων (LCS-21 και LCS-23) και άλλων τεσσάρων υπό ναυπήγηση LCS της κλάσης Freedom (https://defencereview.gr/to-amerikaniko-naytiko-stamatise/), συνοδεύτηκε και από επίσημη πρόταση παροπλισμού των τεσσάρων πρώτων σκαφών (LCS-1, -3, -5 ,-7) (https://www.defensenews.com/naval/2019/12/24/us-navy-proposes-decommissioning-first-4-lcs-more-than-a-decade-early/), με το αιτιολογικό του μεγάλου προϋπολογιζόμενου κόστους αναβάθμισης αυτών των σκαφών στο επίπεδο εξοπλισμού αποστολής των νεότερων!
Ανατρέχοντας στο δημοσίευμα που παραθέτουμε μέσω συνδέσμου (LINK), θα διαβάσετε στα σχόλια των αναγνωστών ότι η λύση που προτείνεται από τους περισσότερους Αμερικανούς είναι η ΔΩΡΕΑ αυτών των σκαφών σε συμμαχικές χώρες που έχουν την ανάγκη κάλυψης αποστολών παράκτιας επιτήρησης και άμυνας. Το υψηλό κόστος της επιχειρησιακής τους εκμετάλλευσης όμως είναι ο σημαντικότερος ανασταλτικός παράγοντας για την μη αποδοχή τους. Ακόμη και η Μαλαισία που κατονομάζεται ως μία από τις υποψήφιες χώρες αποδοχής τους, φαίνεται ότι αρκείται στις Gowind 3100 που έχει προμηθευτεί για την κάλυψη των αναγκών του Ναυτικού της…
Το Αμερικανικό Ναυτικό λοιπόν έχει αυτή τη στιγμή την «καυτή πατάτα» στα χέρια του. Αναμένοντας στοιχεία και πληροφορίες οριστικής αντιμετώπισης-επίλυσης των προβλημάτων του συστήματος μετάδοσης της κίνησης των LCS κλάσης Freedom, σε συνδυασμό με τεκμηριωμένη εκτίμηση κόστους. Αυτή είναι που θα καθορίσει και τη βιωσιμότητα, ή μη, του προγράμματος.
Η ελληνική πλευρά με αυτά τα δεδομένα στη διάθεσή της, εκτιμούμε δεν θα έπρεπε καν να συζητά το ενδεχόμενο της προμήθειας τέτοιων σκαφών. Και μάλιστα έναντι του ποσού που ζητούν οι Αμερικανοί για την αγορά τους (άνω των τεσσάρων δις. δολαρίων!) , με πρόσχημα την επανασύσταση της ελληνικής ναυπηγικής βιομηχανίας, ή μία ενδιάμεση λύση που φυσικά ουδείς γνωρίζει τι θα περιλαμβάνει. Το ρίσκο είναι τεράστιο, από όποια πλευρά και αν το δει κανείς…
Στο θέμα αυτό θα επανέλθουμε, δεδομένου ότι η άκρως προβληματική εξέλιξη των LCS κλάσης Freedom, οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους που παραβλέφθηκαν διαχρονικά από τις αμερικανικές κυβερνήσεις των τελευταίων 20 ετών. Το κόστος αυτής της παράβλεψης δεν είναι δυνατόν, έστω και εν μέρει, να το πληρώσει η ελληνική άμυνα και ο Έλληνας φορολογούμενος.