Για λόγους που δεν διευκρινίστηκαν ποτέ στο παρελθόν, οι μεγαλύτερες ευρωπαϊκές αεροπορικές δυνάμεις (Βρετανίας και Γαλλίας και εν μέρει και της Γερμανίας), εγκατέλειψαν τους εξειδικευμένους πυραυλους αντι-ραντάρ σταδιακά, μετά τις επιχειρήσεις του ΝΑΤΟ στη Γιουγκοσλαβία την άνοιξη του 1999. Οι Βρετανοί τον ALARM, οι Γάλλοι τους ARMAT και AS-37 Martel και οι Γερμανοί τον ARMIGER. Πρόκειται για συνδυασμό παραγόντων με σημαντικότερο ίσως το κόστος, αλλά μία πρώτη εξήγηση είναι πιθανόν ο λόγος που θα αναφερθεί παρακάτω.
Οι Αμερικανοί αντιθέτως διατήρησαν στο οπλοστάσιό τους τον AGM-88 HARM και συνέχισαν να επενδύουν σε αυτόν αναπτύσσοντας την έκδοση AGM-88E AARGM (Advanced Anti-Radiation Guided Missile). Τα τελευταία τρία χρόνια επίσης, εξελίσσουν μία ακόμη ταχύτερη, φονικότερη και μεγαλύτερης ακτίνας έκδοση, σημαντικά διαφοροποιημένη και εξωτερικά, τον AARGM-ER (Extended Range). O οποίος έχει σχεδιαστεί να φέρεται εσωτερικά και στην καταπακτή οπλισμού των δύο εκδόσεων (-Α και -C) του F-35. To STOVL, F-35B εξαιρείται λόγω της μικρότερων διαστάσεων καταπακτής οπλισμού του. H σημαντικότερη εμπειρία για την περαιτέρω ανάπτυξη του HARM, αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων πάνω από το Γιουγκοσλαβία, εντός του δεύτερου τριμήνου του 1999.
Η αρχικά μεγάλη ακτίνα του AGM-88C (για τα δεδομένα της δεκαετίας του ’90), επέτρεπε να πλήττονται στόχοι από μακριά, ακόμη και σε περίπτωση που διέκοπταν την εκπομπή τους. Η έκδοση -C είτε εγκλώβιζε νέο στόχο (όταν o παθητικός αισθητήρας του όπλου λειτουργούσε σε διαμόρφωση αναζήτησης στόχων ευκαιρίας, ή παρέχονταν καθοδήγηση από το μαχητικό-φορέα, ή το όπλο λειτουργούσε στη διαμόρφωση HARM ως αισθητήρας, αλλά και σε προκαθορισμένη διαμόρφωση περιπολίας και επιλογής τυχαίων στόχων σε συγκεκριμένη περιοχή), είτε κατευθυνόταν στην τελευταία γνωστή θέση του στόχου, όταν είχε εκτοξευθεί με τη θέση του δεδομένη.
Στην επιχείρηση Allied Force όμως προέκυψαν κάποια προβλήματα. Όταν o HARM «έψαχνε» άλλους στόχους, μετά την απενεργοποίηση του ραντάρ-στόχου, λόγω της μεγάλης ακτίνας του σε συνδυασμό με την μεγάλη ευαισθησία του αισθητήρα του, σε κάποιες περιπτώσεις πέρασε τα σύνορα της Σερβίας και εγκλώβισε συμμαχικές εκπομπές ραντάρ, παρόμοιων χαρακτηριστικών. Στοχοποιήθηκαν ραντάρ της Βουλγαρικής αεράμυνας ακουσίως δηλαδή! Επίσης, ακόμη και όταν ο πύραυλος συνέχιζε να κατευθύνεται προς τον στόχο, τις περισσότερες φορές αστοχούσε ακόμη και αν παρέμενε ακίνητος! Επειδή το όπλο δεν διέθετε ενεργό αισθητήρα εντοπισμού του… Δηλαδή, ναι μεν το όπλο κατευθύνονταν στις συντεταγμένες της τελευταίας εκπομπής, αλλά είτε ο στόχος είχε μετακινηθεί, είτε όχι, δεν μπορούσε να διασφαλίσει πλήγμα ακριβείας!
Η αρχική λύση στα προβλήματα αυτά, ήταν η προσθήκη δορυφορικής/αδρανειακής ναυτιλίας (INS/GPS), για μεγαλύτερη ακρίβεια προσδιορισμού θέσης. Σε δεύτερο χρόνο ενσωματώθηκε και η διαμόρφωση της «γεωγραφικής έρευνας», όπου τίθενται συγκεκριμένα όρια της περιοχής αναζήτησης στόχων, ώστε να αποφεύγεται στοχοποίηση παρακείμενων φίλιων μονάδων αεράμυνας. Αυτή η διαμόρφωση υιοθετήθηκε πρώτα από το Ναυτικό των ΗΠΑ, τη Γερμανία και την Ιταλία και έγινε γνωστή ως PNU- Precision Navigation Upgrade (HARM Block 6).
Εκτός από τις αναβαθμίσεις λογισμικού, περιλάμβανε και προηγμένο σύστημα ναυτιλίας GPS-INS, γυροσκοπίων λέιζερ. Οι αναβαθμίσεις ξεκίνησαν από την έκδοση παραγωγής AGM-88C Block 4 για τις ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ, ενώ οι HARM νέας κατασκευής ονομάστηκαν AGM-88D (Block 6). Γερμανία και Ιταλία αγόρασαν και υλοποίησαν την ίδια αναβάθμιση στους AGM-88B (Block 2, Block 3) που διέθεταν και αξιοποιούσαν επιχειρησιακά από τα Tornado ECR. Tα όπλα αυτά ονομάζονται AGM-88B+ (Block 3B). Μία πρόσθετη αναβάθμιση του Αμερικανικού Ναυτικού, ήταν η δυνατότητα εγκλωβισμού και καθοδήγησης (homing) εναντίον πηγών (εκπομπών) που χρησιμοποιούν συχνότητες παρεμβολής σημάτων GPS. H έκδοση αυτή του HARM ονομάστηκε AGM-88C Block 5.
Όλες αυτές οι αναβαθμίσεις και το κόστος σε συνδυασμό με την λογιστική υποστήριξη που συνεπάγονται, προφανώς ώθησαν τους Ευρωπαίους, που δεν μπορούσαν να διαθέσουν τα κονδύλια που διέθεταν οι Aμερικανοί, σε διαφορετικού είδους λύσεις. Οι Γάλλοι από τότε, από τα μέσα της δεκαετίας του 2000 δηλαδή, είχαν σε ανάπτυξη τη συλλογή AASM, ενώ ελάχιστα αργότερα εμφανίστηκαν στη διεθνή αγορά όπλα εξίσου αποτελεσματικά, με την ίδια ή και μεγαλύτερη ακτίνα, με κλάσμα του κόστους των αναβαθμίσεων και των πιστοποιήσεων του HARM. Τα πρώτα και πλέον διαδεδομένα σε πολύ σύντομο χρόνο, ήταν οι συλλογές της οικογένειας SPICE της ισραηλινής RAFAEL. Καθοδήγηση INS/GPS σε συνδυασμό με τερματική καθοδήγηση IR και εγκλωβισμό μετά από ασφαλή ταυτοποίηση (Terrain και image matching).
AARGM και AARGM-ER. Πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα έναντι των καθοδηγούμενων βομβών ανεμοπορίας ή αυτοπροωθούμενων.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 2000 μέχρι σήμερα έχει συντελεστεί τεράστια πρόοδος σε πάρα πολλούς τομείς. Ηλεκτροοπτικά συστήματα ημέρας και υπέρυθρων (IIR) υψηλής ευκρίνειας και διακριτικής ικανότητας σε μεγάλες αποστάσεις, λογισμικό ταυτοποίησης μέσω σύγκρισης εικόνας στόχου και περιβάλλοντα χώρου, δέκτες GPS υψηλής αντοχής σε περιβάλλον παρεμβολών, συστήματα ανταλλαγής δεδομένων (data link) υψηλών ταχυτήτων μετάδοσης και λήψης εικόνας και πληροφοριών, σε συνδυασμό με αισθητήρες ραντάρ μικρότερου βάρους και όγκου καθώς και ενεργειακών απαιτήσεων με μεγαλύτερες ικανότητες αποκάλυψης στόχων, έχουν πλέον επικρατήσει και μάλιστα με κόστος πολύ χαμηλό σε κάποιες περιπτώσεις.
Οι Αμερικανοί από την πλευρά τους ξεκίνησαν το 2005 την ανάπτυξη μιας νέας έκδοσης του HARM. Το υπουργείο άμυνας των ΗΠΑ υπέγραψε το Νοέμβριο της χρονιάς εκείνης μνημόνιο συνεργασίας με το ιταλικό υπουργείο άμυνας για την από κοινού ανάπτυξη και παραγωγή του AGM-88E AARGM. H Ιταλία κατέβαλε το ποσό των 20 εκατομμυρίων δολαρίων μόνο για την πρώτη φάση του προγράμματος ανάπτυξης. Είχε εκδηλώσει ενδιαφέρον για την προμήθεια 250 πυραύλων που -τότε- προόριζε για τα Tornado ECR. H κανονική παραγωγή του όπλου ξεκίνησε μετά από έγκριση του Αμερικανικού Ναυτικού τον Αύγουστο του 2012. Μετά το επιτυχές πέρας των δοκιμών του.
Την ανάπτυξη της νέας έκδοσης του HARM ανέλαβε η Orbital ATK (πρώην Alliant Techsystems), που με τη σειρά της εξαγοράστηκε από τη Northrop Grumman το 2018. Ο AARGM διαθέτει νέο ερευνητή-αισθητήρα με δυνατότητα πολλαπλών λειτουργικών διαμορφώσεων, νέο σύστημα καθοδήγησης και βελτιωμένο σύστημα ελέγχου σε σχέση με την τελευταία έκδοση παραγωγής του HARM. Τον AGM-88C. Από εκεί και πέρα κοινά είναι ο πυραυλοκινητήρας (Thiokol SR113-TC-1 διπλού παλμού) , η πολεμική κεφαλή (εκρηκτική θραυσματογόνος WDU-37/B βάρους 66 κιλών), όπως και η αεροδυναμική του διαμόρφωση.
Το βάρος του όπλου (ο 1000ος AARGM παραδόθηκε στο USN το 2019) είναι 361 κιλά και η ακτίνα του αναφέρεται ότι ξεπερνά στη μέγιστη τιμή της τα 110 χιλιόμετρα (60 ναυτικά μίλια). Η ταχύτητα πλεύσης επίσης αναφέρεται ότι ξεπερνά τα 2 μαχ. Πέρα από τον κύριο αισθητήρα, ο AARGM διαθέτει ραντάρ χιλιοστομετρικού μήκους κύματος για καθοδήγηση ακριβείας στην τερματική φάση προσέγγισης του στόχου, συνδυασμένο με αδρανειακό σύστημα ναυτιλίας INS/GPS, καθώς και υπερευαίσθητο δέκτη αποκάλυψης πηγών ακτινοβολίας (ARH-Anti-Radiation Homing). Τέλος, έχει προστεθεί και δυνατότητα αμφίδρομης επικοινωνίας μέσω data link (Integrated Broadcast System Receiver/IBS-R), μέσω του οποίου ο AARGM δέχεται στοιχεία στοχοποίησης, ακόμη και μέσω δορυφόρου, ενώ ελάχιστα πριν από την πρόσκρουση του στο στόχο μπορεί να αποστείλει φωτογραφίες του σε φίλια κέντρα διοίκησης, προς εκτίμηση του αποτελέσματος της βολής του (impact assessment reports).
Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα επομένως του ΑΑRGM πέρα από τις δυνατότητες επιτυχούς πλήγματος που του εξασφαλίζουν οι αισθητήρες του, μπορεί να εντοπιστεί στο ότι μπορεί να πλήξει στόχους σε αποστάσεις μεγαλύτερες των 100 χιλιομέτρων (από σχετικά μεγάλο ύψος και με μεγάλη ταχύτητα εκτόξευσης) και μάλιστα σε πολύ μικρό χρόνο. Η έννοια του time sensitive στην περίπτωση των αυτοκινούμενων αντιαεροπορικών πυραυλικών συστημάτων, έχει ιδιαίτερα κρίσιμο ρόλο στις επιχειρήσεις DEAD/SEAD. Όσο μικρότερος είναι ο χρόνος που έχει στη διάθεσή του ο αντίπαλος να κλείσει το ραντάρ της πυροβολαρχίας του και να μετακινηθεί, τόσο μεγαλύτερες είναι οι πιθανότητες επιτυχούς προσβολής του.
Φυσικά οι ταχύτητες δεν είναι ίδιες σε περίπτωση που εναντίον τέτοιων στόχων χρησιμοποιούνται ανεμοπορούντα (SPICE, SDB II, SmartGlider, SPEAR) η αυτοπροωθούμενα κατευθυνόμενα (AASM) πυρομαχικά (βόμβες) μακρού πλήγματος. Ο χρόνος που θα έχει στη διάθεσή του να αντιδράσει o αντίπαλος, είναι σαφώς μεγαλύτερος. Δεδομένου όμως ότι οι νέες κατευθυνόμενες βόμβες ανεμοπορίας μπορούν να προσβάλουν ακόμη και κινούμενους στόχους, η διαφυγή του από μία περιοχή και η επιβίωσή του δεν είναι δεδομένες.
Από την άλλη πλευρά, ακόμη και αν δεχθούμε ότι η πιθανότητα καταστροφής του σταθμού διοίκησης, ή ενός ραντάρ μίας αντιαεροπορικής πυροβολαρχίας, είναι μεγαλύτερη όταν εκτοξευθεί εναντίον της ένας πύραυλος AARGM, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη και τον παράγοντα κόστος. Μία συλλογή καθοδήγησης και πρόωσης AASM έχει κόστος 300.000 δολαρίων κατά προσέγγιση, ενώ μία αντίστοιχη συλλογή καθοδήγησης της οικογένειας SPICE κοστίζει αρκετά λιγότερο από 200.000 δολάρια ΗΠΑ. Το κόστος ενός AGM-88E AARGM εκτιμάται ότι υπερβαίνει το ένα εκατομμύριο δολάρια ανά μονάδα, οπότε η αναλογία ένα πρός πέντε ή ένα πρός τέσσερα (κατ΄ εκτίμηση πάντα), ανατρέπει σε μεγάλο βαθμό τα πλεονεκτήματα της επιχειρησιακής αξιοποίησης αντι-ραντάρ πυραύλων.
Οικονομικά στοιχεία για νεότερα όπλα όπως το SmartGlider (Πολεμική Αεροπορία: Ένας τελευταίας γενιάς φονικός πολλαπλασιαστής ισχύος – Defence Review), ή το αμερικανικό SDB II (Όπλα απόλυτης προτεραιότητας για τη Πολεμική Αεροπορία: Βόμβες stand-off και μίνι πύραυλοι cruise – Defence Review) και το βρετανικό SPEAR 3 δεν έχουμε (αν και υπάρχουν αναφορές για κόστος μονάδας 195.000 δολαρίων ΗΠΑ για το SDB II, Stormbreaker). Θεωρείται όμως δεδομένο ότι βρίσκονται κοντά σε αυτές των όπλων της οικογένειας SPICE, ενώ θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και το γεγονός ότι πρόκειται για όπλα μακρού πλήγματος, υψηλής ακρίβειας που μπορούν να χρησιμοποιηθούν εναντίον διαφορετικών ειδών στόχων και όχι μόνο εναντίον ραντάρ αεράμυνας ή καθοδήγησης αντιαεροπορικών πυραύλων. Επομένως συντριπτικό πλεονέκτημα των όπλων αυτών έναντι των πυραύλων αντι-ραντάρ, πέρα από το χαμηλότερο κόστος τους και επομένως τη δυνατότητα που παρέχουν για τη δημιουργία συνθηκών κορεσμού σε επιθέσεις εναντίον οποιουδήποτε στόχου, είναι και το ότι εξασφαλίσουν ασύγκριτα μεγαλύτερη επιχειρησιακή ευελιξία.
O παράγοντας Rampage και τα δεδομένα που επιβάλλει.
Θα πρέπει στο σημείο αυτό να επισημανθεί ιδιαίτερα η προσθήκη της αερομεταφερόμενης ρουκέτας Rampage στο οπλοστάσιο της Πολεμικής Αεροπορίας (SPICE και Rampage για τα F-16 της Πολεμικής Αεροπορίας: Η επιχειρησιακή διάσταση – Defence Review), πέραν των συλλογών SPICE. Με ακτίνα που ξεπερνά τα 150 χιλιόμετρα, πολεμική κεφαλή διπλάσιου βάρους (120 κιλα) σε σχέση με αυτή του AARGM και μοναδικό του μειονέκτημα το ότι μπορεί να εκτοξευθεί μόνο εναντίον σταθερών στόχων, το ισραηλινό όπλο εξασφαλίζει συνθήκες απόλυτης προστασίας στον επιτιθέμενο, τόσο λόγω της υπερηχητικής του ταχύτητας, όσο και λόγω της χαμηλής του τιμής! Μπορεί δηλαδή να αποκτηθεί σε σημαντικά μεγαλύτερους αριθμούς από μία αεροπορική δύναμη σε σχέση με τον AARGM και πολύ περισσότερο σε σχέση με τον AARGM-ER.
O AGM-88G AARGM-ER του οποίου η ανάπτυξη ξεκίνησε εντός του 2018 και πλέον έχει αρχίσει και η χαμηλού ρυθμού παραγωγή (Σε φάση παραγωγής περνά το πρόγραμμα του πυραύλου AGM-88G AARGM-ER – Defence Review) για λογαριασμό του Αμερικανικού Ναυτικού, θεωρείται ήδη το απόλυτο αντι-ραντάρ όπλο, δεδομένου ότι θα διαθέτει μεν το ίδιο σύστημα καθοδήγησης, την ίδια πολεμική κεφαλή και το ίδιο (πλην αναβαθμισμένο) σύστημα ελέγχου με τον προγενέστερο AARGM, αλλά η ακτίνα του θα είναι τουλάχιστον διπλάσια (μεγαλύτερη των 200 χιλιομέτρων) χάρη στο νέο πυραυλοκινητήρα , ενώ και η ταχύτητά του θα φτάνει τα 4 μάχ! Ο νέος πύραυλος αντι-ραντάρ σύμφωνα με επίσημες ανακοινώσεις της Αεροπορίας των ΗΠΑ θα ενσωματωθεί και στο F-35A, που θα αποκτήσει τη δυνατότητα να μεταφέρει εσωτερικά δύο τέτοια όπλα (Η Αμερικανική Αεροπορία δρομολογεί το πρόγραμμα νέου βλήματος προσβολών για τα F-35 – Defence Review).
Ακόμη και αν υποθέσουμε ότι τόσο ο AARGM όσο και ο AARGM-ER θα αποδεσμευθούν από την κυβέρνηση των ΗΠΑ πρός πώληση στην Ελλάδα (πράγμα απίθανο με βάση τα μέχρι τώρα δεδομένα…), το κόστος σε σχέση με το Rampage θα είναι ασύγκριτα μεγαλύτερο. Η πραγματικότητα αυτή φαίνεται ότι έχει οδηγήσει το σύνολο σχεδόν των ευρωπαϊκών αεροπορικών δυνάμεων, με εξαίρεση αυτές της Γερμανίας και της Ιταλίας, στην κατάργηση των πυραυλων αντι-ραντάρ από το οπλοστάσιό τους… Αερομεταφερόμενοι πύραυλοι (εξαιρουμένων των αέρος-αέρος), στην ουσία εξακολουθούν να υφίστανται μόνο σε αντιπλοϊκό ρόλο. Ενα ρόλο με πολλές ιδιαιτερότητες και ειδικές απαιτήσεις.
Ακόμη και οι αμιγώς αντιπλοϊκοί πύραυλοι όμως, σταδιακά θα αντικατασταθούν από αυτοπροωθούμενα όπλα μακρού πλήγματος όπως το γαλλοβρετανικό FC/AWS που παράλληλα θα αντικαταστήσει και το SCALP-EG και τον αερομεταφερόμενο ΑΜ-39 Exocet, όντας κατάλληλο για την προσβολή επίγειων σταθερών και κινούμενων στόχων, αλλά και στόχων επιφανείας. Το ίδιο ισχύει και για το αμερικανικό AGM-158C LRASM (Long range Anti Ship Missile) που προέρχεται από τον JASSM-ER (AGM-158B). Κλείνουμε τη μικρή αυτή παρένθεση για να επανέλθουμε στο Rampage και τους εξειδικευμένους πυραύλους αντι-ραντάρ AGM-88E AARGM και AGM-88G AARGM-ER.
H σχέση κόστους-ωφέλους είναι συντριπτική υπέρ του ισραηλινού όπλου, υπό την προϋπόθεση ότι η στοχοποίηση των αντιαεροπορικών πυραυλικών συστοιχιών του αντιπάλου μπορεί να επιτευχθεί με άλλους τρόπους. Συνθήκη όχι ιδιαίτερα δύσκολη για στοιχειωδώς εξοπλισμένες και οργανωμένες αεροπορικές δυνάμεις. Όχι δηλαδή από το ίδιο το όπλο, όπως στην περίπτωση των αμερικανικών πυραύλων, οι οποίοι επιπρόσθετα μπορούν να πλήξουν και στόχους των όποιων η θέση έχει αλλάξει… Δεν διευκρινίζεται ικανότητα προσβολής κινούμενων στόχων, παρόλα αυτά.
Κλείνουμε με την επισήμανση ότι εφόσον είναι αποδεσμεύσιμοι, οι AARGM και AARGM-ER είναι όπλα που καλό θα ήταν να υπάρχουν στο ελληνικό οπλοστάσιο (nice to have), υπό την έννοια ότι θα αποτελούσαν ένα σοβαρό κίνδυνο για τους τουρκικούς S-400. Ακόμη και υπό την προϋπόθεση ότι θα αγοραστούν σε μικρούς αριθμούς, λόγω του υψηλότερου κόστους τους σε σχέση με τα όπλα που προαναφέρθηκαν. Σε περίπτωση που κάτι τέτοιο δεν καταστεί δυνατό για οποιονδήποτε λόγο, η Πολεμική Αεροπορία θα έπρεπε ίσως να εξετάσει το ενδεχόμενο αναβάθμισης των HARM -B που διαθέτει, στο επίπεδο AGM-88C Block 5, εφόσον βέβαια κάτι τέτοιο είναι τεχνικά και οικονομικά εφικτό.