Ο πόλεμος του Γιομ Κιπούρ (6-26 Οκτωβρίου 1973) έλαβε χώρα στη χερσόνησο του Σινά και στα υψώματα του Γκολάν. Ο πόλεμος ξέσπασε όταν η Αίγυπτος και η Συρία επιτέθηκαν ταυτόχρονα κατά του Ισραήλ με στόχο την απελευθέρωση της χερσονήσου του Σινά και των υψωμάτων του Γκολάν, εδάφη τα οποία είχε καταλάβει το Ισραήλ κατά τον πόλεμο των Έξι Ημερών (Ιούνιος 1967). Τερματίστηκε κατ’ εφαρμογή του Ψηφίσματος No.338 του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών και οδήγησε στο Συνέδριο της Γενεύης, όπου Άραβες και Ισραηλινοί συζήτησαν τις μεταξύ τους διαφορές.

Ο δρόμος προς τη νέα σύγκρουση (1967-1973)

Ο πόλεμος του Γιομ Κιπούρ ήταν ο τέταρτος κατά σειρά πόλεμος μεταξύ του Ισραήλ και των Αράβων. Είχαν προηγηθεί ο πόλεμος της Ανεξαρτησίας (Νοέμβριος του 1947-Μάρτιος του 1949), η κρίση του Σουέζ (Οκτώβριος του 1956-Μάρτιος του 1957) και ο πόλεμος των Έξι Ημερών, κατά τον οποίο το Ισραήλ κατέλαβε τη Γάζα και τη χερσόνησο του Σινά (από την Αίγυπτο), την Ανατολική Ιερουσαλήμ, τη Δυτική Όχθη του Ιορδάνη ποταμού (από την Ιορδανία) και τα υψώματα του Γκολάν (από τη Συρία). Από το 1968 έως το 1971, το Ισραήλ δαπάνησε σχεδόν $ 1 δις (τιμές 1968) για την οχύρωση του Σινά (κατά μήκος της ανατολικής όχθης του καναλιού, γνωστής και ως “Γραμμή Μπαρ Λεβ”) και των υψωμάτων του Γκολάν. Λίγο πριν, στις 19 Ιουνίου του 1967, η κυβέρνηση εθνικής ενότητας του Ισραήλ είχε ψηφίσει ομόφωνα υπέρ της επιστροφής του Σινά στην Αίγυπτο και των υψωμάτων του Γκολάν στη Συρία με αντάλλαγμα την ειρήνη.

Σύμφωνα με την ισραηλινή πρόταση, τα υψώματα του Γκολάν θα παρέμεναν αποστρατικοποιημένη ζώνη, τα ισραηλινά εμπορικά πλοία θα είχαν ελεύθερη πρόσβαση στη διώρυγα του Σουέζ, ενώ Ισραήλ και Ιορδανία θα άρχιζαν διαπραγματεύσεις για το οριστικό καθεστώς της Δυτικής Όχθης. Η Αίγυπτος και η Συρία επιθυμούσαν την επιστροφή των χαμένων εδαφών, πλην όμως οι μνήμες από την πρόσφατη ήττα ήταν νωπές για να συμφωνήσουν σε μια μόνιμη συνθήκη ειρήνης με το Ισραήλ. Μάλιστα, την 1η Σεπτεμβρίου του 1973, στο Χαρτούμ του Σουδάν, οκτώ αραβικά κράτη, μεταξύ των οποίων η Αίγυπτος και η Συρία, διακήρυξαν τα “τρία όχι”, δηλαδή όχι ειρήνη με το Ισραήλ, όχι αναγνώριση του Ισραήλ, όχι διαπραγματεύσεις με το Ισραήλ. Λίγο αργότερα, τον Οκτώβριο του 1973, το Ισραήλ απέσυρε την πρότασή του.

Στην Αίγυπτο, ο Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσσερ πέθανε τον Σεπτέμβριο του 1970 και ο διάδοχός του, Άνγουαρ Σαντάτ, έθεσε ως πρωταρχικό στόχο της πολιτικής του την επιστροφή του Σινά στην Αίγυπτο. Το 1971, δήλωσε ότι ήταν πρόθυμος να ξεκινήσει ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις με το Ισραήλ, υπό την προϋπόθεση ότι οι ισραηλινές δυνάμεις θα αποχωρούσαν από το Σινά και τη Γάζα. Το Ισραήλ δεν αποδέχθηκε την πρόταση του Σαντάτ. Η αποτυχία της διπλωματίας έπεισε τον Σαντάτ ότι το status quo της περιοχής θα μπορούσε να αλλάξει υπέρ των αιγυπτιακών συμφερόντων με μια, έστω και περιορισμένη, στρατιωτική ήττα του Ισραήλ. Την εκτίμηση αυτή συμμερίστηκε και ο Πρόεδρος της Συρίας Χαφέζ αλ-Άσαντ. Ο Άσαντ πίστευε ότι μια συνδυασμένη επίθεση της Συρίας και της Αιγύπτου κατά του Ισραήλ θα είχε ως αποτέλεσμα την επικράτηση των Αράβων και την πολυπόθητη επιστροφή των χαμένων εδαφών.

Το πρόβλημα για τη Συρία ήταν ότι, από τον πόλεμο των Έξι Ημερών, η στρατιωτική υποδομή της χώρας είχε δεχθεί ισχυρότατο πλήγμα και έπρεπε να αναδημιουργηθεί σχεδόν εκ του μηδενός. Πράγματι, η Συρία άρχισε να εφαρμόζει ένα φιλόδοξο σχέδιο αναδιοργάνωσης και επανεξοπλισμού των Ενόπλων Δυνάμεών της. Στην Αίγυπτο, ο Σαντάτ είχε να αντιμετωπίσει δύο πολύ σημαντικά προβλήματα στο εσωτερικό της χώρας. Από τη μια, η οικονομία βρισκόταν σε ύφεση, ενώ από την άλλη χρειάζονταν επειγόντως χρήματα για την στρατιωτική ενίσχυση και αναβάθμιση της χώρας. Ο Σαντάτ πίστευε ότι για να αποδώσουν οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις που σχεδίαζε να εφαρμόσει, πρώτα θα έπρεπε να αποκαταστήσει το κύρος της αιγυπτιακής κυβέρνησης στα μάτια των πολιτών, το οποίο είχε καταρρακωθεί από την πρόσφατη συντριβή. Μια νίκη κατά του Ισραήλ, πίστευε ο Σαντάτ, θα τον καθιστούσε δημοφιλή ηγέτη στο εσωτερικό και έτσι οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις θα εφαρμόζονταν αποτελεσματικότερα και με λιγότερη δυσαρέσκεια από τα λαϊκά στρώματα.

Από την άλλη πλευρά, η Ιορδανία δεν έδειχνε πρόθυμη να εμπλακεί σε μια νέα πολεμική αντιπαράθεση με το Ισραήλ. Λίγα χρόνια πριν, η χώρα είχε απολέσει την Ανατολική Ιερουσαλήμ και ολόκληρη τη Δυτική Όχθη. Επιπλέον, ο Σαντάτ είχε υποσχεθεί στον ηγέτη του Οργανισμού για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, Γιασέρ Αραφάτ, ότι μετά την απελευθέρωση της Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας, τα εδάφη αυτά θα περνούσαν σε παλαιστινιακή διοίκηση. Αλλά ο Βασιλιάς της Ιορδανίας Χουσεΐν επιθυμούσε την ενσωμάτωση της Δυτικής Όχθης στο βασίλειό του. Άλλωστε, οι σχέσεις του με τον Αραφάτ και τον Άσαντ ήταν κάκιστες μετά τα γεγονότα του Σεπτεμβρίου του 1970, οπότε ο μεν Αραφάτ προσπάθησε να τον ανατρέψει, ο δε Άσαντ υποστήριξε στρατιωτικά τον Αραφάτ. Το Ιράκ, που δεν είχε και τις καλύτερες σχέσεις με τη Συρία, αρνήθηκε να συμμετάσχει στην εκκολαπτόμενη συμμαχία, αν και τελικά υποστήριξε τη Συρία με στρατιωτικό υλικό, ενώ ο Λίβανος, που είχε μικρές σε αριθμό Ένοπλες Δυνάμεις και αντιμετώπιζε εσωτερικά πολιτικά προβλήματα, ήταν διστακτικός στο ενδεχόμενο να συμμετάσχει σε μια παναραβική εκστρατεία κατά του Ισραήλ.

Στα τέλη του 1972, το τοπίο στη Μέση Ανατολή ήταν ξεκάθαρο, τουλάχιστον σε επίπεδο ισορροπίας δυνάμεων. Η Αίγυπτος και η Συρία είχαν αποφασίσει να προβούν σε μια νέα στρατιωτική αντιπαράθεση με το Ισραήλ, χωρίς τη συμμετοχή του Λιβάνου, της Ιορδανίας και του Ιράκ. Μάλιστα, ο Σαντάτ έκανε και δημόσια δήλωση σχετικά με την πρόθεση της Αιγύπτου να αναμετρηθεί στρατιωτικά με το Ισραήλ. Παράλληλα, επιταχύνθηκαν και οι διαδικασίες παραλαβής νέων οπλικών συστημάτων σοβιετικής προέλευσης και αναδιοργάνωσης των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας. Το στρατιωτικό δόγμα της Αιγύπτου εκσυγχρονίστηκε και υιοθέτησε το σοβιετικό πρότυπο, ενώ όσοι στρατηγοί συμμετείχαν στον πόλεμο του 1967 και έφεραν το στίγμα της ήττας, αντικαταστάθηκαν. Στον τομέα των εξοπλισμών, η χώρα παρέλαβε μαχητικά αεροσκάφη MiG-21, άρματα μάχης T-55, T-62 (εφοδιασμένα με συστήματα νυχτερινής σκόπευσης) και IS-3 Stalin με πυροβόλο των 122mm, αντιαρματικά συστήματα 9M14 Malyutka με βεληνεκές 3 km, φορητά αντιαρματικά σύστημα RPG-7 και αντιαεροπορικά συστήματα S-75 με μέγιστο βεληνεκές 30 km, S-125 με μέγιστο βεληνεκές 15 km, 2Κ11 Krug με μέγιστο βεληνεκές 55 km, 2Κ12 Kub με μέγιστο βεληνεκές 24 km και φορητά αντιαεροπορικά συστήματα 9K32 Strela-2 με μέγιστο βεληνεκές 4,2 km.

Η Μόσχα, η οποία δεν επιθυμούσε μια νέα στρατιωτική σύγκρουση στη Μέση Ανατολή, αναγκάστηκε να προμηθεύσει με σύγχρονα οπλικά συστήματα την Αίγυπτο από φόβο μήπως η συνεχής άρνησή της ανάγκαζε τον Σαντάτ να στραφεί στις ΗΠΑ και, συνεπώς, να τοποθετήσει την Αίγυπτο στην αμερικανική σφαίρα επιρροής, κάτι που η Σοβιετική Ένωση δεν επιθυμούσε. Η Μόσχα πίστευε ότι μια νέα πολεμική σύγκρουση στη Μέση Ανατολή αναπόφευκτα θα εξελισσόταν σε διπλωματική και πιθανόν στρατιωτική σύγκρουση μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και των ΗΠΑ, δεδομένης της πάγιας και σταθερής υποστήριξης των ΗΠΑ προς το Ισραήλ. Η Μόσχα ήταν διατεθειμένη να ανεχτεί μια κρίση, αλλά όχι μια ένοπλη σύγκρουση, η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα την διατάραξη των σχέσεών της με την Ουάσιγκτον. Έτσι, συμφώνησε με τις ΗΠΑ στη διατήρηση του status quo στη Μέση Ανατολή. Η συμφωνία αυτή θορύβησε τους Άραβες, οι οποίοι είδαν τη Σοβιετική Ένωση να συναινεί, εμμέσως πλην σαφώς, στην απόφαση του Ισραήλ για μη επιστροφή στο προ-1967 συνοριακό καθεστώς. Η αντίδραση του Σαντάτ ήταν άμεση και τον Ιούλιο του 1972 απέλασε 20.000 Σοβιετικούς στρατιωτικούς συμβούλους, ενώ υιοθέτησε, τουλάχιστον σε επίπεδο ρητορικής, μια πιο φίλο-αμερικανική εξωτερική πολιτική. Η Μόσχα θορυβήθηκε από τις κινήσεις του Σαντάτ και, στην προσπάθειά της να μην χάσει την Αίγυπτο, πρότεινε στις ΗΠΑ την επιστροφή στο προ-1967 συνοριακό καθεστώς (Ιούνιος του 1973), πρόταση η οποία δεν έγινε δεκτή.

Στο Σινά, η Αίγυπτος είχε παρατάξει 200.000 άνδρες κατανεμημένους σε δύο στρατιές (την 2η στο νότο και την 3η στο βορρά). Την 2η Στρατιά συγκροτούσαν, από βορρά προς νότο, η 135η Ταξιαρχία Πεζικού (ΤΑΞ ΠΖ), η 18η Μεραρχία Πεζικού (ΜΠ), η 15η Τεθωρακισμένη Ταξιαρχία (ΤΘΤ), η 23η Μηχανοκίνητη Μεραρχία Πεζικού (Μ/Κ ΜΠ), η 2η ΜΠ, η 16η ΜΠ και η 21η Τεθωρακισμένη Μεραρχία (ΤΘΜ). Την 3η Στρατιά συγκροτούσαν, πάλι από βορρά προς νότο, η 25η ΤΘΤ, η 4η ΤΘΜ, η 7η ΜΠ, η 6η Μ/Κ ΜΠ και η 19η ΜΠ. Απέναντι στις δύο αιγυπτιακές στρατιές, το Ισραήλ είχε παρατάξει τη Νότια Διοίκηση, την οποία συγκροτούσαν μια Μηχανοκίνητη Ταξιαρχία Πεζικού (Μ/Κ ΤΑΞ ΠΖ), μια Μ/Κ ΜΠ, μια ΤΘΤ και τρεις ΤΘΜ. Στα υψώματα του Γκολάν, η Συρία διέθετε 300.000 άνδρες οργανωμένους σε τρεις ΜΠ, δύο ΤΘΤ, δύο ΤΘΜ και ένα Τάγμα Καταδρομών, ενώ το Ισραήλ διέθετε μια Μ/Κ ΜΠ και δύο ΤΘΜ.

Το Ισραήλ αιφνιδιάζεται

Ο Σαντάτ έλαβε οριστικά την απόφαση να επιτεθεί στο Ισραήλ στις 24 Οκτωβρίου του 1972, οπότε και την ανακοίνωσε στο Ανώτατο Συμβούλιο των Ενόπλων Δυνάμεων της Αιγύπτου. Η προπαρασκευή που ακολούθησε πραγματοποιήθηκε με απόλυτη μυστικότητα. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι διοικητές των μονάδων έμαθαν για τον επερχόμενο πόλεμο μια εβδομάδα πριν την έναρξή του και οι στρατιώτες λίγες μόλις ώρες πριν. Ανάλογη μυστικότητα επικράτησε και στη Συρία. Στην όλη επιχείρηση δόθηκε η κωδική ονομασία «Μπαντρ» («Πανσέληνος»). Οι Αιγύπτιοι και οι Σύριοι πέτυχαν να αιφνιδιάσουν το Ισραήλ, αφού πρώτα κατάφεραν να μη γίνουν αντιληπτοί από την στρατιωτική υπηρεσία πληροφοριών του Ισραήλ. Οι επιτελείς της στρατιωτικής κατασκοπείας του Ισραήλ έκριναν ότι ένας νέος πόλεμος με τους Άραβες δεν ήταν προ των πυλών, για πολλούς και διαφόρους λόγους.

Πρώτον, πίστευαν, ορθώς όπως αποδείχθηκε, ότι η Συρία δεν θα επιτεθεί στο Ισραήλ χωρίς την άμεση εμπλοκή της Αιγύπτου. Δεύτερον, είχαν λάβει την πληροφορία ότι η Αίγυπτος ήθελε μεν να ανακαταλάβει στρατιωτικά το Σινά, αλλά όχι χωρίς να έχει παραλάβει πρώτα από τη Μόσχα σύγχρονα μαχητικά αεροσκάφη πολλαπλού ρόλου και τακτικά βλήματα εδάφους-εδάφους Scud-B με βεληνεκές 300 km. Τρίτον, έκριναν ότι η απέλαση των Σοβιετικών στρατιωτικών συμβούλων είχε υπονομεύσει την στρατιωτική ισχύ της Αιγύπτου. Σε αυτό βοήθησε και η παραπλανητική δράση των Αιγύπτιων επιτελών, οι οποίοι εσκεμμένα εξέδιδαν αναφορές, σύμφωνα με τις οποίες οι αιγυπτιακές Ένοπλες Δυνάμεις αντιμετώπιζαν σοβαρά προβλήματα στην εξεύρεση ανταλλακτικών. Επιπλέον, οι δηλώσεις του Σαντάτ για επερχόμενο πόλεμο με το Ισραήλ, αλλά και οι συνεχείς κινητοποιήσεις των Αιγυπτίων κατά μήκος του καναλιού του Σουέζ, είχαν εκληφθεί από τους Ισραηλινούς ως ανούσια επίδειξη ισχύος και όχι ως απειλή.

Έτσι, όταν η Αίγυπτος ανακοίνωσε ότι στις αρχές Οκτωβρίου του 1973 θα διεξήγαγε ευρείας κλίμακας στρατιωτική άσκηση στο Σουέζ, οι Ισραηλινοί ούτε θορυβήθηκαν ούτε κινητοποιήθηκαν. Από την άλλη, η συγκέντρωση των συριακών στρατευμάτων απέναντι από τα υψώματα του Γκολάν θορύβησε μεν την ισραηλινή κυβέρνηση, αλλά η στρατιωτική αντικατασκοπεία καθησύχασε την πρωθυπουργό της χώρας, Γκόλντα Μέιρ, σημειώνοντας ότι η Συρία δεν θα τολμήσει να επιτεθεί στο Ισραήλ χωρίς την Αίγυπτο και η Αίγυπτος δεν θα τολμήσει να επιτεθεί χωρίς πρώτα να έχει στη διάθεσή της σύγχρονα οπλικά συστήματα, τα οποία εκείνη τη στιγμή δεν είχε. Η 6η Οκτωβρίου του 1973 επελέγη ως μέρα έναρξης των επιχειρήσεων, διότι ήταν η μέρα της ιερότερης εορτής των εβραίων, της εορτής του Γιομ Κιπούρ. Κάθε χρόνο, στην εορτή του Γιομ Κιπούρ, το Ισραήλ βρίσκεται σε «ιερή παράλυση», όπου σχεδόν τίποτε δεν λειτουργεί λόγω της αργίας, ενώ οι περισσότεροι αξιωματικοί και στρατιώτες των Ενόπλων Δυνάμεων βρίσκονται σε άδεια.

Στα μέσα Σεπτεμβρίου του 1973, ο Σαντάτ και ο Άσαντ προσπάθησαν να διερευνήσουν τις προθέσεις του βασιλιά Χουσεΐν, εάν δηλαδή ήταν πρόθυμος να συμμετάσχει σε μια παναραβική εκστρατεία κατά του Ισραήλ. Μολονότι δεν αναφέρθηκε κάτι συγκεκριμένο για τον επερχόμενο πόλεμο, ο Χουσεΐν όχι μόνο αρνήθηκε να συμμετάσχει, αλλά, έχοντας αντιληφθεί το τι επρόκειτο να συμβεί, μετέβη στο Τελ-Αβίβ και ενημέρωσε προσωπικά την ισραηλινή πρωθυπουργό για τις προθέσεις της Αιγύπτου και της Συρίας. Αλλά ούτε τότε η ισραηλινή κυβέρνηση θορυβήθηκε, εκτιμώντας ότι οι Άραβες δεν είναι σε θέση να αντιπαρατεθούν στρατιωτικά με το Ισραήλ. Λίγες ώρες πριν την επίθεση των Αράβων, ο διοικητής της Μοσάντ, Ζβι Ζαμίρ, ενημερώθηκε από έναν Αιγύπτιο πληροφοριοδότη, που ήταν υψηλόβαθμο στέλεχος των αιγυπτιακών Ενόπλων Δυνάμεων, ότι επίκειται επίθεση. Η πληροφορία κρίθηκε ως ασφαλής και ενημερώθηκε αμέσως η κυβέρνηση.

Στη σύσκεψη, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 08:00 το πρωί της 6ης Οκτωβρίου του 1973 και στην οποία συμμετείχαν η Μέιρ, ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας Μοσέ Νταγιάν και ο Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Δαβίδ Ελαζάρ, πρώτος μίλησε ο Νταγιάν και ισχυρίστηκε ότι μια ταυτόχρονη επίθεση από την Αίγυπτο και τη Συρία δεν ήταν εφικτή. Στη συνέχεια, το λόγο έλαβε ο Ελαζάρ, ο οποίος τάχθηκε υπέρ ενός προληπτικού πλήγματος κατά της συριακής πολεμικής μηχανής το μεσημέρι της ίδιας μέρας. Τέλος, μίλησε η Μέιρ, η οποία απέρριψε την πρόταση του Ελαζάρ, με το επιχείρημα ότι μια τέτοια πράξη θα στερούσε από το Ισραήλ την πολύτιμη αμερικανική βοήθεια και υποστήριξη. Υπενθύμισε δε ότι ήδη τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη είχαν σταματήσει να εφοδιάζουν το Ισραήλ με στρατιωτικό υλικό κατόπιν πιέσεων των Αράβων, οι οποίοι είχαν απειλήσει την Ευρώπη με πετρελαϊκό εμπάργκο.

Οι επιχειρήσεις στο Σινά

Σύμφωνα με τα επιτελικά σχέδια, οι αιγυπτιακές δυνάμεις θα περνούσαν στην ανατολική όχθη του καναλιού του Σουέζ, αλλά δεν θα προέλαυναν ανατολικότερα, έτσι ώστε να μην βρεθούν εκτός του βεληνεκούς των αιγυπτιακών αντιαεροπορικών συστημάτων. Σε αντίθετη περίπτωση, θα βρίσκονταν στο έλεος των ισραηλινών μαχητικών αεροσκαφών. Για να αντιμετωπίσουν τις πρώτες ισραηλινές αντεπιθέσεις, οι οποίες, σύμφωνα με τους Αιγυπτίους, θα πραγματοποιούνταν άμεσα και με αιχμή του δόρατος τα άρματα μάχης, οι αιγυπτιακές δυνάμεις, στην πρώτη γραμμή του μετώπου, είχαν στη διάθεσή τους τεράστιους αριθμούς αντιαρματικών συστημάτων, όπως RPG-7 και AT-3 Sagger. Την πρώτη μέρα της μάχης, η αναλογία στρατού και αντιαρματικών συστημάτων ήταν 3 : 1, δηλαδή ένα αντιαρματικό σύστημα ανά τρεις στρατιώτες πεζικού.

Επιπλέον, οι Αιγύπτιοι είχαν κατασκευάσει οχυρωματικές θέσεις στη δυτική όχθη του καναλιού του Σουέζ σε ψηλότερο σημείο από τις ισραηλινές οχυρωματικές θέσεις. Έτσι, οι Αιγύπτιοι είχαν καλύτερο πεδίο βολής, αλλά και μεγαλύτερο πεδίο παρατήρησης. Αυτό, σε συνδυασμό με την αδυναμία του Ισραήλ να παρέχει αποτελεσματική εγγύς αεροπορική υποστήριξη στις φίλιες δυνάμεις προκαλύψεων, λόγω της ισχυρής αιγυπτιακής αντιαεροπορικής άμυνας, είχε ως αποτέλεσμα την επιτυχία του αιφνιδιασμού. Αρχικός στόχος των Αιγυπτίων ήταν η ταχύτατη υπερκέραση της «Γραμμής Μπαρ Λεβ», την οποία υπερασπιζόταν ένα μόνον τάγμα πεζικού και μάλιστα μειωμένης επάνδρωσης, λόγω της εορτής του Γιομ Κιπούρ. Τη λύση έδωσε ένας νεαρός αξιωματικός, ο οποίος πρότεινε τη χρήση νερού υπό πίεση για την αποδόμηση της αμμώδους οχύρωσης. Το τέχνασμα πέτυχε και οι αιγυπτιακές δυνάμεις άρχισαν να διασχίζουν το κανάλι του Σουέζ σε μικρές ομάδες, μέσα σε εκατοντάδες μικρές κωπήλατες λέμβους. Μέσα σε 48 ώρες οι αιγυπτιακές δυνάμεις βρίσκονταν 15 km ανατολικά του καναλιού του Σουέζ.

Η πρώτη ισραηλινή αντεπίθεση έλαβε χώρα στις 8 Οκτωβρίου από την 460η ΤΘΤ του συνταγματάρχη Γκάμπι Αμίρ στην περιοχή Χαζαγιόν, βόρεια της Ισμαηλίας. Η αντεπίθεση του Αμίρ απέτυχε με μεγάλες απώλειες. Προς το τέλος της μέρας, την προσπάθεια της 460η ΤΘΤ υποστήριξε, χωρίς όμως επιτυχία, η 143η ΤΘΜ υπό τον στρατηγό Αριέλ Σαρόν, ο οποίος είχε εσπευσμένα ανακληθεί από την εφεδρεία. Η επιτυχία των Αιγυπτίων να δημιουργήσουν ένα ασφαλές προγεφύρωμα στην ανατολική όχθη του καναλιού του Σουέζ και η αποτυχία της ισραηλινής αντεπίθεσης της 8ης Οκτωβρίου οδήγησε τους δύο αντιπάλους να υιοθετήσουν αμυντικές τακτικές. Σε διοικητικό επίπεδο, ο Ελαζάρ αντικατέστησε τον διοικητή της Νότιας Διοίκησης, Σαμουήλ Γκονέν, με τον Μπαρ Λεβ, ο οποίος ανακλήθηκε από την εφεδρεία στην ενεργό υπηρεσία (ο Γκονέν τοποθετήθηκε σε θέση επιτελάρχη στο επιτελείο του Μπαρ Λεβ).

Αιγύπτιοι και Ισραηλινοί παρέμειναν σε αμυντική διάταξη για μια εβδομάδα. Στις 14 Οκτωβρίου, ο Σαντάτ, παρά τις αντιρρήσεις των επιτελών του, αποφάσισε να ρισκάρει και να επιτεθεί πρώτος. Ήθελε να διευρύνει το αιγυπτιακό προγεφύρωμα και να αμβλύνει την πίεση που δέχονταν οι συριακές δυνάμεις στο βόρειο μέτωπο. Το στρατηγικό σφάλμα των Αιγυπτίων ήταν διττό. Αφενός ενέπλεξαν στις επιχειρήσεις σχεδόν όλες τις εφεδρικές δυνάμεις, αφετέρου δεν χρησιμοποίησαν τις δυνάμεις τους συγκεντρωτικά και προς έναν αντικειμενικό σκοπό. Αντίθετα, επιτέθηκαν κατά μήκος ολόκληρου του μετώπου. Οι αμυντικά ταγμένες ισραηλινές ταξιαρχίες, απαλλαγμένες από την απειλή των AT-3 Sagger, αφού βρίσκονταν εκτός του βεληνεκούς των 3 km, κατάφεραν να καθηλώσουν την αιγυπτιακή επίθεση. Με τη δύση του ηλίου, οι Αιγύπτιοι είχαν χάσει 200 περίπου άρματα μάχης, δηλαδή την οργανική δύναμη αρμάτων μάχης μιας ολόκληρης ΤΘΜ.

Με το πρώτο φως της 15ης Οκτωβρίου, οι Ισραηλινοί εξαπέλυσαν την αντεπίθεσή τους. Η 143η ΤΘΜ επιτέθηκε στην περιοχή μεταξύ της Ισμαηλίας και της Μεγάλης Πικρής Λίμνης, στο σημείο επαφής της 2ης και της 3ης Στρατιάς των Αιγυπτίων. Μετά από σκληρές και αιματηρές μάχες η 143η ΤΘΜ κατάφερε να διασπάσει την αμυντική γραμμή των Αιγυπτίων, να προελάσει μέχρι το κανάλι του Σουέζ και να δημιουργήσει ένα μικρό προγεφύρωμα στη δυτική όχθη του καναλιού. Μέχρι την αυγή της 16ης Οκτωβρίου εκατοντάδες ισραηλινοί στρατιώτες είχαν περάσει στη δυτική όχθη του καναλιού με τη βοήθεια μικρών πνευστών λέμβων. Παράλληλα με την εκτέλεση της αντεπίθεσης και τη διεκπεραίωση στη δυτική όχθη του καναλιού, στις 15 και 16 Οκτωβρίου, μικρές ομάδες ισραηλινού πεζικού εξουδετέρωναν ένα προς ένα, με μάχη εκ του συστάδην, τα αντιαεροπορικά και αντιαρματικά συστήματα των Αιγυπτίων.

Επιπλέον, οι ισραηλινοί στρατιώτες, οι οποίοι βρίσκονταν στη δυτική όχθη του καναλιού, είχαν εφοδιαστεί με μεγάλες ποσότητες φορητών αντιαρματικών συστημάτων M-72 LAW, τα οποία αποδείχθηκαν ιδιαίτερα αποτελεσματικά κατά των αιγυπτιακών T-55. Χωρίς την απειλή της πυκνής αντιαεροπορικής και αντιαρματικής κάλυψης των Αιγυπτίων, οι Ισραηλινοί στράφηκαν σε τακτικές, τις οποίες γνώριζαν άριστα. Δηλαδή την ευρεία χρήση αρμάτων μάχης, υπό την προστασία των μαχητικών αεροσκαφών. Τη νύχτα της 16ης προς την 17η Οκτωβρίου και μέχρι τις 19 Οκτωβρίου, το ισραηλινό μηχανικό κατάφερε να κατασκευάσει τέσσερις μεγάλες γέφυρες και να στείλει στη δυτική όχθη την 162η ΤΘΜ υπό τον στρατηγό Αβραάμ Αντάν και την 252η ΤΘΜ υπό τον στρατηγό Αβραάμ Μαγκάν. Υπό την προστασία της 143ης ΤΘΜ, οι μεραρχίες του Αντάν και του Μαγκάν στράφηκαν νότια, προς τον Κόλπο του Σουέζ, με στόχο την περικύκλωση της 3ης Στρατιάς των Αιγυπτίων, η οποία βρισκόταν ακόμα στην ανατολική όχθη του καναλιού.

Οι επιχειρήσεις στα υψώματα του Γκολάν

Στα υψώματα του Γκολάν, οι Σύριοι επιτέθηκαν στις ισραηλινές δυνάμεις με 1.300 άρματα μάχης και 188 μοίρες πυροβολικού (το Ισραήλ είχε στην περιοχή μόνον 180 άρματα μάχης και 11 μοίρες πυροβολικού). Την προέλαση των συριακών τεθωρακισμένων και αρμάτων μάχης υποστήριζαν μονάδες ειδικών δυνάμεων, οι οποίες ήδη βρίσκονταν στα μετόπισθεν της αμυντικής γραμμής των Ισραηλινών. Η διατήρηση των υψωμάτων του Γκολάν ήταν για το Ισραήλ ζήτημα ζωτικής σημασίας. Η απώλειά τους θα άφηνε στα συριακά άρματα μάχης το πεδίο ελεύθερο για να προελάσουν στην ενδοχώρα του Ισραήλ. Βέβαια, πρόθεση των Σύρων δεν ήταν η κατάληψη ολόκληρου του Ισραήλ, αλλά η απελευθέρωση των υψωμάτων του Γκολάν. Για το λόγο αυτό, είχαν αναπτύξει, κατά μήκος του μετώπου, ισχυρές αντιαεροπορικές δυνάμεις και οι διοικητές των σχηματισμών είχαν σαφείς εντολές να μην βρεθούν εκτός του βεληνεκούς των συριακών αντιαεροπορικών συστημάτων.

Έχοντας να αντιμετωπίσουν υπέρτερες δυνάμεις (αναλογία: 9 : 1 υπέρ των Σύρων), οι Ισραηλινοί εφάρμοσαν διττή στρατηγική. Από τη μια, επιβραδυντικό αγώνα για την επιβράδυνση της συριακής επίθεσης, ενώ από την άλλη προώθησαν ταχύτατα εφεδρικές μονάδες στο μέτωπο. Μάλιστα, ήταν τέτοια η βιασύνη των Ισραηλινών, που όσοι έφεδροι παρουσιάζονταν στα σημεία συγκεντρώσεως, χρεώνονταν αμέσως ένα άρμα μάχης και στέλνονταν στο μέτωπο, χωρίς να περιμένουν την άφιξη του υπόλοιπου πληρώματος και χωρίς να φέρουν εξωτερικό πυροβόλο. Παρά τις συνοπτικές διαδικασίες, οι πρώτες μονάδες εφέδρων έφτασαν στο μέτωπο 15 ώρες μετά την έναρξη της επίθεσης. Σχεδόν 48 ώρες μετά την έναρξη των εχθροπραξιών, μια συριακή ταξιαρχία είχε καταφέρει να διεισδύσει βορειοδυτικά στον άξονα Χουσνία-Ναφάκ, περιοχή την οποία υπερασπιζόταν ο ταξίαρχος Ραφαέλ Εϊτάν με την 36η ΤΘΜ.

Μολονότι ο συριακές δυνάμεις είχαν τη δυνατότητα να καταλάβουν τη Ναφάκ, για κάποιο άγνωστο λόγο οι συριακές δυνάμεις σταμάτησαν την επίθεσή τους, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στους Ισραηλινούς να οργανώσουν μια νέα γραμμή άμυνας. Στο βορρά, παρά τις σφοδρές επιθέσεις, η ισραηλινή 7η ΤΘΤ του συνταγματάρχη Γιανούς Μπεν Γκαλ κατάφερε να διατηρήσει τις θέσεις της και να προστατεύσει έτσι το βόρειο πλευρό της 36ης ΤΘΜ. Στο νότιο τομέα του μετώπου, η 188η ΤΘΜ του συνταγματάρχη Βενιαμίν Σοχάμ, ο οποίος σκοτώθηκε στις 7 Οκτωβρίου, μάχονταν, με μεγάλες απώλειες, προκειμένου να απωθήσει τη συριακή 5η ΜΠ, η οποία είχε ως αντικειμενικό σκοπό να προελάσει μέχρι τη Θάλασσα της Γαλιλαίας και να καταλάβει την στρατηγικής σημασίας γέφυρα Αρίκ. Εάν οι Σύριοι κατάφερναν να καταλάβουν τη γέφυρα Αρίκ, θα μπορούσαν να στραφούν βόρεια και να υπερφαλαγγίσουν την 188η ΤΘΜ, την 36η ΤΘΜ και την 7η ΤΘΤ.

Στις 8 Οκτωβρίου, οι Ισραηλινοί, οι οποίοι είχαν ήδη μεταφέρει στο μέτωπο ισχυρές εφεδρείες, εξαπέλυσαν την αντεπίθεσή τους, η οποία στέφθηκε με επιτυχία και στις 10 Οκτωβρίου, οι συριακές δυνάμεις είχαν επανέλθει στις θέσεις εξόρμησης, απ’ όπου είχαν ξεκινήσει της επίθεσή τους στις 6 Οκτωβρίου. Η 11η Οκτωβρίου βρήκε τους Ισραηλινούς να έχουν την πρωτοβουλία των κινήσεων. Σε σύσκεψη που προηγήθηκε, συζητήθηκε η στρατηγική που θα πρέπει να ακολουθήσει το Ισραήλ. Κάποιοι τάχθηκαν υπέρ της άμεσης απεμπλοκής και της μεταφοράς στρατευμάτων στο μέτωπο του Σινά, άλλοι πρότειναν αμυντική διάταξη και αντιμετώπιση των Σύρων από θέση ισχύος, ενώ άλλοι, μεταξύ των οποίων και η Μέιρ, πρότειναν τη συνέχιση των επιχειρήσεων και την προέλαση προς τη Δαμασκό. Δεδομένης της στασιμότητας που επικρατούσε, στις 11 Οκτωβρίου, στο Σινά, η πρωθυπουργός του Ισραήλ αποφάσισε να διατάξει προέλαση προς τη Δαμασκό, έτσι ώστε, με το τέλος του πολέμου, το Ισραήλ να διαπραγματεύεται από θέση ισχύος.

Η επίθεση των Ισραηλινών ξεκίνησε την 11η Οκτωβρίου, με θέση εξόρμησης τον άξονα Μασάντα-Κουνείτρα και αντικειμενικό σκοπό τον άξονα Σάσα-Δαμασκού. Την επίθεση πραγματοποίησαν η 36η ΤΘΜ (βορράς) και η 260η ΤΘΜ του στρατηγού Νταν Λάνερ (νότος). Η επίθεση υπήρξε επιτυχής και μέχρι τις 14 Οκτωβρίου οι ισραηλινές δυνάμεις βρίσκονταν λίγο έξω από τη Σάσα, 40 km περίπου νοτιοδυτικά της Δαμασκού. Οι συριακές δυνάμεις θα κατέρρεαν, εάν η Ιορδανία και το Ιράκ δεν έστελναν ενισχύσεις στη Συρία. Πιο συγκεκριμένα, η Ιορδανία απέστειλε ένα εκστρατευτικό σώμα, ενημερώνοντας παράλληλα το Ισραήλ, με την ελπίδα ότι το Τελ-Αβίβ δεν θα το εκλάμβανε ως αιτία πολέμου (άλλωστε, το Ισραήλ δεν είχε καμία πρόθεση να ανοίξει και τρίτο μέτωπο), ενώ το Ιράκ απέστειλε 30.000 στρατιώτες, 500 άρματα μάχης και 700 τεθωρακισμένα οχήματα. Οι ιρακινές ενισχύσεις αποδείχθηκαν σωτήριες για τη Συρία.

Οι ιρακινές δυνάμεις επιτέθηκαν στο νότιο πλευρό της 260ης ΤΘΜ και κατάφεραν, όχι μόνο να σταματήσουν την προέλασή της, αλλά την ανάγκασαν σε μερική υποχώρηση, προκειμένου να αποφύγει την περικύκλωση. Κατά συνέπεια και προκειμένου να διατηρηθεί η γραμμική διάταξη του μετώπου και η 36η ΤΘΜ αναγκάστηκε να σταματήσει την προέλασή της και να υποχωρήσει παράλληλα με την 260η ΤΘΜ. Σε διαφορετική περίπτωση, η μονομερής υποχώρηση της 260ης ΤΘΜ θα δημιουργούσε ρήγμα στο σημείο επαφής με την 36η ΤΘΜ. Μετά τη μερική υποχώρησή τους, οι δύο ισραηλινές ΤΘΜ έλαβαν αμυντική διάταξη και το μέτωπο διατηρήθηκε σταθερό μέχρι τις 26 Οκτωβρίου. Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι την πολεμική προσπάθεια της Αιγύπτου και της Συρίας δεν συνέδραμαν μόνο η Ιορδανία και το Ιράκ, αλλά και άλλα αραβικά και μουσουλμανικά κράτη, τα οποία συνέδραμαν με στρατιώτες, στρατιωτικό υλικό και/ή οικονομική βοήθεια. Επίσης, σημαντικές ποσότητες στρατιωτικού υλικού κατέφθαναν από τη Σοβιετική Ένωση με αεροσκάφη An-12/-22. Αλλά και οι ΗΠΑ ενίσχυσαν το Ισραήλ με στρατιωτικό υλικό πάσης φύσεως (βλήματα και βόμβες αέρος-εδάφους, βλήματα αέρος-αέρος, μαχητικά αεροσκάφη, συστήματα ηλεκτρονικού πολέμου κ.α.).

Το τέλος του πολέμου

Το πρωινό της 22ης Οκτωβρίου, το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών πέρασε το Ψήφισμα No.338 για την άμεση κατάπαυση του πυρός, στις 18:52 το απόγευμα της ίδιας μέρας. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, το Ισραήλ είχε απολέσει εδάφη στην ανατολική όχθη του καναλιού του Σουέζ, αλλά είχε εδαφικά κέρδη στη Συρία. Η εκεχειρία άρχισε να εφαρμόζεται όταν ήδη είχε πέσει η νύχτα. Αυτό πρακτικά σήμαινε ότι το Ισραήλ μπορούσε να συνεχίσει τις επιχειρήσεις για 12-18 ώρες ακόμα, χωρίς να κατηγορηθεί ότι παραβιάζει το Ψήφισμα των Ηνωμένων Εθνών. Στο Σινά, στις 18:52 η 162η ΤΘΜ και η 252η ΤΘΜ βρίσκονταν λίγες εκατοντάδες μέτρα μακριά από την πόλη του Σουέζ. Τις νυχτερινές ώρες (22 προς 23 Οκτωβρίου), οι ισραηλινές δυνάμεις συνέχισαν τις επιχειρήσεις και κατάφεραν να καταλάβουν την πόλη του Σουέζ αποκόπτοντας την αιγυπτιακή 3η Στρατιά από τον ζωτικό άξονα Σουέζ-Καΐρου.

Το απόγευμα της 23ης Οκτωβρίου βρήκε το Ισραήλ να έχει πετύχει όλους τους αντικειμενικούς σκοπούς που είχε θέσει και στα δύο μέτωπα. Οι δύο υπερδυνάμεις έπρεπε να επέμβουν, αφού το Ψήφισμα No.338 τελούσε σε ισχύ σχεδόν για 24 ώρες. Η Μόσχα είχε εκνευριστεί, καθώς η παραβίαση του Ψηφίσματος Nο.338 από το Ισραήλ, με την ανοχή της Ουάσιγκτον, είχε επιφέρει στρατηγικά οφέλη στο Τελ-Αβίβ εις βάρος της Αιγύπτου, την οποία υποστήριζε η Μόσχα, έστω και χλιαρά. Ουσιαστικά, οι ηγέτες του Κρεμλίνου φοβήθηκαν ότι οι Άραβες θα εκλάμβαναν τη στάση της Μόσχας ως αδυναμία και θα στρέφονταν, ανοιχτά πλέον, προς τις ΗΠΑ, αλλάζοντας την ισορροπία δυνάμεων στη Μέση Ανατολή υπέρ των αμερικανικών συμφερόντων και εις βάρος των σοβιετικών. Ωστόσο, οι Ισραηλινοί συνέχισαν να επιχειρούν στην ανατολική όχθη του καναλιού του Σουέζ ακόμα και την 24η Οκτωβρίου, κάτι που εξόργισε τη σοβιετική ηγεσία.

Ο Σαντάτ απαιτούσε άμεση επέμβαση της Μόσχας, η οποία δεν άργησε να έρθει. Συγκεκριμένα, η Μόσχα έθεσε επτά αερομεταφερόμενες μεραρχίες και τα απαιτούμενα αεροπορικά μέσα για τη μεταφορά τους, σε ετοιμότητα και προώθησε στην Ανατολική Μεσόγειο επτά πλοία αμφίβιων επιχειρήσεων με συνολική δύναμη 40.000 πεζοναυτών. Οι κινήσεις της Μόσχας δεν έμειναν αναπάντητες από την Ουάσιγκτον, η οποία έθεσε τις αμερικανικές Ένοπλες Δυνάμεις σε κατάσταση ετοιμότητας «3». Επίσης, ενημέρωσε τον Σαντάτ ότι εάν οι Σοβιετικοί επέμβουν στρατιωτικά υπέρ της Αιγύπτου, οι ΗΠΑ θα επέμβουν στρατιωτικά υπέρ του Ισραήλ. Ο Σαντάτ γνώριζε ότι η Μόσχα δεν ήταν διατεθειμένη να εμπλακεί σε έναν Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο για χάρη της Αιγύπτου ή της Συρίας ή και των δύο μαζί. Στο βόρειο μέτωπο, η Συρία είχε σχεδιάσει να εξαπολύσει μια ευρείας κλίμακας αντεπίθεση στις 23 Οκτωβρίου, με συνολική δύναμη επτά μεραρχιών.

Όμως, η αποδοχή των όρων του Ψηφίσματος No.338 εκ μέρους της Αιγύπτου άλλαξε τα δεδομένα. Εάν η Συρία εξαπέλυε την αντεπίθεσή της, αλλά η Αίγυπτος δεν συνέχιζε τον αγώνα στο Σουέζ, τότε το Ισραήλ θα μπορούσε να ενισχύσει τις δυνάμεις του στη Συρία και να απειλήσει τη Δαμασκό. Από την άλλη, εάν η Αίγυπτος συνέχιζε να μάχεται το Ισραήλ στο Σουέζ, τότε η Συρία είχε κάποιες ελπίδες να απωθήσει τους Ισραηλινούς πίσω στα προ-1967 σύνορα. Τελικά, ο Άσαντ αποφάσισε να μην πραγματοποιήσει την προγραμματισμένη αντεπίθεση με το επιχείρημα ότι μια τέτοια ενέργεια θα έδινε το πρόσχημα στο Ισραήλ να καταστρέψει την ήδη περικυκλωμένη 3η Στρατιά της Αιγύπτου. Μια τέτοια ενέργεια θα στερούσε από την Αίγυπτο κάθε στρατιωτική δυνατότητα συνέχισης των επιχειρήσεων κατά του Ισραήλ και έτσι, το Ισραήλ ανενόχλητο θα στρεφόταν κατά της Συρίας με στόχο την κατάληψη της Δαμασκού. Στις 23 Οκτωβρίου, αντί της αντεπίθεσης, η Συρία ανακοίνωσε ότι αποδέχεται τους όρους του Ψηφίσματος No.338, ενώ το Ιράκ ανακάλεσε όλες τις στρατιωτικές δυνάμεις που είχε στείλει στη Συρία. Στις 24 Οκτωβρίου, το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών πέρασε το Ψήφισμα No.339, το οποίο δεν ήταν παρά ένα νέο κάλεσμα προς το Ισραήλ, την Αίγυπτο και τη Συρία για κατάπαυση του πυρός. Δύο μέρες αργότερα, στις 26 Οκτωβρίου, οι ένοπλες συγκρούσεις και στα δύο μέτωπα σταμάτησαν, μολονότι κάποιες σποραδικές ανταλλαγές πυρών συνέχισαν να σημειώνονται.

Ο πόλεμος στη θάλασσα

Στις 6 Οκτωβρίου του 1973, το Ισραήλ διέθετε 47 πολεμικά πλοία, η Συρία 40, ενώ η Αίγυπτος 123. Όπως τον Ιούνιο του 1967, έτσι και τον Οκτώβριο του 1973 ο πόλεμος στη θάλασσα ήταν περιορισμένης έκτασης. Η σημαντικότερη ναυμαχία ήταν αυτή της Λατάκια, η οποία έλαβε χώρα στις 7 Οκτωβρίου. Πέντε ισραηλινές πυραυλάκατοι απέπλευσαν και κινήθηκαν παράλληλα προς τις ακτές της Συρίας. Κατά τη διάρκεια του πλου, βύθισαν μια συριακή πυραυλάκατο και ένα ναρκαλιευτικό. Τρεις συριακές πυραυλάκατοι κινήθηκαν προς τα ισραηλινά πλοία και εκτόξευσαν εναντίον τους βλήματα Styx μέγιστου βεληνεκούς 56 km. Για να αντιμετωπίσουν την επερχόμενη απειλή, οι Ισραηλινοί έκαναν χρήση ηλεκτρονικών αντιμέτρων και αναλώσιμων αερόφυλλων. Οι τακτικές των Ισραηλινών πέτυχαν και κανένα βλήμα Styx δεν πέτυχε το στόχο του. Όταν τα συριακά πλοία κατανάλωσαν όλο το απόθεμα βλημάτων τους, τα ισραηλινά πλοία άνοιξαν πυρ με βλήματα τύπου Gabriel με μέγιστο βεληνεκές 20 km και κατάφεραν να καταβυθίσουν και τα τρία συριακά πλοία.

Ο πόλεμος στον αέρα

Πριν τον πόλεμο, το Ισραήλ διέθετε 443 μαχητικά αεροσκάφη διαφόρων τύπων (Mirage.IIICJ, Nesher, F-4E Phantom II, Α-4 Skyhawk, A-7E/H Corsair II και Super Mystère). Από την άλλη πλευρά, η Αίγυπτος και η Συρία είχαν στη διάθεσή τους 805 μαχητικά αεροσκάφη, όλα σοβιετικής προέλευσης (MiG-17/-21, Su-7/-20, Il-28 και Tu-16). Από τα 805 αεροσκάφη, τα 477 ήταν της Αιγύπτου, ενώ τα 277 ήταν της Συρίας. Στην Αίγυπτο ανήκαν και όλα τα βομβαρδιστικά αεροσκάφη τύπου Il-28 και Tu-16. Τις αεροπορικές δυνάμεις της Αιγύπτου και της Συρίας συνέδραμαν και 170 περίπου μαχητικά αεροσκάφη από άλλες αραβικές χώρες. Με την έναρξη των επιχειρήσεων το σύνολο σχεδόν των αιγυπτιακών και των συριακών αεροσκαφών προσέβαλαν την στρατιωτική υποδομή του Ισραήλ (λιμάνια, αεροδρόμια, οδικούς κόμβους, κέντρα διοίκησης, ραντάρ, αποθήκες, αντιαεροπορικά συστήματα κ.α.), ενώ κάποια από τα αραβικά αεροσκάφη συνόδευσαν τα ελικόπτερα, τα οποία μετέφεραν δυνάμεις καταδρομών.

Η ισραηλινή αεροπορία αναδιπλώθηκε και, αφού απορρόφησε το πρώτο κύμα προσβολής, οργάνωσε και εξαπέλυσε την αντεπίθεσή της. Στις 7 Οκτωβρίου προσβλήθηκαν τα στρατιωτικά αεροδρόμια της Αιγύπτου, ενώ στα υψώματα Γκολάν τέθηκε ως πρώτη προτεραιότητα η προσβολή της συριακής αντιαεροπορικής άμυνας, στόχος ο οποίος δεν επετεύχθη στο βαθμό που ήθελαν οι Ισραηλινοί. Επιπλέον, η επιχείρηση για την αποδόμηση της συριακής αντιαεροπορικής άμυνας είχε μεγάλο κόστος, αφού, έως τις 9 Οκτωβρίου, το Ισραήλ είχε χάσει 81 μαχητικά αεροσκάφη (το 18,24% της συνολικής του δύναμης). Από τις 8 Οκτωβρίου και μετά, το Ισραήλ προσπάθησε να καταστρέψει την υποδομή διοίκησης των συριακών Ενόπλων Δυνάμεων. Σταδιακά, το Ισραήλ ανέκαμψε και μέχρι τις 26 Οκτωβρίου, όταν δηλαδή σταμάτησαν οι εχθροπραξίες, η ισραηλινή αεροπορία είχε καταφέρει αεροπορική υπεροχή.

Μετά τον πόλεμο

Με την 3η Στρατιά περικυκλωμένη, η Αίγυπτος δεν είχε πολλές επιλογές. Μάλιστα, ανακοίνωσε ότι ήταν πρόθυμη να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με αντάλλαγμα να επιτρέψει το Ισραήλ τον ανεφοδιασμό της 3ης Στρατιάς με μη στρατιωτικά εφόδια (νερό, τρόφιμα, φαρμακευτικό υλικό, υλικά στρατωνισμού κ.α.). Οι συζητήσεις άρχισαν στις 28 Οκτωβρίου και ολοκληρώθηκαν σχεδόν αμέσως με την υιοθέτηση της αιγυπτιακής πρότασης. Η αιγυπτιακή και η ισραηλινή αντιπροσωπεία συναντήθηκαν στη Γενεύη, στις 21 Δεκεμβρίου του 1973 και οι διαπραγματεύσεις κατέληξαν σε συμφωνία στις 18 Ιανουαρίου του 1974. Το Ισραήλ δέχθηκε να αποχωρήσει από τη δυτική όχθη του καναλιού του Σουέζ (η ισραηλινή αποχώρηση ολοκληρώθηκε στις 5 Μαρτίου του 1974), ενώ αποφασίστηκε και η ανταλλαγή αιχμαλώτων. Ανάλογη συμφωνία επετεύχθη και με τη Συρία, στις 31 Μαΐου του 1974. Συρία και Ισραήλ συμφώνησαν σε ανταλλαγή αιχμαλώτων, στην επιστροφή του εδαφικού καθεστώτος στο προ-1973 status quo και στη δημιουργία μιας ουδέτερης ζώνης υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών.

Από στρατιωτικής απόψεως, η πρώτη και πλέον σημαντική αραβική επιτυχία ήταν η επίτευξη του απόλυτου αιφνιδιασμού, συνέπεια της άκρας μυστικότητας που επικράτησε κατά τη φάση σχεδιασμού της επιχείρησης, αλλά και της αδυναμίας των ισραηλινών μυστικών υπηρεσιών να αντιληφθούν τις προθέσεις των Αράβων. Για παράδειγμα, Αίγυπτος και Συρία κατάφεραν να πείσουν την ανώτατη στρατιωτική διοίκηση του Ισραήλ ότι οι μεγάλες μετακινήσεις στρατευμάτων το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1973 δεν ήταν παρά μια σειρά εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων. Παρά την τελική ήττα για την Αίγυπτο, ο πόλεμος του 1973 αποκατέστησε το κλονισμένο ηθικό των στρατεύματος και εξάλειψε το ψυχολογικό τραύμα της συντριβής του 1967. Ωστόσο, το γεγονός ότι το Ισραήλ κατάφερε, για πρώτη φορά στην ιστορία του, να περάσει από την Ασία στην Αφρική, έπεισε αρκετά αραβικά κράτη ότι το εβραϊκό κράτος δεν μπορεί να ηττηθεί στρατιωτικά και ότι η λύση του Μεσανατολικού Ζητήματος βρίσκεται στη διπλωματία.

Ουσιαστικά, ο πόλεμος του 1973 έπεισε τους Άραβες ότι η ολοκληρωτική καταστροφή του Ισραήλ δεν είναι ούτε ρεαλιστικός, αλλά ούτε και εφικτός στόχος. Στο Ισραήλ, το τέλος του πολέμου έφερε ανάμεικτα συναισθήματα. Από τη μια υπήρχε η ευφορία την τελικής νίκης, ενώ από την άλλη υπήρχε ο προβληματισμός για τον αρχικό αιφνιδιασμό. Στις 11 Απριλίου του 1974, η πρωθυπουργός Γκόλντα Μέιρ παραιτήθηκε και την διαδέχθηκε ο Γιτζάκ Ράμπιν. Το 1977, την κυβέρνηση της χώρας ανέλαβε το εθνικιστικό κόμμα Λικούντ και πρωθυπουργός ορκίστηκε ο Μεναχέμ Μπεγκίν. Το 1978, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Τζίμι Κάρτερ προσκάλεσε τον Σαντάτ και τον Μπεγκίν στις ΗΠΑ για ειρηνευτικές συνομιλίες. Είχε προηγηθεί επίσημη επίσκεψη του Σαντάτ στο Ισραήλ (Νοέμβριος του 1977), του πρώτου Άραβα ηγέτη, που επισκέφτηκε ποτέ το Ισραήλ. Οι συνομιλίες άρχισαν στις 5 Σεπτεμβρίου και ολοκληρώθηκαν στις 17 Σεπτεμβρίου.

Η επιτυχία των συνομιλιών οδήγησε στην υπογραφή συνθήκης ειρήνης μεταξύ της Αιγύπτου και του Ισραήλ το 1979. Σύμφωνα με τις πρόνοιες της συνθήκης, το Ισραήλ δέχθηκε να αποσύρει τα στρατεύματά του και τους εβραϊκούς εποικισμούς από τη χερσόνησο του Σινά, ενώ η Αίγυπτος αναγνώρισε το Ισραήλ και δεσμεύτηκε για ειρηνική συνύπαρξη. Πολλοί Άραβες κατηγόρησαν την Αίγυπτο και τον Σαντάτ για προδοσία. Η χώρα αποβλήθηκε από την Ένωση Αραβικών Κρατών, ενώ ο Σαντάτ δολοφονήθηκε από φανατικούς, στις 6 Οκτωβρίου του 1981. Σε παγκόσμιο επίπεδο, ο πόλεμος του 1973 οδήγησε σε πετρελαϊκή κρίση. Ως αντίποινα για την αμερικανική υποστήριξη προς το Ισραήλ, οι αραβικές χώρες αποφάσισαν να μειώνουν την παραγωγή πετρελαίου κατά 5% κάθε μήνα. Όταν, στις 19 Οκτωβρίου του 1973, οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν την παροχή βοήθειας ύψους $ 2,2 δις προς το Ισραήλ, η Σαουδική Αραβία και άλλα αραβικά κράτη κήρυξαν πετρελαϊκό εμπάργκο κατά των ΗΠΑ, της Ολλανδίας και άλλων ευρωπαϊκών κρατών. Σταδιακά, η δυσαναλογία μεταξύ της προσφοράς και της ζήτησης του πετρελαίου εκτόξευσε την τιμή του μαύρου χρυσού στα ύψη.