Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και ο γαμπρός του Σελτζούκ Μπαϊρακτάρ κατόρθωσαν να στήσουν μια εγχώρια βιομηχανία παραγωγής UAV και drones, που πλέον ακμάζει, καθώς τα προϊόντα της δεν είναι απλώς αποτελεσματικά, αλλά και εξαγώγιμα.

Τους τελευταίους μήνες οι επιτελείς του ΓΕΕΘΑ παρατηρούν με ενδιαφέρον μια αλλαγή τακτικής από πλευράς των Τούρκων στο Αιγαίο.

Από την αεροπορική βάση του Νταλαμάν στα νοτιοδυτικά της Τουρκίας, δεν απογειώνονται πια μόνο αεροσκάφη ναυτικής συνεργασίας (ηλεκτρονικού πολέμου), τύπου CN-235, για να καταγράψουν τις ελληνικές κινήσεις στο αρχιπέλαγος, αλλά ολοένα και περισσότερα UAVs (μη επανδρωμένα αερο-οχήματα είναι ο δύσχρηστος ελληνικός όρος), που πραγματοποιούν επιχειρήσεις συγκέντρωσης πληροφοριών, επιτήρησης και αναγνώρισης (ISR), με άλλα λόγια κατασκοπείας.

Στην Αθήνα γνωρίζουν ότι τα UAVs που χρησιμοποιούνται στο Αιγαίο από την Τουρκία είναι κατά κύριο λόγο των τύπων ANKA B και BAYRAKTAR TB2, τα οποία δεν είναι οπλισμένα, αλλά περιορίζονται σε επιχειρήσεις επιτήρησης καθώς και συνθετικής απεικόνισης των στόχων (SAR).

Ξέρουν, επίσης, ότι οι Τούρκοι χρησιμοποιούν UAVs αλλά και μικρότερα drones, προκειμένου να διεξαγάγουν συνδυασμένες επιχειρήσεις εναντίον Κούρδων του ΡΚΚ στη Νοτιοανατολική Τουρκία. Ως εκ τούτου, στην Αθήνα υπάρχει πλήρης επίγνωση ότι σε περίπτωση θερμού επεισοδίου, η Άγκυρα μπορεί να χρησιμοποιήσει UAVs τα οποία ήδη έχουν δοκιμαστεί σε πραγματικό πεδίο μάχης.

Πριν από λίγες εβδομάδες η ιστοσελίδα theintercept.com, σε ένα εκτενές και πληρέστατο ρεπορτάζ παρουσίασε την ιστορία για τον τρόπο με τον οποίο ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και ο γαμπρός του Σελτζούκ Μπαϊρακτάρ κατόρθωσαν να στήσουν μια εγχώρια βιομηχανία παραγωγής UAV και drones, που πλέον ακμάζει, καθώς τα προϊόντα της δεν είναι απλώς αποτελεσματικά, αλλά και εξαγώγιμα. Στον αντίποδα, όπως αποκαλύπτει σήμερα η «Κ», η Ελλάδα έχει αποδυθεί σε πραγματικό αγώνα δρόμου ώστε να μη χάσει οριστικά την τεχνολογική κούρσα στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Όπως αναφέρουν στην «Κ» καλά πληροφορημένες πηγές, το ελληνικό πρόβλημα δεν περιορίζεται στην απουσία σύγχρονων μέσων (το οπλοστάσιο περιορίζεται σε 17 UAV ΠΗΓΑΣΟΣ ΙΙ της Πολεμικής Αεροπορίας και 14 SPERWER του Στρατού Ξηράς).

Το βασικό πρόβλημα, όπως αναφέρουν, είναι η σχεδόν καθολική απουσία ενός δόγματος ISR, στο οποίο θα μπορούσαν να ενταχθούν και νέα μέσα.

Τα ελληνικά UAVs διαθέτουν μόνο κάμερα ημέρας και υπέρυθρη κάμερα, τη στιγμή που τα τουρκικά ΑΝΚΑ και BAYRAKTAR TB2 αξιοποιούνται σε επιχειρήσεις συνθετικής απεικόνισης των στόχων και GMTI, δηλαδή την ιχνηλασία και την παρακολούθηση στόχων στη στεριά. Οι ίδιες πηγές αναφέρουν ότι σε αντίθεση προς τη χρήση αυτή, τα ελληνικά UAVs χρησιμοποιούνται περίπου σαν drones σε… γάμους. Τα κενά σε επιχειρήσεις αυτού του τύπου επιθυμεί να καλύψει η Αθήνα με τα αμερικανικά MQ-9 Reaper, δύο εκ των οποίων σταθμεύουν στη Λάρισα. Όπως είχε αποκαλύψει η «Κ», η χώρα μας έχει εξασφαλίσει πόρους προκειμένου να επεκτείνει το καθεστώς υπενοικίασης των δύο UAVs που βρίσκονται στη Λάρισα, ώστε αυτά να επιχειρήσουν για λογαριασμό της Π.Α. και, εφόσον οι απαιτούμενοι πόροι εξευρεθούν, να αποκτηθούν.

Η πραγματικά τεράστια αυτονομία του συγκεκριμένου τύπου UAV (27 έως 34 ώρες) θα μπορούσε να παράσχει στην Ελλάδα καθαρή εικόνα ακόμη και του πλέον απόμακρου θεάτρου επιχειρήσεων στην Ανατολική Μεσόγειο. Η χώρα μας έχει, επίσης, συμφωνήσει με το Ισραήλ για την τριετή ενοικίαση επτά UAVs τύπου Heron, έναντι 35,5 εκατ. ευρώ, με σκοπό τη διεξαγωγή επιχειρήσεων ISR στο Αιγαίο. Ωστόσο, η συγκεκριμένη συμφωνία δεν έχει ακόμη προχωρήσει, για λόγους οι οποίοι δεν είναι σε γενικές γραμμές καθαροί. Δεδομένου, πάντως, ότι η Ελλάδα διανύει προεκλογική περίοδο, είναι πιθανόν η ολοκλήρωση της συμφωνίας να καθυστερήσει κι άλλο. Προς το παρόν, όσα Heron εποπτεύουν στο Αιγαίο ανήκουν στον Frontex, στο πλαίσιο της επιχείρησης παρακολούθησης των προσφυγικών ροών.

Στο πλαίσιο αυτής της συζήτησης για την κάλυψη μιας υπαρκτής ανάγκης, στην Ελλάδα υπάρχει προβληματισμός για το αν και το πώς θα μπορούσε να εμπλακεί η εγχώρια αμυντική βιομηχανία στην ανάπτυξη τέτοιων τεχνολογιών. Προ περίπου 40 ετών η ΕΑΒ ανέπτυξε τα πρώτα τέτοιου τύπου μη επανδρωμένα αερο-οχήματα, τα ΠΗΓΑΣΟΣ Ι. Επίσης, μηχανικοί της συμμετείχαν στη δημιουργία του ουραίου τμήματος της ατράκτου του πρωτότυπου UAV με την ονομασία nEUROn, που αναπτύχθηκε τελικά από τη γαλλική Dassault.

Υποχρηματοδότηση

Το πρόγραμμα nEUROn, στο οποίο συμμετέχουν η Ελλάδα, η Γαλλία, η Ιταλία, η Σουηδία, η Ισπανία και η Ελβετία, ξεκίνησε το 2003, με το πρωτότυπο να πετάει το 2006 και την πρώτη δοκιμαστική πτήση να πραγματοποιείται το 2012. Από τότε, έχει κάνει περισσότερες από 100 δοκιμαστικές πτήσεις και το 2015 έγινε η πρώτη δοκιμή εκτόξευσης πυραύλου βάρους 250 κιλών.

Η κρίση υποχρηματοδότησης της ΕΑΒ και οι πραγματικές συνθήκες καθημερινής έντασης στο Αιγαίο πιέζουν την Αθήνα για μια γρήγορη λύση, ωστόσο δεν είναι λίγοι οι ανώτατοι αξιωματικοί, εν ενεργεία αλλά και απόστρατοι, που εκτιμούν ότι η Ελλάδα πρέπει να κάνει άμεσα το άλμα όχι στο μαχητικό πέμπτης γενιάς, αλλά στα Battle UAVs, δηλαδή στα μη επανδρωμένα αεροσκάφη που φέρουν οπλισμό και μπορούν να πραγματοποιήσουν ακόμη και αμιγώς πολεμικές επιχειρήσεις. Εκτιμάται ότι, σε λίγες δεκαετίες, το πολύ χαμηλό κόστος σε χρήματα, αλλά και σε ζωές, που συνεπάγεται η χρήση μη επανδρωμένων συστημάτων θα καταστήσει τη χρήση μαχητικών αεροσκαφών ασύμφορη.

ΠΗΓΗ: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ