Ο πόλεμος των Φώκλαντ συγκαταλέγεται στις σύγχρονες στρατιωτικές επιχειρήσεις. Μολονότι, μέσα από το «DefenceReview.gr» έχουμε ως στόχο τις σύγχρονες στρατιωτικές αναλύσεις εντούτοις ο πόλεμος των Φώκλαντς έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον με πολύ χρήσιμα διδάγματα και συμπεράσματα για τον εθνικό αμυντικό σχεδιασμό και την εθνική στρατιωτική στρατηγική.
Τόσο σε στρατηγικό όσο και σε επιχειρησιακό και Τακτικό επίπεδο οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις έχουν να κερδίσουν πολλαπλά οφέλη από την επιτυχημένη ή αποτυχημένη δράση είτε των Βρετανών είτε των Αργεντινών. Ως εκ τούτων επιλέγουμε να κάνουμε μια αρχική παρουσίαση στο πρώτο μέρος του άρθρου και ακολούθως στο δεύτερο να αναφερθούμε στα διδάγματα και συμπεράσματα.
Εκτίμηση μας είναι πως ο πόλεμος των Φώκλαντ απόρροια των διδαγμάτων και συμπερασμάτων που προκύπτουν δύναται να καταστεί ως το εθνικό επιχειρησιακό «ευαγγέλιο» στη σχεδίαση και υλοποίηση αεροναυτικών επιχειρήσεων, αμφίβιων επιχειρήσεων καθώς και επάκτιας και παράκτιας άμυνας νήσων.
Στις 2 Απριλίου του 1982, η Αργεντινή και η Μεγάλη Βρετανία συγκρούστηκαν ένοπλα για την κυριαρχία των νησιών Φώκλαντ ή Μαλβίνας, κατά τους Αργεντινούς. Τα Φώκλαντ είναι ένα (1) νησιωτικό σύμπλεγμα με δύο (2) μεγάλα νησιά (Ανατολικό και Δυτικό Φώκλαντ) και περισσότερα από 200 μικρότερα, που βρίσκονται 450 χλμ. περίπου ανατολικά της Γης του Πυρός, στο νοτιότερο άκρο της αμερικανικής ηπείρου. Το ζήτημα του καθεστώτος των νησιών βρίσκεται στο προσκήνιο από το 1830, όταν οι Βρετανοί κατέλαβαν τα νησιά. Έκτοτε, η Αργεντινή, ανεξάρτητο κράτος από το 1816, επεδίωκε την προσάρτησή τους.
Το ζήτημα της κυριαρχίας των νησιών Φώκλαντ παραμένει στην επικαιρότητα από το 1764, όταν τα νησιά κατοικήθηκαν για πρώτη φορά. Εκτός από τη Μεγάλη Βρετανία, που διατηρεί την κυριαρχία των νησιών, η Γαλλία, η Ισπανία και η Αργεντινή έχουν, κατά καιρούς, διεκδικήσει την κυριαρχία των Φώκλαντ.
Προπομπός του Πολέμου των Φώκλαντ υπήρξε το επεισόδιο της 19ης Μαρτίου του 1980, όταν 30 Αργεντινοί εργάτες αποβιβάστηκαν στη νήσο Νότια Γεωργία, περί τα 1.300 χλμ. μακριά από την ανατολική νήσο Φώκλαντ και ύψωσαν τη σημαία της Αργεντινής. Η Μεγάλη Βρετανία επιχείρησε να ανακαταλάβει τα νησιά στις 25 Μαρτίου του ίδιου έτους, αλλά τα περιπολικό πλοίο HMS Endurance, το οποίο είχε αποσταλεί για να απομακρύνει τους Αργεντινούς εργάτες, παρεμποδίστηκε από την κορβέτα του ναυτικού της Αργεντινής Guerrico.
Τα αίτια του πολέμου ήταν οικονομικής φύσεως. Η δικτατορία του Λεοπόλντο Γκαλτιέρι είχε φέρει τον λαό της Αργεντινής στα πρόθυρα της οικονομικής και κοινωνικής εξαθλίωσης. Συγκεκριμένα, το 1981 ο πληθωρισμός στην Αργεντινή εκτινάχθηκε στο 600%, το εθνικό εισόδημα της χώρας μειώθηκε κατά 11,4% και η βιομηχανική παραγωγή μειώθηκε κατά 22,9%. Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα οι μισθοί να μειωθούν, σε πραγματικές τιμές, σε ποσοστό 19,2%. Για την εκτόνωση των εσωτερικών προβλημάτων, το καθεστώς επεδίωξε να εκμεταλλευτεί ένα (1) λεπτό εθνικό θέμα, προκειμένου να αποκομίσει πολιτικά οφέλη. Η προχειρότητα με την οποία αντιμετώπισαν την όλη επιχείρηση οι Αργεντινοί φαίνεται και από το γεγονός ότι οι στρατιωτικοί της χώρας δεν είχαν καταστρώσει κανένα σοβαρό σχέδιο κατάληψης και φρούρησης των νησιών, διότι δεν περίμεναν ότι το Λονδίνο θα πολεμήσει για τα Φώκλαντ.
Ο στρατιωτικός σχεδιασμός για την κατάληψη των νησιών ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 1982. Σύμφωνα με τα σχέδια επί χάρτου, η αποβατική δύναμη της Αργεντινής θα ήταν της τάξεως των 3.000 στρατιωτών και τα νησιά θα έπρεπε να καταληφθούν εντός 48 ωρών. Στη συνέχεια, ένας στρατιωτικός διοικητής και 500 αστυνομικοί θα μετέβαιναν στα νησιά για τη διατήρηση της τάξης. Όταν όμως έγινε γνωστό ότι η Μεγάλη Βρετανία θα πολεμούσε για τα Φώκλαντ, η Αργεντινή μετέφερε άλλους 7.000 στρατιώτες και αριθμό ελαφρών μαχητικών αεροσκαφών.
Κατά τη διάρκεια του σχεδιασμού της επιχείρησης “Ροζάριο” (επιχείρηση κατάληψης των νησιών) τέθηκε και το θέμα της απομάκρυνσης των Βρετανών εποίκων και ο εποικισμός της περιοχής με Αργεντινούς πολίτες. Ωστόσο, η κυβέρνηση της Αργεντινής έκρινε ότι μια τέτοια ενέργεια θα είχε αρνητικό αντίκτυπο στη διεθνή εικόνα της χώρας και έτσι αποφασίστηκε ότι όσοι κάτοικοι επιθυμούσαν να μεταναστεύσουν οικειοθελώς θα λάμβαναν οικονομική αποζημίωση για τις περιουσίες που θα άφηναν πίσω τους.
Η κατάληψη των νήσων
Την Παρασκευή 2 Απριλίου του 1982, 500 άνδρες του Στρατού της Αργεντινής αποβιβάστηκαν στο Ανατολικό Φώκλαντ, συνέλαβαν τη μικρή βρετανική φρουρά (84 άνδρες) και κατέλαβαν την πρωτεύουσα Πορτ Στάνλεϋ, την οποία και μετονόμασαν σε Πουέρτο Αρχεντίνο. Το Μπουένος Άιρες πίστευε ότι με την κατάληψη των νησιών θα έφερνε την κυβέρνηση της Μάργκαρετ Θάτσερ προ τετελεσμένων γεγονότων, οπότε στις μελλοντικές διαπραγματεύσεις σχετικά με το οριστικό καθεστώς των νησιών, η Αργεντινή θα είχε την πρωτοβουλία των κινήσεων. Όμως το Λονδίνο αντέδρασε δυναμικά κα κάλεσε την Αργεντινή να αποχωρήσει άμεσα από τα νησιά διαφορετικά θα κήρυττε πόλεμο.
Η Αργεντινή αρνήθηκε να εγκαταλείψει τα νησιά και η Θάτσερ ανακοίνωσε ότι τα Φώκλαντ θα ανακαταλαμβάνονταν με τη χρήση στρατιωτικής βίας. Προς επίτευξη του σκοπού αυτού κινητοποιήθηκε μια μεγάλη ναυτική δύναμη, η οποία με την αρωγή χερσαίων δυνάμεων, κινήθηκε προς την περιοχή.
Το Μπουένος Άιρες φαίνεται πως δεν είχε σχεδιάσει ούτε είχε προνοήσει για εναλλακτικά σχέδια και αυτό διότι οι στρατιωτικοί ιθύνοντες της Αργεντινής ήταν πεπεισμένοι πως το Λονδίνο δεν θα αντιδρούσε στην κατάληψη των νήσων. Άλλωστε, τα γεγονότα που επακολούθησαν κατέδειξαν με τον καλύτερο τρόπο ότι η Αργεντινή δεν είχε καταστρώσει κανένα σχέδιο για να αντιμετωπίσει την αντίδραση της Μεγάλης Βρετανίας. Ο βρετανικός στόλος αναμενόταν να φθάσει στην περιοχή μέσα σε τρεις ή τέσσερις εβδομάδες. Επομένως, υπήρξε ένα εύλογο χρονικό διάστημα προκειμένου να προετοιμαστεί ένα (1) σχέδιο αποτροπής, έστω και την τελευταία στιγμή.
Ο Τύπος και η κοινή γνώμη στη Μεγάλη Βρετανία στάθηκαν στο πλευρό της κυβέρνησης και υποστήριξαν την άμεση στρατιωτική εμπλοκή της χώρας. Οι ΗΠΑ βρέθηκαν εξαρχής σε δύσκολη θέση. Από τη μία ήταν σύμμαχοι του Λονδίνου, στα πλαίσιο του ΝΑΤΟ, ενώ από την άλλη ήταν και είναι σύμμαχοι της Αργεντινής, στα πλαίσιο του Συμφώνου του Ρίο. Ωστόσο, το ΝΑΤΟ προβλέπει την ενεργοποίηση του άρθρου ασφαλείας 5, δηλαδή ότι επίθεση σε ένα (1) μέλος ισοδυναμεί με επίθεση σε όλα τα μέλη, όταν η επίθεση λαμβάνει χώρα στο βόρειο ημισφαίριο της γης, ενώ το Σύμφωνο του Ρίο προβλέπει στρατιωτική συνδρομή εφόσον ένα (1) κράτος-μέλος δεχθεί επίθεση. Και η Αργεντινή δεν είχε δεχθεί επίθεση από τη Μεγάλη Βρετανία.
Στην αρχή της κρίσης, η κυβέρνηση των ΗΠΑ ήταν διχασμένη. Ο υπουργός Εξωτερικών Αλεξάντερ Χέιγκ, ο υφυπουργός Εξωτερικών Λόρενς Ιγκλμπέργκερ και ο υπουργός Άμυνας Κάσπαρ Γουαϊνμπέργκερ υποστήριξαν ότι η Ουάσιγκτον έπρεπε να συμπαρασταθεί στο Λονδίνο, έτσι ώστε να μην υπονομευτεί η συνοχή του ΝΑΤΟ. Διατυπώθηκε, όμως, και η άποψη ότι μια απροκάλυπτη υποστήριξη του Λονδίνου θα έθετε σε κίνδυνο την αντικομουνιστική προσπάθεια των ΗΠΑ στη Λατινική Αμερική.
Η τότε Σοβιετική Ένωση παρέμεινε καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου ουδέτερη, καθώς ούτε η Μεγάλη Βρετανία, ούτε και η Αργεντινή βρίσκονταν στη σφαίρα επιρροής της. Σύμφωνα με τη Θάτσερ, τη μεγαλύτερη βοήθεια στη Μεγάλη Βρετανία προσέφερε η Γαλλία, δεδομένου ότι το μεγαλύτερο μέρος του στρατιωτικού εξοπλισμού της Αργεντινής ήταν γαλλικής προέλευσης (μαχητικά αεροσκάφη Mirage III και Super Etendard, βλήματα κατά πλοίων Exocet κ.ά.). Μάλιστα, το Παρίσι διέθεσε στο Λονδίνο αεροσκάφη τύπου Super Etendard για την εκπαίδευση των Βρετανών πιλότων.
Επίσης, οι Γάλλοι αποκάλυψαν στους Βρετανούς τα πλέον κρίσιμα τεχνικά και επιχειρησιακά χαρακτηριστικά των βλημάτων Exocet. Στα απομνημονεύματά της, η Θάτσερ αναφέρει ότι δεν θα ξεχάσει ποτέ τη χάρη που χρωστάει η Μεγάλη Βρετανία στον Γάλλο Πρόεδρο Φρανσουά Μιτεράν για την προσωπική του υποστήριξη στον Πόλεμο των Φώκλαντ. Αλλά και η Χιλή, παραδοσιακός εχθρός της Αργεντινής, υποστήριξε τη Μεγάλη Βρετανία, διαθέτοντας τις ένοπλες δυνάμεις της για αεροπορικό και θαλάσσιο αντιπερισπασμό.
Σε επίπεδο Ηνωμένων Εθνών, η Αργεντινή δικαιολόγησε την εισβολή επικαλούμενη συνθήκες και συμβάντα που έλαβαν χώρα πριν το 1945, δηλαδή πριν τη δημιουργία των Ηνωμένων Εθνών. Τα περισσότερα κράτη του οργανισμού, ωστόσο, έκριναν ότι εάν νομιμοποιηθούν συνοριακές αλλαγές με βάση τόσο παλαιές εδαφικές διεκδικήσεις, τότε και τα δικά τους σύνορα κινδυνεύουν. Στις 3 Απριλίου, όταν η Αργεντινή κατέλαβε το νησί της Νότιας Γεωργίας και το σύμπλεγμα των νησιών Σάντουιτς, το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών υιοθέτησε το ψήφισμα 502, το οποίο καλούσε την Αργεντινή να αποσυρθεί από τα νησιά και να πάψει τις εχθροπραξίες. Λίγο αργότερα, στις 10 Απριλίου, η τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) αποφάσισε την επιβολή εμπορικών κυρώσεων στην Αργεντινή.
Με τη βρετανική αρμάδα εν πλω, ο Χέιγκ μετέβη στο Μπουένος Άιρες για συνομιλίες με την κυβέρνηση της Αργεντινής (10 Απριλίου). Οι διαπραγματεύσεις διήρκεσαν έως τις 19 Απριλίου, όταν και έγινε σαφές στην Ουάσιγκτον ότι η Αργεντινή ήταν αποφασισμένη να πολεμήσει για τα Φώκλαντ. Έκτοτε, η στάση της Ουάσιγκτον αποκρυσταλλώθηκε, σταδιακά, υπέρ του Λονδίνου και στις 30 Απριλίου ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Ρόναλντ Ρέιγκαν δήλωσε δημόσια την υποστήριξή του προς τη Μεγάλη Βρετανία και ανακοίνωσε την επιβολή οικονομικών κυρώσεων στην Αργεντινή.
Η ανακατάληψη των νησιών από τους Βρετανούς
Οι πρώτες μάχες του πολέμου έλαβαν χώρα την 1η Μαΐου. Είχε προηγηθεί, στις 25 Απριλίου, η ανακατάληψη της νήσου Νότιας Γεωργίας από μικρή ομάδα Βρετανών κομάντο.
Το πρώτο κύμα της βρετανικής εκστρατευτικής δύναμης κατέφθασε στην περιοχή των Φώκλαντ και στάθμευσε περί τα 130 χλμ. Ανατολικά του Πορτ Στάνλεϋ. Η βρετανική αρμάδα περιελάμβανε δύο (2) ελαφρά αεροπλανοφόρα (HMS Hermes και HMS Invincible), πάνω από 20 μεγάλα πλοία επιφανείας και 43 σκάφη υποστηρίξεως διαφόρων τύπων (αποβατικά και μεταφορικά), τα οποία μετέφεραν μία πλήρως εξοπλισμένη ταξιαρχία πεζοναυτών και μονάδες ειδικών δυνάμεων. Συνολικά, το πρώτο κύμα αριθμούσε 65 πλοία, τα οποία ήταν εξοπλισμένα με σύγχρονα για την εποχή αντιαεροπορικά συστήματα τύπου Sea Darts (με βεληνεκές 56+ χλμ.), Sea Wolves (με βεληνεκές 6 χλμ.) και πυροβόλα διαμετρήματος 20 και 40 χιλιοστών σε ρόλο εγγύς αντιαεροπορικής κάλυψης.
Το κύριο οπλικό σύστημα του στόλου ήταν τα αεροσκάφη Sea Harrier FRS.1, των οποίων αντικειμενικός σκοπός ήταν η προστασία του στόλου και, κατά δεύτερο λόγο, διεξήγαγαν επιχειρήσεις βομβαρδισμού. Κατά τη διάρκεια των εχθροπραξιών, ο στόλος των Sea Harrier FRS.1 ενισχύθηκε με άλλα 14 αεροσκάφη του ιδίου τύπου, τα οποία κατέφθασαν πάνω σε δύο (2) τροποποιημένα μεταφορικά πλοία (Atlantic Conveyor και Atlantic Causeway), κατάλληλα για κάθετες αποπροσνηώσεις. Επιπροσθέτως, τέσσερα (4) Sea Harrier FRS.1 πέταξαν από την απομακρυσμένη νήσο Ασενσιόν (στο κέντρο του Ατλαντικού Ωκεανού), όπου μετά το πέρας αρκετών εναέριων ανεφοδιασμών, προστέθηκαν στη δύναμη του Βασιλικού Ναυτικού.
Από την άλλη πλευρά, η Πολεμική Αεροπορία της Αργεντινής ήταν η πιο σύγχρονη της Νοτίου Αμερικής. Στο οπλοστάσιό της υπήρχαν μερικά από τα πιο σύγχρονα μαχητικά αεροσκάφη της εποχής, όπως τα γαλλικά Mirage III (συνολικά 17) και τα ισραηλινά Daggers (συνολικά 37). Το ναυτικό της χώρας βρισκόταν στη φάση παραλαβής μιας μοίρας γαλλικών αεροσκαφών τύπου Super Etendard και γαλλικών βλημάτων κατά πλοίων τύπου Exocet. Τα κύρια αεροσκάφη κρούσης, τόσο της αεροπορίας όσο και του ναυτικού, ήταν τα σχετικά παλαιά Α-4 Skyhawk, τα οποία είχαν αποκτηθεί από τα αμερικανικά αποθέματα, το 1972. Σε υπηρεσία υπήρχαν και οκτώ (8) παρωχημένα βομβαρδιστικά Canberra, ένας μικρός αριθμός μεταφορικών αεροσκαφών, μερικές μοίρες με ΙΑ-58 Pucaras, τα οποία είχαν κατασκευασθεί στην Αργεντινή, καθώς και μερικά ελαφρά μαχητικά (στην ουσία εκπαιδευτικά) ΜΒ-339.
Ένα (1) σημαντικό πρόβλημα για την Αργεντινή ήταν ότι οι πιλότοι της δεν ήταν εκπαιδευμένοι για αποστολές μακράς ακτίνας, αλλά για αποστολές μικρής εμβέλειας και ιδιαίτερα για αποστολές εγγύς προστασίας. Τούτο διότι η Αργεντινή κινδύνευε να εμπλακεί σε πόλεμο με τη Χιλή, λόγω εδαφικών διαφορών. Η Χιλή συνορεύει με την Αργεντινή και δεν διαθέτει βάθος ενδοχώρας, αφού απλώνεται μεταξύ της οροσειράς των Άνδεων και του Ειρηνικού ωκεανού, επομένως η εκπαίδευση των Αργεντινών πιλότων περιοριζόταν σε αποστολές μικρής εμβέλειας. Τα Φώκλαντ απέχουν από την ενδοχώρα της Αργεντινής 450 χλμ., κάτι που, εξ ορισμού, περιόριζε σημαντικά την ικανότητα διεξαγωγής επιχειρήσεων μακράς εμβέλειας, καθώς επίσης και το χρόνο περιπολίας. Τα δύο (2) ιπτάμενα τάνκερ τύπου KC-130 και τα δύο (2) παρωχημένα αεροσκάφη αναγνωρίσεων μακράς ακτίνας τύπου Ρ-2 Neptune δεν μπορούσαν να βελτιώσουν την κατάσταση, αφού μόνο τα Α-4 Skyhawk ήταν σε θέση να ανεφοδιαστούν στον αέρα.
Το σημαντικότερο όμως πρόβλημα για την Αργεντινή ήταν ότι δεν διέθετε βόμβες ακριβείας, αλλά μόνο βόμβες ελεύθερης πτώσης. Οι αεροπορικές προσβολές με βόμβες ελεύθερης πτώσης απαιτούν άρτια εκπαιδευμένα πληρώματα, καθώς η άφεσή τους καθιστά τα αεροσκάφη ευάλωτα στο φάκελο εμπλοκής των αντιαεροπορικών συστημάτων.
Στα όπλα αέρος-αέρος η Αργεντινή διέθετε, ως κυρίως βλήμα αερομαχίας, μια αρχική έκδοση του γαλλικού Matra-530, το βλήμα R-550 Magic Mk.1 και τα ισραηλινά Shaffir ΙΙ για τα αεροσκάφη Daggers. Αντίθετα, η RAF (Royal Air Force) εξόπλιζε τα Sea Harrier FRS.1 με τα αμερικανικά AIM-9L Sidewinder, τεχνολογίας ολικής θέασης (All Aspect), κάτι που προσέδιδε στους Βρετανούς τακτικό πλεονέκτημα στις αερομαχίες. Το μεγαλύτερο μειονέκτημα της Μεγάλης Βρετανίας ήταν η παντελής έλλειψη αεροσκαφών έγκαιρης προειδοποίησης και ελέγχου, τα οποία θα ήταν σε θέση να εντοπίσουν εγκαίρως τα χαμηλά ιπτάμενα αεροσκάφη της Αργεντινής.
Στα τέλη Απριλίου του 1982, οι αργεντινές δυνάμεις ανέρχονταν περίπου σε 10.000 άνδρες, εκ των οποίων οι 7.000 βρίσκονταν στο Ανατολικό Φώκλαντ. Ο οπλισμός τους ήταν ελαφρύς και δεν είχαν στη διάθεσή τους βαρύ οπλισμό υποστήριξης. Μόλις τρεις εβδομάδες μετά την κατάληψη των νησιών και με τους Βρετανούς 130 χλμ. μακριά να προγραμματίζουν την απόβασή τους, τα πρώτα προβλήματα λογιστικής υποστήριξης των Αργεντινών δεν άργησαν να φανούν. Σε αυτό βοήθησε και ο ναυτικός αποκλεισμός των νησιών από τα βρετανικά πυρηνικά υποβρύχια. Έτσι, το βάρος του ανεφοδιασμού έπεσε στα επτά (7) C-130 Hercules και σε μερικά F-27 Friendship. Το πρόβλημα του ανεφοδιασμού επιλύθηκε μερικώς με την επίταξη πολιτικών αεροσκαφών.
Η μάχη για την ανακατάληψη των Φώκλαντ άρχισε πριν από την αυγή της 1ης Μαΐου του 1982, όταν ένα (1) βομβαρδιστικό τύπου Vulcan της R AF βομβάρδισε το αεροδρόμιο του Πορτ Στάνλεϋ, προκαλώντας κρατήρες στον διάδρομο και ζημιές σε διάφορες αποθήκες και λοιπές εγκαταστάσεις. Μετά τις 08:00, δέκα Sea Harrier FRS.1 έπληξαν τόσο την περιοχή του Γκους Γκριν, όσο και το αεροδρόμιο του Πορτ Στάνλεϋ. Τουλάχιστον δύο (2) IA-58 Pucaras και ένας (1) αεροδιάδρομος υπέστησαν ελαφρές ζημιές. Τα πυρά των αντιαεροπορικών συστημάτων ήταν πυκνά, αλλά ένα (1) Sea Harrier FRS.1 υπέστη ελαφρές ζημιές, οι οποίες επισκευάστηκαν άμεσα. Την επιχείρηση συνέδραμαν με πυρά τρία (3) βρετανικά πλοία.
Η Αργεντινή αντέδρασε άμεσα. Έστειλε κύματα αεροσκαφών, με αντικειμενικό σκοπό να πλήξουν τα τρία (3) βρετανικά σκάφη επιφανείας πλησίον του Πορτ Στάνλεϋ. Τα αεροσκάφη κρούσης συνοδεύονταν από μαχητικά, με σκοπό την αναχαίτιση εχθρικών ιχνών. Τα προβλήματα διοίκησης και ελέγχου που αντιμετώπιζε η πολεμική αεροπορία της Αργεντινής, η έλλειψη δυνατότητας εναέριου ανεφοδιασμού και η μεγάλη απόσταση του πεδίου επιχειρήσεων έδιναν στη RAF τακτικό πλεονέκτημα.
Την 1η Μαΐου του 1982, η Αργεντινή απογείωσε σχεδόν το σύνολο της αεροπορικής της δύναμης. Το απόγευμα της ίδιας μέρας, τέσσερα (4) Mirage ΙΙΙ ενεπλάκησαν σε αερομαχία με δύο (2) Sea Harrier FRS.1. Κατά τη διάρκεια της εμπλοκής, τα βρετανικά αεροσκάφη κατέρριψαν δύο (2) εξ αυτών, ενώ το τρίτο Mirage III, λόγω έλλειψης καυσίμου, επεδίωξε αναγκαστική προσγείωση στο αεροδρόμιο του Πορτ Στάνλεϋ. Τα αντιαεροπορικά του αεροδρομίου έβαλαν εναντίον του θεωρώντας ότι πρόκειται για βρετανικό αεροσκάφος, με συνέπεια να καταρριφθεί το μαχητικό και να σκοτωθεί ο χειριστής του.
Τα τρία (3) βρετανικά πλοία δέχθηκαν επίθεση από αεροσκάφη Daggers, αλλά μόνον ένα (1) πλοίο υπέστη ελαφρές ζημιές. Εκτός από τα Mirage III, δύο (2) βομβαρδιστικά αεροσκάφη τύπου Canberra, που προσπάθησαν να προσβάλουν τα βρετανικά πλοία, εντοπίσθηκαν από τα βρετανικά ραντάρ και αναχαιτίσθηκαν από Sea Harrier FRS.1. Ένα (1) Canberra καταρρίφθηκε, ενώ το άλλο αποσύρθηκε προς την Αργεντινή, με σοβαρές ζημιές.
Η έκβαση της πρώτης μάχης καθόρισε και την όλη πορεία των εχθροπραξιών τις επόμενες ημέρες. Οι Αργεντινοί θριαμβολογούσαν καθότι, γι’ αυτούς, οι Βρετανοί υπέστησαν σοβαρές ζημιές σε τρία (3) πλοία και έχασαν πέντε (5) Sea Harriers. Επίσης, δήλωσαν ότι απέτρεψαν αεροναυτική απόβαση από πλευράς Βρετανών. Στην πραγματικότητα, η ημέρα κύλησε υπέρ των Βρετανών. Οι βρετανικές δυνάμεις δεν έχασαν κανένα αεροσκάφος, ενώ μόνον ένα (1) πλοίο υπέστη ελαφρές ζημιές. Η δήθεν αεροναυτική απόβαση που απετράπη ήταν στην πραγματικότητα μερικά ανθυποβρυχιακά ελικόπτερα του Βασιλικού Ναυτικού, τα οποία ερευνούσαν για τον εντοπισμό υποβρυχίων.
Στις 2 Μαΐου, το βρετανικό υποβρύχιο HMS Conqueror προσέβαλε και βύθισε το αντιτορπιλικό General Belgrano, με αποτέλεσμα τον θάνατο 400 ναυτών. Δύο (2) μέρες αργότερα, αεροσκάφη τύπου Super Etendard έπληξαν, με βλήματα Exocet, και βύθισαν το βρετανικό αντιτορπιλικό HMS Sheffield. Μέχρι τις 21 Μαΐου πέριξ των Φώκλαντ λάμβαναν χώρα αεροναυτικές επιχειρήσεις με αρκετές απώλειες και για τις δύο (2) πλευρές.
Στις 21 Μαΐου, οι Βρετανοί κατάφεραν να δημιουργήσουν προγεφύρωμα στη βόρεια ακτή του Ανατολικού Φώκλαντ. Εκεί συγκέντρωσαν στρατιωτικές δυνάμεις και, μετά από σκληρές μάχες, οι βρετανικές δυνάμεις άρχισαν να προελαύνουν νοτιοδυτικά και κατέλαβαν το Ντάρβιν και το Γκους Γκριν, στις 28 Μαΐου. Η προέλαση των βρετανικών δυνάμεων συνεχίστηκε και καταλήφθηκαν διαδοχικά οι οικισμοί Ντάγκλας (30 Μαΐου), Μάουντ Κεντ (31 Μαΐου) και Μάουντ Λόνγκντον (12 Ιουνίου). Στις 14 Ιουνίου, σχεδόν χωρίς μάχη, η φρουρά του Πορτ Στάνλεϋ παραδίδεται στους Βρετανούς.
Η ήττα των Αργεντινών ήταν γεγονός, αν και το Λονδίνο ανακοίνωσε την κατάπαυση του πυρός στις 20 Ιουνίου, αμέσως μετά την κατάληψη και των νησιών Σάντουιτς.
Συμπεράσματα
Ο Πόλεμος των Φώκλαντ ουσιαστικά κρίθηκε στον αέρα. Στην πραγματικότητα, οι χερσαίες μάχες υπήρξαν δευτερεύουσας σημασίας. Εάν το βρετανικό ναυτικό δεν ήταν σε θέση να αποτρέψει τις αεροπορικές επιθέσεις της Αργεντινής και να προστατεύσει τον στόλο, τότε καμία βρετανική αποβατική ενέργεια δεν θα ήταν εφικτή. Αντίστοιχα, χωρίς τα αερομεταφερόμενα μέσα, η δύναμη φρούρησης της Αργεντινής δεν θα μπορούσε να υποστηριχθεί. Οι δυνάμεις θα εξουθενώνονταν και θα παραδίδονταν, ασχέτως των οποιωνδήποτε επιτυχιών ελάμβαναν χώρα στο πεδίο της μάχης.
Το σύνολο των επιχειρήσεων κατέδειξε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την στρατηγική ανεπάρκεια της δικτατορίας στην Αργεντινή, καθώς φαίνεται πως δεν υπήρχε οργανωμένο σχέδιο για την επομένη της καταλήψεως των νησιών.
Πράγματι, οι Αργεντινοί ιθύνοντες αιφνιδιάστηκαν από την απόφαση των ΗΠΑ να συμπαρασταθούν στους Βρετανούς, αλλά και από αυτή καθαυτή την απόφαση του Λονδίνου να πολεμήσει για τα Φώκλαντ. Στην ουσία, η έλλειψη ενός προμελετημένου σχεδίου καταδίκασε τις δυνάμεις της Αργεντινής σε ήττα. Ειδικότερα για τις ΗΠΑ, η Αργεντινή πίστευε ότι η συνεργασία που προσέφερε το Μπουένος Άιρες στην Ουάσιγκτον στο ζήτημα των Κόντρας θα λειτουργούσε υπέρ της Αργεντινής ή, στη χειρότερη περίπτωση, η Ουάσιγκτον θα κρατούσε μια παθητική ουδετερότητα και θα ζητούσε γενικά και αόριστα την επίλυση του θέματος με διπλωματικά μέσα.
Επιπροσθέτως, η Αργεντινή προέβη στο μοιραίο σφάλμα να υπερασπισθεί τις νήσους με στράτευμα χαμηλής εκπαίδευσης, το οποίο αποτελούσαν στην πλειοψηφία τους κληρωτοί. Οι τελευταίοι καλούνταν να προασπίσουν τα Φώκλαντ από τους επαγγελματίες και άριστα εκπαιδευμένους Βρετανούς αλεξιπτωτιστές και Πεζοναύτες. Οι Αργεντινοί πίστεψαν, ίσως, πως ο πατριωτισμός και η γενναιότητα θα θριάμβευαν έναντι της επαγγελματικής εκπαιδεύσεως.
Συν τοις άλλοις, τα νησιά τελούσαν υπό στενό ναυτικό αποκλεισμό από το Βασιλικό Ναυτικό. Επομένως, οι μη εκπαιδευμένες και άπειρες δυνάμεις της Αργεντινής ήταν αποκλεισμένες και καταδικασμένες να προασπίσουν τις νήσους με ελαφρύ εξοπλισμό. Επίσης, η απόφαση της Αργεντινής να μετασταθμεύσει στην αεροπορική βάση του Πορτ Στάνλεϋ ελαφρά αεροσκάφη αποδείχθηκε λανθασμένη. Τα 24 ΙΑ-58 Pucaras, τα έξι (6) ΜΒ-339 και τα έξι (6) Τ-34 δεν ήταν σε θέση να πλήξουν τα σκάφη επιφανείας του Βασιλικού Ναυτικού και να καταρρίψουν τα σύγχρονα, για την εποχή, Sea Harrier FRS.1. Εκ των υστέρων, πολλοί στρατιωτικοί αναλυτές εκτίμησαν ότι το μέγα σφάλμα των Αργεντινών ήταν η μη επέκταση του αεροδρομίου στο Πορτ Στάνλεϋ. Σε αντίθετη περίπτωση, τα σύγχρονα αεροσκάφη της Αργεντινής θα μπορούσαν να μετασταθμεύσουν στις νήσους, και ίσως η έκβαση του πολέμου να ήταν διαφορετική.
Στον Πόλεμο των Φώκλαντ κατέστη σαφές ότι η απλώς επαρκής εκπαίδευση των πληρωμάτων δεν αρκεί. Για την επικράτηση στους αιθέρες, αφενός απαιτείται η άρτια εκπαίδευση και αφ’ ετέρου τα πλέον σύγχρονα αεροπορικά μέσα. Αν και οι χειριστές των Αργεντινών δεν κατάφεραν τη νίκη, ωστόσο κατόρθωσαν να επιφέρουν εκτεταμένες απώλειες στους Βρετανούς και να βυθίσουν αρκετά πλοία. Άλλωστε, οι αεροναυτικές επιχειρήσεις του πολέμου κατέδειξαν με τον πλέον κατάλληλο τρόπο την απειλή των βλημάτων ναυτικής κρούσεως, όπως των Exocet, βλήματα τα οποία διαθέτει και η χώρα μας. Το μεγαλύτερο πρόβλημα για την Αργεντινή ήταν η μικρή εμβέλεια των αεροσκαφών της και η αδυναμία των ιπτάμενων τάνκερ της χώρας να καλύψουν τις επιχειρησιακές ανάγκες.
Από την άλλη πλευρά, οι Βρετανοί συνειδητοποίησαν την αξία των σύγχρονων βλημάτων αέρος-αέρος και τη σημασία ενός εναέριου συστήματος έγκαιρης προειδοποίησης και ελέγχου. Σε αρκετές περιπτώσεις, οι Αργεντινοί αιφνιδίασαν τους Βρετανούς και, πετώντας σε χαμηλό ύψος, κατάφεραν σημαντικά πλήγματα. Σε διαφορετική περίπτωση, οι Βρετανοί θα μπορούσαν να εντοπίσουν τα χαμηλά ιπτάμενα ίχνη εκ του μακρόθεν και να τα αναχαιτίσουν. Πάντως, το ΝΑΤΟ υποστήριξε τη Μεγάλη Βρετανία στον τομέα των πληροφοριών, με την παροχή δορυφορικών εικόνων και την αδιάκοπη παροχή βλημάτων τύπου AIM-9L Sidewinder. Μάλιστα η Θάτσερ, στα απομνημονεύματά της, αναφέρει ότι «χωρίς τα αεροσκάφη Sea Harrier FRS.1 με την εξαιρετική ευελιξία τους και χωρίς τις τελευταίες εκδόσεις των βλημάτων Sidewinder, τα οποία μας παρείχαν οι ΗΠΑ, δεν θα είχαμε πάρει πίσω τα Φώκλαντ».
Οι απώλειες των Αργεντινών ήταν μεγάλες. Οι νεκροί ανήλθαν στους 649, οι τραυματίες στους 1.068 και οι αιχμάλωτοι πολέμου στους 11.313, σχεδόν δηλαδή ολόκληρη η φρουρά των νησιών. Η αεροπορία της χώρας έχασε 75 μαχητικά αεροσκάφη και 25 ελικόπτερα, ενώ το ναυτικό απώλεσε ένα (1) αντιτορπιλικό, ένα (1) υποβρύχιο, δύο (2) περιπολικά σκάφη και πέντε (5) βοηθητικά πλοία. Οι Βρετανοί είχαν 258 νεκρούς, 777 τραυματίες και 115 αιχμαλώτους πολέμου. Το ναυτικό έχασε 10 αεροσκάφη Sea Harrier, 24 ελικόπτερα, δύο (2) αντιτορπιλικά, δύο (2) φρεγάτες, ένα (1) αρματαγωγό, μία (1) αποβατική άκατο και πέντε (5) βοηθητικά πλοία.