Οι εξελίξεις αποκαλύπτουν και επιβεβαιώνουν διαχρονικά ότι τα παθήματα δεν γίνονται μαθήματα στην Ελλάδα. Και αυτό αφορά και στα εξοπλιστικά προγράμματα βέβαια. Μετά από μία δεκαετία οικονομικής κρίσης και αυστηρών δημοσιονομικών περιορισμών, η Ελλάδα, όπως και όλες οι χώρες του πλανήτη, βρέθηκε αντιμέτωπη με την υγειονομική κρίση του Covid-19. Σήμερα δε, έρχεται αντιμέτωπη και με την μεγαλύτερη ίσως ενεργειακή κρίση που έχει πλήξει την Ευρώπη και κατ΄ επέκταση και ολόκληρο τον κόσμο.
Το κόστος αντιμετώπισης αυτών των κρίσεων είναι φυσικά τεράστιο και οπωσδήποτε δεν επιβαρύνει μόνο την ελληνική οικονομία. Το μεγάλο πρόβλημα της τελευταίας όμως, είναι ότι σε αντίθεση με τις οικονομίες των άλλων χωρών – μελών της Ε.Ε., οφείλει παράλληλα να συντηρεί τις Ένοπλες Δυνάμεις της χώρας σε βαθμό που να παραμένουν αξιόμαχες προς αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής. Διαχρονικά και ανεξαρτήτως επικρατούντων δημοσιονομικών περιορισμών και οικονομικών-ενεργειακών συνθηκών.
Σε ότι αφορά στην ενεργειακή κρίση αυτή καθεαυτή, η γνώμη των ειδικών συγκλίνει και αποκαλύπτει με αδιάσειστα στοιχεία, το γεγονός ότι η Ελλάδα πληρώνει σήμερα πολύ ακριβά τις επιλογές των κυβερνήσεων της των τελευταίων 12 ετών. Δεν θα σταθούμε στο κομμάτι αυτό και γιατί δεν είμαστε ειδικοί, αλλά και γιατί δεν είναι το αντικείμενο του παρόντος. Ας περάσουμε λοιπόν στην ουσία του αυτού του σημειώματος.
Έχει γραφτεί κατ΄ επανάληψη στο παρελθόν και όχι μόνο από το DR, ότι ο μόνος τρόπος επανενεργοποίησης της ελληνικής άμυνας και του εκσυγχρονισμού της στο συντομότερο δυνατό χρόνο και με το χαμηλότερο δυνατό κόστος, είναι η αξιοποίηση (σε πρώτη φάση) του υλικού που αποκτήθηκε στο παρελθόν, μέσω υλοποίησης προγραμμάτων εν συνεχεία υποστήριξης (FOS) και εκσυγχρονισμού, όπου αυτό κριθεί οικονομικά, επιχειρησιακά και τεχνικά εφικτό και αποδοτικό.
Παράλληλα, είναι ευνόητο, αναγκαίο και αποτελεί κοινή πρακτική σε όλο τον ανεπτυγμένο κόσμο και τη Δύση, να αξιοποιείται στο μέγιστο δυνατό βαθμό μία επένδυση που έχει γίνει σε μέσα και εξοπλισμό στο παρελθόν. Η αντικατάσταση των μέσων αυτών με νέα, γίνεται μόνο όταν πλέον δεν μπορούν τα ήδη υφιστάμενα να καλύψουν τις τρέχουσες επιχειρησιακές ανάγκες, αλλά και αυτές που αναμένεται να προκύψουν μελλοντικά. Σε κάθε περίπτωση υλοποιείται σχεδιασμός σε βάθος δεκαετιών με συνδυασμό επιχειρησιακών, οικονομικών αλλά και βιομηχανικών κριτηρίων.
Για να έρθουμε στα καθ΄ ημάς, στο κομμάτι των ακριβών στην αγορά και στη συντήρηση πτητικών μέσων τουλάχιστον, πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι στη λήψη της απόφασης εκσυγχρονισμού των τετρακινητήριων P-3B του Πολεμικού Ναυτικού, συνυπολογίστηκαν όλα (και τα τρία…) αυτά βασικά κριτήρια. Ή σχεδόν όλα… Το βιομηχανικό καλύφθηκε μέσω της συμμετοχής της ΕΑΒ και της Skytalis στο πρόγραμμα που υλοποιήθηκε μέσω FMS.
Στο επιχειρησιακό κομμάτι, πρόκειται για πλατφόρμα ανθυποβρυχιακού πολέμου με παράλληλες εξαιρετικές δυνατότητες στον τομέα της θαλάσσιας επιτήρησης, οι οποίες κρίνονται επαρκείς και εξαιρετικές και για την επόμενη δεκαετία. Το “σχεδόν όλα” είναι σχετικό με το ότι μαζί με τον εκσυγχρονισμό των αεροσκαφών δεν ζητήθηκε επισήμως από την αμερικανική πλευρά (μέσω του ίδιου αιτήματος LOR) η πρόβλεψη μεταφοράς και αξιοποίησης αντιπλοϊκών πυραύλων (Harpoon και SLAM-ER) και φυσικά η προμήθεια των ίδιων των όπλων…
Διαβάζουμε στα σχόλιά σας, επισημάνσεις και παρατηρήσεις σχετικά με το εάν τα αεροσκάφη φέρουν τις αναγκαίες καλωδιώσεις και τα πτερυγικά hard points για την προσαρμογή των αναρτήρων αυτών των όπλων. Από τη στιγμή που αντικαταστάθηκαν οι πτέρυγες με νέες, ασφαλώς θα έπρεπε να υπάρξει σχετική πρόβλεψη και απαίτηση από το Πολεμικό Ναυτικό. Αυτή είναι η ουσία και εκεί πρέπει να σταθούμε. Υπήρξε τέτοια απαίτηση και αν όχι, γιατί; Δεν ήταν (και δεν είναι;) επιθυμητή η αντιπλοϊκή ικανότητα με ακρίβεια και από μεγάλες αποστάσεις και μάλιστα υπό την αμεσότητα και τα πλεονεκτήματα μίας ιπτάμενης πλατφόρμας; Το ίδιο δυστυχώς έγινε και στην περίπτωση της προμήθειας των ανθυποβρυχιακών ελικοπτέρων MH-60R.
Μαζί με τα νέα ανθυποβρυχιακά ελικόπτερα δεν αγοράστηκε, έστω και μικρός, αριθμός αντιπλοϊκών πυραύλων νέας γενιάς NSM. Πέρα από αυτό όμως… Πρό της απόφασης προμήθειας των εφτά νέων MH-60R, εξετάστηκε το ενδεχόμενο εκσυγχρονισμού των 11 συνολικά παλιών Aegean Hawk και της επαναφοράς τους σε πλόϊμη και απολύτως επιχειρησιακή κατάσταση; Εξετάστηκε παράλληλα η προοπτική εκσυγχρονισμού των παλιών μεν αλλά αξιόπιστων και χρήσιμων και για τα επόμενα 15 τουλάχιστον χρόνια ΑΒ 212 ASW;
Σε συνεργασία με την ισπανική βιομηχανία (https://defencereview.gr/etsi-eprepe-na-ine-cockpit-ton-elikopteron-ab-212-tou-pn-ke-ochi-mono-vinteo/) στην οποία η Τουρκία έχει απευθυνθεί στο πλαίσιο πολλών προγραμμάτων, αποκομίζοντας πολλαπλά οφέλη (οικονομικά, βιομηχανικά και επιχειρησιακά). Με άλλα λόγια, εξετάστηκε συνολικά ο εκσυγχρονισμός των ανθυποβρυχιακών ελικοπτέρων της Διοίκησης Ελικοπτέρων Ναυτικού, πριν ληφθεί η απόφαση δαπάνης 600 εκατομμυρίων δολαρίων για την προμήθεια εφτά καινούριων MH-60R;
Τέλος, εξετάστηκε πριν από πέντε σχεδόν χρόνια το εάν θα ήταν αποδοτικότερο (επιχειρησιακά και βιομηχανικά) να αποδοθεί αυτό το ποσό (600 εκατομμύρια δολάρια) στον εκσυγχρονισμό των τεσσάρων MEKO 200HN; Η απάντηση είναι πώς, προφανώς όχι… Γιατί αν είχε εξεταστεί σοβαρά ο εκσυγχρονισμός των υπερπολύτιμων αυτών μονάδων επιφανείας τότε, δεν θα βρισκόταν σήμερα το Πολεμικό Ναυτικό στην ανάγκη να αναζητά λύσεις για το μέλλον τους και για το μέλλον της Διοίκησης Φρεγατών συνολικά!
Για να μην μακρηγορούμε, γιατί τα παραδείγματα είναι πραγματικά πάρα πολλά, ερχόμαστε στο σήμερα… Η ελληνική πλευρά φέρεται με βάση αρκετά δημοσιεύματα να έχει εκδηλώσει ενδιαφέρον για την προμήθεια τριών μη επανδρωμένων αεροσκαφών επιτήρησης MQ-9B SkyGuardian/SeaGuardian (https://defencereview.gr/synechizontai-oi-epafes-kai-oi-enimero/). Της μη οπλισμένης έκδοσης του MQ-9 Reaper δηλαδή, μαζί με δύο σταθμούς ελέγχου στο έδαφος, εκτιμώμενου κόστους 300 τουλάχιστον (δηλαδή 300+) εκατομμυρίων δολαρίων!
Η Αυστραλία (https://defencereview.gr/i-aystralia-akyrose-to-programma-prom/) και η Ινδία ματαίωσαν αντίστοιχα προγράμματα, λόγω υψηλού κόστους. 300+ εκατομμύρια δολάρια για τρία μόλις αεροσκάφη και τον εξοπλισμό τους είναι πράγματι μεγάλο ποσό, αλλά το ζήτημα στην ελληνική περίπτωση δεν βρίσκεται μόνο εκεί. Μπορεί να εντοπιστεί και στα παρακάτω ενδιαφέροντα:
– Εφόσον είναι αναγκαία η προμήθεια των τριών MQ-9B για ποιόν ακριβώς λόγο έγινε η επένδυση 500 εκατομμυρίων δολαρίων (και πολύτιμου χρόνου) για τον εκσυγχρονισμό των P-3B σε P-3H; Που θα είναι πλατφόρμες επιτήρησης κορυφαίων δυνατοτήτων. Μήπως θα πρέπει πρώτα να παραληφθούν τα αεροσκάφη αυτά και κατόπιν να αξιολογηθεί με βάση τα επιχειρησιακά δεδομένα που θα προκύψουν, αν θα πρέπει όντως να δαπανηθούν άλλα 300+ εκατομμύρια δολάρια για να πλαισιωθούν από τρία μόλις μη επανδρωμένα MQ-9B;
– Είναι δυνατόν να μη έχουμε ακόμη κατορθώσει να επανενεργοποιήσουμε (https://defencereview.gr/polemiki-aeroporia-prosklisi-diener/) τα επίσης υπερπολύτιμα και υψηλών δυνατοτήτων επιτήρησης και ελέγχου αέρος και θαλάσσης, EMB-145H (AΣΕΠΕ), για την αγορά των οποίων δαπανήθηκαν 554 εκατομμύρια δολάρια χωρίς να αξιοποιηθούν ποτέ (https://defencereview.gr/emb-145h-erieye-h-pragmatiki-istoria-enos-akomiell/) και να εξετάζουμε τη δαπάνη 300+ εκατομμυρίων δολαρίων για την αγορά τριών μόλις MQ-9B;
– Είναι δυνατόν να καθυστερούμε επί τετραετία τουλάχιστον, άνευ λογικών επιχειρημάτων και στοιχείων, τον εκσυγχρονισμό των 38 μαχητικών F-16 Block 50 που περιλαμβάνει και δομική αναβάθμιση με κόστος 450 εκατομμυρίων δολαρίων και να προωθούμε την άμεση αγορά τριών μη επανδρωμένων αεροσκαφών επιτήρησης, κόστους 300+ εκατομμυρίων δολαρίων; Από που προκύπτει ότι είναι ακριβότερη και επιχειρησιακά λιγότερο αναγκαία επιλογή, η προμήθεια 30 τουλάχιστον ατρακτιδίων στοχοποίησης SNIPER; Ατρακτιδίων που μεταξύ άλλων θα μετατρέψουν τα F-16V και τα F-16 Block 50, εφόσον εκσυγχρονιστούν στο επίπεδο Block 50M, σε ικανότατες πλατφόρμες ISR (Intelligence, Surveillance, Reconnaissance)!
Επισημαίνεται στον σχολιασμό σας, πολύ ορθά κατά την άποψή μας, ότι η Πολεμική Αεροπορία έχει στο οπλοστάσιό της εκατοντάδες συλλογές κατευθυνομένων βομβών λέιζερ (LGB), που καλύπτουν τις ανάγκες σε αποστολές αέρος – εδάφους. Το πρόβλημα είναι ότι αυτό το απόθεμα είναι άχρηστο από τη στιγμή που δεν υπάρχουν σύγχρονα ατρακτίδια στοχοποίησης (https://defencereview.gr/5437-2/) για την καθοδήγηση των LGB που μπορούν να αξιοποιηθούν μόνο από την κύρια δύναμη μαχητικών (F-16) της Πολεμικής Αεροπορίας!
Δεν θα επεκταθούμε σε άλλα παραδείγματα… Ούτε καν στις ανάγκες συντήρησης και υποστήριξης του επίσης κρίσιμου επιχειρησιακά, στόλου των μεταφορικών αεροπλάνων και ελικοπτέρων. Που… παραμένουν ανάγκες! Οι χαμηλές διαθεσιμότητες δεν έχουν καν αντιμετωπιστεί συνολικά και σε βάθος χρόνου ως πρόβλημα. Η ουσία συνεπώς παραμένει ή ίδια. Οι σημερινές περιστάσεις απαγορεύουν τα λάθη του παρελθόντος. Η ελληνική οικονομία δεν έχει τη δυνατότητα να τα πληρώνει και η ελληνική άμυνα δεν έχει τη δυνατότητα να τα καλύπτει μένοντας δεκαετίες πίσω…