Από τη δεκαετία του 90’ και ύστερα όλες οι κύριες ναυτικές μονάδες είναι εξοπλίστηκαν με κάθετους εκτοξευτές πυραύλων οι οποίοι αντικατέστησαν τους παλαιότερους εκτοξευτές τύπου Mk29, Mk26 που έφεραν ναυτικές μονάδες παλαιότερης σχεδίασης. Η αρχή έγινε στα μέσα της δεκαετίας του 80’ με την εισαγωγή σε υπηρεσία του πρώτου συστήματος κάθετης εκτόξευσης MK41 Mod 0 στα καταδρομικά τύπου Ticonderoga και πιο συγκεκριμένα επί του USS CG52 Bunker Hill στις 20 Σεπτέμβρη του 1986. Ο νέος εκτοξευτής έδωσε στα πλοία του αμερικάνικου ναυτικού πολλαπλά πλεονεκτήματα σε σύγκριση με τον εκτοξευτή MK26 που έφεραν τα πρώτα πλοία της κλάσης.

Τα κύρια πλεονεκτήματα ήταν:

  1. Ο αυξημένος ρυθμός βολής που επιτυγχάνεται από τον μεγάλο αριθμό MK41, 16 τον αριθμό σε κάθε καταδρομικό σε σύγκριση με τους δύο MK26.  
  2. Ο αυξημένος αριθμός βλημάτων έτοιμων για εκτόξευση. Ο κάθε εκτοξευτής MK41 έχει τη δυνατότητα να έχει έτοιμα προς βολή δύο βλήματα, ένα ανά τετράδα, επί το πλήθος των εκτοξευτών. Από την άλλη οι δύο MK26 μπορούσαν να έχουν μόνο τέσσερα βλήματα στο σύνολο έτοιμα προς εκτόξευση κάθε φορά. Οπότε τα πλοία μπορούσαν να εκτοξεύσουν μέχρι 32 βλήματα με τους νέους εκτοξευτές.
  3. Δυνατότητα διεξαγωγής ταυτόχρονα πολλαπλών επιχειρήσεων εφόσον το πλοίο μπορούσε να εκτοξεύσει ταυτόχρονα αντιαεροπορικούς πυραύλους, πυραύλους κρουζ και ASROC από το πλήθος των διαφορετικών μονάδων MK41. Στο αρχικό μοντέλο του Mk41 Mod 0 οι απαιτήσεις του ναυτικού ήταν να μπορεί να βάλει τα αντιαεροπορικά βλήματα SM-2 για αντιαεροπορική άμυνα περιοχής, τους πυραύλους κρουζ BMG-109 Tomahawk για προσβολή χερσαίων στόχων σε βάθος και το σύστημα ASROC με τορπίλες MK46 για την προσβολή υποβρυχίων σε μεγάλες αποστάσεις.
  4. Ο αυξημένος πλεονασμός, σε περίπτωση βλάβης του ενός εκτοξευτή MK41 το πλοίο μπορεί να βάλει από τον/τους άλλον/ους.
  5. Οι χαμηλές απαιτήσεις επάνδρωσης, ο Mk41 είχε τις μισές απαιτήσεις επάνδρωσης σε σύγκριση με τους Mk26.
  6. Οι χαμηλές απαιτήσεις επισκευών λόγων της εξάλειψης των κινούμενων μερών που διέθετε ο παλιός εκτοξευτής.

Το σύστημα Mk41 VLS αποτελείται από μία συστοιχία οκτώ θέσεων οι οποίες χωρίζονται ανά τετράδα με κοινή εξαγωγή καυσαερίων. Αυτή η διάταξη δίνει τη δυνατότητα στον κάθε εκτοξευτή να έχει έτοιμο για εκτόξευση έναν πύραυλο ανά τετράδα. Όμως η κοινή εξαγωγή καυσαερίων σημαίνει ότι δεν μπορούν να εκτοξευθούν ταυτόχρονα ή με πολύ μικρή χρονική απόσταση τα δύο έτοιμα βλήματα μεταξύ τους αφού θα πρέπει πρώτα να καθαρίσει ο χώρος από τα καυσαέρια το πρώτου πύραυλου πριν γίνει διαθέσιμη η εξαγωγή καυσαερίων για τον δεύτερο έτοιμο πύραυλο.  Κάθε μονάδα Mk41 είναι αυτόνομη διαθέτοντας όλα τα απαιτούμενα ηλεκτρονικά, καλωδιώσεις πίνακες ελέγχου και τροφοδοσία ηλεκτρικής ενέργειας. Ο εκτοξευτής MK41 βγαίνει σε δύο εκδόσεις, το Tactical και το Strike. Η βασική διαφορά τους είναι το ύψος του εκτοξευτή όπου για τον Tactical είναι στα 6,76 μέτρα και για τον Strike στα 7,7 μέτρα. Ο εκτοξευτής Tactical μπορεί να φέρει τους πυραύλους ESSM και CAMM σε τετράδες, τους SM-2και ASROC και ο Strike όλους εκείνους που μπορεί να φέρει ο Tactical συν τους πυραύλους , SM-3, SM-6 και κρουζ τύπου Tomahawk.

MK41 VLS 4-cell Module
MK41 – Σύστημα Διαχείρισης Καυσαερίων

Στην «καρδιά» του Mk.41 βρίσκεται το σύστημα ελέγχου εκτοξευτή (LCU : Launch Control Units). Κάθε σύνολο εκτοξευτών, στην πρύμνη ή/και στην πλώρη, συνοδεύει ένα LCU, καθώς και ένα κιτίο ελέγχου αστοχιών (DCJB : Damage Control Junction Box). Επίσης, το συνοδεύει οθόνη απεικόνισης γενικής κατάστασης του συστήματος και ενεργοποίησης της διαδικασίας εκτόξευσης (LESP : Launch Enable and Status Panel). Σήμερα, ο Mk41 παράγεται με κοινή, σπονδυλωτή αρχιτεκτονική, δηλαδή ένα υπό-σύστημα ενός εκτοξευτή ενός πλοίου μπορεί να αντικαταστήσει ένα ίδιο σε άλλο πλοίο. Επίσης, για να υποστηρίζει την εκτόξευση πυραύλων διαφορετικών ρόλων ο Mk41 ενσωματώνει πολλαπλά συστήματα ελέγχου πυρός (WCS : Weapon Control System). 

Οι αρχικές εκδόσεις των Mk41 μπορούσαν να εφοδιαστούν εν πλω, μέσω ενός πτυσσόμενου γερανού. Ωστόσο, η χρήση του κρίθηκε μη πρακτική και σε κάποιες περιπτώσεις επικίνδυνη. Το πολεμικό πλοίο και το πλοίο ανεφοδιασμού έπρεπε να παραμείνουν σε στάση και σε ήρεμη θάλασσα, χωρίς κυματισμό, για μεγάλο χρονικό διάστημα, μέχρι δηλαδή να ολοκληρωθεί η διαδικασία. Στο διάστημα αυτό τα πλοία ήταν εκτεθειμένα σε πιθανές εχθρικές επιθέσεις. Έτσι, ο γερανός δεν προσφέρεται πλέον ως τμήμα του συστήματος Mk41.

Το κύριο πρόβλημα του εκτοξευτή Mk41 είναι η διαχείριση της εκτόνωσης των καυσαερίων από την εκτόξευση, η οποία μειώνει το ρυθμό βολής του εκτοξευτή. Η λύση ήρθε με τους εκτοξευτές MK56 και Mk57 οι οποίοι αποτελούν εξέλιξη των εκτοξευτών Mk48 και Mk41. Ο εκτοξευτής Mk56 είναι μικρού βάρους για βολή πυραύλων ESSM και προσφέρεται σε modules των 4, 8 & 12 κελιών ενώ ο Mk57 σχεδιάστηκε για τα νέα αντιτορπιλικά τύπου Zumwalt και διαθέτει τέσσερα κελιά μεγαλύτερου μεγέθους ικανά να φέρουν όλα τα υπάρχοντα βλήματα του αμερικάνικου πολεμικού ναυτικού καθώς και μελλοντικά με δυνατότητα διαχείρισης πυραύλων με 45% περισσότερη μάζα καυσαερίων. Η νέα μέθοδος τύπου U και στους δύο εκτοξευτές επιτρέπει τη μη διάδοση των καυσαερίων στα παρακείμενα κελιά με αποτέλεσμα να αυξάνει κατά πολύ το ρυθμό βολής της κάθε μονάδας.

MK57 VLS 4 cell Module

Στην άλλη πλευρά του ατλαντικού η γαλλική DCNS σημερινή Naval Group, ανέπτυξε τους εκτοξευτές Sylver για το πρόγραμμα PAAMS και τους πυραύλους Aster 15 & 30. Ο εκτοξευτής Sylver όπως και ο αμερικάνικος Mk41 είναι μια συστοιχία των οκτώ θέσεων. Παράγεται σε τέσσερις διαμορφώσεις Α35, Α43, Α50 και Α70 όπου ο αριθμός αναφέρεται στο ύψος του εκτοξευτή δηλαδή 3,5, 4,3, 5 και 7 μέτρα ενώ το πλάτος και το μήκος είναι το ίδιο σε όλες τις εκδόσεις. Ο Α35 μπορεί να φιλοξενήσει τους MICA και VT1, o A43 μπορεί να φιλοξενήσει επιπλέον τον Aster 15, ο Α50 μπορεί να φιλοξενήσει επιπλέον τον Aster 30 και τέλος ο Α70 μπορεί να φιλοξενήσει επιπλέον τον Scalp Naval.

Sylver A50 σε αντιτορπιλικό Type 45 του Royal Navy

Συγκρίνοντας το αμερικάνικο και το ευρωπαϊκό σύστημα τους βλέπουμε ότι έχουμε να κάνουμε με δύο πολύ προηγμένα συστήματα τα οποία έχουν επιλεχθεί από πολλές ναυτικές δυνάμεις στον κόσμο και ειδικά ο Mk41 ο οποίος έχει ξεκινήσει την καριέρα του πριν από 40 χρόνια.

Το κύριο πλεονέκτημα του Mk41 σε σύγκριση με τον Sylver είναι ότι έχει πολύ περισσότερα όπλα ενσωματωμένα και διαθέτει πλήρη γκάμα όπλων για AAW, ASuW, Deep Strike, BMD και ASW επιχειρήσεις ενώ η ανοικτή αρχιτεκτονική και το καινούριο κάνιστρο EXLS θα επεκτείνει ακόμη περισσότερο το φερόμενο οπλοστάσιο. Επίσης έχει δυνατότητα να φέρει ανά τετράδες τους ΑΑ πυραύλους άμυνας σημείου ESSM και CAMM/ER τετραπλασιάζοντας το φερόμενο οπλικό φορτίο του πλοίου φορέα. Ειδικά με τους  CAMM/ER και την ψυχρή εκτόξευση αντιμετωπίζεται το μειονέκτημα της κοινής εξόδου καυσαερίων και της διαχείρισής τους, οπότε το πλοίο φορέας μπορεί να εκτοξεύσει όλο το φόρτο και περιορίζεται μόνο στους πόσους πυραύλους εν πτήση μπορεί να διαχειριστεί το σύστημα μάχης του πλοίου.

Από την άλλη πλευρά ο Sylver έχει μικρότερο βάρος και χωροταξικό αποτύπωμα επάνω στο πλοίο σε σύγκριση με τον Mk41. Επίσης το κάθε κελί διαθέτει τη δική εξαγωγή καυσαερίων οπότε το πλοίο φορέας μπορεί να εκτοξεύσει όλο το φόρτο σε μερικά δευτερόλεπτα με οποιονδήποτε πύραυλο είναι εφοδιασμένο σε αντίθεση με τον Mk41 που αυτό επιτυγχάνεται μόνο με τους CAMM.