Πριν από έξι χρόνια μέσα από την αρθρογραφία του DefenceReview.gr είχαμε αποκαλύψει το ενδιαφέρον του Πολεμικού Ναυτικού για την απόκτηση των ολλανδικών φρεγατών αεράμυνας περιοχής LCF. Το άρθρο το οποίο υπέγραψε ο Διευθυντής Σύνταξης του DefenceReview.gr, Ιωάννης Νικήτας δημοσιεύτηκε στις 13 Μαρτίου 2019 με τίτλο: «Αποκλειστικό: Το φλερτ του ΠΝ με τις Ολλανδικές φρεγάτες LCF». Όπως χαρακτηριστικά τονίζαμε: «Το τελευταίο χρονικό διάστημα καταβλήθηκε από πλευράς ΓΕΝ μια διαρκής προσπάθεια για την εξεύρεση λύσεων που θα ικανοποιήσουν την επιτακτική ανάγκη για την ανανέωση των μονάδων επιφανείας του Στόλου. Μεταξύ αυτών αποτέλεσε η επιλογή των πλοίων Adelaide του Ναυτικού της Αυστραλίας. Τα πλοία ήταν μια καλή ενδιάμεση λύση ως την έλευση νέων πλοίων και μάλιστα προσέδιδαν δυνατότητες αεράμυνας περιοχής απόρροια των βλημάτων SM-2. Επανερχόμενοι στο θέμα των Ολλανδικών πλοίων LCF το Π.Ν το προηγούμενο χρονικό διάστημα εξέταζε επιλογές απόκτησης μεταχειρισμένων πλοίων. Μεταξύ αυτών ο Α/ΓΕΝ Αντιναύαρχος Νικόλαος Τσούνης συνομίλησε με το Ναυτικό της Ολλανδίας για την απόκτηση των πλοίων LCF. Διακαής πόθος του Π.Ν είναι τα Ολλανδικά πλοία συνέπεια της άριστης εμπειρίας από τις φρεγάτες «S» κλάσης «ΕΛΛΗ» που έχουν αφήσει άριστες εντυπώσεις στα στελέχη του Π.Ν. Οι φρεγάτες LCF κλάσης De Zeven Provinciën είχαν αξιολογηθεί ως οι πλέον κορυφαίες στον διαγωνισμό για πλοία με χαρακτηριστικά αεράμυνας περιοχής που ήθελε το Π.Ν. Ο συνδυασμός ενός ικανού πλοίου από πλευράς πλεύσης μαζί με την ύπαρξη ενός ικανού αποθέματος βλημάτων επιφανείας – αέρος (32 πυραύλους SM-2 IIIA και 32 ESSM) και εξαιρετικών ραντάρ/ αισθητήρων (SMART-L και APAR) αποτελούσε τη πλέον βέλτιστη επιλογή. Oι σκέψεις του Π.Ν επικεντρώθηκαν στα εξής δύο πλοία που έκλεισαν 20 χρόνια στο Ολλανδικό Ναυτικό: Στη φρεγάτα F802 De Zeven Provinciën που παραδόθηκε στις 1 Σεπτεμβρίου του 1998 και στη φρεγάτα Tromp που καθελκύστηκε στις 3 Σεπτεμβρίου του 1999. Τα πλοία από κάθε άποψη ήταν αυτό που λείπει από το Π.Ν: μια πανίσχυρη πλατφόρμα αεράμυνας περιοχής με ικανά ραντάρ και πληθώρα βλημάτων. Τελικώς το φλερτ τερματίστηκε άδοξα αφού η ολλανδική απάντηση προς το Π.Ν ήταν δεν είναι διαθέσιμα στο παρόν χρονικό διάστημα και σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο και επομένως μετά το 2025 μπορεί να επαναληφθεί ένας σχετικός διάλογος».

Η έλευση του 2025 έχει πλέον έρθει και ως εκ τούτων, το ΠΝ είναι σίγουρο όπως αναφέρουν οι πληροφορίες μας, πως θα αναζητήσει και πάλι τις ολλανδικές LCF. Το άρθρο του Μαρτίου του 2019 αποδείχθηκε προφητικό αφού εν πολλοίς υπενθυμίζει στη τωρινή ηγεσία του Πολεμικού Ναυτικού και τη πολιτική ηγεσία (Υπουργό Εθνικής Άμυνας Νίκο Δένδια) πως αξίζει να διερευνηθεί η προοπτική των ολλανδικών πλοίων LCF εάν βέβαια είναι διαθέσιμα τη προσεχή πενταετία. Σημειώνεται πως η διαθεσιμότητα ή μη των ολλανδικών LCF θα εξαρτηθεί από το μέλλον του προγράμματος των νέων φρεγατών ASWF (Anti-Submarine Warfare Frigate) των Ναυτικών Ολλανδίας και Βελγίου. Οι φρεγάτες ASWF αναπτύσσονται στο πλαίσιο κοινού προγράμματος Ολλανδίας-Βελγίου για τέσσερα πλοία, δύο για κάθε χώρα, προς αντικατάσταση των «M». Προφανώς, μετά τις «M» η Ολλανδία θα ναυπηγήσει άλλες δύο ASWF για την αντικατάσταση των μη-αναβαθμισμένων LCF. Εκτιμώντας τις γεωπολιτικές εξελίξεις και τις πολιτικές εξελίξεις σε επίπεδο ηγετών κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι εξαιρετικά πιθανό το πρόγραμμα ναυπηγήσεων της Ολλανδίας να επιταχυνθεί. Όπως είναι πιθανό η δομή δυνάμεων του Ολλανδικού Ναυτικού να ενισχυθεί λόγω των γεωστρατηγικών δεδομένων (πόλεμος της Ουκρανίας) και οι LCF να μην είναι διαθέσιμες πριν από το 2035.
Επιπροσθέτως, θα υπενθυμίσουμε και μια ακόμη σχετική είδηση που δημοσιεύτηκε μέσα από την ιστοσελίδα μας και έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Στις 5 Μαΐου 2022 δημοσιεύσαμε το άρθρο με τον παρακάτω τίτλο: «Η Ολλανδία θα αναβαθμίσει δύο και όχι τέσσερις φρεγάτες τύπου LCF κλάσης «De Zeven Provinciën» όπου σημειώναμε αυτολεξεί: «Σύμφωνα με δήλωση του Ολλανδού Υπουργού Άμυνας, Christophe van der Maat, στο κοινοβούλιο της χώρας, ο σχεδιασμός για την αναβάθμιση των τεσσάρων φρεγατών τύπου LCF κλάσης «De Zeven Provinciën» του Ολλανδικού Ναυτικού άλλαξε και πλέον θα αναβαθμιστούν μόνο τα δύο από τα τέσσερα πλοία. Συγκεκριμένα, δήλωσε ότι από το 2028 και μετά δύο από τα τέσσερα πλοία θα αναβαθμιστούν με αντιαεροπορικά βλήματα RIM-162 ESSM Block.2 (Evolved Sea Sparrow Missile) αν και ο αρχικός προγραμματισμός ανέφερε αναβάθμιση και των τεσσάρων πλοίων, με τα συγκεκριμένα βλήματα κι άλλες βελτιώσεις (η σχετική απόφαση πάρθηκε το 2018). Επίσης, οι δύο φρεγάτες θα αναβαθμιστούν με το ραντάρ APAR Block.2 (μετά το 2028), με νέα βλήματα κατά πλοίων και με νέα κύρια πυροβόλα OTO Breda 127/64.

Ο λόγος περιορισμού του προγράμματος αναβάθμισης σε δύο πλοία είναι το συνολικό κόστος και το γεγονός ότι πριν την αναβάθμιση τα πλοία θα πρέπει να υποστούν πρόγραμμα γενικής επιθεώρησης και επισκευής διάρκειας ενός έτους, κάτι που θα επιβαρύνει περισσότερο το κόστος, τη στιγμή που δύο πλοία έχουν ήδη υποβληθεί πρόσφατα στο συγκεκριμένο πρόγραμμα, αλλά κρίθηκε ότι για να αναβαθμιστούν με το πλήρες πακέτο θα πρέπει να υποβληθούν ξανά σε ανάλογο πρόγραμμα. Ένας άλλος λόγος έχει να κάνει με τη διαθεσιμότητα των ανταλλακτικών. Για λόγους εξοικονόμησης δαπανών, το 2019 η Ολλανδίας αποφασίστηκε τη διατήρηση των φρεγατών LCF σε υπηρεσία για άλλα πέντε χρόνια, μέχρι το 2034, χωρίς όμως πρόνοια αύξησης του αποθέματος ανταλλακτικών, το οποίο έχει υπολογιστεί μέχρι το 2029. Έτσι, τα συστήματα που θα αντικατασταθούν στις αναβαθμισμένες LCF θα χρησιμοποιηθούν για την υποστήριξη των μη-αναβαθμισμένων μέχρι την αντικατάσταση τους μετά το 2034. Τα δύο πλοία που δεν θα αναβαθμιστούν πιθανότατα θα αντικατασταθούν από νέες φρεγάτες ASWF (Anti-Submarine Warfare Frigate). Οι φρεγάτες ASWF αναπτύσσονται στο πλαίσιο κοινού προγράμματος Ολλανδίας-Βελγίου για τέσσερα πλοία, δύο για κάθε χώρα, προς αντικατάσταση των «M». Προφανώς, μετά τις «M» η Ολλανδία θα ναυπηγήσει άλλες δύο ASWF για την αντικατάσταση των μη-αναβαθμισμένων LCF. Το ραντάρ APAR Block.2 κατασκευάζεται από Νιτρίδιο του Γαλλίου και σχεδιάστηκε έτσι ώστε να αντιμετωπίζει μια σειρά απειλών και κυρίως απειλές κορεσμού της άμυνας του πλοίου. Βρίσκεται υπό ανάπτυξη και αναμένεται να γίνει επιχειρησιακό το 2028. Τα βλήματα ESSM Block.2 ενσωματώνουν διπλό σύστημα καθοδήγησης, ένα ημί-ενεργητικής και ένα ενεργητικής καθοδήγησης, με στόχο την αντιμετώπιση σημερινών, αλλά και μελλοντικών απειλών. Το μέγιστο βεληνεκές τους ξεπερνά τα 50 χιλιόμετρα».
Νεότερα δεδομένα για το χρονοδιάγραμμα των LCF ελήφθησαν τον Μάρτιο του 2024 όπου ανακοινώθηκαν τα εξής δεδομένα: «Ο Ολλανδός Υπουργός Άμυνας, Christophe van der Maat, δήλωσε στο κοινοβούλιο της χώρας ότι το Ναυτικό θα προχωρήσει σε πρόγραμμα ναυπήγησης τεσσάρων νέων φρεγατών αντιαεροπορικής/αντιπυραυλικής άμυνας για την αντικατάσταση των ισάριθμων τύπου LCF (Luchtverdedigings-en CommandoFregat) κλάσης « De Zeven Provinciën». Το δυνητικό κόστος του προγράμματος είναι € 2,5 δισεκατομμύρια, για τη ναυπήγηση των τεσσάρων πλοίων, συν € 1-2,5 δισεκατομμύρια επιπλέον για όπλα και υποστήριξη. Η σχεδίαση και η ναυπήγηση των πλοίων θα γίνει στην Ολλανδία προς όφελος της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας. Η πρώτη φρεγάτα LCF θα αντικατασταθεί το 2036 όταν η πρώτη νέα φρεγάτα θα είναι επιχειρησιακή, έτσι ώστε να μην υπάρξει επιχειρησιακό κενό στο Ολλανδικό Ναυτικό (η πρώτη νέα φρεγάτα αναμένεται να παραδοθεί το 2034). Το σύνολο των τεσσάρων νέων φρεγατών θα πρέπει να έχει παραδοθεί μέχρι το 2041». Το σχετικό άρθρο μας δημοσιεύτηκε στις 2 Μαρτίου 2024 με τίτλο: «Τέσσερις νέες φρεγάτες θέλει η Ολλανδία για να αντικαταστήσει τις LCF από το 2036 και μετά, στα € 3,5-5 δις το δυνητικό κόστος». Από την αξιολόγηση των παραπάνω δεδομένων προκύπτει πως οι ολλανδικές LCF είναι εξαιρετικά δύσκολο να διατεθούν προς παραχώρηση πριν από το 2030 – 2034. Αυτό φυσικά δεν ακυρώνει την επιλογή του ΠΝ να αξιολογήσει τη προοπτική των ολλανδικών LCF εάν το πρόγραμμα των ASWF αποδώσει πλοία νωρίτερα.
Φρεγάτες Αντιαεροπορικού Πολέμου LCF
Η φρεγάτες κλάσης LCF (Luchtverdedegings en Commando Fregat) – De Zeven Provincien είναι αποτέλεσμα της τριμερούς συνεργασίας μεταξύ Γερμανίας, Ολλανδίας και Ισπανίας για την ανάπτυξη, σχεδίαση και κατασκευή φρεγατών αντιαεροπορικού πολέμου με ευρωπαϊκά ηλεκτρονικά ως αντιστάθμισμα στο αμερικάνικο σύστημα AEGIS με το ραντάρ SPY-1. Στην πορεία η Ισπανία αποχώρησε και απέκτησε τις φρεγάτες F-100 με σύστημα AEGIS και ραντάρ SPY-1F ενώ οι άλλες δύο χώρες συνέχισαν αποκτώντας αντιαεροπορικές φρεγάτες βασισμένες στα ηλεκτρονικά και ραντάρ της ολλανδικής Thales. Ο κύριος ανάδοχος του προγράμματος ήταν η Royal Schelde (σημερινή Damen) και συνολικά ναυπηγήθηκαν τέσσερις φρεγάτες μεταξύ των ετών 2002-2005. Η πρώτη φρεγάτα F802 De Zeven Provincien παραδόθηκε στις 26 Απριλίου του 2002, η δεύτερη F803 Tromp παραδόθηκε στις 14 Μαρτίου του 2003, η τρίτη F804 De Ruyter παραδόθηκε στις 22 Απριλίου του 2004 και η τελευταία φρεγάτα F805 Evertsen παραδόθηκε στις 10 Ιουνίου του 2005 όλες, στις εγκαταστάσεις της Royal Schelde στο Vlissingen.
Η κλάση LCF είναι σχεδιαστικά βασισμένη στην ανθυποβρυχιακή φρεγάτα γενικών καθηκόντων Karel Doorman και αποτελεί μια μεγέθυνσή της έτσι ώστε το σκάφος της νέας κλάσης να μπορεί να υποστηρίξει τα αυξημένου βάρους ηλεκτρονικά και όπλα αντιαεροπορικού πολέμου. Οι κύριες διαστάσεις του πλοίου είναι: ολικό μήκος 144,24 μέτρα και μήκος ίσαλου γραμμής 130,2 μέτρα, ολικό πλάτος 18,8 μέτρα και πλάτος στην ίσαλο γραμμή 17,15 μέτρα, κοίλο 13,6 μέτρα και μέσο βύθισμα στα 5,2 μέτρα. Το πλήρες εκτόπισμα είναι 6044 τόνοι.
Το πλοίο διαθέτει επτά φρακτές διπλού τοιχώματος τύπου μεμβράνης. Ο σχεδιασμός περιλαμβάνει μια νέα τεχνολογία φρακτών ανθεκτική σε εκρήξεις και θραύσματα, που ονομάζεται PriMa. Ως αποτέλεσμα αυτού του σχεδιασμού, οι φρακτές έχουν τη δυνατότητα απορρόφησης της έκρηξης. Αυτό επιτρέπει στο πλοίο να διατηρεί τη δομική ακεραιότητα ακόμη και αν το κύτος παραμορφωθεί σοβαρά. Χωρίζουν το πλοίο στα επτά αυτόνομες εσωτερικές ζώνες για αποτελεσματικότερο έλεγχο των ζημιών και είναι λειτουργικά αυτόνομες ζώνες όσον αφορά την παροχή κρύου νερού, ηλεκτρικής ενέργειας και δεδομένων (ζώνη 1 έως 7). Ιδιαίτερη προσοχή έχει δοθεί στην ενσωμάτωση αντιεκρηκτικών καταπακτών στο πλοίο. Ο στόχος ήταν να αποφευχθεί η αποδυνάμωση της ακεραιότητας των φρακτών, η οποία θα υποβάθμιζε τη συμπεριφορά τους. Το σκάφος διαθέτει ενδιαιτήσεις για 220 άτομα και το πλήρωμα αποτελείται από 32 αξιωματικούς 47 υπαξιωματικούς και 123 για τους ναύτες. Το πλήρωμα του πλοίου μαζί με το απόσπασμα του ελικοπτέρου απαρτίζεται από 202 άτομα.

Το κύριο σύστημα πρόωσης του πλοίου είναι ένας συνδυασμός αεροστρόβιλου ή ντιζελομηχανών (CODΟG, Combined Diesel Or Gas) οι οποίες κινούν δύο άξονες, μέσω δύο κύριων κιβωτίων μετάδοσης κίνησης της DAMEN Schelde, που καταλήγουν σε δύο πεντάφυλλες προπέλες μεταβλητού βήματος τύπου 5C15 της Wartsila. Η μέγιστη ταχύτητα είναι της τάξης άνω των 29 κόμβων ενώ με οικονομική ταχύτητα 18 κόμβων το πλοίο επιτυγχάνει εμβέλεια 5000ν.μ.. Το συγκρότημα ισχύος αποτελείται από δύο ναυτικούς αεροστρόβιλοyς Rolls-Royce Spey SM1C που αποδίδουν 18500kW στις 5600 σ.α.λ. ο καθένας και δύο ντiζελομηχανές Stork-Wärtsilä 16V26ST που αποδίδουν 5000kW η καθεμιά στις 1000 σ.α.λ. Όλα τα παραπάνω μηχανήματα είναι τοποθετημένα μέσα σε ειδικά ηχομονωτικά modules για τη μείωση του θορύβου.

Το σύστημα διεύθυνσης του πλοίου είναι διπλού ρόλου. Ο κύριος ρόλος είναι η αλλαγή κατεύθυνσης του πλοίου και δεύτερον η αύξηση της εγκάρσιας ευστάθειας του πλοίου. Η LCF εκτός από τα παρατροπίδια δεν διαθέτει το κλασικό σύστημα ενεργής ευστάθειας μέσω πτερυγίων. Αυτό καλύπτεται από το σύστημα RRS (Rudder Roll Stabilization) που έχει εγκατασταθεί στο πλοίο. Το σύστημα έχει αναπτυχθεί από τις εταιρίες B+V Industrietechnik η οποία είναι υπεύθυνη για το τιμόνι, την Bekker η οποία είναι υπεύθυνη για το πηδάλιο και την Imteck η οποία είναι υπεύθυνη για το σύστημα αυτοματισμού ASSA (Adaptive Steering Stabilizing Autopilot).
Το σύστημα ASSA είναι ένα πολύπλοκο σύστημα ελέγχου, το οποίο συνδυάζει τα σήματα ελέγχου για τη διατήρηση της πορείας και τη μείωση της κύλισης. Έτσι το πηδάλιο και ο μηχανισμός διεύθυνσης εκτελούν δύο λειτουργίες: διεύθυνση και σταθεροποίηση. Η σταθεροποίηση επιτυγχάνεται καθώς το πηδάλιο εφαρμόζει μια ροπή ενάντια στην κίνηση κύλισης, χρησιμοποιώντας την ίδια αρχή με έναν συμβατικό σταθεροποιητή πτερυγίων, ωστόσο, χωρίς να επηρεάζει την ικανότητα διεύθυνσης. Λόγω της πολυπλοκότητας, το σύστημα RRS απαιτεί βελτιστοποίηση όλων των εμπλεκόμενων στοιχείων για να επιτευχθεί σημαντική μείωση κύλισης. Σύμφωνα με τον κατασκευαστή το εν λόγω σύστημα προσφέρει μικρότερο κόστος, μικρότερο βάρος, εξοικονόμηση χώρου, μικρότερη υδροδυναμική αντίσταση, χαμηλή υποβρύχια ακουστική υπογραφή κ.α. Για τη παραγωγή ηλεκτρικής ενέργεια το πλοίο διαθέτει τέσσερις ηλεκτρομηχανές ντίζελ Paxman Valenta 12VP185 οι οποίες αποδίδουν 1650kW η καθεμία. Όλα τα κύρια και δευτερεύοντα συστήματα του πλοίου ελέγχονται από το IMCS (Integrated Monitoring and Control System) το οποίο είναι υπεύθυνο για τη σωστή και καλή λειτουργία των συστημάτων αυτών.
Οπλισμός
Ο κύριος οπλισμός αποτελείται από ένα πυροβόλο OTO Melara 127/54 στην πλώρη. Το πυροβόλο Compatto είναι διπλού ρόλου, διαμετρήματος 127 χιλ. και βάλει 40 βλήματα /λεπτό σε μέγιστη απόσταση τα 30000 μέτρα. Πέντε κάθετους εκτοξευτές πυραύλων Mk41 Mod 10 με 40 θέσεις για αντιαεροπορικούς πυραύλους μέσης εμβέλειας ESSM και αντιαεροπορικούς πυραύλους μεγάλης εμβέλειας – άμυνας περιοχής SM-2 Block IIIA. Πρόσφατα έγινε αναβάθμιση έτσι ώστε οι εκτοξευτές να μπορούν να βάλουν του νεότερους και ικανότερούς ESSM Block 2. Επίσης υπάρχει ο χώρος και η δυνατότητα τοποθέτησης ενός επιπλέον κάθετου εκτοξευτή ανεβάζοντας τον αριθμό των κελιών σε 48. Οι ESSM έχουν μέγιστη εμβέλεια 50 χλμ και ταχύτητα 4+ mach και οι SM-2 Block IIIA έχουν μέγιστη εμβέλεια άνω των 160 χλμ και ταχύτητα 3+ Mach. Για άμυνα κατά εισερχόμενων πυραύλων η φρεγάτα διαθέτει δύο συστήματα CIWS Goalkeeper με πυροβόλο τύπου Gatling των 30 χιλιοστών τοποθετημένα, το ένα σε ειδική εξέδρα μπροστά από την γέφυρα στην πλώρη και το άλλο επάνω από το υπόστεγο του ελικοπτέρου. Το Goalkeeper ενσωματώνει επτά κάννες Gatling τύπου GAU-8/A Avenger με ταχυβολία 70-75 φυσιγγίων/δευτερόλεπτο (4.200-4.500 φυσίγγια/λεπτό). Το μέγιστο βεληνεκές εξαρτάται από το πυρομαχικό που χρησιμοποιείται, αλλά σε καμία περίπτωση δεν ξεπερνά τα 2 km. Κατά πλοίων επιφανείας διαθέτει δύο τετραπλούς εκτοξευτές MK141 για πυραύλους AGM-84D Harpoon τοποθετημένους στο μεσόστεγο και δύο τριπλούς τορπιλοσωλήνες Mk32 για ελαφρές τορπίλες Mk46 Mod 5 κατά υποβρύχιων στόχων, τοποθετημένους δεξιά και αριστερά και αναχορηγία 12 όπλων. Τέλος, η φρεγάτα διαθέτει ελικοδρόμιο διαστάσεων 27μ x 18,8μ και ικανότητα προσνήωσης και εξυπηρέτησης ανθυποβρυχιακού ελικοπτέρου SH-90 μέχρι 10 τόνων καθώς και αντίστοιχο υπόστεγο ελικόπτέρου.
Ηλεκτρονικά
Οι κύριοι αισθητήρες του πλοίου είναι το ραντάρ ενεργής διάταξης φάσης APAR το οποίο εκπέμπει στη ζώνη Χ και έχει εμβέλεια 150 χλμ και το ραντάρ SMART-L έρευνας όγκου της Ολλανδικής Thales. Το APAR μέσω της λειτουργίας διακοπτόμενης κατάγαυσης συνεχούς κύματος ICWI (Interrupted Continuous Wave Illumination) μπορεί να κατευθύνει μέχρι 32 πυραύλους ημιενεργής καθοδήγησης προς το στόχο και άλλους 16 που βρίσκονται στην τελική φάση αναχαίτησης ταυτόχρονα προσφέροντας ικανότητα αντιμετώπισης επιθέσεων κορεσμού. Το SMART-L εκπέμπει στη ζώνη L και προσφέρει αποκάλυψη στόχων σε μεγάλες αποστάσεις άνω των 400 χλμ. και δυνατότητα παρακολούθησης μέχρι 1000 εναέριων στόχων και 100 στόχων στη θάλασσα. Το ραντάρ ενσωματώνει και σύστημα IFF τύπου Mk.XII.
Η καρδιά της φρεγάτας είναι το σύστημα διαχείρισης μάχης SEWACO ΧΙ της Thales. Το SEWACO XI χρησιμοποιεί ανοικτή αρχιτεκτονική διασύνδεσης και διαθέτει 14 οθόνες πολλαπλής λειτουργίας τύπου MOC Mk.3, καθώς και 36 θυρίδες, στις οποίες είναι τοποθετημένος ο κεντρικός ηλεκτρονικός υπολογιστής τύπου COTS. Το σύστημα διαχείρισης μάχης είναι δομημένο σε οκτώ κύρια τμήματα:
· Αντιαεροπορικού Πολέμου (AAW)
· Πολέμου Επιφανείας (ASuW)
· Α/Υ Πολέμου (ASW)
· Ηλεκτρονικός Πόλεμος (EW)
· Σύστημα Κατεύθυνσης Μάχης (CDS)
· Σύστημα σύνδεσης δεδομένων (DLS) με LINK11 και 16
· Πλοήγηση (NAV)
· Επικοινωνίες (COMS)
Το σύστημα επικοινωνιών που έχει επιλεγεί είναι της Rohde & Schwarz και περιλαμβάνει ασφαλείς φωνητικές και δορυφορικές επικοινωνίες, καθώς και συστήματα ζεύξης δεδομένων Link-11 και Link-16.
Για την επιτήρηση της θαλάσσιας επιφάνειας έχει προτιμηθεί το ραντάρ Scout LPI, το οποίο συνεπικουρεί το ραντάρ ναυτιλίας και πλοήγησης του σκάφους. Τον ηλεκτρονικό εξοπλισμό συμπληρώνουν το υπέρυθρο σύστημα επιτήρησης και ιχνηλάτησης μεγάλου βεληνεκούς Sirius LR-IRST, η συσκευή σόναρ τύπου DSQS-24B, ένα ολοκληρωμένο σύστημα ηλεκτρονικού πολέμου της Thales Defense Sabre που περιλαμβάνει ένα σύστημα ηλεκτρονικών μέτρων υποστήριξης (ESM) από 0,5 GHz έως 18 GHz και ένα σύστημα ηλεκτρονικών αντιμέτρων ενεργής συστοιχίας φάσης (ECM) από 7,5 GHz έως 18 GHz. Το σύστημα έχει τέσσερις εκτοξευτές αναλώσιμων SRBOC (Super Rapid Blooming Off board Countermeasures) και σύστημα παραπλάνησης τορπιλών τύπου AN/SLQ-25 Nixie.