Αντιμέτωπες με τον ορατό πλέον κίνδυνο μιας νέας εκτροπής στην Αλβανία στα πρότυπα της κρίσης του 1997, βρίσκονται οι ευρωπαϊκές πρωτεύουσες αλλά και η Αθήνα. Την ίδια στιγμή δυνάμεις τόσο στο Κόσοβο όσο και στα Τίρανα επενδύουν πολιτικά στον αλβανικό μεγαλοϊδεατισμό, προκειμένου μέσω του εθνικισμού να διασώσουν τις θέσεις τους και την σημερινή διαπλοκή της πολιτικής με το οργανωμένο έγκλημα.
Γράφει ο ΝΙΚΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ για το LIBERAL
Με κίνδυνο να αποτελέσει η Αλβανία όχι απλώς μια νέα μαύρη τρύπα στο ευρωπαϊκό έδαφος αλλά πηγή σοβαρή αποσταθεροποίησης στην ευρύτερη περιοχή, η Αλβανική πολιτική ηγεσία δεν δείχνει την δυνατότητα να συγκρατήσει την κατάσταση, η οποία επιδεινώνεται καθημερινά. Ούτε, όμως, οι Βρυξέλλες και ο Αμερικανικός παράγοντας δείχνουν διάθεση άμεσης εμπλοκής ώστε να τεθεί υπό έλεγχο η κατάσταση.
Είναι χαρακτηριστικό ότι επιδείχθηκε ιδιαίτερη ανοχή, ακόμη και μέχρι αυτή την ώρα, στον Έντι Ράμα, καθώς οι ευρωπαϊκές χώρες ήλπιζαν ότι παρά τις γνωστές σχέσεις με το οργανωμένο έγκλημα, θα μπορούσε να διατηρήσει την τάξη στην χώρα ώστε να μην υπάρξει κύμα φυγής Αλβανών μεταναστών προς την Ευρώπη και διακοπή του «φιλτραρίσματος» που κάνουν οι αλβανικές μυστικές υπηρεσίες σε δεκάδες ισλαμιστές από την Αλβανία, το Κόσοβο και την Βοσνία οι οποίοι είτε επιστρέφουν από την Συρία είτε διατηρούν δεσμούς με το ISIS.
Οι Δημοτικές εκλογές της 30ης Ιουνίου, από τις οποίες έχει κηρύξει αποχή η αντιπολίτευση, θα οδηγούσαν την χώρα σε ρήξη και στα πρόθυρα εμφυλίου, καθώς ο κ. Ράμα επέμενε να στήσει κάλπες εκεί που θα υπήρχε άνω του ενός υποψηφίου, με την αντιπολίτευση βεβαίως να καταγγέλλει απόπειρα πραξικοπήματος.
Η απόφαση του προέδρου Ιλίρ Μέτα για ακύρωση των Δημοτικών εκλογών είναι ένα πρώτο βήμα αλλά όπως αποδείχθηκε δεν αρκεί για την εκτόνωση της πολιτικής κρίσης.
Αντιθέτως, ο κ. Ράμα αφήνοντας να εννοηθεί ότι ο πρόεδρος Ι.Μέτα έχει απονομιμοποιηθεί με την δήλωση του ότι «δεν έχει πια θέση στο γραφείο του προέδρου» και με την επιμονή του να προχωρήσει στην διεξαγωγή των εκλογών οδηγεί την χώρα σε σκοτεινά μονοπάτια.
Σήμερα αναμένονται κρίσιμες εξελίξεις καθώς θα μιλήσουν τόσο ο Ι.Μέτα όσο και ο Ε.Ράμα. Υπάρχουν σενάρια ότι ο πρόεδρος Μέτα ίσως επιχειρήσει να διαλύσει την Βουλή και να ορίσει υπηρεσιακή κυβέρνηση που θα οδηγήσει την χώρα σε εκλογές, με βάση ερμηνεία του Συντάγματος που δεν αποδέχεται η κυβέρνηση.
Από την πλευρά του ο κ. Ράμα μπορεί να αναλάβει πρωτοβουλία να αποπέμψει τον πρόεδρο, καθώς χρειάζεται το ¼ των βουλευτών για να ξεκινήσει η πρωτοβουλία και 94 ψήφους για να ληφθεί η απόφαση. Ο κ. Ράμα όμως έχει μόνο 74 βουλευτές του Σοσιαλιστικού Κόμματος και πιθανόν θα μπορούσε να εξασφαλίσει τους υπόλοιπους από την δεξαμενή των περίπου 50 βουλευτών που έχουν σπεύσει να καταλάβουν τις θέσεις των βουλευτών της Αντιπολίτευσης που έχουν παραιτηθεί.
Και όλα αυτά συμβαίνουν σε μια χώρα που δεν λειτουργεί εδώ και τουλάχιστον τρία χρόνια Συνταγματικό Δικαστήριο.
Τις προηγούμενες ημέρες είχαν υπάρξει σενάρια για επιστροφή βουλευτών της Αντιπολίτευσης στην βουλή με την εγγύηση του Ι.Μέτα ότι η χώρα θα οδηγηθεί σε πρόωρες εκλογές και θα ακυρωθούν οι Δημοτικές εκλογές. Μετά την κλιμάκωση της αντιπαράθεσης όμως δεν είναι γνωστό εάν υπάρχουν πια τα περιθώρια για τέτοιες κινήσεις.
Η αντιπολίτευση ζητά παραίτηση Ράμα και ορισμό υπηρεσιακής κυβέρνησης για την διεξαγωγή εκλογών, κάτι που απορρίπτει ο κ. Ράμα, παρά το γεγονός ότι οι διαδηλώσεις της Αντιπολίτευσης γίνονται όλο και πιο μαζικές όλο και πιο βίαιες.
Ο ηγέτης της Αντιπολίτευσης Λ. Μπάσα είναι σαφές ότι δεν έχει το ηγετικό χάρισμα και βεβαίως δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι εάν γίνουν εκλογές θα μπορέσει να εκθρονίσει τον Ε. Ράμα ,ο οποίος μέσω ενός διευρυμένου δικτύου πελατειακών σχέσεων, δεσμών με το οργανωμένο έγκλημα και με επιχειρηματικά συμφέροντα που ξεπλένουν μαύρο χρήμα, φαίνεται να διατηρεί τις δυνάμεις του Σοσιαλιστικού Κόμματος.
Μετά τις τελευταίες εξελίξεις πάντως φαίνεται ότι χάνεται και η τελευταία ευκαιρία ώστε ο πρόεδρος Ι.Μέτα να αναλάβει έναν συμβιβαστικό ρόλο μεταξύ των δυο στρατοπέδων ,που αρκεί πλέον μια μικρή σπίθα για να οδηγηθούν σε σύγκρουση.
Στις συνθήκες αυτές είναι επίσης εξαιρετικά επικίνδυνο το γεγονός ότι ο κ. Ράμα επιστρατεύει και τον εθνικισμό προκειμένου να συσπειρώσει τους οπαδούς του και να δώσει και ιδεολογικό πρόσημο στην προσπάθεια του να διατηρηθεί στην εξουσία.
Με την συζήτηση για το μέλλον του Κοσόβου και το σχέδιο για ανταλλαγή εδαφών με την Σερβία, να παραμένει στο τραπέζι και πιθανόν να αποτελεί την μοναδική λύση στην τελευταία μεγάλη εκκρεμότητα στα Βαλκάνια, έχει ανοίξει η όρεξη του αλβανικού Εθνικισμού την οποία κάθε άλλο παρά έχει επιχειρήσει να τιθασεύσει ο ξένος παράγοντας .
Πριν ένα μήνα ο Χασίμ Θάτσι συναντήθηκε με τον Έντι Ράμα και το μήνυμα από την συνάντηση αυτή όπως μεταδόθηκε από όλα τα ΜΜΕ ήταν ότι σύμφωνα με ανάρτηση του προέδρου του Κοσόβου στο Facebook «συμφωνήθηκε να δημιουργηθεί ένας αλβανικός χώρος χωρίς σύνορα, κάτω από την ευρωατλαντική ομπρέλα και άνοιγμα των συνόρων μεταξύ Κοσόβου και Αλβανίας».
Και ο κ. Θάτσι πρόσθεσε ότι στην συνάντηση αυτή «συζητήσαμε την ανάγκη για διόρθωση των ιστορικών αδικιών εις βάρος του αλβανικού παράγοντα, όσον αφορά, στο δίκαιο της προσάρτησης του Πρέσεβο, Μέντβετζα και Μπουγιάνοβατς στο έδαφος της Δημοκρατίας του Κοσσυφοπεδίου» (πρόκειται για την περιοχή της νότιας Σερβίας που κατοικείται από αλβανόφωνους).
Τα τελευταία χρόνια το οργανωμένο έγκλημα σε Κόσοβο και Αλβανία πολύ συχνά κρύβεται πίσω από εθνικιστικές φόρμουλες, χρηματοδοτεί ακραίους παράγοντες και ευνοεί φυσικά την αποσταθεροποίηση η τουλάχιστον την μη ύπαρξη ομαλότητας.
Η «κινητικότητα» αυτή στο πλαίσιο του Αλβανικού μεγαλοϊδεατισμού ,ενισχύθηκε σημαντικά και από την Συμφωνία των Πρεσπών.
Η κυβέρνηση Ζάεφ συγκροτήθηκε μόνο όταν έδωσε το πράσινο φως ο Ράμα και όταν ο κ. Ζάεφ αποδέχθηκε την «Πλατφόρμα των Τιράνων» την οποία του παρουσίασαν οι ηγέτες των αλβανικών κομμάτων ,προκειμένου να συγκροτηθεί κυβέρνηση συνεργασίας. Οι Αλβανοί της Βόρειας Μακεδονίας δημιούργησαν ουσιαστικά την κυβέρνηση Ζάεφ και έδωσαν την στήριξη τους για την έγκριση της Συμφωνίας των Πρεσπών, χωρίς την οποία ο κ. Ζάεφ δεν θα μπορούσε να περάσει τη Συμφωνία. Σε αντάλλαγμα δεν επέβαλαν μόνο την αλβανική γλώσσα ως δεύτερη επίσημη του κράτους (και όχι μόνο σε περιοχές με αλβανικό πληθυσμό) αλλά οι Αλβανοί ενίσχυσαν σημαντικά τον ρόλο τους μετατρέποντας σταδιακά την χώρα σε δικοινοτική οντότητα με ισότιμο λόγο και ρόλο πλέον, της αλβανικής μειονότητας.
Στην κρίσιμη αυτή στιγμή για το μέλλον της Αλβανίας και ενώ η ευρωπαϊκή πορεία της θα παραμείνει παγωμένη, για την Αθήνα έχει ιδιαίτερη σημασία ο χειρισμός των ελληνοαλβανικών σχέσεων ,ο οποίος πρέπει να γίνει όχι μόνο με το ευρωπαϊκό χαρτί αλλά με όσα εργαλεία διαθέτει σε διμερές επίπεδο η Ελλάδα.
Η Αθήνα δεν μπορεί να μείνει απαθής και αδιάφορη, σε μια προσπάθεια εξόντωσης της ελληνικής μειονότητας που ειδικά στην Χιμάρα έχει πάρει συγκεκριμένη μορφή, με υφαρπαγή περιουσιών ,εκφοβισμό των μειονοτικών, στοχοποίηση των οικονομικών δραστηριοτήτων και επιχειρήσεων των μελών της μειονότητας ,ώστε να τους εξωθήσει σε «έξοδο» προς την Ελλάδα και παράδοση των περιουσιών τους σε «επιχειρηματικά» συμφέροντα τα οποία βεβαίως συνδέονται και με το οργανωμένο έγκλημα και με πολιτικά κέντρα των Τιράνων.
Συγχρόνως όμως η Αθήνα θα πρέπει να πάρει όλα τα μέτρα προκειμένου να αποφευχθεί ένα νέο κύμα μετακίνησης Αλβανών πολιτών προς την Ελλάδα ,στην προσπάθεια τους να ξεφύγουν από μια κλιμάκωση της εσωτερικής σύγκρουσης στην Αλβανία.
Το Κεφάλαιο του Αλβανικού Μεγαλοϊδεατισμού κάθε άλλο παρά έχει κλείσει στα Βαλκάνια και η κρίση στα Τίρανα αλλά και η σπουδή για κλείσιμο της εκκρεμότητας του Κοσόβου μπορεί να αποτελέσουν θρυαλλίδες για μια νέα έκρηξη του Αλβανικού εθνικισμού και αυτό απαιτεί εγρήγορση και ετοιμότητα για άμεσες αντιδράσεις.