Ήδη κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (Β’ ΠΠ, 1939-1945) τόσο οι Γερμανοί όσο και οι Σύμμαχοι είχαν αναπτύξει ένα εξελιγμένο, για τα δεδομένα της εποχής, και καλά εξοπλισμένο σύστημα μηχανοκίνητου πολέμου. Μετά το τέλος του πολέμου, η συγκεκριμένη οργανωτική δομή αντιμετώπισε δύο προκλήσεις: Την καταστροφική ισχύ του πυρηνικού πολέμου και την άνοδο του αντάρτικου πολέμου, ως μορφής απελευθερωτικού αγώνα (η πρόκληση αυτή έγινε ιδιαίτερα εμφανείς τόσο κατά τη διάρκεια του ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου του 1946-1949, όσο και δε άλλες περιπτώσεις, όπως στην Κίνα, την Ινδοκίνα, τη Μαλαισία).
Η ιστορία της εξέλιξης του μηχανοκίνητου και τεθωρακισμένου πολέμου αφορά, κυρίως, στις επιλογές της Σοβιετικής Ένωσης, των Ηνωμένων Πολιτειών (ΗΠΑ), ως οι δύο κυρίαρχοι πόλοι της μεταπολεμικής εποχής, δηλαδή του «Ψυχρού Πολέμου» (1945-1991), και του Ισραήλ, ως μια εξέχουσα περίπτωση ενός «νησιού» περικυκλωμένο από μια εχθρική «αραβική θάλασσα».
Στην ιστορία του Σοβιετικού Στρατού διακρίνονται τρείς περίοδοι με σαφή και διακριτά οργανωτικά στοιχεία σε επίπεδο μηχανοκίνητου και τεθωρακισμένου πολέμου. Η πρώτη περίοδο, από το τέλος του Β’ΠΠ έως το θάνατο του Στάλιν (1945-1953) όπου σημειώνεται ένας σχετικός «αφοπλισμός», σε επίπεδο οπλικών συστημάτων, αλλά οι τακτικές και το επιχειρησιακό δόγμα παρέμεινε αναλλοίωτο σε σχέση με ότι εφαρμόστηκε στη διάρκεια του Β’ ΠΠ και ιδιαίτερα κατά τη φάση της σοβιετικής αντεπίθεσης (1943-1945). Κατά τη δεύτερη περίοδο (1953-1957) ο Σοβιετικός Στρατός «επαναπαύτηκε» κάτω από την προστατευτική ομπρέλα του σοβιετικού πυρηνικού οπλοστασίου και, έως έναν βαθμό παρήκμασε. Κατά την τρίτη περίοδο (1957-1991) ο Σοβιετικός Στρατός γνώρισε μια άνθηση τόσο σε επίπεδο εξοπλισμού όσο και σε επίπεδο επιχειρησιακού δόγματος (υπό την καθοδήγηση του Στρατάρχη Γκεόργκι Ζούκοφ).
Από το 1957 και μετά ο Σοβιετικός Στρατός σχεδιάστηκε και οργανώθηκε υπό το πρίσμα ενός εκτεταμένου μηχανοκίνητου και τεθωρακισμένου πολέμου με ή χωρίς τη χρήση πυρηνικών όπλων. Απότοκο αυτού του σχεδιασμού υπήρξε και η ανάπτυξη του ΒΜΡ-1, του πρώτου πραγματικού Τεθωρακισμένου Οχήματος Μάχης (ΤΟΜΑ) στον κόσμο το 1966. Από το 1967 και μετά όλες οι μηχανοκίνητες και τεθωρακισμένες δυνάμεις έγιναν μικρότερες, ποιο ευέλικτες και με καλύτερη διοίκηση και έλεγχο, ενώ και οι μονάδες πυροβολικού απόκτησαν νέα οπλικά συστήματα.
Για τον Αμερικανικό Στρατό η πρώτη αναδιοργάνωση ήρθε μόλις το 1945-1946 όταν, μεταξύ άλλων, αποφασίστηκε ότι η Μεραρχία Πεζικού θα έχει τριαδικό σύστημα οργάνωσης με δύο Συντάγματα (αργότερα Ταξιαρχίες) Πεζικού και ένα Σύνταγμα (αργότερα Ταξιαρχία) Τεθωρακισμένων (Μέσων Αρμάτων Μάχης), το οποίο θα λειτουργούσε υποστηρικτικά προς το Πεζικό και θα αποτελούσε το βασικό αντιαρματικό όπλο της Μεραρχίας. Άλλες αλλαγές αφορούσαν στην ένταξη μονάδων αυτοκινούμενου αντιαεροπορικού πυροβολικού και όλμων 4,2 ιντσών σε επίπεδο Μεραρχίας και τη μείωση του μεγέθους της Ομάδας Πεζικού.
Ωστόσο αυτές οι αλλαγές ουσιαστικά ποτέ δεν ολοκληρώθηκαν λόγω των πιεστικών στρατιωτικών αναγκών της μεταπολεμικής περιόδου, ιδιαίτερα στην Ευρώπη, την Ιαπωνία και την Νοτιοανατολική Ασία, αλλά και λόγω του πυρηνικού «μονοπωλίου» που απολάμβαναν τότε οι ΗΠΑ και είχε ως αποτέλεσμα τον εφησυχασμό της στρατιωτικής ηγεσίας. Για παράδειγμα το 1950 στην Ιαπωνία στάθμευαν μόλις τέσσερις αμερικανικές Μεραρχίας με επάνδρωση και επάρκεια εξοπλισμού της τάξεως του 65-70%.
Αυτή η οργανωτική αδυναμία φάνηκε ξεκάθαρα κατά τη διάρκεια του πολέμου στην Κορέα (1950-1953) όταν οι δυνάμεις της Βόρειας Κορέας σχεδόν κατέλαβαν τη Νότιο Κορέα. Οι αποδυναμωμένες αμερικανικές Μεραρχίες δεν είχαν την απαραίτητα μαχητική ισχύ και αυτό φάνηκε ξεκάθαρα στο πεδίο της μάχης. Στην ουσία ο Αμερικανικός Στρατός είχε μια οργανωτική δομή, η οποία δεν «κούμπωνε» με το εν ισχύ επιχειρησιακό δόγμα.
Για παράδειγμα, τα Συντάγματα ουσιαστικά δεν είχαν αντιαρματική άμυνα, αφού δεν είχαν την υποστήριξη αρμάτων μάχης και βασίζονταν σε ελαφρά αντιαρματικά όπλα διαμετρήματος 60 χιλιοστών για εγγύς αντιαρματική άμυνα. Επιπλέον, η προβληματική επάνδρωση σε συνδυασμό με το ορεινό περιβάλλον της Κορέας, δημιουργούσε επιπλέον προβλήματα.
Μέχρι τα τέλη του 1950 οι αμερικανικές Μεραρχίες είχαν αναπτυχθεί στο 100% της οργανικής τους δύναμης σύμφωνα με τους αμερικανικούς ΠΟΥ (Πίνακες Οργάνωσης Υλικού). Η εξέλιξη αυτή είχε θετικά αποτελέσματα και το μέτωπο σταθεροποιήθηκε το 1951: Ο πόλεμος μετατράπηκε σε πόλεμο φθοράς με μικρής κλίμακας επιχειρήσεις τοπικού επιπέδου.
Οι αμερικανικές δυνάμεις προσπάθησαν να «σπάσουν» αυτό το αδιέξοδο με τη γενίκευση της χρήσης της αεροπορικής ισχύος, συμπεριλαμβανομένης και της χρήσης μεταφορικών ελικοπτέρων, όχι μόνο ως μέσα μεταφοράς προσωπικού, αλλά και ως μέσα διακομιδής τραυματιών, επικοινωνιών και ανεφοδιασμού προωθημένων δυνάμεων.
Ο Πόλεμος της Κορέας οδήγησε σε αύξηση του αμυντικού προϋπολογισμού των ΗΠΑ. Οι τεθωρακισμένες δυνάμεις αυξήθηκαν και ενισχύθηκαν σημαντικά, αν και το επίσημο δόγμα έκανε λόγο για «μαζικά αντίποινα» με τη χρήση πυρηνικών όπλων.
Υπό την ομπρέλα του πυρηνικού οπλοστασίου ο Αμερικανικός Στρατός υιοθέτησε ένα δόγμα μικρών και ευέλικτων μονάδων, ικανών να αναπτυχθούν σε σύντομο χρονικό διάστημα σε οποιοδήποτε μέρος του πλανήτη.
Αυτή η αντίληψη οδήγησε στη δημιουργία της Μεραρχίας με πέντε οργανικές μονάδες. Κάθε μονάδα θα έπρεπε να είναι μικρότερη από ένα Σύνταγμα, αλλά μεγαλύτερη από ένα Τάγμα τριών Λόχων. Έτσι υιοθετήθηκε το Τάγμα των πέντε Λόχων και η Ομάδα με 11 άτομα, αντί των εννέα (η αύξηση της Ομάδας κατά δύο άνδρες κατέστη αναγκαία λόγω της υιοθέτησης και δεύτερου στοιχείου πολυβόλου).
Ωστόσο η συγκεκριμένη δομή Μεραρχίας αντιμετώπιση σοβαρά επιχειρησιακά προβλήματα σε επίπεδο υποστήριξης πυρών, διοίκησης, συντονισμού και κινητικότητας (σημειωτέων ότι οι Τεθωρακισμένες Μεραρχίες δεν υιοθέτησαν αυτή τη δομή, αλλά παρέμειναν στην κλασική δομή των τριών οργανικών μονάδων).
Στη δεκαετία του ’60 η πιθανότητα ενός γενικευμένου πολέμου περιορίστηκε και αυξήθηκε η πιθανότητα ενός μικρής ή μεγάλης κλίμακας συμβατικού πολέμου. Έτσι η αμερικανική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία υιοθέτησε το δόγμα της «ευέλικτης ανταπόδοσης» με αποτέλεσμα να αναδιοργανωθεί η Μεραρχία των πέντε οργανικών μονάδων στο πλαίσιο της μελέτης ROAD (Reorganization Objectives Army Division).
Αν και σε επίπεδο σύνθεσης η Μεραρχία Πεζικού διέφερε από την αντίστοιχη Τεθωρακισμένη, εντούτοις και οι δύο σχηματισμοί μοιράζονταν κάποια κοινά οργανωτικά στοιχεία. Ωστόσο, η πραγματική καινοτομία της νέας Μεραρχίας ήταν η δυνατότητα του Διοικητή να τροποποιεί τη δομή της Μεραρχίας του κατά την κρίση του, δηλαδή μπορούσε να αυξομειώσει ή να προσθαφαιρέσει μονάδες ανάλογα με τη φύση της αποστολής (διεύρυνση της ικανότητας ελέγχου και αύξηση της ευελιξίας).
Απότοκο της νέας δομής σε επίπεδο Μεραρχίας, σε συνδυασμό με τις διαρκώς αυξανόμενες ανάγκες του Πολέμου στο Βιετνάμ (1964-1975) ήταν και η υιοθέτηση του μεταφορικού ελικοπτέρου ως μέσω αεροκίνησης, σε επίπεδο τακτικών επιχειρήσεων.
Το 1965, μετά από εκτεταμένες δοκιμές και πολλούς πειραματισμούς, ο Αμερικανικός Στρατός ενσωμάτωσε το μεταφορικό ελικόπτερο στις τακτικές του. Για παράδειγμα, ένα Τάγμα Μεταφορικών Ελικοπτέρων, εξοπλισμένο με μεταφορικά ελικόπτερα εφοδιασμένα με κάλαθους μη-κατευθυνόμενων ρουκετών αντικατέστησε τη Μοίρα Πυροβολικού Γενικής Υποστήριξης της Μεραρχίας.
Τα ελικόπτερα μιας Μεραρχίας μπορούσαν να μεταφέρουν ταυτόχρονα και ταχύτητα αριθμό Ταγμάτων πεζικού (κάθε Μεραρχία διέθετε δύο Τάγματα Ελαφρών Ελικοπτέρων, τρία Τάγματα Μέσων Μεταφορικών Ελικοπτέρων και έναν Λόχο Ελικοπτέρων Γενικής Χρήσης).
Η εφαρμογή τακτικών αεροκίνησης, με τη χρησιμοποίηση μεταφορικών και επιθετικών ελικοπτέρων (σε πρώτη φάση μεταφορικών ελικοπτέρων εξοπλισμών με πολυβόλα και κάλαθους ρουκετών), είχε θετικά αποτελέσματα, αλλά και ιδιαίτερες προκλήσεις.
Η αεροκίνηση έθεσε τις εχθρικές δυνάμεις σε θέση «εκτός ισορροπίας» και εξουδετέρωσε τα συμβατικά κωλύματα. Από την άλλη όμως μεριά έθεσε νέα δεδομένα στην πραγματικότητα που ονομάζεται «πεδίο μάχης».
Πλέον το Πεζικό, αλλά και τα Όπλα υποστήριξης μάχης και διοικητικής μέριμνας είχαν μπροστά τους ένα πεδίο μάχης χωρίς σαφείς διαχωριστικές γραμμές, άρα μέτωπο. Για παράδειγμα το Πυροβολικό και οι Διαβιβάσεις σχεδίαζαν την ανάπτυξη τους με βάση το μέτωπο (συνήθως ευθυγραμμισμένο, οριζόντια διάσταση) και με βάση τον άξονα επιχειρήσεων (συνήθως επίθεση σε ένα σημείο του μετώπου και προέλαση στα μετόπισθεν, κάθετη διάσταση).
Στο Βιετνάμ οι μονάδες αυτές έπρεπε να σχεδιάζουν και να οργανώνουν τη δράση τους με βάση το ακανόνιστο πεδίο μάχης που δημιουργούσε η αεροκίνηση: Έπρεπε δηλαδή να είναι σε θέση να παράσχουν υποστήριξη από μικρές κινητές βάσεις προς πάσα κατεύθυνση.
Η ήττα των Αμερικανών στον Πόλεμο του Βιετνάμ, η κατάρρευση του Συμφώνου της Βαρσοβίας και διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης την περίοδο 1989-1991, ο Πόλεμος του Κόλπου το 1991 και οι τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, δημιούργησαν μια νέα διάσταση στην έννοια «εθνική ασφάλεια». Αυτό, σε συνδυασμό με την ραγδαία εξέλιξη της στρατιωτικής τεχνολογίας, οδήγησε τον Αμερικανικό Στρατό σε μια νέα αναδιοργάνωση με στόχο την ευελιξία, την ισχύ πυρός και τη μεγαλύτερη δυνατή ολοκλήρωση, υπό έναν σχηματισμό, του Πεζικού, των Τεθωρακισμένων και του Πυροβολικού. Έτσι δημιουργήθηκαν Ταξιαρχίες τριών διαφορετικών συνθέσεων:
-Η Ομάδα Μάχης Ταξιαρχίας Πεζικού (IBCT : Infantry Brigade Combat Team) ή Ταξιαρχία Πεζικού. Η τυπική σύνθεση μιας Ταξιαρχίας IBCT είναι: τρία Τάγματα Πεζικού, μία Ίλη Αναγνωρίσεων, μία Μοίρα Πυροβολικού με δύο πυροβολαρχίες ρυμουλκούμενων πυροβόλων διαμετρήματος 105 χιλιοστών και μία πυροβολαρχία ρυμουλκούμενων πυροβόλων διαμετρήματος 155 χιλιοστών, ένα Τάγμα Μηχανικού, όπου εκτός του Μηχανικού εντάσσονται οι Πληροφορίες και οι Διαβιβάσεις, και ένα Τάγμα Υποστήριξης (ανεφοδιασμός, τεχνικό και υγειονομικό).
-Ομάδα Μάχης Ταξιαρχίας Stryker (SBCT : Stryker Brigade Combat Team) ή Μηχανοκίνητη Ταξιαρχία Πεζικού. Η τυπική σύνθεση μιας Ταξιαρχία SBCT είναι: τρία Μηχανοκίνητα Τάγματα Πεζικού εφοδιασμένα με το ΤΟΜΑ Stryker (πρόκειται για μια έκδοση του καναδικού LAV III, που είναι έκδοση του Piranha IIIH της ελβετικής MOWAG), μία Ίλη Αναγνωρίσεων, μία Μοίρα Πυροβολικού με ρυμουλκούμενα πυροβόλα των 155 χιλιοστών, ένα Τάγμα Μηχανικού, όπου εκτός του Μηχανικού εντάσσονται οι Πληροφορίες και οι Διαβιβάσεις, και ένα Τάγμα Υποστήριξης (ανεφοδιασμός, τεχνική υποστήριξη και υγειονομικό).
-Ομάδα Μάχης Τεθωρακισμένης Ταξιαρχίας (ABCT : Armored Brigade Combat Team) ή Τεθωρακισμένη Ταξιαρχία. Η τυπική σύνθεση της Ταξιαρχία ΑBCT είναι: τρία Μεικτά Τάγματα αποτελούμενα από δύο Μηχανοκίνητους Λόχους Πεζικού και δύο Ίλες Αρμάτων Μάχης, μία Ίλη Αναγνωρίσεων, μία Μοίρα Πυροβολικού με αυτοκινούμενα πυροβόλα των 155 χιλιοστών, ένα Τάγμα Μηχανικού, όπου εκτός του Μηχανικού εντάσσονται οι Πληροφορίες και οι Διαβιβάσεις, και ένα Τάγμα Υποστηρίξεως (ανεφοδιασμός, τεχνικό και υγειονομικό).
Αυτές οι τρείς διαφορετικές Ταξιαρχίες θα πρέπει να είναι σε θέση: (α) Να ανταποκρίνονται άμεσα σε κάθε αποστολή και με μεγάλο βαθμό εναλλαγής (β) Να αναπτύσσονται και να αναδιπλώνονται εύκολα και με ταχύτητα, (γ) Να παρουσιάζουν την καλύτερη δυνατή προσαρμογή στις εκάστοτε επιχειρησιακές ανάγκες (δ) Να ενσωματώνουν υψηλό επίπεδο διασύνδεσης μεταξύ οπλικών και ηλεκτρονικών συστημάτων (ε) Να διαθέτουν μονάδες με 100% επάνδρωση.
Το Ισραήλ, από την ανεξαρτησία του το 1948 μέχρι και σήμερα, έχει πολεμήσει τέσσερις πολέμους μεγάλης κλίμακας (Πόλεμος της Ανεξαρτησίας το 1948-1949, Κρίση του Σουέζ το 1956, Πόλεμος των Έξι Ημερών το 1967 και Πόλεμος του Γιομ Κιπούρ το 1973) και δεκάδες άλλες συγκρούσεις μικρής κλίμακας. Η συσσωρευμένη πολεμική εμπειρία της χώρας έχει καταστήσει το Ισραήλ κράτος «διάσημο και ειδικό» σε στρατιωτικά ζητήματα.
Ο Ισραηλινός Στρατός της περιόδου από το 1948 έως το 1956 θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «ερασιτεχνικός», υπό την έννοια ότι ήταν ανεπαρκείς τόσο σε επίπεδο εκπαίδευσης όσο και σε επίπεδο εξοπλισμού. Η ισχύς του Ισραηλινού Στρατού βρισκόταν στην επιτυχία της ατομικής πρωτοβουλίας των Διοικητών και στον καλή συνεργασία μεταξύ τους.
Αυτό το «άναρχο» μοντέλο λειτουργούσε καλά μέχρι τη στιγμή που η Σοβιετική Ένωση άρχισε να εξοπλίζει τους Άραβες (ιδιαίτερα τους Αιγυπτίους) με σύγχρονα, για την εποχή, οπλικά συστήματα. Από το 1956 μέχρι το 1967 το Ισραήλ βάσισε την στρατιωτική του ισχύ στο δίπτυχο «άρμα μάχης-μαχητικό αεροσκάφος». Αυτή η αλλαγή στην αντίληψη είχε ως αποτέλεσμα την διεύρυνση των μηχανοκίνητων (σε 4-8 Μηχανοκίνητες Ταξιαρχίες Πεζικού) και τεθωρακισμένων δυνάμεων της χώρας (16 Τεθωρακισμένες Ταξιαρχίες).
Η επένδυση στα άρματα μάχης και τα μαχητικά αεροσκάφη είχε ως αποτέλεσμα άλλοι τομείς της άμυνας να παραμεριστούν. Για παράδειγμα το Ισραήλ αρνήθηκε την αμερικανική προσφορά αντιαρματικών συστημάτων τύπου TOW με το σκεπτικό ότι το άρμα μάχης είναι το καλύτερο αντιαρματικό όπλο, ιδιαίτερα σε συνδυασμό με το μαχητικό αεροσκάφος.
Αυτή η αντίληψη οδήγησε στον νικηφόρο Πόλεμο των Έξι Ημερών (1967). Ωστόσο αυτή η αντίληψη λειτούργησε ως «δίκοπο μαχαίρι» στον πόλεμο του 1973. Η κατά κράτος ήττα του 1967 οδήγησε τους Αιγύπτιους να μελετήσουν σε βάθος τους λόγους και τις αιτίες. Το Κάιρο συνειδητοποίησε ότι ένας από τους λόγους της ήττας ήταν ότι τα Αραβικά κράτη εξανάγκασαν το Ισραήλ σε πρώτο προληπτικό πλήγμα, χωρίς να έχουν πρώτα σχεδιάσει και αξιολογήσει ένα ολοκληρωμένο πολεμικό σχέδιο για μια τέτοια περίπτωση. Έτσι αποφασίστηκε ότι ο επόμενος πόλεμος (δηλαδή του 1973) θα βασιζόταν σ’ ένα καλά οργανωμένο σχέδιο, στην τακτική του πρώτου πλήγματος και στην αρχή του περιορισμένου πολέμου (δηλαδή πέριξ της Διώρυγας του Σουέζ).
Ο πόλεμος του 1973 οδήγησε το Ισραήλ στην απόφαση, φυσικά υπό την πίεση του αιφνιδιασμού που δέχτηκε στο πεδίο της μάχης, να αναθεωρήσει την αντίληψη του περί της αξίας και της χρήσης των μηχανοκίνητων δυνάμεων. Έτσι στα χρόνια που ακολούθησαν ο Ισραηλινός Στρατός απέκτησε σύγχρονα ΤΟΜΑ και όλμους για το Πεζικό.
Από συστάσεως του, αλλά ιδιαίτερα μετά το 2006 το Ισραήλ αντιμετωπίζει ένας διαρκές ζήτημα ασφάλειας σε σχέση με το άλυτο Παλαιστινιακό Πρόβλημα. Εκ των πραγμάτων ο Ισραηλινός Στρατός, ιδιαίτερα οι δυνάμεις ελιγμού (μηχανοκίνητες και τεθωρακισμένες) θα πρέπει να είναι σε θέση να καταλάβουν και να ελέγξουν έδαφος με στόχο τη μεγαλύτερη δυνατή μείωση της απειλής και τη δημιουργία διπλωματικών και στρατηγικών τετελεσμένων. Στο πλαίσιο των νέων στρατηγικών δεδομένων στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολή (Αραβική Άνοιξη, άνοδος των τρομοκρατικών τάσεων, εμφύλιος στη Συρία κ.ά.) αλλά και της τεχνολογικής προόδου στον τομέα της αμυντικής βιομηχανίας, ο Ισραηλινός Στρατός έχει βασίσει την ανάπτυξη και εξέλιξη του σε πέντε πυλώνες:
-Ρομποτική τεχνολογία και ακρίβεια στις προσβολές μεγάλων αποστάσεων: Τα τελευταία χρόνια το Ισραήλ επενδύει πολλά στον τομέα της ενσωμάτωσης ρομποτικών συστημάτων και στον τομέα της διασύνδεσης τους με το Στρατό, το Πολεμικό Ναυτικό και την Πολεμική Αεροπορία. Στόχος είναι η αύξηση της ροής πληροφοριών, άρα και της καλύτερης αντίληψης περί του πεδίου της μάχης, και η μείωση των παράπλευρων απωλειών. Παράλληλα, σε εξέλιξη βρίσκονται διάφορα προγράμματα ανάπτυξης πυρομαχικών μεγάλου βεληνεκούς και μεγάλης ακρίβειας με στόχο την αποφόρτιση του έργου της Πολεμικής Αεροπορίας από αποστολές τις οποίες μπορεί να εκτελέσει ο Στρατός.
-Αποτελεσματικός έλεγχος του εδάφους και του υπεδάφους: Μια νέα πρόκληση για τον Ισραηλινό Στρατό είναι η αποκάλυψη και η αντιμετώπιση ων εκατοντάδων τούνελ τα οποία βρίσκονται στη Λωρίδα της Γάζας. Και εδώ τα μη-επανδρωμένα επίγεια συστήματα αναμένεται να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην έρευνα και αποκάλυψη τέτοιας μορφής απειλών.
-Ολοκλήρωση, σε μια πλατφόρμα, επιθετικών και αμυντικών ικανοτήτων: Η καθημερινή πραγματικότητα των Ισραηλινών έχει καταδείξει την ανάγκη ανάπτυξης συστημάτων τα οποία να συνδυάζουν, με ισόρροπο τρόπο, επιθετικά και αμυντικά χαρακτηριστικά. Ήδη ο Ισραηλινός Στρατός εξοπλίζει τα άρματα μάχης τύπου Merkava Mk.4 με προηγμένα πυρομαχικά των 120 χιλιοστών, συστήματα διασύνδεσης και το σύστημα ενεργητικής προστασίας Trophy. Ανάλογο πρόγραμμα έχει καταρτιστεί και για τα ΤΟΜΑ τύπου Namer (βασίζεται στο σασί του Merkava Mk.4).
-Ταχύτητα στην αντίδραση και την ανταπόκριση: Σύμφωνα με μελέτη του Ισραηλινού Στρατού το 95% των απειλών κατά των μηχανοκίνητων και τεθωρακισμένων δυνάμεων προέρχεται από καλά κρυμμένες απειλές οι οποίες εξαπολύουν την επίθεση τους από αποστάσεις έως και 5 χιλιόμετρα, όχι μόνο στο μπροστά τόξο των αρμάτων μάχης, αλλά και στο πίσω, ποιο ευάλωτο τόξο. Κατά συνέπεια η πρόκληση είναι ο εντοπισμός και η καταστροφή του στόχου πριν εξαπολύσει την επίθεση του ή εάν αυτό δεν είναι εφικτό να υπάρξει εντοπισμός και καταστροφή της απειλής εντός πέντε δευτερολέπτων από την εκδήλωση της επίθεσης. Για την επίτευξη αυτού του στόχου ο Ισραηλινός Στρατός έχει υιοθετήσει το ραντάρ ELM-2133 WindGuard, το οποίο μπορεί να ενσωματωθεί επί των αρμάτων μάχης ή των ΤΟΜΑ και έχει την δυνατότητα του εντοπισμού και της αυτόματης ανίχνευσης αντιαρματικών ρουκετών και πυραύλων. Αντίστοιχων δυνατοτήτων είναι και το κινητό ραντάρ ELM-2138T Green Rock το οποίο ανήκει στην κατηγορία C-RAM (Counter, Rocket, Artillery, and Mortar).
-Ελαφρύτερα και ταχύτερα οχήματα, με μικρότερες απαιτήσεις επάνδρωσης. Το Ισραήλ έχει εκφράσει έντονο ενδιαφέρον για την ανάπτυξη μια νέας γενιάς τεθωρακισμένων οχημάτων μικρότερου βάρους (περί των 35 τόνων), μικρότερων διαστάσεων και με μικρότερες ανάγκες επάνδρωσης (μέγιστο πλήρωμα δύο ατόμων).
Το ερώτημα που προκύπτει από τη μεταπολεμική εμπειρία είναι εάν οι μηχανοκίνητες και τεθωρακισμένες δυνάμεις έχουν ρόλο στο σημερινό πεδίο μάχης και ποιος είναι αυτός ο ρόλος; Η απάντηση βρίσκεται στη φύση της εξέλιξης του μηχανοκίνητου και τεθωρακισμένου πολέμου. Για την ακρίβεια η απάντηση βρίσκεται στην ικανότητα των μηχανοκίνητων και τεθωρακισμένων δυνάμεων να αντιληφθούν τη φύση της απειλής, τις ικανότητες μετάλλαξης της και την ταχύτητα με την οποία η κάθε απειλή εξελίσσετε και μεταλλάσσεται.
Συνεπώς, η αξία και ο ρόλος των μηχανοκίνητων και τεθωρακισμένων δυνάμεων είναι συνάρτηση του λόγου που προκύπτει από την ταχύτητα με την οποία εξελίσσεται μια απειλή προς την ταχύτητα με την οποία εξελίσσονται οι μηχανοκίνητες και τεθωρακισμένες δυνάμεις. Με άλλα λόγια, εάν η απειλή εξελίσσεται ταχύτερα απ’ ότι οι μηχανοκίνητες και τεθωρακισμένες δυνάμεις τότε η αξία και ο ρόλος τους μειώνεται και περιορίζεται. Σε αντίθετη περίπτωση, η αξία και ο ρόλος των μηχανοκίνητων και τεθωρακισμένων δυνάμεων αυξάνει και διευρύνεται.
Σημειωτέον ότι η παραπάνω θεώρηση αφορά στην περίπτωση τυπικής συμβατικής απειλής, δηλαδή αφορά στην περίπτωση όπου ένα κράτος, το οποίο διαθέτει οργανωμένο τακτικό στρατό επιβουλεύεται τα κυριαρχικά δικαιώματα ενός άλλου κράτους, επίσης με οργανωμένο τακτικό στρατό, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας και της Τουρκίας.
Δεδομένου ότι όσες τροποποιήσεις η προσθαφαιρέσεις και εάν γίνουν, σε επίπεδο Ταξιαρχίας και Μεραρχίας, δύο Ταξιαρχίες ή Μεραρχίες δύο διαφορετικών κρατών δεν μπορεί να διαφέρουν σημαντικά, σε οργανωτικό επίπεδο, μπορούν όμως να διαφέρουν όπως η νύχτα με τη μέρα σε επίπεδο μαχητικής ισχύος. Συνεπώς η αξία και ο ρόλος των μηχανοκίνητων και τεθωρακισμένων δυνάμεων βασίζεται:
-Στο βαθμό «επιχειρησιακής ισορροπίας» που υφίσταται μεταξύ των μονάδων από διαφορετικά Όπλα και Σώματα, και τα οποία, ως σύνολο, συνθέτουν μια Ταξιαρχία ή μια Μεραρχία. Η έννοια της «επιχειρησιακής ισορροπίας» δεν αφορά μόνο στην αρμονική συνεργασία, για παράδειγμα, ενός Τάγματος Πεζικού και μιας Επιλαρχίας, αφορά περισσότερο στο κατά πόσο και σε ποιο βαθμό οι μηχανοκίνητες και τεθωρακισμένες δυνάμεις ενός σχηματισμού δρουν μαζί ή παράλληλα, ταυτόχρονα ή διαδοχικά, με τρόπο αποτελεσματικό και σύμφωνα με το εκάστοτε ισχύος επιχειρησιακό δόγμα της χώρας. Εάν, για παράδειγμα, μια Ταξιαρχία Πεζικού αποτελείται από τέσσερα ή πέντε Τάγματα Πεζικού και μια Επιλαρχία, τότε υπάρχει δυσαναλογία στην ικανότητα της να εκτελέσει αμυντικές και επιθετικές επιχειρήσεις με τον ίδιο βαθμό επιτυχίας ή αποτελεσματικότητας. Η «επιχειρησιακή ανισορροπία» οδηγεί σε «επιχειρησιακή αγκύλωση». Σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα (κυρίως το αμερικανικό, αλλά και το ισραηλινό) η ιδανική σύνθεση μιας Ταξιαρχίας είναι η «τετραδική», δηλαδή τέσσερις μονάδες ελιγμού συν μια μονάδα Πυροβολικού (συν βέβαια και οι απαραίτητες μονάδες υποστήριξης).
-Στην επιτυχημένη ολοκλήρωση των μονάδων που συνθέτουν μια Ταξιαρχία ή μια Μεραρχία στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο. Αυτή η ικανότητα έχει την ιδιότητα να συνθέτει και να συνδυάζει διαφορετικά επίπεδα ευκινησίας, προστασίας και ισχύος πυρός, ενώ παράλληλα θέτει περισσότερες και ποιο πολύπλοκες απειλές στον εχθρό. Ολοκλήρωση δεν σημαίνει απαραίτητα ότι Λόχοι και Ίλες είναι ενσωματωμένες, σε μόνιμη βάση, σε ένα Τάγμα ή σε μια Επιλαρχία. Μπορεί να γίνει και αυτό (το έχουν επιλέξει οι Αμερικανοί). Αυτό που σημαίνει είναι ότι η συγκρότηση ενός Τακτικού Συγκροτήματος πρέπει να γίνεται με Λόχους και Ίλες προερχόμενες από την ίδια Ταξιαρχία, διότι στην περίπτωση αυτή υπάρχει υψηλός βαθμός συνοχής και εξοικείωσης, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι η δημιουργία και η λειτουργία ενός Τακτικού Συγκροτήματος έχει δοκιμαστεί κατά την εκπαίδευση. Θα πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι η δημιουργία ενός Τακτικού Συγκροτήματος με δυνάμεις που προέρχονται από διαφορετικές Ταξιαρχίες μπορεί να γίνει κατ’ ανάγκη, όταν δεν υπάρχει άλλη επιλογή ή οι εξελίξεις στο πεδίο της μάχης απαιτούν άμεση αντιμετώπιση.
-Στην ικανότητα ενός σχηματισμού να οργανώσει και να αντιτάξει άμυνα σε βάθος. Οι Σύμμαχοι στον Β’ ΠΠ την περίοδο 1939-1942, όπως και οι Αιγύπτιοι το 1956 και το 1967 υπέστησαν συντριπτικές ήττες λόγω της αδυναμίας τους να προβλέψουν και να αντιτάξουν άμυνα σε βάθος. Η αλήθεια είναι ότι ελάχιστοι Στρατοί στον κόσμο έχουν το απαραίτητο χρόνο και το ανθρώπινο δυναμικό να οργανώσουν, ήδη από τον καιρό της ειρήνης, ένα σχέδιο άμυνας σε βάθος. Από την άλλη χρειάζεται χαλύβδινη πειθαρχία και ακμαίο ηθικό για να πειστεί ένας στρατιώτης, επαγγελματίας, κληρωτός ή έφεδρος, να συνεχίσει να πολεμά και να υπακούει σε διαταγές όταν γνωρίζει ότι το μέτωπο έχει διαρραγεί ή ότι ο εχθρός κινείται στα μετόπισθεν του. Η αξία της ανώτατης στρατιωτικής ιεραρχίας βρίσκεται και στην ικανότητα της να προσανατολίσει εκ νέου και να ενορχηστρώσει επιχειρήσεις υπό την πίεση ενός ταχύτατα κινούμενου εχθρού.
-Στην επίλυση του δύσκολου ζητήματος της αρμονικής και αποτελεσματικής συνεργασίας του Στρατού με τα φίλια εναέρια μέσα (Αεροπορία Στρατού ή Πολεμική Αεροπορία). Το Πυροβολικό και το Πεζικό έμαθαν να συνεργάζονται στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (Α’ ΠΠ, 1914-1918). Με περίσσια δυσκολία, τα τεθωρακισμένα, τα αντιαρματικά όπλα, το μηχανικό και το αντιαεροπορικό πυροβολικό έμαθαν να συνεργάζονται στη διάρκεια του Β’ ΠΠ. Ωστόσο, το μαχητικό αεροσκάφος ακόμα δεν έχει μάθει να συνεργάζεται με το Στρατό. Ίσως γιατί δεν είναι αυτή η αποστολή του. Η ανάπτυξη του επιθετικού ελικοπτέρου υπήρξε μια προσπάθεια του Στρατού να αποκτήσει ικανότητες και δυνατότητες οι οποίες βρίσκονται κάπου στο πίσω μέρος του μυαλού της ηγεσίας της Πολεμικής Αεροπορίας.