Η φιλοσοφία των επιχειρήσεων αέρος – εδάφους διαμορφώθηκε με βάση τα διδάγματα της πολυετούς εμπειρίας από την εμπλοκή των ΗΠΑ στο Βιετνάμ, για μία χρονική περίοδο 40 περίπου ετών. Φτάνοντας να καλύψει όχι μόνο τις επιχειρήσεις στη Γιουγκοσλαβία το 1999, αλλά και αυτές στο Ιράκ στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 2000. Ένα από τα μεγαλύτερα επιχειρησιακά προβλήματα που κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν οι αεροπορικές δυνάμεις των ΗΠΑ (της USAF και του USN), στο θέατρο επιχειρήσεων της Νοτιοανατολικής Ασίας, ήταν οι πυραυλικές αντιαεροπορικές πυροβολαρχίες των Βιετκόνγκ.
Εκατοντάδες αεροσκάφη της Αμερικανικής Αεροπορίας και του Ναυτικού απωλέσθηκαν, συνεπεία της δράσης των SA-2 και SA-3 (κωδικές ονομασίες κατά ΝΑΤΟ) των δυνάμεων του Χο Τσι Μινχ. Ενδεικτικό του προβληματισμού που προκάλεσε στους Αμερικανούς επιτελείς η αποτελεσματικότητα των SA-2 (S-75 Dvina) και SA-3 (S-125 Neva), είναι το γεγονός ότι τουλάχιστον 400, από τα 527, F-4 Phantom II που χάθηκαν κατά τις επιχειρήσεις πάνω από το Βόρειο Βιετνάμ, έπεσαν θύματα της αντιαεροπορικής άμυνας των Βιετκόνγκ.
Από την πρώιμη ακόμη περίοδο της αμερικανικής εμπλοκής στη νοτιοανατολική Ασία (1965-1966) από αέρος λοιπόν, εμφανίστηκαν για πρώτη φορά εξειδικευμένα όπλα καταστροφής της εχθρικής αεράμυνας (DEAD – Destruction of Enemy Air Defenses), ενώ παράλληλα εξελίχθηκαν και εφαρμόστηκαν τακτικές καταστολής της (SEAD – Supresion of Enemy Air Defenses), με σκοπό την προστασία των φίλιων αεροπορικών δυνάμεων που επιχειρούσαν εντός της ακτίνας τους. Τα δύο κύρια αντι-ραντάρ όπλα DEAD/SEAD των ΗΠΑ από το 1965 ήταν οι πύραυλοι AGM-45 Shrike και σε δεύτερο χρόνο οι AGM-78 Standard. Μαζί με τροποποιημένα αεροσκάφη ηλεκτρονικού πολέμου (https://defencereview.gr/ilektronikos-polemos-logi-tis-megalis-epichirisiakis-tou-axias-meros/).
Με βάση τη νέα – τότε – επιχειρησιακή φιλοσοφία των αεροπορικών δυνάμεων των ΗΠΑ, τον εντοπισμό των θέσεων των αντιαεροπορικών πυραυλικών συστοιχιών και των ραντάρ τους αναλάμβαναν φωτοαναγνωριστικά αεροσκάφη υψηλών επιδόσεων. Ακολουθούσαν τροποποιημένα σε αεροσκάφη ηλεκτρονικού πολέμου, μαχητικά ή βομβαρδιστικά (επιθετικά για την ακρίβεια – Attack), που ήταν εξοπλισμένα με ισχυρούς παρεμβολείς και ειδικά τροποποιημένα μαχητικά (F-4C, F-105G, EB-66, ΕΑ-6A, και αργότερα F-4G και EA-6B) που έφεραν πυραύλους αντι-ραντάρ.
Η αποτελεσματικότητα των πρώτων αυτών εξειδικευμένων όπλων ήταν εξαιρετικά περιορισμένη, αλλά παρά το γεγονός αυτό η εξέλιξή τους συνεχίστηκε, ενώ παγιώθηκε και η φιλοσοφία των συνδυασμένων αεροπορικών επιχειρήσεων (COMbined Air Operations – COMAO) που με τη σειρά της παρέμεινε σε ισχύ μέχρι την εμφάνιση και τη μαζική ένταξη σε υπηρεσία όπλων μακρού πλήγματος υψηλής ακρίβειας, τακτικού, υποστρατηγικού και στρατηγικού χαρακτήρα.
Με βάση την επιχειρησιακή φιλοσοφία COMAO, τα αεροσκάφη ηλεκτρονικού πολέμου, διαδέχονται στις προσβολές επίγειων στόχων τα βομβαρδιστικά που συνοδεύονται από μαχητικά οπλισμένα με πυραύλους αέρος – αέρος για σκοπούς προστασίας από τυχών επιθέσεις από την Αεροπορία του αντιπάλου. Φυσικά σε όλο αυτό το πακέτο, περιλήφθηκαν και ιπτάμενα τάνκερ σε περίπτωση που η απόσταση από τον στόχο ή τους στόχους επέβαλε ανεφοδιασμό στον αέρα, ενώ αργότερα προστέθηκαν και αεροσκάφη έγκαιρης προειδοποίησης, πληροφοριών και ελέγχου (C4I).
O παράγοντας “κόστος” και η εξέλιξη της τεχνολογίας των ηλεκτρονικών, άλλαξαν τα δεδομένα
Σε καθαρά τακτικό επίπεδο, ελάχιστα άλλαξαν μέχρι τη δεκαετία του ‘90. Από την πλευρά των Αμερικανών για να είμαστε ακριβείς. Όχι των συμμάχων τους. Οι οποίοι δεν είχαν την οικονομική να διατηρούν σε υπηρεσία και να αναβαθμίζουν διαρκώς τόσα πολλά και τόσα διαφορετικά αεροσκάφη, προκειμένου να έχουν μόνιμη ικανότητα εκτέλεσης συνδυασμένων αεροπορικών επιχειρήσεων. Στις δεκαετίες του ‘70 και του ‘80 τόσο η βρετανική RAF όσο και η γαλλική Armee de l Air απέκτησαν ιπτάμενα τάνκερ σε ικανούς αριθμούς, αλλά στο πλαίσιο ΝΑΤΟϊκών επιχειρήσεων βασίζονταν στα Ε-3Α Sentry της USAF (AWACS) και του ΝΑΤΟ αργότερα, προκειμένου να έχουν εικόνα της τακτικής κατάστασης, σε συνδυασμό με έγκαιρη προειδοποίηση και αποτελεσματικό συντονισμό των αεροπορικών τους δυνάμεων!
Το κόστος των συνδυασμένων αεροπορικών επιχειρήσεων κατά συνέπεια, όπως τις εννοούσαν, τις σχεδίαζαν και τις υλοποιούσαν οι Αμερικανοί, ήταν πραγματικά τεράστιο για όλους τους άλλους. Εξειδικευμένα αεροσκάφη ηλεκτρονικού πολέμου διέθεταν ελάχιστα και οι Βρετανοί και οι Γάλλοι, ενώ σταδιακά και οι ίδιοι οι Αμερικανοί, χωρίς να τα καταργήσουν, τα περιόρισαν σε σημαντικό βαθμό.
– Σε αυτό δεν συντέλεσε μόνο το γεγονός ότι δεν υπήρχε πλέον στις δεκαετίες του ‘90 και του 2000 η ικανότητα του αντιπάλου να αντιπαρατάξει συστήματα πραγματικά επικίνδυνα για τους αμερικανικούς και τους ΝΑΤΟϊκούς σχηματισμούς (Γιουγκοσλαβία, Ιράκ, Αφγανιστάν).
– Συντέλεσε κυρίως το γεγονός ότι τα μαχητικά πολλαπλών ρόλων σταδιακά μετατράπηκαν και σε πλατφόρμες ηλεκτρονικού πολέμου (https://defencereview.gr/ilektronikos-polemos-ta-sygchrona-epichirisiaka-dedomena-meros-v/). Γιατί οι παρεμβολείς και τα άλλα υποσυστήματα των σύγχρονων συλλογών Η/Π έγιναν μέσω της εξέλιξης της τεχνολογίας των ηλεκτρονικών, μικρότερα και ελαφρύτερα, καταλαμβάνοντας λιγότερο χώρο, ενώ το ίδιο συνέβει και με τα ηλεκτροοπτικά (Ε/Ο) συστήματα.
– Επιπρόσθετα, η ανάπτυξη και η εισαγωγή σε υπηρεσία αερομεταφερόμενων ραντάρ μαχητικών με δυνατότητες αυτόματου TF (Terrain Following) σε συνδυασμό με την ανάπτυξη και μαζική παραγωγή αυτόνομων συστημάτων ναυτιλίας μικρού ύψους και στοχοποίησης με πρώτο το LANTIRN (https://defencereview.gr/atraktidia-stochopiisis-anagkeos-pollaplasiastis-ischyos-chamilou-kostous/), κατέστησε δυνατή την προσβολή επίγειων στόχων, ή στόχων επιφανείας, ημέρα και νύχτα και με κάθε καιρό, χωρίς να απαιτούνται όλα αυτά τα αεροσκάφη ειδικών ρόλων που προέβλεπαν τα σενάρια των συνδυασμένων αεροπορικών επιχειρήσεων (COMAO).
– H μετάβαση στην περιοχή του στόχου σε μικρό ύψος, με τον επιτιθέμενο ανεντόπιστο και η εξαπόλυση όπλων ακριβείας από απόσταση και έξω από την ακτίνα των πυραύλων αντιαεροπορικής άμυνας εγκαταστάσεων και υποδομών (μικτή και μέση απόσταση…), ή η εξαπόλυση όπλων μακρού πλήγματος από αποστάσεις μεγαλύτερες των 100 χιλιομέτρων, με στοχοποίηση που γίνεται είτε μέσω δορυφόρου, είτε μέσω μη επανδρωμένων αεροσκαφών, είτε μέσω φίλιων επίγειων δυνάμεων (JTAC), αποτελούν εδώ και πολλά χρόνια τη νέα πραγματικότητα στις επιχειρήσεις επίγειων προσβολών.
Ακόμη και οι αεροπορικές δυνάμεις των ΗΠΑ κατά συνέπεια, έχουν εγκαταλείψει οριστικά τις επιχειρήσεις COMAO και αυτό αποδεικνύει κυρίως το γεγονός ότι έχουν στραφεί σε νέας γενιάς (https://defencereview.gr/symvolaio-gia-tin-oloklirosi-tis-vomvas-sdb-ii-sta-f-a-18-super-hornet-gia-tin-raytheon/) όπλα (SDB II, JASSM, JSM, JASSM-ER), αλλά και τακτικές (https://defencereview.gr/dokimi-ektoxeysis-vlimaton-prosvoli/). Αυτό που έχει παραμείνει απαράλλαχτο είναι η ανάγκη ύπαρξης των ιπτάμενων τάνκερ και των C4I (AWACS).
Όσο για τα όπλα, οι πύραυλοι αντι – ραντάρ έχουν εγκαταλειφθεί στην Ευρώπη, από τη στιγμή που δεν περιλαμβάνονται πλέον στα όπλα που αναπτύσσουν οι κατασκευστές και αξιοποιούν οι αεροπορικές δυνάμεις, αλλά εξακολουθούν να υφίστανται στις ΗΠΑ με τη μορφή του AGM-88G AARGM (https://defencereview.gr/xekinise-o-chamilos-rythmos-archikis-par/)
To νέο αυτό όπλο, ενώ διατηρεί την κωδική ονομασία του προγενέστερου HARM, που διαθέτει στο οπλοστάσιό της και η Πολεμική Αεροπορία, επί της ουσίας δεν έχει καμία σχέση. Είναι εντελώς νέας φιλοσοφίας και με μεγαλύτερες δυνατότητες. Αν και με σημαντικά μεγαλύτερη τιμή…
Από τον Shrike στον ΗΑRM
H διαδικασία ανάπτυξης του πρώτου αερομεταφερόμενου πυραύλου αντι – ραντάρ ξεκίνησε πριν από 60 ολόκληρα χρόνια (1961) από το Ναυτικό των Η.Π.Α. με βάση τον αέρος – αέρος, ΑΙΜ-7 Sparrow. Αρχικά το νέο όπλο πήρε την κωδική ονομασία ASM-N-10 ARM (Anti Radar Missile), αλλά αργότερα, όταν ο Robert McNamara ανέλαβε υπουργός άμυνας των ΗΠΑ και επέβαλλε κοινές πλατφόρμες και όπλα για το USN και την USAF, ο πύραυλος ονομάστηκε AGM-45 Shrike (μικρό ωδικό, αλλά αρπακτικό πτηνό). Η παραγωγή ανατέθηκε σε κοινοπραξία εταιρειών με επικεφαλής την Τexas Ιnstruments, που κατασκεύαζε τον αισθητήρα και με βασικές απαιτήσεις την ευκολία παραγωγής και αναβάθμισης, το μικρό κόστος και την απλή συντήρηση και χρήση.
Το όπλο, όπως και ΑΙΜ-7 ήταν σχετικά μικρό, υπερηχητικό ταχύτητας 2 Μαχ, με ρηκτική/θραυσματογόνο γόμωση βάρους 66 κιλών, με πυροσωλήνα προσέγγισης, βάρος 177 κιλών (αρχική έκδοση), πυραυλοκινητήρα στερεού καυσίμου, μονού (AGM-45A) και κατόπιν διπλού σταδίου για τον AGM-45B με επιταχυντή (booster) και κύριο στάδιο και ακτίνα που κυμαινόταν ανάλογα με το ύψος και την ταχύτητα εκτόξευσης από τα 12 έως τα 40 χιλιόμετρα για τον -Β! Το 1966 άρχισε η αξιοποίησή του σε αεροσκάφη (Ε)Α-6A και F-100 Wild Weasel, με φτωχότατα αποτελέσματα που επέβαλλαν τη χρήση 13 διαφορετικών κεραιών (ανάλογα με το ραντάρ που επρόκειτο να πληγεί!) σε 10 διαφορετικές διαμορφώσεις (AGM-45-1 μέχρι AGM-45-10).
Τα προβλήματα σταδιακά αντιμετωπίστηκαν και το όπλο εξόπλισε τα νεώτερα EF-105F Wild Weasel II και τους διαδόχους του στη ΝΑ Ασία, F-105G και F-4C. Χρησιμοποιήθηκε και από τους Ισραηλινούς (Kfir, F-4) και από τα F-4E και τα F-4G της USAF μετά τον πόλεμο του Βιετνάμ. Μεγάλα του μειονεκτήματα ήταν το ότι το μαχητικό έπρεπε να πετά προς το ραντάρ – στόχο ώστε να το εγκλωβίσει ο αισθητήρας του πυραύλου και το ότι εάν ο στόχος διέκοπτε την εκπομπή, τότε χανόταν (ο πύραυλος)…
Ο AGM-78 Standard Anti Radiation Missile (STARM) που διαδέχθηκε τον Shrike ήταν πολύ μεγαλύτερος και βαρύτερος καθώς προέρχονταν από τον αντιαεροπορικό (επιφανείας-αέρος), με κινητήρα στερεού καυσίμου, μέσης ακτίνας RIM-66A Standard. Το βάρος εκτινάχθηκε στα 635 κιλά, η ακτίνα στα 53 χιλιόμετρα, η ταχύτητα επίσης αυξήθηκε στα 2,5 μαχ και η γόμωση ήταν βάρους 100 κιλών, ρηκτική/θραυσματογόνος. Η αρχική έκδοση AGM-78A (Mod 0), έφερε τον αισθητήρα του Shrike, για να ακολουθήσει ο ικανότερος Mod 1 (AGM-78B) που έφερε τελείως νέο αισθητήρα ευρείας μπάντας συχνοτήτων και μπορούσε να καθοδηγηθεί εναντίον ραντάρ έρευνας, ελέγχου πυρός, καθοδήγησης Α/Α βλημάτων και πυροβόλων και ραντάρ ελέγχου αναχαίτισης (GCI).
Το νέο όπλο εξόπλισε τα F-105G, μια δραστικά αναβαθμισμένη έκδοση Wild Weasel και είχε και αρκετές πρόσθετες δυνατότητες. Ο αισθητήρας του δεν απαιτούσε ευθυγράμμιση, κάτι που προειδοποιούσε τους ελεγκτές αεράμυνας για πιθανή επίθεση! Με τον AGM-78 το επιτιθέμενο αεροσκάφος όταν αντιλαμβανόταν την εκπομπή, ευθυγράμμιζε στιγμιαία, εκτόξευε και κατόπιν απομακρυνόταν. Απέφευγε έτσι να παράσχει οποιαδήποτε σημεία προειδοποίησης και παράλληλα να πλησιάσει επικίνδυνα τις αντιαεροπορικές συστοιχίες του αντιπάλου…
Χρησιμοποιήθηκε επάνω σε A-6B/E Intruder και κυρίως από τα F-105G/F της Aεροπορίας των ΗΠΑ (σε ρόλο κάλυψης βομβαρδιστικών Β-52) στο Βιετνάμ με εξαιρετικά αποτελέσματα και φυσικά από ασφαλείς αποστάσεις, αρκετά εκτός του δραστικού βεληνεκούς των SA-2 και SA-3 αλλά και των Α/Α πυροβόλων (των οποίων τα ραντάρ ήταν οι συνηθέστεροι στόχοι) και θεωρήθηκε πολύ ανώτερο του Shrike. Εξελίχθηκαν βελτιωμένες εκδόσεις μετά το 1970, οι AGM-78C/D/D2, χαμηλότερου κόστους, με μεγαλύτερη ακτίνα, ικανότητα αντι-αντιμέτρων και δυνατ΄τοητα συνεργασίας με τον εξοπλισμό εντοπισμού ραντάρ, των τροποποιημένων F-4G.
Το F-4G μετέφερε ως τέσσερις AGM-78, ενώ τo F-105 μέχρι δύο. Φυσικά οι διαστάσεις, το βάρος και το κόστος του, υποχρέωσαν τις ΗΠΑ σε αντικατάστασή του (1987) από ένα οικονομικότερο και αποτελεσματικότερο πύραυλο. Ο AGM-78 κατασκευάστηκε σε 700 μόλις μονάδες. Ο αντικαταστάτης του θα έπρεπε να συνδυάζει τα πλεονεκτήματα του Shrike και του STARM, χωρίς τα μειονεκτήματά τους. Το όπλο έπρεπε δηλαδή να βασίζεται μεν στις ίδιες αρχές μικρού κόστους, ευκολίας παραγωγής, συντήρησης, αναβάθμισης και αξιοποίησης του παλιού Shrike (τίποτα από αυτά δεν ίσχυε για τον Standard), αλλά χωρίς την ανάγκη πτήσης προς το ραντάρ – στόχο, ώστε να εγκλωβίσει την εκπομπή του και φυσικά χωρίς την απώλεια εγκλωβισμού (και κατόπιν και του ίδιου του πυραύλου!) όταν σταματούσε η εκπομπή του στόχου.
Το αρχικό όπλο που ονομάστηκε AGM-88 HARM (High-speed Anti-Radiation Missile), είχε βάρος 361 κιλών, έφερε γόμωση με πυροσωλήνα προσέγγισης ίδιου βάρους με αυτή του Shrike, με 25.000 προσχηματισμένα ατσάλινα θραύσματα, ώστε να προξενεί αυξημένες ζημιές στις κεραίες των ραντάρ και έμοιαζε με μεγεθυμένο Shrike, με διαφοροποιημένα πτερύγια.
Η ακτίνα έφτανε αρχικά τα 25 χιλιόμετρα με εκτόξευση από μεγάλο ύψος και με μεγάλη ταχύτητα, ο πυραυλοκινητήρας δύο σταδίων στερεού καυσίμου, δεν παρήγαγε καπνό για μείωση του οπτικού ίχνους του βλήματος, ενώ ο αισθητήρας του είναι τόσο ευαίσθητος που μπορεί να εγκλωβίσει τους πλάγιους και τους οπίσθιους λοβούς της δέσμης εκπομπής ενός ραντάρ, ώστε να επιτίθεται έξω από το πεδίο ερεύνης του. Στις τελευταίες εκδόσεις παραγωγής η μέγιστη ακτίνα αναφέρεται στα 40 χιλιόμετρα.
Ο αρχικός AGM-88A, εισήλθε σε παραγωγή το 1983 και τον Απρίλιο του 1986 το όπλο χρησιμοποιήθηκε στην επίθεση κατά της Λιβύης, με θετικά αποτελέσματα. Ο AGM-88B, εισήλθε σε υπηρεσία το 1987 με χαμηλότερο κόστος κατασκευής και προγραμματιζόμενο αισθητήρα σε επίπεδο μονάδας, ώστε να μπορεί να προσαρμόζεται σε νέες απειλές, αντί να απαιτούνται εργοστασιακές ρυθμίσεις, ή τοποθέτηση άλλης κεραίας στην κεφαλή. Ο επαναπρογραμματισμός του αισθητήρα του -Α απαιτούσε αφαίρεση και επιστροφή στον κατασκευαστή.
Ο ΗΑRM χρησιμοποιήθηκε εκτενώς στον Πόλεμο του Κόλπου, με καλή απόδοση και λίγο αργότερα αντικαταστάθηκε στη γραμμή παραγωγής από τον AGM-88C, με νέα βελτιωμένη γόμωση WAU-7/B (με 12.800 προσχηματισμένους κύβους βολφραμίου αυξημένου μεγέθους και βάρους αντί των 25.000 προσχηματισμένων ατσάλινων θραυσμάτων των -Α/-Β), ώστε να προκαλεί μεγαλύτερης έκτασης ζημιές στις κεραίες των ραντάρ. Ο αισθητήρας εντοπισμού/καθοδήγησης, ήταν επίσης νέας τεχνολογίας, ώστε να εντοπίζει νέα ραντάρ αεράμυνας με προηγμένα χαρακτηριστικά λειτουργίας, όπως αναπήδηση συχνοτήτων.