Ύστερα από την απρόκλητη ιταλική επίθεση της 28ης Οκτωβρίου, οι ενδείξεις για άμεση επέμβαση της Βουλγαρίας ήταν συγκεχυμένες, μέχρι το τέλος του 1940. Εξάλλου, η σαφής δήλωση της Τουρκίας ότι θα αντιμετώπιζε τη Βουλγαρία, αν αυτή ενεργούσε εναντίον της Ελλάδας και η διαβεβαίωση της Γερμανίας ότι δεν είχε πρόθεση να επιτεθεί εναντίον της, έδωσαν στην Ελλάδα τη δυνατότητα να μετακινήσει δυνάμεις, από το θέατρο επιχειρήσεων προς τη Βουλγαρία, στο αλβανικό μέτωπο. Έτσι, στην ανατολική Μακεδονία και Θράκη είχαν απομείνει ελάχιστες δυνάμεις, όταν από τον Ιανουάριο του 1941 αντιμετωπιζόταν η πιθανότητα γερμανικής επιθέσεως.

Πράγματι, από το Νοέμβριο του 1940 οι Γερμανοί, αν και εξακολουθούσαν να παρέχουν διαβεβαιώσεις έναντι της Ελλάδας, είχαν αποφασίσει να επιτεθούν εναντίον της, αφού είχαν ήδη εξασφαλίσει τη σιωπηρή συγκατάθεση της Ρωσίας. Στις 13 Δεκεμβρίου 1940 ο Χίτλερ εξέδωσε γενικές οδηγίες, στις οποίες η προβλεπόμενη επίθεση εναντίον της Ελλάδας για το Μάρτιο αναφέρεται για πρώτη φορά με το συνθηματικό όνομα «ΜΑΡΙΤΑ». Στις 2 Μαρτίου 1941, η 12η Γερμανική Στρατιά άρχισε να εισέρχεται στο βουλγαρικό έδαφος και στις 9 Μαρτίου οι εμπροσθοφυλακές των εμπρός Μεραρχιών είχαν φθάσει στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα.

Η Ελλάδα δεν ήταν δυνατό να αντισταθεί μόνη της και με επιτυχία εναντίον και της δεύτερης αυτοκρατορίας. Η βρετανική κυβέρνηση είχε όλη την καλή διάθεση να ενισχύσει την Ελλάδα δεν είχε όμως τη δυνατότητα. Μετά απ’ αυτό στις συσκέψεις της 15ης και 16ης Ιανουαρίου 1941, στις οποίες έλαβε μέρος και ο Αρχιστράτηγος των βρετανικών δυνάμεων στη Μέση Ανατολή, Στρατηγός Γουέϊβελ (Wavel), ο Πρόεδρος της Ελληνικής Κυβερνήσεως απέκρουσε τη βρετανική πρόταση αποστολής στην Ελλάδα ανεπαρκών δυνάμεων που δεν θα πρόσφεραν τίποτα το αξιόλογο στην ελληνική αντίσταση και οπωσδήποτε θα επιτάχυναν την κάθοδο των Γερμανών και θα επηρέαζαν, ίσως, δυσμενώς τη στάση της Τουρκίας και της Γιουγκοσλαβίας. Ο Πρωθυπουργός εξάλλου, πήρε την απόφαση να καλέσει τους Βρετανούς να αποβιβαστούν στην Ελλάδα, μόλις τα γερμανικά στρατεύματα θα εισέρχονταν στη Βουλγαρία, οπότε οι γερμανικές προθέσεις θα αποκαλύπτονταν οριστικά. Μετά απ’ αυτό η βρετανική συνδρομή περιορίσθηκε στην προστασία με το στόλο και σε ασθενή αεροπορική βοήθεια. Μετά το θάνατο του Πρωθυπουργού Ι. Μεταξά, ο Αλεξ. Κορυζής που τον διαδέχθηκε επανέλαβε στις 8 Φεβρουαρίου τη δήλωση προς τη βρετανική κυβέρνηση για την απόφαση της Ελλάδας να αμυνθεί κατά των Γερμανών και πρότεινε και πάλι να μην αποσταλούν βρετανικά στρατεύματα στη Μακεδονία, αν οι Γερμανοί δεν εισέρχονταν στη Βουλγαρία.

Οι ενισχύσεις των Βρετανών μαζί με τις διατιθέμενες ελληνικές δυνάμεις στη Μακεδονία και τη Θράκη δεν επαρκούσαν για την άμυνα της Ανατολικής Μακεδονίας και πολύ περισσότερο και της Δυτικής Θράκης. Από στρατιωτικής απόψεως ήταν σκόπιμη η έγκαιρη εκκένωση της οχυρωμένης τοποθεσίας και η μεταφορά της άμυνας στην οικονομικότερη και «φύσει οχυρά» τοποθεσία Καϊμακτσαλάν-Βέρμιο-Αλιάκμονας. Η εγκατάλειψη όμως της Θράκης και του μεγαλύτερου μέρους της Μακεδονίας με τη Θεσσαλονίκη, πέρα από την ψυχολογική πλευρά και τον ηθικό αντίκτυπο στον ελληνικό πληθυσμό, θα συνδεόταν και με τη στάση της Τουρκίας και της Γιουγκοσλαβίας. Η τελευταία που επηρέαζε και άμεσα την άμυνα της Ελλάδας δεν αποσαφήνιζε την εξωτερική της πολιτική. Έτσι, κατ’ ανάγκη, τα στρατηγικά σχέδια για την άμυνα του ελληνικού χώρου θεμελιώθηκαν σε προϋποθέσεις, σχετικά με τη στάση της Γιουγκοσλαβίας ως εξής:

Με τη Γιουγκοσλαβία σύμμαχο της Μεγάλης Βρετανίας και της Ελλάδας, ο αγώνας έπρεπε να διεξαχθεί επί της οχυρωμένης τοποθεσίας από Κερκίνη (Μπέλες) μέχρι το Νέστο, γνωστής ως «Γραμμής Μεταξά».
Αν όμως η Γιουγκοσλαβία επέτρεπε τη διέλευση γερμανικών στρατευμάτων από το έδαφός της, τότε ούτε η γραμμή των οχυρών αλλά ούτε και αυτή του Καϊμακτσαλάν-Βέρμιο-Αλιάκμονας δεν προσφερόταν ως τοποθεσία αντιστάσεως κατά της γερμανικής εισβολής.
Η μόνη πλέον καταλληλότερη γραμμή άμυνας ήταν: Ελληνοαλβανική μεθόριος-Σμόλικας όρος-Αλιάκμονας ποταμός-Όλυμπος, στην οποία είχαν αρχίσει να εκτελούνται αμυντικά έργα.
Στις 22 Φεβρουαρίου έφθασαν μυστικά στην Αθήνα ο Βρετανός Υπουργός Εξωτερικών Άντονυ Ήντεν, ο Αρχηγός του βρετανικού Επιτελείου, Στρατάρχης Ντηλ, ο Στρατάρχης της αεροπορίας Λόγκμορ και ο Πλοίαρχος Ντίκι, αντιπρόσωπος του Ναυάρχου Κάνιγγαμ. Σε σύσκεψη που έγινε υπό την προεδρία του Βασιλιά, ο Αρχιστράτηγος Αλ. Παπάγος δέχθηκε καταρχήν την εκκένωση ολόκληρης της ελληνικής περιοχής ανατολικά του Αξιού και τη μεταφορά δυνάμεων στην τοποθεσία Βερμίου, στην οποία όμως θα τάσσονταν και οι βρετανικές ενισχύσεις, εφόσον όμως θα είχε χαθεί και η τελευταία ελπίδα εξόδου της Γιουγκοσλαβίας στον πόλεμο, στο πλευρό των Συμμάχων. Μετά την είσοδο όμως των Γερμανών στη Βουλγαρία, στις 2 Μαρτίου, η εκκένωση της περιοχής αυτής κρίθηκε πλέον από τον Έλληνα Αρχιστράτηγο ως άκαιρη και ασύμφορη και για τον πρόσθετο λόγο ότι και η στάση της Γιουσγκοσλαβίας δεν είχε ακόμη αποσαφηνισθεί.

Έτσι, κατά τη διάρκεια αλλεπάλληλων συσκέψεων που έλαβαν χώρα από 2-4 Μαρτίου για την εξέταση της καταστάσεως, ενώ τα γερμανικά στρατεύματα διέσχιζαν τη Βουλγαρία, το Ελληνικό Επιτελείο πρότεινε να διατεθούν όλες οι ελληνοβρετανικές δυνάμεις στην οχυρωμένη τοποθεσία Κερκίνη (Μπέλες). Προ της επιμονής όμως των Βρετανών, οι οποίοι υποστήριζαν την εγκατάλειψη της τοποθεσίας Κερκίνης (Μπέλες) και την κατάληψη της τοποθεσίας Βερμίου, ο Έλληνας Αρχιστράτηγος υπέβαλε συμβιβαστική πρόταση που έγινε αποδεκτή από τους Βρετανούς και είχε ως εξής:

Η Δυτική Θράκη θα εκκενωνόταν και θα παρέμεναν σ’ αυτή μόνο οι δυνάμεις των Οχυρών Εχίνου και Νυμφαίας και μερικοί λόχοι Προκαλύψεως.
Οι εξοικονομούμενες ελληνικές δυνάμεις μαζί με εκείνες της Ανατολικής Μακεδονίας θα κατανέμονταν σε δύο κλιμάκια, προοριζόμενα να αμυνθούν σε δύο τοποθεσίες:
Στην οχυρωμένη «Γραμμή Μεταξά» τρεις μεραρχίες, μία ταξιαρχία και οι δυνάμεις των Οχυρών.
Στην τοποθεσία Βερμίου η 12η και 20η Μεραρχίες Πεζικού, η 19η Μηχανοκίνητη Μεραρχία και οι βρετανικές δυνάμεις που θα έφταναν στον Πειραιά και θα προωθούνταν στη συνέχεια στην τοποθεσία αυτήν.
Η κατάτμηση των ελληνοβρετανικών δυνάμεων σε δύο τοποθεσίες αποτελούσε, όπως ήταν φυσικό, σοβαρό μειονέκτημα. Οι δυνάμεις αυτές που ήταν ανεπαρκείς για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του εχθρού σε μία τοποθεσία, βρέθηκαν στην ανάγκη, για γενικότερους πολιτικο-στρατιωτικούς λόγους, να κατατμηθούν σε δύο τοποθεσίες. Ιδιαίτερα, επισφαλής ήταν η θέση των δυνάμεων του Τμήματος Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας (ΤΣΑΜ) που ήταν εκτεθειμένο στον κίνδυνο της αποκοπής των δυνάμεών, στην περίπτωση υπερκερωτικής ενέργειας του εχθρού από τα δυτικά. Ο Διοικητής του ΤΣΑΜ, προ της διαφαινόμενης γερμανικής επιθέσεως, με έκθεσή του προς το Γενικό Στρατηγείο, στις 5 Μαρτίου, ζητούσε τη διάθεση σοβαρών ενισχύσεων για την άμυνα της τοποθεσίας Κερκίνης (Μπέλες) – Νέστος. Μετά από αλλεπάλληλες μελέτες και ανταλλαγές απόψεων μεταξύ Γενικού Στρατηγείου και ΤΣΑΜ, έγινε τελικά στις 25 Μαρτίου στη Θεσσαλονίκη σύσκεψη υπό την προεδρία του Διοικητή του ΤΣΑΜ, στην οποία συμμετείχαν ο αντιπρόσωπος του Γενικού Στρατηγείου, ένας βρετανός Ταξίαρχος και ο Διευθυντής του 3ου Γραφείου του Τμήματος Στρατιάς Κεντρικής Μακεδονίας (ΤΣΚΜ). Κατά τη σύσκεψη ο Διοικητής του ΤΣΑΜ υποστήριξε την ανάγκη συνενώσεως των δυνάμεων των δύο τοποθεσιών και υπέδειξε ως καταλληλότερη την τοποθεσία Κερκίνη-Νέστος. Ο Βρετανός Αντιπρόσωπος, αντίθετα, υποστήριξε τη μεταφορά των δυνάμεων στη γραμμή Βερμίου. Ο εκπρόσωπος του Γενικού Στρατηγείου δήλωσε ότι οι κινήσεις προς τα πίσω δεν μπορούσαν να γίνουν, γιατί δεν υπήρχε πια ο απαιτούμενος χρόνος και συνεπώς το ΤΣΑΜ έπρεπε να αμυνθεί στην τοποθεσία Κερκίνη-Νέστος, στην οποία άλλωστε και βρισκόταν ήδη αναπτυγμένο.

Η ημέρα της ενάρξεως της επιχειρήσεως του σχεδίου «ΜΑΡΙΤΑ» πλησίαζε, χωρίς η Γιουγκοσλαβία να έχει καθορίσει τη θέση της. Για την εκτέλεση όμως του σχεδίου ήταν απαραίτητη η χρησιμοποίηση της σιδηροδρομικής γραμμής Βελιγραδίου-Νύσσας-Θεσσαλονίκης. Έτσι, ασκήθηκε πίεση και εξαναγκάσθηκε η Γιουγκοσλαβία να υπογράψει στις 25 Μαρτίου (την ημέρα που συζητούνταν στη Θεσσαλονίκη η συνένωση των ελληνοβρετανικών δυνάμεων σε μία τοποθεσία) πρωτόκολλο προσχωρήσεώς της στο τριμερές σύμφωνο (Γερμανία-Ιταλία-Ιαπωνία).

Σε νέα σύσκεψη που έγινε στην Αθήνα την επομένη 26 Μαρτίου, ο Διοικητής του ΤΣΚΜ υποστήριξε τη μεταφορά των δυνάμεων του ΤΣΑΜ στην τοποθεσία Βερμίου. Την άποψη αυτή τελικά δέχθηκε και ο Διοικητής του ΤΣΑΜ, εξαιτίας των γνωστών αντιρρήσεων των Βρετανών και κυρίως γιατί, την προηγούμενη ημέρα, η Γιουγκοσλαβία είχε προσχωρήσει στον Άξονα με αντάλλαγμα την υπόσχεση για παραχώρηση της Θεσσαλονίκης. Έφτασε όμως στο μεταξύ η πληροφορία για επικείμενο πραξικόπημα στη Γιουγκοσλαβία προς ανατροπή της κυβερνήσεως Τσβέτκοβιτς που είχε υπογράψει σύμφωνο με τη Γερμανία και ύστερα απ’ αυτό αποφασίστηκε οριστικά η παραμονή και ενίσχυση του ΤΣΑΜ στην τοποθεσία Κερκίνη (Μπέλες)-Νέστος.

Πράγματι τη νύχτα 26/27 Μαρτίου εκδηλώθηκε πραξικόπημα στη Γιουγκοσλαβία, ανέτρεψε την Κυβέρνηση, κατήγγειλε τις συμφωνίες με τη Γερμανία και κήρυξε γενική επιστράτευση. Έτσι, οι προθέσεις της ελληνικής ηγεσίας εντοπίσθηκαν στην ενίσχυση των δυνάμεων της Ανατολικής Μακεδονίας, ώστε να εξασφαλισθεί η οχυρωμένη τοποθεσία Κερκίνη-Νέστος και απέβλεπαν στην προώθηση προς την Ανατολική Μακεδονία των ελληνικών Μεραρχιών της τοποθεσίας Βερμίου, μόλις θα συγκεντρώνονταν εκεί οι βρετανικές δυνάμεις. Αρχή της προωθήσεως ήταν η διάθεση της ΧΙΧ Μηχανοκίνητης Μεραρχίας στο ΤΣΑΜ.

Η ΜΑΧΗ ΟΧΥΡΩΝ 1941-1

Αντίθετα, η κατάσταση που δημιουργήθηκε στη Γιουγκοσλαβία, αναστάτωσε τους Γερμανούς που σχεδίαζαν να αρχίσουν την επιχείρηση «ΜΑΡΙΤΑ» στις 28 Μαρτίου. Το νέο γερμανικό σχέδιο, για την παράλληλη επίθεση κατά της Ελλάδας και της Γιουγκοσλαβίας εκπονήθηκε μέσα σε 24 ώρες και προέβλεπε να εφαρμοστεί η μέθοδος της «διαδοχικής εξορμήσεως» (FLYING START), λόγω της μη ολοκληρώσεως της στρατηγικής συγκεντρώσεως των δυνάμεων που θα ενεργούσαν κατά της Γιουγκοσλαβίας. Οι ημερομηνίες ενάρξεως των επιχειρήσεων καθορίσθηκαν στη συνέχεια και είχαν ως εξής :

Οι γερμανικές δυνάμεις κατά μήκος των ελληνικών και νοτιοανατολικών γιουγκοσλαβικών συνόρων θα ενεργούσαν στις 6 Απριλίου προς Θεσσαλονίκη και Σκόπια. Οι τεθωρακισμένες δυνάμεις της περιοχής Σόφιας στις 8 Απριλίου προς Νύσσα-Βελιγράδι. Οι δυνάμεις της περιοχής Ρουμανίας-Ουγγαρίας και Γκρατς, στις 10 Απριλίου προς Ζάγκρεμπ και Βελιγράδι. Επιπλέον, προωθημένα τμήματα της 2ης Στρατιάς θα προέλαυναν για να καταλάβουν τις γέφυρες και σήραγγες στα σύνορα Αυστρίας-Γιουγκοσλαβίας, για να διευκολύνουν την παραπέρα προέλαση της Στρατιάς.


Το αρχικό σχέδιο του Χίτλερ για την επιχείρηση «ΜΑΡΙΤΑ» προέβλεπε ότι για την κατάληψη της Ελλάδας και τη συγκράτηση της Τουρκίας θα διατίθονταν 24 Μεραρχίες. Απ’αυτές οι 17 βρίσκονταν στη Βουλγαρία από τις 17 Μαρτίου. Για την αντιμετώπιση και της Γιουγκοσλαβίας το Γερμανικό Επιτελείο συγκρότησε τη 2η Στρατιά, αποτελούμενη από 9 Μεραρχίες και διέθεσε από τη 12η Στρατιά την Τεθωρακισμένη Ομάδα Κλάιστ, η οποία προοριζόταν αρχικά για τις επιχειρήσεις εναντίον της Ελλάδας.

Περιγραφή του Πεδίου Μάχης

Η περιοχή επιχειρήσεων της Ανατολικής Μακεδονίας εκτεινόταν από τον ποταμό Αξιό μέχρι τον ποταμό Νέστο. Έτσι, η κοιλάδα του Αξιού στο ελληνικό έδαφος αποτελεί άξονα εισβολής από το γιουγκοσλαβικό έδαφος προς τη Θεσσαλονίκη και αντίστροφα.

Ανατολικότερα ο ποταμός Στρυμόνας διέρχεται τη στενωπό του Ρούπελ, ρέει προς τα νότια διαμέσου των πεδιάδων Σερρών και Νιγρίτας και εκβάλλει στο Αιγαίο. Η κοιλάδα του αποτελεί τη συντομότερη οδό από το υψίπεδο της Σόφιας προς το Αιγαίο και αντίστροφα. Εξαιτίας όμως της φύσεως του εδάφους που σχηματίζει πολλές στενωπούς (Ρούπελ, Κρέσνας και Τζουμαγιάς), οι επιχειρήσεις στον άξονα αυτό δυσχεραίνονται, γιατί προσκρούουν σε φυσικές ισχυρές γραμμές.

Ο ποταμός Νέστος, κατά τη ροή του από τα βόρεια προς τα νότια, συσφίγγεται μεταξύ ορεινών όγκων με κάθετες όχθες σχεδόν και στις δύο πλευρές του. Η κοιλάδα του συνεπώς δεν προσφέρεται ως άξονας προελάσεως από τα βόρεια προς τα νότια ή και αντίστροφα. Αντίθετα, αποτελεί σοβαρό αμυντικό κώλυμα για την απόκρουση επιθέσεων κατά της Ανατολικής Μακεδονίας από τα βορειανατολικά και ανατολικά.

Χαρακτηριστικό σημείο της όλης περιοχής αποτελεί η οροσειρά της Κερκίνης, της οποίας η στενότατη κορυφογραμμή χρησιμεύει και ως οροθετική γραμμή. Η άμυνα επί της Κερκίνης είναι προβληματική, αν όχι αδύνατη, χωρίς την κατάληψη και χρησιμοποίηση μέρους τουλάχιστον των βόρειων κλιτύων της.

Στο βόρειο τμήμα της υπόψη περιοχής και κατά μήκος της ελληνοβουλγαρικής μεθορίου και μερικώς της ελληνογιουγκοσλαβικής μεθορίου, είχε κατασκευασθεί από το 1936-1940 η οχυρωμένη τοποθεσία της «Γραμμής Μεταξά». Αυτή στοιχιζόταν με τα μόνιμα οχυρά που είχαν κατασκευασθεί για την απαγόρευση κυρίως των διαβάσεων επί και μεταξύ των ορεινών όγκων Κερκίνης (Μπέλες), Τσιγκέλι, υψίπεδο Κάτω Νευροκοπίου και Μποζ Νταγ. Από τις αρχές 1939 η τοποθεσία επεκτάθηκε προς τα ανατολικά στη δυτική όχθη του Νέστου, από το Παρανέστι μέχρι τις εκβολές του, ενώ από τις αρχές του 1941, όταν διαφάνηκε η γερμανική απειλή, επεκτάθηκε και προς τα δυτικά μεταξύ του Αξιού ποταμού και της λίμνης Δοϊράνης.

Σκοπός της οργανώσεως της παραπάνω τοποθεσίας ήταν να καλύψει αρχικά την επιστράτευση και τη στρατηγική συγκέντρωση στην περιοχή αυτή, ενώ στη συνέχεια να αποτελέσει την κύρια αμυντική τοποθεσία του Ελληνικού Στρατού και τη βάση εξορμήσεως για τις επιθετικές επιχειρήσεις, εφόσον δημιουργούνταν ευνοϊκές συνθήκες. Η γραμμή αυτή παρουσίαζε αξιόλογη αμυντική ισχύ, της οποία η αξία ασφαλώς θα ήταν πολλαπλάσια αν επανδρωνόταν, όπως είχε αρχικά προβλεφθεί, με επαρκή τμήματα επιφανείας για την κάλυψη των πλευρών των οχυρών και την εκτέλεση αντεπιθέσεων. Τα τμήματα όμως είχαν αισθητά μειωθεί προς όφελος του αλβανικού μετώπου.

Τα οχυρά που είχαν κατασκευασθεί στην παραπάνω τοποθεσία ήταν τα εξής:

Στην Κερκίνη: Ποποτλίβιτσα, Ιστίμπεη, Κελκαγιά, Παλιουριώνες, Αρπαλούκι.
Στην περιοχή Αγκίστρου: Ρούπελ, Καρατάς, Κάλη.
Μεταξύ Αλή Μπουτούς και Μαύρο Βουνό: Το Οχυρό Περσέκ.
Στο υψίπεδο Κάτω Νευροκοπίου: Μπαμπαζώρα, Μαλιάγκα, Περιθώρι, Παρταλούσκα, Ντάσαβλη, Λίσσε, Πυραμιδοειδές.
Στην περιοχή Βώλακα: Καστίλο, Άγιος Νικόλαος, Μπαρτίσεβα.
Στην περιοχή Δυτικής Θράκης: Εχίνος, Νυμφαία.
Συνολικά είχαν κατασκευασθεί 21 οχυρά, τα οποία προβλεπόταν σε περίπτωση πολέμου να επανδρωθούν με δύναμη 10.000 ανδρών.

Κάθε οχυρό αποτελούσε στο σύνολό του περίκλειστο έργο από ένα ή περισσότερα στεγανά συγκροτήματα, ικανό να αμυνθεί προς κάθε κατεύθυνση και περιλάμβανε ενεργητικά σκέπαστρα (πυροβολεία, πολυβολεία, παρατηρητήρια, οπτικούς σταθμούς) καθώς και εξόδους για τον ανεφοδιασμό και την εκτέλεση αντεπιθέσεων.

Διάφορες άλλες κατασκευές συμπλήρωναν το συγκρότημα κάθε οχυρού, όπως υπόγειοι θάλαμοι ανδρών, αποθήκες με επαρκή εφόδια για την κάλυψη αναγκών 15 ημερών άμυνας, σταθμοί διοικήσεως, σταθμοί επιδέσεως, χώροι υγιεινής, μαγειρεία, θέσεις υδροληψίας κτλ.

Ο αερισμός και ο φωτισμός των υπόγειων χώρων εξασφαλιζόταν στα μεγάλα συγκροτήματα οχυρών με ηλεκτρικές εγκαταστάσεις, ενώ στα μικρότερα και με χειροκίνητους ανεμιστήρες και λάμπες πετρελαίου.

Μεταξύ της μεθορίου και της οχυρωμένης τοποθεσίας είχαν κατασκευασθεί πρόχειρα έργα εκστρατείας για την επιβράδυνση του εχθρού. Από τα σύνορα και σε σημαντικό βάθος στο εσωτερικό της τοποθεσίας, είχαν κατασκευασθεί, επίσης, ισχυρά παθητικά αντιαρματικά κωλύματα, καθώς και έργα ενεργών αντιαρματικών μέσων, πλήρες σύστημα καταστροφών, άρτιο οδικό δίκτυο και πολλαπλά δίκτυα τηλεπικοινωνιών.

Αξίζει να σημειωθεί ότι τόσο η Γερμανική, όσο και η Βουλγαρική Υπηρεσία Πληροφοριών δεν είχαν επαρκή στοιχεία για τις θέσεις, τον οπλισμό και τη δύναμη των οχυρών. Γενικά, νόμιζαν ότι ήταν εγκατεσπαρμένα σκυρόδετα σκέπαστρα, γι’ αυτό η αποκάλυψη της μορφής των οχυρών μετά την επίθεση αποτέλεσε γι’ αυτούς μεγάλη έκπληξη.

Επειδή ολόκληρη η τοποθεσία Κερκίνη-Νέστος διέτρεχε τον κίνδυνο υπερκεράσεως από το αριστερό πλευρό της, που στηριζόταν στον Αξιό ποταμό, όπου η οργάνωση του εδάφους δεν είχε φθάσει σε ικανοποιητικό βαθμό, είχε οργανωθεί μία δεύτερη αμυντική τοποθεσία, η «Τοποθεσία Κρουσίων», μεταξύ των λιμνών Δοϊράνης και Κερκίνης.

Η οργάνωση της παραπάνω δεύτερης γραμμής επιβλήθηκε και από το γεγονός ότι η τοποθεσία στην Κερκίνη παρουσίαζε σχετικά μειωμένη αμυντική ισχύ, επειδή η οχύρωση είχε γίνει σε πολύ μικρή απόσταση από τα σύνορα και έτσι μπορούσε ο εχθρός να εξουδετερώσει τα μετωπικά όργανα πυρός με όπλα ευθυτενούς τροχιάς. Εξάλλου, δεν υπήρχε το αναγκαίο βάθος στη τοποθεσία για ελιγμό προς άμυνα, καθόσον οι πλαγιές της Κερκίνης κατέρχονται απότομα προς το ελληνικό έδαφος. Η αλυσίδα των οχυρών συμπληρωνόταν με την οργάνωση έργων εκστρατείας σε δευτερεύουσες κατευθύνσεις, οι οποίες θα καταλαμβάνονταν από μονάδες του στρατού εκστρατείας.

Δυνάμεις και Διάταξη Γερμανών
Έναντι των ελληνικών δυνάμεων η Γερμανία είχε συγκεντρώσει στη Βουλγαρία και τη Ρουμανία τη 12η Στρατιά υπό το Στρατάρχη Φον Λιστ. Αυτή περιλάμβανε αρχικά 10 Μεραρχίες Πεζικού, από τις οποίες 2 μηχανοκίνητες, 5 Τ/Θ Μεραρχίες, 3 Ορεινές Μεραρχίες, 1 μηχανοκίνητη Ταξιαρχία, 2 ανεξάρτητα ενισχυμένα Συντάγματα και 7 Στρατηγεία Σωμάτων Στρατού. Η Στρατιά αυτή είχε αναλάβει τις επιχειρήσεις της Ελλάδας και της νότιας Γιουγκοσλαβίας. Ειδικότερα, οι δυνάμεις της 12ης Γερμανικής Στρατιάς που διατέθηκαν για τις επιχειρήσεις κατά της Ελλάδας ήταν οι εξής:

Το 18ο Ορεινό Σώμα Στρατού, αποτελούμενο από τη 2η Τεθωρακισμένη Μεραρχία, τις 5η και 6η Ορεινές Μεραρχίες, το 125ο Ανεξάρτητο Ενισχυμένο Σύνταγμα Πεζικού και την 72η Μεραρχία Πεζικού, αναπτυγμένο από το Πετρίτσι μέχρι το Νευροκόπι.
Το 30ο Σώμα Στρατού, αποτελούμενο από τις 164η και 50η Μεραρχίες Πεζικού, αναπτυγμένο στις περιοχές Πασμακλή και Κίρτζαλη.
Το 40ο Τεθωρακισμένο Σώμα Στρατού, αποτελούμενο από την 9η Τεθωρακισμένη Μεραρχία, την 73η Μεραρχία Πεζικού και τη «Σωματοφυλακή SS Αδόλφος Χίτλερ», συγκεντρωμένο στην περιοχή Ντούμπνιτσας. Το Σώμα αυτό χρησιμοποιήθηκε αρχικά εναντίον της Γιουγκοσλαβίας, μετά την κατάληψη όμως των Σκοπίων, στις 8 Απριλίου, στράφηκε προς τα νότια στην κατεύθυνση Μοναστήρι-Φλώρινα-Αμύνταιο και επιτέθηκε εναντίον των ελληνοβρετανικών δυνάμεων. Στις δυνάμεις αυτές προστέθηκε αργότερα και η 5η Τεθωρακισμένη Μεραρχία της Ομάδας Κλάιστ, η οποία είχε αρχικά ενεργήσει προς Νύσσα.
Μία από τις δύο μεραρχίες Πεζικού που διέθετε η Στρατιά στην περιοχή Φιλιππουπόλεως, ως εφεδρεία.
Την προκάλυψη όλου του μετώπου διατήρησαν οι Βούλγαροι με τρεις μεραρχίες τους.

Το σύνολο των γερμανικών δυνάμεων που διατέθηκαν εναντίον της Ελλάδας ήταν 3 Τ/Θ Μεραρχίες, 2 Ορεινές, 4 Πεδινές και 1 εφεδρική, 2 ανεξάρτητα ενισχυμένα Συντάγματα που αντιστοιχούσαν σε μία Μηχανοκίνητη Μεραρχία και 3 Στρατηγεία Σωμάτων Στρατού με τις Μη Μεραρχιακές Μονάδες. Διατέθηκε, επίσης, εναντίον της Ελλάδας ο όγκος του Πυροβολικού, Μηχανικού, αντιαρματικού και άλλων μέσων της Στρατιάς.

Επίσης οι Γερμανοί διέθεσαν για τις επιχειρήσεις κατά της Ελλάδας και της Γιουγκοσλαβίας τις εξής αεροπορικές δυνάμεις:

Το 8ο Σώμα Αεροπορίας, υπό τον Πτέραρχο Ριχτχόφεν, το οποίο είχε διατεθεί εξαρχής στη 12η Στρατιά και περιλάμβανε 650 αεροσκάφη (280 βομβαρδιστικά, 150 κάθετης εφορμήσεως «Στούκας», 90 διώξεως μονοκινητήρια, 90 διώξεως και βομβαρδισμού δικινητήρια και 40 αναγνωρίσεως).
Τον 4ο Αεροπορικό Στόλο, ο οποίος συγκροτήθηκε μετά τη γιουγκοσλαβική μεταπολίτευση και περιλάμβανε 744 αεροσκάφη διαφόρων τύπων.
Δυνάμεις και Διάταξη Ελλήνων
Οι ελληνικές και βρετανικές δυνάμεις, που προορίζονταν να αντιμετωπίσουν τη γερμανική εισβολή, είχαν κλιμακωθεί στην οχυρωμένη τοποθεσία της «Γραμμής Μεταξά» και στην τοποθεσία Βερμίου και ήταν οι ακόλουθες:

Στην Ανατολική Μακεδονία, δηλαδή στην οχυρωμένη τοποθεσία Κερκίνη-Νέστος, βρισκόταν αναπτυγμένο το ΤΣΑΜ υπό τον Αντιστράτηγο Μπακόπουλο Κωνσταντίνο, έχοντας υπό τις διαταγές του:

-Την Ομάδα Μεραρχιών, υπό τον Αντιστράτηγο Δέδε Παναγιώτη, αποτελούμενη από τις 18η και 24η Μεραρχίες Πεζικού με διάταξη ως ακολούθως:

–Η 24η Μεραρχία, υπό τον Υποστράτηγο Στεργιόπουλο Λεωνίδα, κατείχε τον ορεινό όγκο της Κερκίνης από το Τριεθνές μέχρι το Στρυμόνα ποταμό και διέθετε 7 τάγματα Πεζικού και τα τμήματα 5 Οχυρών. Για να καλύψει το αναπτύγματος 40 περίπου χιλιομέτρων μέτωπό της, η Μεραρχία είχε κατανείμει τις δυνάμεις της σε τρεις υποτομείς:

Τον Υποτομέα Ροδοπόλεως: 70ό ΣΠ (2 ΤΠ συν λόχος).
Τον Υποτομέα Ρουπέσκο: Τάγμα του 70ού ΣΠ συν λόχος και το Οχυρό Ποποτλίβιτσα.
Τον Υποτομέα Θύλακα: 91ο ΣΠ (2 ΤΠ συν λόχος) και τα Οχυρά Ιστίμπεη, Κελκαγιά, Αρπαλούκι και Παλιουριώνες.
–Η 14η Μεραρχία, υπό τον Υποστράτηγο Παπακωνσταντίνου Κωνσταντίνο, κατείχε τον τομέα από την ανατολική όχθη του Στρυμόνα μέχρι τις δυτικές προσβάσεις του υψιπέδου Κάτω Νευροκοπίου και διέθετε 6 τάγματα Πεζικού, 5 λόχους Προκαλύψεως και τα τμήματα 8 Οχυρών. Για να καλύψει το αναπτύγματος 80 περίπου χιλιομέτρων μέτωπό της, η Μεραρχία είχε οργανώσει δύο συγκροτήματα:

Το Συγκρότημα Σιδηροκάστρου: 41ο ΣΠ (3 ΤΠ), τα Οχυρά Ρούπελ, Καρατάς, Κάλη και 3 λόχοι Προκαλύψεως.
Το Συγκρότημα Καραντάγ: 73ο ΣΠ (3 ΤΠ) και τα Οχυρά Περσέκ, Μπαμπαζώρα, Μαλιάγκα, Περιθώρι και Παρταλούσκα.
Εφεδρεία της XIV Μεραρχίας 2 λόχοι Προκαλύψεως.
Εφεδρεία της Ομάδας Μεραρχιών ένα τάγμα του 81ου ΣΠ μείον λόχος.
Την 7η Μεραρχία, υπό τον Υποστράτηγο Ζωιόπουλο Χρίστο, η οποία ήταν αναπτυγμένη από τη διάβαση Λιμπάχοβο μέχρι το Κουσλάρ όρος και διέθετε 10 τάγματα Πεζικού, 2 λόχους Προκαλύψεως και τα τμήματα 6 Οχυρών. Η ζώνη της Μεραρχίας είχε συνολικό ανάπτυγμα 85 περίπου χιλιόμετρα και είχε διαιρεθεί σε τρεις τομείς:
Τον Τομέα Φαλακρού: 26ο ΣΠ (4 ΤΠ) και τα Οχυρά Λίσσε, Πυραμιδοειδές, Ντάσαβλη, Καστίλο, Άγιος Νικόλαος και Μπαρτίσεβα.
Τον Τομέα Τουλουμπάρ: 92ο ΣΠ (3 ΤΠ).
Τον Τομέα Παρανεστίου: 71ο ΣΠ (3 ΤΠ).
Την Ταξιαρχία Νέστου, υπό το Συνταγματάρχη Καλή Αναστάσιο, η οποία ήταν εγκαταστημένη στη δυτική όχθη του Νέστου ποταμού από το χωριό Πασχαλιά μέχρι τις εκβολές και διέθετε 5 τάγματα Πεζικού, μία ομάδα Αναγνωρίσεως και το Οχυρό Εχίνος.
Τη 19η Μηχανοκίνητη Μεραρχία, υπό τον Υποστράτηγο Λιούμπα Νικόλαο, η οποία βρισκόταν στην περιοχή Κιλκίς με το 191ο ΣΠ στην περιοχή Σιδηροκάστρου (στη διάθεση της Ομάδας Μεραρχιών), το 192ο ΣΠ στην περιοχή Ευκαρπίας-Κιλκίς και το 193ο ΣΠ στην περιοχή Καλίνδριας-Χέρσου.
Το Απόσπασμα Κρουσίων: Διοίκηση 81ου ΣΠ, σύνταγμα Ιππικού, τάγμα Ασφαλείας και λόχος Προκαλύψεως.
Ένα ενισχυμένο τάγμα Πεζικού στην περιοχή Θεσσαλονίκης για την άμυνα κατά της δράσεως αλεξιπτωτιστών.
Στη Θράκη ήταν αναπτυγμένη η Ταξιαρχία Έβρου υπό τον Έφεδρο Υποστράτηγο Ζήση Ιωάννη, η οποία διέθετε 7 λόχους Προκαλύψεως και το Οχυρό Νυμφαία.

Στην τοποθεσία Βερμίου βρισκόταν αναπτυγμένο το Ελληνοβρετανικό Συγκρότημα «W», υπό το Στρατηγό Ουΐλσων, το οποίο υπαγόταν απευθείας στον Έλληνα Αρχιστράτηγο και αποτελούνταν από το Τμήμα Στρατιάς Κεντρικής Μακεδονίας (ΤΣΚΜ) και το Βρετανικό Εκστρατευτικό Σώμα.

Το Τμήμα Στρατιάς Κεντρικής Μακεδονίας, υπό τον Έφεδρο Αντιστράτηγο Κωτούλα Ιωάννη (στις 8-4-41 αντικαταστάθηκε από τον Υποστράτηγο Καράσσο Χρήστο), κατείχε το αριστερό (βόρειο) τμήμα της τοποθεσίας και διέθετε:

Την 20ή Μεραρχία, υπό τον Υποστράτηγο Καράσσο Χρίστο (στις 8-4-41 αντικαταστάθηκε από το Συνταγματάρχη Παπακωνσταντίνου Μιλτιάδη), με τρία ΣΠ και ένα λόχο Προκαλύψεως. Αποστολή της ήταν η εξασφάλιση των διαβάσεων του βόρειου Βερμίου, της διαβάσεως Έδεσσας-Κέλλης και των ορεινών διαβάσεων της λίμνης Βεγορίτιδας μέχρι τα ελληνογιουγκοσλαβικά σύνορα στο Καϊμακτσαλάν.
Τη 12η Μεραρχία, υπό το Συνταγματάρχη Καραμπάτο Γεώργιο, η οποία διέθετε τέσσερα ΣΠ των δύο ταγμάτων το καθένα και μία ομάδα Αναγνωρίσεως και ήταν αναπτυγμένη νοτιοανατολικά της 20ής Μεραρχίας μέχρι τη στενωπό της Χάδοβας.
Το 10ο Συνοριακό Τομέα, υπό τον Έφεδρο Συνταγματάρχη Σέργιο Αριστοτέλη, με τρεις λόχους Προκαλύψεως από τη Γευγελή μέχρι το Καϊμακτσαλάν.
Το Βρετανικό Εκστρατευτικό Σώμα, υπό το Στρατηγό Ουΐλσον, ήταν αναπτυγμένο στο υπόλοιπο τμήμα της τοποθεσίας Βερμίου και διέθετε:
Το 1ο Αυστραλιανό Σώμα Στρατού, υπό τον Αντιστράτηγο Μπλάμεϋ, που περιλάμβανε την 6η Αυστραλιανή Μεραρχία υπό τον Υποστράτηγο Μακέυ και τη 2η Νεοζηλανδική Μεραρχία υπό τον Υποστράτηγο Φρέυμπεργκ. Η 6η Αυστραλιανή Μεραρχία διέθετε τις 16η και 19η Ταξιαρχίες και κατείχε τη στενωπό Χάδοβας. Η 2η Νεοζηλανδική Μεραρχία διέθετε τις 4η, 5η και 6η Ταξιαρχίες και κατείχε τον παραλιακό τομέα Κατερίνης.
Την 1η Τεθωρακισμένη Βρετανική Ταξιαρχία υπό τον Ταξίαρχο Τσάριγκτον, στην περιοχή Έδεσσας, με απόσπασμα Καταστροφών στα δυτικά του Αξιού ποταμού.
Στο αριστερό της τοποθεσίας και πίσω από την 20ή Μεραρχία είχε συγκροτηθεί το Απόσπασμα Αμυνταίου, που αποτελούνταν από βρετανικές δυνάμεις.
Η Βρετανική Αεροπορία διέθετε στην Ελλάδα 4 μοίρες βομβαρδιστικών, 4 καταδιωκτικών και 1 μοίρα συνεργασίας. Οι δυνάμεις αυτές ήταν οργανωμένες σε δύο πτέρυγες για την υποστήριξη του Αλβανικού Μετώπου και της Μακεδονίας, αντίστοιχα. Συνολικά υπήρχαν 80 αξιόμαχα αεροπλάνα, που όμως ήταν ανεπαρκή για την κάλυψη όλων των αποστολών υποστηρίξεως. Ελληνική Αεροπορία στην ουσία δεν υπήρχε, μετά τις επιχειρήσεις στο Αλβανικό μέτωπο.
Σχέδια και Αποστολές Γερμανών
Ο γενικός ελιγμός της 12ης Γερμανικής Στρατιάς, που θα ενεργούσε κατά της Ελλάδας, σε γενικές γραμμές ήταν:

Επίθεση δυτικά για την κατάληψη της Νότιας Γιουγκοσλαβίας με το XL Σώμα Στρατού, το οποίο, αφού θα συνδεόταν με τους Ιταλούς στην Αλβανία και θα επιτύγχανε το διαχωρισμό των γιουγκοσλαβικών και των ελληνικών δυνάμεων, θα στρεφόταν προς τα νότια κατά τον άξονα Μοναστήρι-Φλώρινα-Κιρλί Δελβέν-Γρεβενά για να απειλήσει τις ελληνικές δυνάμεις του μετώπου Αλβανίας και τις ελληνοβρετανικές επί της τοποθεσίας Βερμίου από τα νώτα. Έτσι, πραγματοποιώντας ευρεία υπερκέραση της οχυρωμένης τοποθεσίας Κερκίνη-Νέστος και της τοποθεσίας Βερμίου, θα συνέχιζε την ενέργειά του προς το εσωτερικό της χώρας.
Διάσπαση της «Γραμμής Μεταξά» με τον όγκο των δυνάμεων του 18ου Σώματος Στρατού στην κοιλάδα του Στρυμόνα και διάνοιξη της στενωπού Ρούπελ με ταυτόχρονη υπερκέραση της οχυρωμένης αυτής τοποθεσίας με τη 2η Τεθωρακισμένη Μεραρχία από τα δυτικά, διαμέσου των κοιλάδων Στρούμνιτσα και Αξιού, για την κατάληψη της Θεσσαλονίκης και την απομόνωση ολόκληρης της Ανατολικής Μακεδονίας.
Κατάληψη της ακτής της Δυτικής Θράκης και των νησιών του Βορείου Αιγαίου με το 30ο Σώμα Στρατού, το οποίο στη συνέχεια θα στρεφόταν προς τα δυτικά και διαβαίνοντας το Νέστο θα ενεργούσε προς τη Θεσσαλονίκη για τη υποβοήθηση των εκεί διεξαγόμενων επιχειρήσεων.
Το σχέδιο επιχειρήσεων της Στρατιάς στην κατεύθυνση της κύριας προσπάθειας, όπου ενεργούσε το 40ο Τεθωρακισμένο Σώμα Στρατού, βασιζόταν, παρά τις δυσχέρειες του ορεινού εδάφους, στη μεγάλη ταχυκινησία των τεθωρακισμένων και μηχανοκίνητων μονάδων.

Ως ημερομηνία ενάρξεως της εισβολής ορίσθηκε η 6η Απριλίου.

Σχέδια και Αποστολές Ελλήνων
Οι αποστολές των ελληνικών και βρετανικών δυνάμεων είχαν καθορισθεί ως εξής:

Το ΤΣΑΜ να αμυνθεί της οχυρωμένης τοποθεσίας Κερκίνη-Νέστος. Σε περίπτωση αδυναμίας και εφόσον εξαντληθεί κάθε προσπάθεια για την εξασφάλιση της παραπάνω τοποθεσίας, σύμπτυξη των δυνάμεών του, με ταυτόχρονη πείσμονα διεκδίκηση του εδάφους, αναλόγως των συνθηκών προς τη Θεσσαλονίκη και στη συνέχεια δυτικά του Αξιού ή προς την Καβάλα και την Αμφίπολη, προκειμένου να μεταφερθούν με θαλάσσια μέσα και να χρησιμοποιηθούν σε άλλη περιοχή.
Το απόσπασμα Κρουσίων είχε ως αποστολή να καταλάβει την τοποθεσία ανασχέσεως Κρουσίων και να απαγορεύσει την εχθρική προέλαση προς τη Θεσσαλονίκη σε περίπτωση διαρρήξεως της τοποθεσίας Κερκίνη.
Η Ταξιαρχία Έβρου να επιδιώξει να εξασφαλίσει το προγεφύρωμα Πυθίου. Σε περίπτωση αδυναμίας διατηρήσεώς του, να συμπτυχθεί προς το τουρκικό έδαφος.
Το Ελληνοβρετανικό Συγκρότημα «W» να απαγορεύσει κάθε εχθρική προσπάθεια προελάσεως δυτικά και νότια της γενικής τοποθεσίας Καϊμακτσαλάν-Βέρμιο-Αλιάκμονας ποταμός.
Διεξαγωγή της Μάχης
Στις 0515 της 6ης Απριλίου, χωρίς να τηρηθούν τα συνήθη διπλωματικά έθιμα του τελεσιγράφου και της παροχής προθεσμίας για απάντηση, τα γερμανικά στρατεύματα εισέβαλαν ταυτόχρονα στο ελληνικό έδαφος και στη Νότια Γιουγκοσλαβία. Στις 0530 της ίδιας μέρας, ο Γερμανός Πρεσβευτής στην Αθήνα επέδωσε στον Έλληνα Πρωθυπουργό διακοίνωση, με την οποία διατυπώνονταν αστήριχτοι ισχυρισμοί παραβιάσεως της ουδετερότητας και αναγγελόταν η γερμανική εισβολή.

Η κύρια προσπάθεια των Γερμανών εκδηλώθηκε προς το αριστερό της οχυρωμένης τοποθεσίας και κυρίως κατά της Κερκίνης και του Οχυρού Ρούπελ, ενώ ανατολικότερα στο υψίπεδο Νευροκοπίου και στη Δυτική Θράκη η γερμανική επίθεση ήταν μικρότερης εντάσεως.

Στη ζώνη της Ταξιαρχίας Έβρου (Τομέας Έβρου), η γερμανική επίθεση εκδηλώθηκε στις 0505 με την 50ή Μεραρχία στον άξονα Κίρτζαλη-Νυμφαία-Κομοτηνή. Τα τμήματα προκαλύψεως της Ταξιαρχίας Έβρου συμπτύχθηκαν επιβραδύνοντας τον εχθρό σύμφωνα με το υφιστάμενο σχέδιο. Το Οχυρό Νυμφαία στις 0700 δέχθηκε δραστικά πυρά πυροβολικού στα φατνώματα και τις εξόδους από απόσταση 600-1.500 μέτρων και στις 1100 είχε περικυκλωθεί. Προσπάθειες των Γερμανών να ανέβουν στην επιφάνεια του Οχυρού αναχαιτίστηκαν από τα δραστικά πυρά. Το σφυροκόπημα του Οχυρού τόσο από το μεγαλύτερο μέρος του πυροβολικού του 30ο Σώματος Στρατού, όσο και από την αεροπορία συνεχίσθηκε με την αυτήν ένταση μέχρι τις οκτώ το βράδυ.

Στη ζώνη της Ταξιαρχίας Νέστου (περιοχή Ξάνθης), οι Γερμανοί επιτέθηκαν από τις 0515 με την 164η Μεραρχία στον άξονα Πασμακλή-Μελίβοια-Εχίνος-Ξάνθη. Αφού ανέτρεψαν τα συνοριακά φυλάκια, έλαβαν τις απογευματινές ώρες επαφή με την κύρια τοποθεσία αντιστάσεως και το Οχυρό Εχίνος, όπου και καθηλώθηκαν από τα πυρά του Οχυρού.

Στη ζώνη της 7η Μεραρχίας (Τομείς Φαλακρού-Τουλουμπάρ-Παρανεστίου) επιτέθηκε από τις 0515 η 72η Γερμανική Μεραρχία, η οποία άσκησε σοβαρή πίεση, κυρίως, στον Τομέα Φαλακρού, ενώ στους υπόλοιπους τομείς περιορίσθηκε στην απώθηση των τμημάτων προκαλύψεως. Περί τις 1100, μετά την ανατροπή των τμημάτων προκαλύψεως και των τμημάτων της προωθημένης τοποθεσίας αντιστάσεως, αμέσως βόρεια του Κάτω Νευροκοπίου, ο εχθρός προσπάθησε να κινηθεί μεταξύ των Οχυρών Πυραμιδοειδές και Λίσσε και να παραβιάσει τη στενωπό Γρανίτη, χωρίς όμως επιτυχία, εξαιτίας της αποτελεσματικότητας των πυρών των προαναφερόμενων Οχυρών και, ιδιαίτερα, του δευτέρου. Στη συνέχεια τα γερμανικά τμήματα προσπάθησαν να διεισδύσουν μεταξύ των Οχυρών Περιθώρι και Λίσσε, αλλά και πάλι αποκρούστηκαν. Ταυτόχρονη προσπάθεια των Γερρμανών να υπερκεράσουν τη στενωπό Γρανίτη από τα ανατολικά, καταλαμβάνοντας το ύψ. Ουσόγια, απέτυχε και αυτή και τα τμήματά τους καθηλώθηκαν προ του υψώματος με σοβαρές απώλειες.

Στη ζώνη της 14ης Μεραρχίας (Τομείς Σιδηροκάστρου και Καραντάγ):

Η γερμανική επίθεση εκδηλώθηκε, επίσης, στις 0515 με εξαιρετική σφοδρότητα, ιδιαίτερα στο αριστερό του Συντάγματος Σιδηροκάστρου κατά του Οχυρού Ρούπελ, ενώ τα Οχυρά Καρατάς και Κάλης δέχτηκαν μόνο πυρά πυροβολικού και αεροπορικό βομβαρδισμό.

Την επίθεση κατά του Οχυρού Ρούπελ ενήργησε το 125ο Ανεξάρτητο Σύνταγμα Πεζικού, που είχε χρησιμοποηθεί και εναντίον της γραμμής Μαζινώ στη Γαλλία, ενισχυμένο με τάγμα της 5ης Ορεινής Μεραρχίας.

Η επίθεση άρχισε με ισχυρή υποστήριξη πυροβολικού και συνεχίσθηκε με βομβαρδισμό αεροπλάνων κάθετης εφορμήσεως «Στούκας», τα οποία κατά τις καθόδους τους χρησιμοποιούσαν ειδικές σειρήνες για να κλονίζουν το ηθικό των αντιπάλων. Στις 0600 τμήματα μηχανοκίνητου Πεζικού, πυροβόλων εφόδου και μοτοσυκλετιστών πέρασαν σε πυκνές μάζες τη μεθόριο και κατευθύνθηκαν προς το Οχυρό, ενώ πυροβόλα ευθυτενούς τροχιάς από κατάλληλες θέσεις άρχισαν να βάλλουν κατά των θυρίδων των έργων του. Ταυτόχρονα, 18 βάρκες εφόδου εμφανίσθηκαν να κατέρχονται προς τη γέφυρα Σιδηροκάστρου. Η προπομπός, αποτελούμενη από τρεις βάρκες, μπλέχτηκε σε εγκατεστημένο κάτω από την επιφάνεια του νερού συρμάτινο πλέγμα και καθηλώθηκε. Τα πληρώματα εξουδετερώθηκαν από τα πυρά των οχυρών και οι βάρκες βυθίστηκαν.

Στις 1100 περίπου, μετά τη σύμπτυξη των προφυλακών, οι επιτιθέμενοι πλησίασαν τα οχυρά, αλλά η προέλασή τους ανακόπηκε από τα αμυντικά πυρά και μόνο μικρά τμήματα κατόρθωσαν να ανέλθουν προς στιγμή στην επιφάνεια του Έργου «Μολών Λαβέ» του Οχυρού Ρούπελ. Ενώ όμως οι μετωπικές επιθέσεις των Γερμανών αποκρούστηκαν, δύναμη τάγματος κατόρθωσε να διεισδύσει μεταξύ των Οχυρών Ρούπελ και Καρατάς. Από εκεί τμήμα εφόδου, δυνάμεως λόχου, εκμεταλλευόμενο την κάλυψη καπνού, περέκαμψε έξι πολυβολεία και κατευθύνθηκε στα νώτα της τοποθεσίας, όπου στις 1600 κατέλαβε το χ. Κλειδί. Τα υπόλοιπα τμήματα του παραπάνω Τάγματος είχαν σοβαρές απώλειες και ελάχιστοι μόνο άντρες του κατόρθωσαν να περάσουν το φραγμό πυρός και να κινηθούν προς το Κλειδί.

Την επίθεσή τους οι Γερμανοί υποστήριζαν συνεχώς με αεροπορία και πυροβολικό. Όλη τη μέρα 100-200 αεροπλάνα πετούσαν πάνω από το Ρούπελ. Εναντίον τους έβαλε το μοναδικό αντιαεριπορικό του Οχυρού, από τα πυρά του οποίου καταρρίφθηκαν τρία από αυτά.

Έτσι, έληξε η πρώτη μέρα της επιθέσεως των Γερμανών κατά του Ρούπελ, χωρίς αυτοί να πετύχουν το σκοπό τους.

Ανατολικότερα , στον Τομέα του Συγκροτήματος Καραντάγ, η προσπάθεια της 72ης Μεραρχίας στράφηκε κυρίως κατά των Οχυρών Περιθώρι-Μαλιάγκα και Μπαμπαζώρα, προ των οποίων και καθηλώθηκε, ενώ το Οχυρό Παρταλούσκα αντιμετώπισε μόνο τη δράση μικρών περιπόλων.

Η κύρια προσπάθεια εδώ εφαρμόστηκε στο Οχυρό Περιθώρι, όπου έγινε σκληρή πάλη, χωρίς οι Γερμανοί να πετύχουν την εκπόρθησή του.

Η γερμανική επίθεση κατά της τοποθεσίας της 18ης Μεραρχίας (Κερκίνη) άρχισε στις 0515 με την υποστήριξη μεγάλου αριθμού αεροπλάνων κάθετης εφορμήσεως και σφοδρών πυρών πυροβολικού. Ο αγώνας που επακολούθησε ήταν σκληρός και εξελίχθηκε ως εξής κατά υποτομέα από τα δυτικά προς τα ανατολικά:

Στον Υποτομέα Ροδοπόλεως ενήργησε η 6η Ορεινή Μεραρχία, η οποία εκδήλωσε την επίθεσή της κατά των υψωμάτων Ντεμίρ Καπού και Καλέ Μπαΐρ και κατέλαβε μέχρι τις 0700 την κύρια γραμμή αντιστάσεως επί της κορυφογραμμής της Κερκίνης. Στη συνέχεια διέσπασε την τοποθεσία ανασχέσεως στο αριστερό του Υποτομέα και περί τις 1100 τα τμήματά της κατέλαβαν τα χωριά Πλατανάκια και Καλοχώρι, συλλαμβάνοντας στο μεταξύ και πολλούς αιχμαλώτους. Η δύναμη του Υποτομέα, αφού επιβράδυνε τα γερμανικά τμήματα μέχρι τις βραδινές ώρες, συμπτύχθηκε στη διάρκεια της νύχτας στην τοποθεσία Κρουσίων.
Ανατολικότερα στους Υποτομείς Ρουπέσκο και Θύλακα, ενήργησε η 5η Ορεινή Μεραρχία. Η επίθεσή της υποστηρίχθηκε από 165 πυροβόλα διάφορων διαμετρημάτων και μεγάλο αριθμό αεροπλάνων.

Το Οχυρό Ποποτλίβιτσα, παρά το σφοδρό βομβαρδισμό, αντιστάθηκε όλη την ημέρα και μόνο κατά τη διάρκεια της νύχτας ο εχθρός πέτυχε να επικαθήσει στην επιφάνειά του. Από τα αντιαεροπορικά πυρά του Οχυρού καταρρίφθηκαν δύο εχθρικά αεροπλάνα.

Το βάρος της γερμανικής επιθέσεως δέχθηκαν τα Οχυρά Ιστίμπεη και Κελκαγιά, τα οποία αποτελούσαν και το «κλειδί» της τοποθεσίας. Η επίθεση εναντίον των δύο αυτών Οχυρών εκδηλώθηκε ταυτόχρονα στις 0700, αφού προηγήθηκε σφοδρός βομβαρδισμός με πυρά πεζικού, πυροβολικού και αεροπορίας. Στις 0800 τμήματα του εχθρού κατόρθωσαν να επικαθήσουν στην επιφάνεια του Οχυρού Ιστίμπεη. Ο Διοικητής του ζήτησε να εκτελεσθεί βολή πυροβολικού στην επιφάνεια του Οχυρού και να γίνει αντεπίθεση από το εφεδρικό τμήμα του Υποτομέα για την απελευθέρωση της επιφάνειας. Η αντεπίθεση εκτοξεύθηκε λίγο πριν το μεσημέρι, αλλά αποκρούσθηκε από τους Γερμανούς, οι οποίοι στο μεταξύ είχαν ενισχυθεί και καταλάβει και άλλα υψώματα ανατολικότερα, μεταξύ του Ιστίμπεη και Κελκαγιά.

Στις 1300, τμήματα του εχθρού επικάθησαν στην επιφάνεια και του Οχυρού Κελκαγιά και προσπάθησαν να καταπνίξουν την αντίσταση των υπερασπιστών του, χωρίς αποτέλεσμα. Αντεπίθεση με τμήμα από τη φρουρά του Οχυρού σημείωσε προσωρινή μόνο επιτυχία.

Το Οχυρό Αρπαλούκι δέχθηκε μόνο πυρά πυροβολικού και αεροπορίας, ενώ στο Οχυρό Παλιουριώνες έγιναν διάφορες απόπειρες διεισδύσεως, οι οποίες όμως αποκρούστηκαν με σοβαρές απώλειες για τους επιτιθεμένους.

Η κατάληψη του δυτικού τμήματος της κορυφογραμμής της Κερκίνης και η διείσδυση γερμανικών τμημάτων στην κοιλάδα Ροδοπόλεως, δημιούργησε κίνδυνο για όλη την τοποθεσία Κερκίνη-Νέστος. Η διοίκηση του ΤΣΑΜ, για την αντιμετώπιση της καταστάσεως, στις 1030 έδωσε διαταγή στη 19η Μηχανοκίνητη Μεραρχία (μείον το 191ο Σύνταγμα), στην οποία διέθεσε και το Απόσπασμα Κρουσίων, να καταλάβει την τοποθεσία από τη λίμνη Δοϊράνης μέχρι τη λίμνη Κερκίνης.

Κατά τις βραδινές ώρες οι γερμανικές δυνάμεις ξεχύθηκαν στην κοιλάδα Ροδοπόλεως και έλαβαν επαφή με την τοποθεσία Κρουσίων, ενώ τα οχυρά επί της Κερκίνης εξακολουθούσαν να αμύνονται. Ανατολικά του Στρυμόνα και μέχρι το Νέστο οι Γερμανοί βρίσκονταν σε επαφή με την κύρια τοποθεσία αντιστάσεως, η οποία παρέμενε αρραγής. Ανατολικότερα, στην περιοχή Ξάνθης και Κομοτηνής τα γερμανικά τμήματα, αφού παρέκαμψαν τα οχυρά, κατευθύνθηκαν προς τα νότια.

Μετά από αυτήν την εξέλιξη το ΤΣΑΜ διέταξε τη σύμπτυξη της 18ης Μεραρχίας στην τοποθεσία Στρυμόνας-λίμνη Κερκίνης, σε σύνδεσμο με την τοποθεσία Κρουσίων. Το μεγαλύτερο μέρος του 41ου Συντάγματος, που βρισκόταν στο Αχλαδοχώρι, τάχθηκε στο τμήμα της ανατολικής όχθης του Στρυμόνα από τη γέφυρα του Σιδηροκάστρου μέχρι Ρούπελ, για να επιτευχθεί η συνέχεια του μετώπου. Παράλληλα, τα οχυρά διατάχθηκαν να αμυνθούν «μέχρις εσχάτων».

Στις 7 Απριλίου ο αγώνας συνεχίσθηκε ως εξής:

Στον Τομέα Έβρου, τα τμήματα προκαλύψεως (100 περίπου αξιωματικοί και 2.000 οπλίτες), αφού συμπτύχθηκαν σύμφωνα με το υφιστάμενο σχέδιο, πέρασαν στο τουρκικό έδαφος όπου και αφοπλίσθηκαν, εκτός από ένα μικρό τμήμα που συμπτύχθηκε προς τη Μάκρη και στη συνέχεια με ατμόπλοιο μεταφέρθηκε στο εσωτερικό της χώρας.

Ο Διοικητής της Ταξιαρχίας Υποστράτηγος Ζήσης Ιωάννης, φέροντας βαρέως τον αφοπλισμό της Ταξιαρχίας του, αυτοκτόνησε στις 9 Απριλίου στα Ύψαλα της Ανατολικής Θράκης. Οι περισσότεροι αξιωματικοί και 1.300 οπλίτες από αυτούς που κατέφυγαν στην Τουρκία πήγαν στη Μέση Ανατολή τον Ιούλιο του 1941, ενώ οι υπόλοιποι επέστρεψαν στην Ελλάδα το Φεβρουάριο του 1942.

Τα γερμανικά τμήματα, στο μεταξύ, παρέκαμψαν το Οχυρό Νυμφαία και στη διάρκεια της νύχτας 6/7 Απριλίου έφτασαν στην Κομοτηνή.

Το Οχυρό Νυμφαία μολονότι ήταν απομονωμένο σε μία περιοχή ελεγχόμενη απόλυτα από τους Γερμανούς, που επείγονταν να διανοίξουν τις κατευθύνσεις προελάσεως προς την Αλεξανδρούπολη και την Καβάλα, συνέχιζε να αντιστέκεται. Παρά τις νυκτερινές επιθέσεις, το σφυροκόπημα του πυροβολικού, τις αλλεπάλληλες εφόδους πεζικού και το σφοδρό αεροπορικό βομβαρδισμό, οι Γερμανοί δεν κατόρθωσαν καθ’όλη τη διάρκεια της ημέρας (7η Απριλιου) να ανέλθουν στην επιφάνεια του Οχυρού. Αργά το βράδυ περί τις 2100, ύστερα από δραστική βολή εκατό και πλέον πυροβόλων κάθε διαμετρήματος εναντίον των φατνωμάτων του Οχυρού και την καταστροφή των οργάνων πυρός και των εξόδων του, οι Γερμανοί κατόρθωσαν να επικαθήσουν στην επιφάνειά του. Παρ’ όλα αυτά το Οχυρό συνέχισε να αμύνεται μέχρι τις 2330, οπότε υποχρεώθηκε να συνθηκολογήσει, αφού είχε πλέον δημιουργηθεί αποπνικτική ατμόσφαιρα στο εσωτερικό του από τις καπνογόνες ύλες που έριξαν οι Γερμανοί μέσα από τις καταστρεμμένες θυρίδες των πολυβολείων.

Στην περιοχή Ξάνθης (Ταξιαρχία Νέστου), τα τμήματα προκαλύψεως, αφού εκτέλεσαν τις προβλεπόμενες καταστροφές και ανατίναξαν τη μεγάλη γεφυρα των Τοξοτών στο Νέστο, συμπτύχθηκαν κανονικά στην τοποθεσία αντιστάσεως. Το Οχυρό Εχίνος, παρόλο που δέχθηκε ισχυρή πίεση και διαδοχικούς βομβαρδισμούς, κατόρθωσε να αναχαιτίσει τους επιτιθέμενους Γερμανούς καθ’ όλη τη διάρκεια της 7ης Απριλίου.

Ανατολικότερα, στη ζώνη ενέργειας της 7ης Μεραρχίας, η 72η Γερμανική Μεραρχία συνέχισε την κύρια προσπάθειά της κατά του Τομέα Φαλακρού, ενώ τα τμήματα προκαλύψεως των Τομέων Παρανεστίου και Τουλουμπάρ συμπτύσσονταν κανονικά προς την τοποθεσία αντιστάσεως. Οι Γερμανοί κατά τη διάρκεια της νύχτας 6/7 Απριλίου συγκέντρωσαν αρκετές δυνάμεις και από το πρωί έβαλλαν με πυροβόλα κατά των φατνωμάτων του Οχυρού Λίσσε. Οι δυνάμεις αυτές, υποστηριζόμενες από πυροβόλα εφόδου και εκμεταλλευόμενες την υπάρχουσα ομίχλη, επιτέθηκαν περί τις 1000 κατά του Οχυρού Ντάσαβλη, χωρίς όμως επιτυχία.

Ανατολικότερα, γερμανικό τμήμα, που πέτυχε να διεισδύσει από την κοιλάδα Γιάννεν, κατέλαβε περί τις 1600 το ύψ. Ουσόγια. Ελληνική αντεπίθεση, που εκτοξεύθηκε κατά τη διάρκεια της νύχτας 7/8 Απριλίου για την ανακατάλυψη του υψώματος απέτυχε.

Εξάλλου, στον πεδινό διάδρομο μεταξύ των Οχυρών Ντάσαβλη και Περιθώρι, ισχυρή γερμανική δύναμη, εκμεταλλευόμενη την ομίχλη και το θαμνώδες έδαφος, πλησίασε και επιτέθηκε εναντίον του υψ. Κρέστη (προ της διαβάσεως Καλαποτίου), το οποίο και κατέλαβε περί τις 1400. Για την αντιμετώπιση της απειλής που δημιουργήθηκε, η 7η Μεραρχία συγκρότησε ένα απόσπασμα (απόσπασμα Καλαποτίου), στο οποίο ανέθεσε την εξασφάλιση του αυχένα Καλαποτίου και την ανακατάληψη του υψ. Κρέστη το πρωί της επόμενης μέρας.

Στη ζώνη ενεργείας της XIV Μεραρχίας η γερμανική προσπάθεια, παρά τον ομιχλώδη και βροχερό καιρό, υπήρξε αμείωτη.

Στον Τομέα Σιδηροκάστρου η προσπάθεια του 125ου Γερμανικού Συντάγματος στράφηκε και πάλι προς το Οχυρό Ρούπελ, το οποίο συνέχιζε την ηρωική αντίστασή του. Όμως τα εχθρικά τμήματα, που είχαν διεισδύσει από την προηγούμενη ημέρα στα νώτα του (περίπου 200 άνδρες), εγκαταστάθηκαν στο υψ. Γκολιάμα όπου, αφού οργάνωσαν κυκλική άμυνα, πέτυχαν εκτός από την παρενόχληση και τη διακοπή των επικοινωνιών του Οχυρού, να υποδείχνουν και στόχους στην Αεροπορία τους. Προσπάθεια της XIV Μεραρχίας για την εξουδετέρωση των παραπάνω τμημάτων απέτυχε.

Στον Τομέα Καραντάγ, οι Γερμανοί επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά και κατέλαβαν το ύψ. Σταυρός, από το οποίο εκδιώχθηκαν αργότερα κατόπιν αντεπιθέσεως, που υποστηρίχθηκε με πυρά από το Οχυρό Μαλιάγκα. Άλλα γερμανικά τμήματα κατόρθωσαν περί τις 0900 να επικαθήσουν προσωρινά στην επιφάνεια του Οχυρού Περιθώρι και να εισέλθουν στις υπόγειες στοές, μέσα στις οποίες ο αγώνας έλαβε δραματική μορφή και παρουσίασε εικόνα αληθινής κόλασης. Η φρουρά του Οχυρού αγωνίσθηκε επί δίωρο με αυτοθυσία και ηρωισμό και πέτυχε να εξοντώσει όλους τους Γερμανούς που είχαν διεισδύσει σ’ αυτό. Ταυτόχρονα, εκτοξεύθηκε και αντεπίθεση από μικρό τμήμα εναντίον των Γερμανών που είχαν επικαθήσει στην επιφάνεια του Οχυρού. Ύστερα από σκληρό αγώνα οι Γερμανοί υποχρεώθηκαν να υποχωρήσουν με σοβαρές απώλειες.

Στις 1630 νέα ισχυρή επίθεση δυνάμεως περίπου συντάγμα-τος απέτυχε και πάλι. Την ίδια τύχη είχαν και οι απόπειρες καταστροφής του Οχυρού με πυροβόλα εφόδου και μικρές ομάδες διεισδύσεων.

Στον Τομέα της Κερκίνης, η 18η Μεραρχία άρχισε από το πρωί να συμπτύσσεται στην τοποθεσία μεταξύ της γέφυρας του Σιδηροκάστρου και της λίμνης Κερκίνης, ενώ τα οχυρά συνέχιζαν τον αγώνα, χωρίς καμιά πλέον εξωτερική υποστήριξη.

Στο Οχυρό Κελκαγιά οι Γερμανοί κατά τη διάρκεια της νύχτας έφραξαν τα φατνώματα και διοχέτευσαν αποπνικτικά αέρια και πυκνό καπνό μέσα στις στοές, πράγμα που υποχρέωσε τη φρουρά στις 1130 να παραδοθεί.

Το Οχυρό Αρπαλούκι, χωρίς την προστασία πια του Κελκαγιά, άρχισε να περισφίγγεται επικίνδυνα. Τη νύχτα 7/8 Απριλίου η φρουρά, ανερχόμενη σε 200 περίπου άντρες, αποχώρησε ανενόχλητη και έφτασε στις γέφυρες του Στρυμόνα τις οποίες βρήκε καταστρεμμένες. Εκεί, ενώ επιχειρούσε με πρόχειρα μέσα να διαβεί τον ποταμό, δέχθηκε επίθεση και μετά από τρίωρο σκληρό αγώνα υπέκυψε και παραδόθηκε στους Γερμανούς, εκτός από ελάχιστους άντρες που κατόρθωσαν να διαφύγουν.

Η φρουρά του Οχυρού Ιστίμπεη, εξαιτίας των αποπνικτικών αερίων και της φλεγόμενης βενζίνης που χρησιμοποιούσαν οι Γερμανοί, υποχρεώθηκε στις 1600 να παραδοθεί.

Το Οχυρό Ποποτλίβιτσα και τα μόνιμα πολυβολεία στον Υποτομέα Ρουπέσκο εξακολούθησαν την αντίσταση καθ’ όλη τη διάρκεια της 7ης Απριλίου.

Στον Τομέα της 19ης Μηχανοκίνητης Μεραρχίας δεν έλαβαν χώρα σημαντικά γεγονότα, άρχισε όμως να διαφαίνεται η άσχημη τροπή της καταστάσεως.

Οι Γερμανοί προσπάθησαν να παραβιάσουν την άμυνα στην τοποθεσία του πεδινού διαδρόμου στα ανατολικά της λίμνης Δοϊράνης και πέτυχαν προς στιγμή τη δημιουργία ρήγματος, το οποίο όμως αποκαταστά-θηκε αμέσως με αντεπιθέσεις λόχου και διμοιρίας αρμάτων.

Περί τις 1230 η Μεραρχία πραγματοποίησε επαφή με τους Γιουγκοσλάβους στο φυλάκιο Δοϊράνης κατά την οποία καθορίστηκε σημείο κοινού συνδέσμου καθώς και η ενδεχόμενη ενέργεια στο σημείο αυτό. Επιπλέον, πληροφορήθηκε ότι και η 2η Γερμανική Τεθωρακισμένη Μεραρχία είχε ήδη καταλάβει τη Στρώμνιτσα και ενεργούσε επιθετικά προς Κωστουρίνο-Βαλάντοβο. Οι Γιουγκοσλάβοι ζήτησαν να σταλούν επειγόντως τμήματα του Ελληνικού Στρατού ή μηχανοκίνητα των Βρετανών και αντιαρματικά πυροβόλα στο Βαλάντοβο. Ζήτησαν, επίσης, να προσβάλλει η Αεροπορία τις γερμανικές φάλαγγες στην κοιλάδα του Στρούμνιτσα, αίτηση που ικανοποιήθηκε τις απογευματινές ώρες από τη Βρετανική Αεροπορία.

Στις 1700 οι Γιουγκοσλάβοι ειδοποίησαν ότι θα συπτύσσονταν δυτικά του Αξιού ποταμού. Ύστερα απ’ αυτά το ΤΣΑΜ διέταξε τη 19η Μηχανοκίνητη Μεραρχία να επεκτείνει το αριστερό της μέχρι την ανατολική όχθη του Αξιού, αφού προηγουμένως την ενίσχυσε με τον ΧΙ Συνοριακό Τομέα (2 λόχοι Προκαλύψεως), με μία διλοχία του Τάγματος Ασφαλείας Θεσσαλονίκης και τη 19η Μηχανοκίνητη Ομάδα Αναγνωρίσεως. Η τελευταία βρισκόταν στην περιοχή του χ. Λαϊνά και προερχόταν από τη Δράμα. Το κέντρο βάρους των δυνάμεων της Μεραρχίας, με βάση τη νέα αποστολή της, μεταφερόταν πλέον στη ζώνη μεταξύ της λίμνης Δοϊράνης και του Αξιού ποταμού, όπου και διέθεσε το ένα από τα δύο συντάγματά της και την ομάδα Αναγνωρίσεως.

Στο μεταξύ γερμανική μηχανοκίνητη φάλαγγα κατέλαβε τα χωριά Βαλάντοβο και Φούρκα και κατευθυνόταν προς τον πεδινό δρόμο μεταξύ της λίμνης Δοϊράνης και του υψ. Ντουμ. Δυτικότερα οι Γερμανοί κατέλαβαν τη Γευγελή.

Κατά την τρίτη ημέρα της επιθέσεως, 8 Απριλίου, οι Γερμανοί, παρά την προσπάθεια, δεν κατόρθωσαν να διασπάσουν την οχυρωμένη τοποθεσία.

Η ταχεία όμως κατάρρευση της γιουγκοσλαβικής αντιστάσεως -ιδιαίτερα στην περιοχή της κοιλάδας του Αξιού – και η ανυπαρξία διαθέσιμων δυνάμεων για την κάλυψη του αριστερού πλευρού της οχυρωμένης τοποθεσίας δημιουργούσε σοβαρότατη κατάσταση για όλη την τοποθεσία, η οποία κινδύνευε να αποκοπεί από τον κορμό της χώρας. Έτσι, η 2η Γερμανική Τεθωρακισμένη Μεραρχία εισέβαλε στο ελληνικό έδαφος από το διάδρομο του Αξιού. Ειδικότερα, ο αγώνας κατά την ημέρα αυτή εξελίχθηκε ως εξής:

Στον Τομέα της Ταξιαρχίας Νέστου, η 164η Γερμανική Μεραρχία έλαβε επαφή με την τοποθεσία αντιστάσεως επί του Νέστου ποταμού στην περιοχή της Σταυρουπόλεως, ενώ το Οχυρό Εχίνος συνέχιζε να αμύνεται παρόλο που είχε περικυκλωθεί και δεχόταν πυρά από παντού. Περί τις 2100 οι Γερμανοί κατόρθωσαν να ανέλθουν στην επιφάνεια του Οχυρού και να διοχετεύσουν καπνό και διάφορα αποπνικτικά αέρια μέσα στις στοές με αποτέλεσμα η φρουρά του, η οποία αποτελούνταν από 18 αξιωματικούς και 550 οπλίτες, να εγκαταλείψει το Οχυρό και να κινηθεί προς τη δυτική όχθη του Νέστου. Φτάνοντας στο χ. Κένταυρος, γύρω στις 0300 της 9ης Απριλίου, η φρουρά πληροφορήθηκε ότι οι Γερμανοί είχαν ήδη καταλάβει την Ξάνθη και την Κομοτηνή. Ύστερα απ’ αυτό, μη διαθέτοντας πια οδό διαφυγής, παραδόθηκε στους Γερμανούς.

Στον Τομέα της 7ης Μεραρχίας, η 72η Γερμανική Μεραρχία προσπάθησε και πάλι να εκπορθήσει τα Οχυρά Πυραμιδοειδές, Λίσσε και Ντάσαβλη χωρίς όμως αποτέλεσμα. Δυτικότερα, οι Γερμανοί διατήρησαν τις θέσεις τους επί του υψ. Κρέστη, παρά τις προσπάθειες της 7ης Μεραρχίας για την ανακατάληψή του με το Απόσπασμα Καλαποτίου.

Στον Τομέα της 14ης Μεραρχίας ο αγώνας συνεχίσθηκε με αμείωτη ένταση. Οι Γερμανοί προσπάθησαν να διασπάσουν την τοποθεσία στα Οχυρά Ρούπελ και Καρατάς, αλλά αποκρούσθηκαν με σοβαρές απώλειες, ενώ καταρρίφθηκαν και τρία γερμανικά αεροπλάνα. Τα τμήματα όμως του 125ου Γερμανικού Συντάγματος -που είχαν εγκατασταθεί στο ύψωμα Γκολιάμα- και παράλληλα η κάθοδος της 5ης Ορεινής Μεραρχίας στην κοιλάδα Ροδοπόλεως άρχισαν να δημιουργούν σοβαρότατη απειλή στο αριστερό της XIV Μεραρχίας. Για την αντιμετώπιση της καταστάσεως ενισχύθηκε το αριστερό της υπόψη Μεραρχίας από την Ομάδα Μεραρχιών, με δύο τάγματα Πεζικού, μία ίλη ελαφρών αρμάτων (Κάριερς) και με αριθμό πυροβόλων διαφόρων διαμετρημάτων.

Ανατολικότερα, προσπάθειες των Γερμανών κατά τη διάρκεια της νύχτας να εκπορθήσουν τα Οχυρά Μαλιάγκα και Περιθώρι απέτυχαν. Αντεπίθεση, που εκτοξεύθηκε κατά των τμημάτων που είχαν επικαθήσει στην επιφάνεια του Οχυρού Περιθώρι, προσέλαβε μορφή αγώνα σώματος προς σώμα και τελικά οι Γερμανοί υποχώρησαν άτακτα. Από τις 1245 το Οχυρό καθώς και τα παρακείμενα υψώματα δέχθηκαν επίθεση δύο περίπου συνταγμάτων Πεζικού, τα οποία μετά από τρίωρο αγώνα καθηλώθηκαν με σημαντικές απώλειες.

Στις 8 Απριλίου, τρίτη μέρα της γερμανικής επιθέσεως, στον Τομέα της Κερκίνης οι Γερμανοί προωθήθηκαν και τις μεσημβρινές ώρες έλαβαν επαφή με τα τμήματα της 18ης Μεραρχίας στην περιοχή της γέφυρας Μεγαλοχωρίου, ενώ τα οχυρά που δεν είχαν υποκύψει, συνέχιζαν τον αγώνα. Το Οχυρό Ποποτλίβιτσα, ύστερα από σκληρό και άνισο αγώνα, υποχρεώθηκε στις 1900 να συνθηκολογήσει. Αντίθετα, η φρουρά τριών σκυρόδετων πολυβολείων στις νότιες υπώρειες του υψ. Ρουπέσκο εξακολουθούσε να προβάλλει πείσμονα αντίσταση. Το Οχυρό Παλιουριώνες, αν και δέχθηκε σκληρό βομβαρδισμό και καταιγισμό φορητών όπλων στα φατνώματά του, αντιστάθηκε προξενώντας σοβαρές απώλειες στους Γερμανούς.

Ενώ όμως, με την ηρωική αντίσταση των υπερασπιστών των οχυρών, η «Γραμμή Μεταξά» παρέμεινε ουσιαστικά απαραβίαστη και κατά την τρίτη μέρα της γερμανικής επιθέσεως, στον τομέα της 19ης Μηχανοκίνητης Μεραρχίας, όπου το αριστερό του ΤΣΑΜ, δημιουργήθηκε κρίσιμη κατάσταση εξαιτίας της καταρρεύσεως της γιουγκοσλαβικής αντιστάσεως στη Νότια Σερβία, από την πρώτη κιόλας μέρα. Τα τμήματα που διατέθηκαν εσπευσμένα για την απόφραξη της κοιλάδας του Αξιού δεν κατόρθωσαν, κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, να φτάσουν και να εγκατασταθούν έγκαιρα στην τοποθεσία, εξαιτίας της εχθρικής παρεμβολής.

Στις 0600 της 8ης Απριλίου ισχυρές γερμανικές μηχανοκίνητες δυνάμεις της 2ης Τεθωρακισμένης Μεραρχίας πέρασαν τη μεθόριο κοντά στη Δοϊράνη και εισέβαλαν στο ελληνικό έδαφος. Στη συνέχεια ανέτρεψαν τα εγκαταστημένα στην περιοχή Ακρίτας-Οβελίσκος τμήματα και κινήθηκαν προς Χέρσο-Κιλκίς και Μεγάλη Στέρνα-Πολύκαστρο, διαλύοντας ή παρακάμπτοντας τις αντιστάσεις που συναντούσαν.

Ταυτόχρονα, άλλα τμήματα της 6ης Ορεινής Μεραρχίας, δυνάμεως 5 ταγμάτων, επιτέθηκαν κατά της τοποθεσίας Κρουσίων και πέτυχαν ρήγμα δυτικά του υψώματος Δοβά Τεπέ. Περί τις 2300 γερμανική φάλαγγα κατέλαβε το χ. Μεταλλικό και συνέχισε την κίνησή της προς το Κιλκίς, ενώ το Στρατηγείο της ΧΙΧ Μεραρχίας, που αιφνιδιάσθηκε από την ταχύτητα προελάσεως των Γερμανών, μετακινήθηκε στο χ. Κεντρικό.

Η συνεχιζόμενη σε βάθος διείσδυση των Γερμανών και η αναμενόμενη για την επόμενη κατάληψη της Θεσσαλονίκης αποτελούσε άμεσο κίνδυνο για το ΤΣΑΜ, του οποίου η αιχμαλωσία θα ήταν βέβαιη αν παρέμενε επί της αμυντικής τοποθεσίας. Για αυτό το λόγο, ο Διοικητής του ΤΣΑΜ Αντιστράτηγος Μπακόπουλος αποφάσισε να συμπτύξει τις δυνάμεις του από το βράδυ της 8ης Απριλίου προς τα λιμάνια της Ανατολικής Μακεδονίας, αφού αποκλειόταν η περίπτωση προσπάθειας συμπτύξεώς τους δυτικά του Αξιού, εξαιτίας της προελάσεως των Γερμανών προς Κιλκίς-Θεσσαλονίκη και της αναμενόμενης καταστροφής των γεφυρών του Αξιού. Αλλά και η θαλάσσια μεταφορά δυνάμεων παρουσίαζε σοβαρές δυσχέρειες, γιατί τα διαθέσιμα σκάφη ήταν ανεπαρκή.

Ο Διοικητής του ΤΣΑΜ στις 1630 της 8ης Απριλίου ανέφερε τηλεφωνικώς στον Αρχιστράτηγο την απόφασή του να συμπτύξει τις δυνάμεις του, λόγω της καταστάσεως που είχε δημιουργηθεί. Πέντε μόλις λεπτά μετά την τηλεφωνική συνδιάλεξη, ο Διοικητής του ΤΣΑΜ έλαβε τηλεφωνική διαταγή του Γενικού Στρατηγείου, η οποία τον εξουσιοδοτούσε να έρθει σε διαπραγματεύσεις με το Διοικητή των γερμανικών δυνάμεων, για τη σύναψη συνθηκολογήσεως και την κατάπαυση των εχθροπραξιών. Το Γενικό Στρατηγείο, εκτιμώντας τη γενική κατάσταση και το μάταιο της συνεχίσεως του άνισου αγώνα και προς αποφυγή ανώφελων θυσιών, είχε ήδη εκδώσει από το μεσημέρι σχετική έγγραφη διαταγή για συνθηκολόγηση. Εξάλλου, η αποστολή του ΤΣΑΜ, της επιβραδύνσεως δηλαδή των Γερμανών προς την τοποθεσία Βερμίου, είχε πλέον καταστεί ανέφικτη, καθόσον είχαν ήδη διανοιγεί δύο κατευθύνσεις προσβολής της τοποθεσίας αυτής, από την κοιλάδα του Αξιού και από το Μοναστήρι.

Ο Διοικητής του ΤΣΑΜ ύστερα από τα παραπάνω απέστειλε στις 2100 της 8ης Απριλίου επιστολή προς το Γερμανό Διοικητή της 2ης Τεθωρακισμένης Μεραρχίας Αντιστράτηγο Φάιελ, με την οποία πρότεινε την κατάπαυση του πυρός υπό τον όρο όπως οι μαχητές διατηρήσουν τα όπλα τους και εφόσον αυτό αποκλειόταν, να επιστραφούν αυτά στην Ελλάδα μετά το τέλος του πολέμου. Ταυτόχρονα, ενημέρωσε εμπιστευτικά τους υφισταμένους του διοικητές των Μεγάλων Μονάδων και τόνισε ότι έπρεπε να διατηρήσουν τις θέσεις τους μέχρι τη στιγμή της υπογραφής της συνθηκολογήσεως για την τιμή των όπλων και γιατί μόνο έτσι θα εξασφαλίζονταν ευνοϊκοί και έντιμοι όροι.

Περί τις 2230 ο Στρατιωτικός Διοικητής Θεσσαλονίκης Αντιστράτηγος Ραγκαβής έλαβε επιστολή του Διοικητή της γερμανικής εμπροσθοφυλακής, με την οποία ζητούσε την «άνευ όρων» παράδοση της πόλεως μέχρι τα μεσάνυχτα.

Η παράδοση της Θεσσαλονίκης έγινε στις 0800 της επομένης, 9ης Απριλίου, από επιτροπή αποτελούμενη από το Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης, το Δήμαρχο και τον Αστυνομικό Διευθυντή της πόλεως.

Στις 1400 της 9ης Απριλίου, στο Γερμανικό Προξενείο Θεσσαλο-νίκης υπογράφηκε Πρωτόκολλο και Παράρτημα Διαπραγματεύσεων μεταξύ του Διοικητή του ΤΣΑΜ και του Διοικητή της 2ης Γερμανικής Τεθωρακισμένης Μεραρχίας. Με το Παράρτημα αναγνωριζόταν ο ηρωικός αγώνας του ΤΣΑΜ και εκφραζόταν η επιθυμία να μη σταλούν οι αξιωματικοί και οπλίτες σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Για τις πολιτικές αρχές συμφωνήθηκε να παραμείνουν στις θέσεις τους.

Έτσι, τερματιζόταν ο αγώνας στην Ανατολική Μακεδονία με όρους εξαιρετικά έντιμους για τα ελληνικά στρατεύματα που υπεραμύνθηκαν της τοποθεσίας Κερκίνη-Νέστος.

Στις 1600 ο Διοικητής του ΤΣΑΜ γνώρισε στις μονάδες τους όρους της συνθηκολογήσεως και διατάχθηκε η διακοπή των εχθροπραξιών. Η διαταγή αυτή του ΤΣΑΜ προκάλεσε δυσαρέσκεια σ’ όσες μονάδες διατηρούσαν ακόμη τις θέσεις τους και συνέχιζαν με επιτυχία τον αγώνα τους. Η ιδέα της άδοξης καταλήξεως σε αιχμαλωσία προκάλεσε, όπως ήταν φυσικό, δικαιολογημένη αντίδραση και η πρώτη σκέψη πολλών ηγητόρων ήταν να διαφύγουν με τα τμήματά τους προς την ελεύθερη και μαχόμενη ακόμη Ελλάδα. Οι ανυπέρβλητες όμως για την πραγματοποίηση του σκοπού αυτού δυσχέρειες τους ανάγκασαν να υποταχθούν τελικά με μεγάλη οδύνη στο μοιραίο.

Ενώ ο Διοικητής του ΤΣΑΜ ασχολούνταν με τις διαπραγματεύσεις για συνθηκολόγηση και οι Γερμανοί είχαν ήδη από το πρωί της 9ης Απριλίου εισέλθει στη Θεσσαλονίκη, αγώνας συνεχιζόταν με επιτυχία σε ολόκληρη την οχυρωμένη τοποθεσία.

Στον Τομέα της Ταξιαρχίας Νέστου, προσπάθεια των Γερμανών να διαβούν τον ποταμό Νέστο στην περιοχή του χ. Παράδεισος απέτυχε. Ο Διοικητής όμως του Τομέα γνωρίζοντας ότι επίκειται συνθηκολόγηση, συνέπτυξε τα τμήματά του κατά τη διάρκεια της νύχτας 9/10 Απριλίου προς την κατεύθυνση Χρυσούπολη-Κεραμωτή, με πρόθεση να τα διαπεραιώσει στη νήσο Θάσο.

Στον Τομέα Φαλακρού, τα γερμανικά τμήματα, που είχαν εγκατασταθεί στο ύψ. Ουσόγια, δεν επιχείρησαν να προωθηθούν παραπέρα εξαιτίας των σφοδρών πυρών του Οχυρού Πυραμιδοειδές και του πυροβολικού. Στις 1010 το Απόσπασμα Καλαποτίου επανέλαβε την επίθεση για την ανακατάληψη του υψ. Κρέστη, η οποία είχε ανακοπεί το προηγούμενο βράδυ. Ύστερα από σκληρό αγώνα, που κράτησε μέχρι τις 1300, το Απόσπασμα κατόρθωσε να εκδιώξει τους Γερμανούς και να ανακαταλάβει το ύψωμα. Το Οχυρό Πυραμιδοειδές διέταξε την παύση πυρός στις 1400, μετά από διαταγή της 7ης Μεραρχίας.

Στον Τομέα της 14ης Μεραρχίας ο αγώνας συνεχίστηκε με ένταση χωρίς οι Γερμανοί να πετύχουν τη διάσπαση της αμυντικής τοποθεσίας.

Στο Συγκρότημα Σιδηροκάστρου, το Οχυρό Ρούπελ παρά τους σφοδρούς βομβαρδισμούς δεν υπέκυψε, αλλά ούτε και δέχθηκε να συνθηκολογήσει σε σχετική πρόσκληση των Γερμανών.
Στο Συγκρότημα Καραντάγ, απόπειρα διεισδύσεως κατά τη διάρκεια της νύχτας 8/9 Απριλίου δυνάμεως λόχου των Γερμανών, μεταξύ των Οχυρών Μαλιάγκα και Περιθώρι, αποκρούσθηκε με σοβαρές γι’ αυτούς απώλειες. Άλλη δύναμη τάγματος, που κατόρθωσε να διεισδύσει κατά τη διάρκεια της ίδιας νύχτας μεταξύ των Οχυρών Περιθώρι και Παρταλούσκα και να προσβάλλει τα μετόπισθεν του Συγκροτήματος, καταδιώχθηκε κατόπιν θαρραλέας αντεπιθέσεως μικτού τμήματος από εφεδρικές διμοιρίες, το οποίο συνέλαβε και 102 Γερμανούς αιχμαλώτους.
Οι Γερμανοί, επωφελούμενοι της κατοχής του υψ. Κρέστη, επιχείρησαν κατά τη διάρκεια της ίδιας νύχτας 8/9 Απριλίου και νέα διείσδυση και κατόρθωσαν με μία διλοχία να καταλάβουν το ύψ. Άγιος Κωνσταντίνος, στα νώτα του Συγκροτήματος Καραντάγ. Άμεση όμως ελληνική αντεπίθεση είχε ως αποτέλεσμα την ανακατάληψη του υψώματος και τη σύλληψη 250 Γερμανών αιχμαλώτων.

Στον τομέα της 18ης Μεραρχίας οι Γερμανοί ενήργησαν αλλεπάλληλες επιθέσεις εναντίον του οχυρού Παλιουριώνες, χωρίς όμως να κατορθώσουν να το εκπορθήσουν. Στις 1730 Γερμανοί κήρυκες πληροφόρησαν τη φρουρά του Οχυρού για τη συνθηκολόγηση. Ύστερα απ’ αυτό αποφασίσθηκε να γίνει εκκένωση κατά τη διάρκεια της νύχτας. Η παράδοση του Οχυρού στους Γερμανούς έγινε στις 0900 της 10ης Απριλίου. Κατ’ αυτήν, παρατάχθηκε γερμανικό τάγμα για απόδοση τιμών. Η γερμανική σημαία ανυψώθηκε στο Οχυρό μόνο μετά την αναχώρηση της φρουράς του.

Ανάλογες τιμητικές εκδηλώσεις έγιναν και προς τους Διοικητές των Οχυρών Ρούπελ, Λίσσε, Πυραμιδοειδές, Περιθώρι, Εχίνος, Νυμφαία, Ιστίμπεη και Κελκαγιά.

Η φρουρά του Στηρίγματος Ρουπέσκο, αφού αντιστάθηκε κατά τη διάρκεια της ημέρας, κατόρθωσε να διαφύγει κατά τη νύκτα 9/10 Απριλίου χωρίς να γίνει αντιληπτή από τους Γερμανούς.

Στον Τομέα της 19ης Μηχανοκίνητης Μεραρχίας, το 193ο Σύνταγμα δέχθηκε στις 0230 της 9ης Απριλίου επίθεση και μετά από σύντομο αγώνα παραδόθηκε. Τα υπόλοιπα τμήματά της συμπτύχθηκαν στην περιοχή του χ. Ελληνικό κοντά στο Λαχανά.

Αποτελέσματα
Το πρωί της 10ης Απριλίου βρήκε όλα τα τμήματα του ΤΣΑΜ ενήμερα της συνθηκολογήσεως που είχε υπογραφεί, αναμένοντας την εκτέλεση των όρων της.

Οι ελληνικές απώλειες κατά τον παραπάνω τετραήμερο σκληρό αγώνα υπήρξαν σχετικά μικρές και δεν ξεπέρασαν τους 1.000 νεκρούς και τραυματίες. Οι απώλειες των Γερμανών από τις 6 μέχρι τις 10 Απριλίου υπήρξαν σημαντικές και έφτασαν, σύμφωνα με γερμανικές πηγές, σε 555 νεκρούς, 2.134 τραυματίες και 170 αγνοουμένους.

Διαπιστώσεις – Συμπεράσματα
Η οχυρωμένη τοποθεσία Κερκίνη-Νέστος είχε οργανωθεί με προοπτική να αντιμετωπίσει βαλκανικό αντίπαλο και είχε συγκροτηθεί από οχυρά σημεία, τα οποία θα πλαισιώνονταν με επαρκείς δυνάμεις. Χάρη στον ηρωισμό και την αυτοθυσία των Ελλήνων μαχητών, τα Οχυρά αντιστάθηκαν επιτυχώς κατά του γερμανικού στρατού, που διέθετε συντριπτική υπεροχή, παρόλο ότι οι περισσότερες δυνάμεις που προβλέπονταν για την τοποθεσία είχαν σταδιακά μεταφερθεί στο μέτωπο προς την Αλβανία, από την έναρξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου. Οι Γερμανοί μάλιστα χαρακτήρισαν αυτό το σύστημα οχυρώσεως, ως τον «χρυσό μέσο όρο» μεταξύ του γαλλικού συστήματος και των συστημάτων των άλλων κρατών και το πλέον κατάλληλο για ορεινά εδάφη. Ιδιαίτερα μάλιστα θαύμασαν την εκλογή των θέσεων και την τέλεια προσαρμογή των πυρών προς το έδαφος.

Η κατασκευή ορισμένων οχυρών κοντά στα σύνορα με διπλή αποστολή, αμυντική και επιθετική και η έλλειψη σχετικού βάθους, όπως και σε πολλά εδαφικά τμήματα της Κερκίνης, αποδείχθηκε μειονεκτική, γιατί ο αντίπαλος ήταν σε θέση να πάρει την κατάλληλη διάταξη πριν την επίθεσή του. Επομένως για να στηριχθεί ικανοποιητικά η άμυνα στην περιοχή αυτή απαιτείται η έγκαιρη δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών.

Οι πολιτικές αποφάσεις της Γιουγκοσλαβίας (αμφιλεγόμενη στάση αρχικά, στη συνέχεια προσχώρηση στον Άξονα, πραξικόπημα και τέλος αποχώρηση απ’ αυτόν) δημιούργησαν πρόβλημα στην Ελλάδα, γιατί:

Η χώρα μας δεν είχε τη δυνατότητα να οδηγηθεί στις ενδεδειγμένες αποφάσεις (επιλογή τρόπου αντιδράσεως-τοποθεσία άμυνας κτλ.) μέχρι και την τελευταία στιγμή.
Η άμυνα της Γιουγκοσλαβίας χωρίς σχέδια και προετοιμασία υπήρξε σύντομη και χωρίς αποτέλεσμα. Η ταχύτατη κατάρρευση του νότιου Γιουγκοσλαβικού μετώπου άφησε την ελληνική άμυνα στην εχθρική απειλή, αρχικά από τη Στρώμνιτσα-Αξιό ποταμό και αργότερα από Μοναστήρι-Κοζάνη.
Η ταχύτατη αναπροσαρμογή (μέσα σε 24 ώρες), σχεδίαση και διεξαγωγή μεγάλης κλίμακας επιχειρήσεως, όπως αυτή, από τους Γερμανούς καταδεικνύει την άρτια οργάνωση, τη μέγιστη ικανότητα και την άριστη απόδοση της Ανώτατης Στρατιωτικής Ηγεσίας και του στρατεύματος. Το γερμανικό πεζικό εξάλλου, διοικούμενο καλώς και εμπνεόμενο από αποφασιστικότητα και αυτοθυσία, αποδείχθηκε άριστο στον επιθετικό και αμυντικό αγώνα, και επέδειξε ικανότητα διεισδύσεως παντού, όπου η αντίσταση δεν ήταν αρκετή για να το αναχαιτίσει.

Η υπεροχή των Γερμανών σε μηχανοκίνητες και τεθωρακισμένες δυνάμεις και η κατάλληλη χρησιμοποίησή τους, συνέβαλαν πολύ στην ταχεία και πλήρη επιτυχία της όλης επιχειρήσεως. Η ύπαρξη εξάλλου ισχυρότατης αεροπορικής δυνάμεως και η χρησιμοποίησή της κατά μάζες, επέδρασε αποφασιστικά στην εξέλιξη του αγώνα, δεδομένης μάλιστα και της ελλείψεως φίλιας αεροπορίας. Από τα παραπάνω καταφαίνεται ότι στην επιχείρηση αυτή οι Γερμανοί εφάρμοσαν την αρχή «της συγκεντρώσεως των μέσων» στο επιθυμητό σημείο.

Κατά τη διεξαγωγή της άμυνας πρυτάνευσε το επιθετικό πνεύμα, παρόλο ότι δεν υπήρχαν οι προβλεπόμενες γι’ αυτό εφεδρείες, παρά μόνο μικρό ποσοστό τόσο μέσα, όσο και έξω από τα οχυρά. Οι Έλληνες μαχητές, πάντως, των οχυρών αγωνίσθηκαν γενναία, με άφθαστο ηρωισμό και πρωτοφανή αυτοθυσία εναντίον πολυαριθμότερου εχθρού με συντριπτική υπεροχή πυρός και μέσων. Αναδείχθηκαν, έτσι, εφάμιλλοι των συναδέλφων τους του ελληνοϊταλικού μετώπου, προκαλώντας το θαυμασμό του αντιπάλου.

Τέλος, ο ίδιος ο Χίτλερ σε λόγο του στις 4 Μαΐου 1941 ενώπιον του Ράιχσταγκ, κάνοντας απολογισμό των εκστρατειών του είπε: «Η ιστορική δικαιοσύνη όμως με υποχρεώνει να διαπιστώσω ότι από όλους τους αντιπάλους τους οποίους αντιμετωπίσαμε, ο Έλληνας στρατιώτης ιδιαίτερα πολέμησε με ύψιστο ηρωισμό και αυτοθυσία. Συνθηκολόγησε μόνο όταν η εξακολούθηση της αντιστάσεως δεν ήταν πλέον δυνατή και δεν είχε κανένα λόγο».

Πηγή: https://stratistoria.wordpress.com/