Η προϊστορία μέσα από την εξέλιξη της Αεροπορίας Στρατού
Στην Ελλάδα ενδιαφέρον για την προμήθεια επιθετικών ελικοπτέρων εκδηλώθηκε στα μέσα της δεκαετίας του ‘70. Μάλιστα η πρώτη σχετική μελέτη συντάχθηκε το 1978 και αφορούσε το Bell AH-1S Cobra. Η υπόθεση τότε δεν “προχώρησε” και επανήλθε στην επικαιρότητα μετά από δέκα χρόνια. Κυρίαρχο τώρα θέμα ήταν αν έπρεπε να εξοπλιστεί η Αεροπορία Στρατού με οπλισμένα μεταφορικά ή επιθετικά ελικόπτερα. Αρχικά οι απόψεις έτειναν υπέρ των οπλισμένων μεταφορικών και μάλιστα υπέρ του Agusta Α-109. Στη συνέχεια όμως επικράτησαν τα επιθετικά. Εδώ οι ανταγωνιστές ήταν δύο. Από τη μια η Bell που πρόσφερε το Super Cobra. Από την άλλη ήταν η McDonnell Douglas με το Apache. Την ίδια περίπου περίοδο έγινε και μια προσφορά από την πλευρά των ΗΠΑ, προκειμένου να μας παραχωρηθούν από τα αποθέματα του US Army, 16 Cobra. Η προσφορά αυτή τελικά απορρίφθηκε επειδή κρίθηκε ασύμφορη.
Η σύμβαση (ύψους 505 εκατομμυρίων δολαρίων, που περιλάμβανε και συστήματα αυτοπροστασίας) για την προμήθεια 12 McDonnell Douglas AH-64A+ Apache, υπογράφθηκε μεταξύ του Ελληνικού Υπουργείου Εθνικής Άμυνας και της κατασκευάστριας εταιρείας, στις 24 Δεκεμβρίου του 1991. Στην ίδια σύμβαση υπήρχε η πρόβλεψη για επέκταση της παραγγελίας για άλλα οκτώ και για άλλα τέσσερα. Οι παραδόσεις προβλέπονταν για το καλοκαίρι του 1995. Τον Αύγουστο του 1993 υπογράφθηκε η σύμβαση για τα άλλα οκτώ, ενώ το δικαίωμα αγοράς τεσσάρων ακόμη υπό τους ίδιους όρους, δεν ασκήθηκε ποτέ…
Στις αρχές του Αυγούστου του 1995 έφθασαν με πλοίο στον Βόλο, τα πέντε πρώτα Apache. Εντωμεταξύ είχε συγκροτηθεί, στα τέλη Ιουλίου, το 1ο Τάγμα Επιθετικών Ελικοπτέρων, που είχε ως έδρα το Στεφανοβίκειο. Εντωμεταξύ είχε εκπαιδευθεί στις ΗΠΑ ο κατάλληλος αριθμός ιπτάμενων και μηχανικών προκειμένου να αρχίσουν αμέσως οι πτήσεις. Η πρώτη δημόσια εμφάνιση των Apache έγινε, την ίδια χρονιά, στην Θεσσαλονίκη κατά την παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου. Οι παραδόσεις των Apache ολοκληρώθηκαν ως τα τέλη του 1995.
Όλα αυτά έγιναν σε πρώτη φάση, καθώς αργότερα σημειώθηκαν και άλλες εξελίξεις στην προσπάθεια της ελληνικής Αεροπορίας Στρατού να συμπληρώσει την δύναμη των 20 ελικοπτέρων με τέσσερα πρόσθετα –Α, προκειμένου να έχει στην διάθεσή της ένα πλήρες Τάγμα (24 μονάδες). Κάτι που τελικά δεν έγινε. Η Αεροπορία Στρατού βρίσκεται πλέον στην έβδομη δεκαετία της ζωής της. Διευκρινίζεται ότι αναφερόμαστε στην μεταπολεμική της ιστορία, γιατί η προπολεμική είναι ένα εντελώς διαφορετικό και επίσης μεγάλο κεφάλαιο…
Αυτή την εβδομηντάχρονη πορεία μπορούμε να την διαχωρίσουμε σε τρεις περιόδους. Η πρώτη που ξεκινά από τα τέλη της δεκαετίας του ’40 (1949) με την ίδρυση της πρώτης Μοίρας ΕΠΑΡ (Εναέριας Παρατήρησης) η οποία υπαγόταν στην Διεύθυνση Πυροβολικού και εξοπλίστηκε με αεροσκάφη Piper L-18C που παραχωρήθηκαν από τις ΗΠΑ, χαρακτηρίζεται από το ότι η Αεροπορία Στρατού, διέθετε σχεδόν μόνο αεροσκάφη σταθερών πτερύγων, αεροπλάνα δηλαδή, και ελάχιστα ελικόπτερα.
Από το 1967 που ιδρύθηκε η Διεύθυνση Αεροπορίας Στρατού στο ΓΕΣ, ο αεροπορικός κλάδος του Ελληνικού Στρατού ανεξαρτητοποιείται σε μεγάλο βαθμό και αυτό βέβαια σηματοδοτεί την έναρξη της δεύτερης περιόδου. Η ανεξαρτητοποίηση αυτή αποδίδεται σε μεγάλο βαθμό στο ότι το καλοκαίρι του 1965 θα καταφθάσει στην Ελλάδα ένας σχετικά μεγάλος αριθμός ελαφρών αεροσκαφών Cessna U-17A και -Β Skywagon. Τα αεροσκάφη αυτά θα πλαισιώσουν αρχικά και κατόπιν θα αντικαταστήσουν τα Piper L-18C και L-21B Super Cub στον ρόλο της εναέριας παρατήρησης για λογαριασμό του Πυροβολικού, αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι θα συντελέσουν αποφασιστικά στο να αυξηθεί η δύναμη της Αεροπορίας Στρατού, τόσο σε υλικό όσο και σε προσωπικό, σε βαθμό που να δικαιολογείται μία -μερική έστω- ανεξαρτητοποίηση.
Όταν μάλιστα στις αρχές της δεκαετίας του ’70 άρχισαν να παραλαμβάνονται τα πρώτα Huey, οι λόγοι της ανεξαρτητοποίησης της Α.Σ. έγιναν σαφώς περισσότεροι. Παρά την παραλαβή νέου υλικού όμως, κυρίως ελικοπτέρων πια, η Διεύθυνση Αεροπορίας Στρατού συνέχισε να είναι υπεύθυνη για ότι πετούσε στον Ελληνικό Στρατό έχοντας όμως καθαρά ρόλο υποστήριξης των μονάδων και των σχηματισμών του μέχρι και το 1998. 30 δηλαδή ολόκληρα χρόνια μετά την σύστασή της.
Παρά το γεγονός δηλαδή ότι στις δεκαετίες του ’80 και του ’90 παραλήφθηκε ένας σημαντικός αριθμός μεταφορικών ελικοπτέρων (UH-1D, AB 204, AB 205, AB 212, AB 206, CH-47C, Agusta Bell 47G), που για την εκμετάλλευση και την υποστήριξή του απαιτούσε μεγάλο αριθμό προσωπικού και μάλιστα εξειδικευμένου, η Αεροπορία Στρατού δεν ανεξαρτητοποιήθηκε. Αυτό έγινε μετά την παραλαβή και την ένταξη σε υπηρεσία των επιθετικών ελικοπτέρων ΑΗ-64Α+ και μπορεί απόλυτα να δικαιολογηθεί από πολλές πλευρές…
Πρώτα από όλα θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι πλέον η Αεροπορία Στρατού αποκτούσε για πρώτη φορά στην μεταπολεμική της ιστορία την ικανότητα να διεξάγει μάχη με δικά της μέσα. Από εκεί και πέρα δε, εκτός από τον καθαρά επιχειρησιακό τομέα έκανε και ένα μεγάλο άλμα στον τομέα της αποτελεσματικής εκμετάλλευσης προηγμένων τεχνολογικά συστημάτων. Aυτή ήταν μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις -αν όχι η μεγαλύτερη- για τους ανθρώπους της Αεροπορίας Στρατού.
Παράλληλα με την δημιουργία των εγκαταστάσεων του 1ου ΤΕΕΠ, άρχισαν να λειτουργούν στο αεροδρόμιο του Στεφανοβικείου νέα συγκροτήματα συντήρησης και επισκευής των ηλεκτρονικών και ηλεκτροοπτικών συστημάτων που φέρουν τα Apache -A. Την υποδομή αυτή, αλλά και οποιαδήποτε άλλη δημιουργήθηκε για την υποστήριξη των νέων επιθετικών ελικοπτέρων οι τεχνικοί της Αεροπορίας Στρατού κάθε ειδικότητας την εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο σε ελάχιστο χρονικό διάστημα.
Στις 16 Μαρτίου του 1998, δυόμισι περίπου χρόνια μετά την παραλαβή των Apache και δύο περίπου χρόνια από την επίσημη ένταξή τους σε υπηρεσία, συγκροτήθηκε –στο πλαίσιο της αλλαγής του ρόλου του Β’ Σώματος Στρατού σε δύναμη ταχείας επέμβασης- η 1η Ταξιαρχία Αεροπορίας Στρατού, στην οποία υπάγονται όλα τα ΤΕΑΣ, ενώ δύο περίπου μήνες αργότερα η Αεροπορία Στρατού αναβαθμίστηκε επίσημα σε Όπλο… Αυτή είναι και η έναρξη της τρίτης περιόδου της ιστορίας της Αεροπορίας Στρατού.
Καθαρόαιμα επιθετικά ή οπλισμένα μεταφορικά ελικόπτερα; Ο ρόλος του αμερικανικού παράγοντα στην επιλογή
Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 η Διεύθυνση Αεροπορίας Στρατού βρισκόταν μπροστά σε ένα μεγάλο δίλημμα. Και το δίλημμα είχε να κάνει με το εάν θα έπρεπε τελικά να προμηθευτεί εξοπλισμένα ή καθαρόαιμα επιθετικά ελικόπτερα για την κάλυψη των επιχειρησιακών αναγκών της και φυσικά κατ΄ επέκταση για την κάλυψη των επιχειρησιακών αναγκών του Στρατού συνολικά. Η τάση που είχε διαμορφωθεί ήταν η επιλογή οπλισμένου μεταφορικού ελικοπτέρου και όχι επιθετικού. Ενός τύπου δηλαδή που ενώ ήταν σχεδιασμένος ως μεταφορικό ή γενικής χρήσης ελικόπτερο, θα ήταν από τον κατασκευαστή του πιστοποιημένος και για την μεταφορά και χρήση όπλων, κατευθυνόμενων και μη.
Η προτίμηση της Αεροπορίας Στρατού τότε προς την λύση του οπλισμένου μεταφορικού ελικοπτέρου, οφείλονταν κυρίως στο ότι θα εξασφάλισε μέσα από αυτή μεγάλη επιχειρησιακή ευελιξία σε όλους τους τομείς. Αυτή ήταν η γενική κατεύθυνση επομένως την περίοδο εκείνη. Τα πράγματα άλλαξαν όμως μετά από μία σειρά ενημερώσεων από τον Αμερικανό διευθυντή του γραφείου ενημέρωσης επί στρατιωτικών θεμάτων (Office Defense Consultant) της Αμερικανικής Πρεσβείας, ο οποίος προέρχονταν από τον Αμερικανικό Στρατό και είχε μεγάλη εμπειρία στο συγκεκριμένο ζήτημα. Ο ίδιος είχε συστήσει τότε στην ΔΑΣ, να στραφεί στην αναζήτηση ενός καθαρόαιμου επιθετικού ελικοπτέρου και έθεσε μία σειρά από επιχειρήματα. Που έχουν πάψει να ισχύουν εδώ και πολλά χρόνια όπως θα δούμε στη συνέχεια. Στο δεύτερο μέρος αυτού του αφιερώματος…
Παρά το ότι τα χρήματα που είχαν δεσμευθεί για την αγορά οπλισμένων μεταφορικών ελικοπτέρων ήταν πολύ λίγα για την αγορά καινούριων επιθετικών ελικοπτέρων, άρχισε σταδιακά η εξέταση των διαθέσιμων τύπων στην παγκόσμια αγορά. Δεν μεσολάβησε αρκετός καιρός όταν, μετά από την υπογραφή της συμφωνίας για τον περιορισμό των συμβατικών όπλων στην Ευρώπη (CFE), η ΔΑΣ ειδοποιήθηκε από τον Αμερικανό ακόλουθο ότι ο Στρατός των ΗΠΑ είχε θέσει σε κατάσταση αποθήκευσης έναν μεγάλο αριθμό επιθετικών ελικοπτέρων τύπου AH-1, τα περισσότερα από τα οποία πριν από την υπογραφή της συνθήκης αξιοποιούνταν από μονάδες της εθνοφρουράς των ΗΠΑ.
Με προτροπή δική του μάλιστα συντάχθηκε αίτημα, με την σύμφωνη γνώμη της ηγεσίας του ΓΕΣ, προς τον Αμερικανικό Στρατό για να παραχωρηθεί αριθμός από αυτά στην Αεροπορία Στρατού, προκειμένου να εισέλθει στη φιλοσοφία χρήσης και επιχειρησιακής εκμετάλλευσης του επιθετικού ελικοπτέρου έστω και με μεταχειρισμένο υλικό και κατόπιν να μεταπηδήσει σε έναν νέο τύπο.
Το αίτημα εγκρίθηκε και έτσι η Α.Σ. προσκλήθηκε να εξετάσει τα διαθέσιμα ελικόπτερα, που θα παραχωρούνταν στην κατάσταση και στον τόπο που βρίσκονταν (as is, where is). Κόστος φυσικά θα υπήρχε και μάλιστα σημαντικό, χωρίς φυσικά να μπορεί να υπολογιστεί με ακρίβεια. Ή έστω και κατά προσέγγιση… Και κάπου εκεί, κατά την πάγια ελληνική τακτική των εκπλήξεων, τα πράγματα άλλαξαν. Η απόφαση για την αγορά επιθετικών ελικοπτέρων πάρθηκε πολύ νωρίτερα από ότι θα μπορούσε κανείς να φανταστεί τότε!
Τον Δεκέμβριο του 1991 ο τότε υπουργός άμυνας Ι. Βαρβιτσιώτης, υπογράφει σύμβαση για τη αγορά 12 επιθετικών ελικοπτέρων ΑΗ-64A+ Apache, με διπλή δυνατότητα επέκτασης της παραγγελίας, πρώτα για οκτώ επιπλέον και κατόπιν για άλλα τέσσερα. Ήταν κάτι που μάλλον δεν περίμενε κανείς. Ο τότε υπουργός άμυνας, είχε παρακολουθήσει μία επίδειξη Apache στις ΗΠΑ προς τα τέλη του 1991, στο Fort Rucker στην Alabama και εντυπωσιάστηκε σε τέτοιο βαθμό που επιστρέφοντας στην Ελλάδα πήρε την απόφαση για την αγορά των Apache χωρίς διαγωνισμό.
Υπέγραψε την σχετική συμφωνία ταχύτατα, μέσα στον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου, πιάνοντας κυριολεκτικά στον ύπνο την Πολεμική Αεροπορία η οποία διεκδικούσε την επιχειρησιακή εκμετάλλευση των επιθετικών ελικοπτέρων με το σκεπτικό ότι πέρα από τις ΗΠΑ, όσες χώρες είχαν αγοράσει το ελικόπτερο το είχαν εντάξει στην δύναμη της Αεροπορίας τους!
Η παραγγελία επεκτάθηκε τελικά περιλαμβάνοντας άλλα οκτώ ελικόπτερα, τον Αύγουστο του 1992, αλλά ο χρόνος είχε ήδη αρχίσει να πιέζει την ελληνική πλευρά σχετικά με το ζήτημα «επιθετικά ελικόπτερα». Οι παραγγελίες των AH-64A+ Apache δεν ματαίωσαν τις σκέψεις που είχαν γίνει για την απόκτηση μεταχειρισμένων ΑΗ-1 Cobra που εκείνη την εποχή ο Αμερικανικός Στρατός παραχωρούσε δωρεάν σε συμμάχους χώρες. Η τουρκική Αεροπορία Στρατού (Turk Kara Kuvetleri) έχοντας στείλει πρώτη μία επιτροπή από ιπτάμενους και τεχνικούς στις ΗΠΑ μέσα στο 1990, είχε αποκτήσει τη χρονιά εκείνη εσπευσμένα πέντε δικινητήρια ΑΗ-1W Super Cobra και είχε επιλέξει 36 συνολικά μονοκινητήρια Cobra από τα αποθέματα του Στρατού των ΗΠΑ.
Η περίπτωση των μεταχειρισμένων Cobra και οι παγίδες του “δωρεάν” πλεονάζοντος υλικού
Από αυτά τα 32 ήταν της έκδοσης ΑΗ-1Ρ και μόνο τα 28 αξιοποιήθηκαν επιχειρησιακά, καθώς τα τέσσερα χρησιμοποιήθηκαν εξαρχής ως πηγή ανταλλακτικών. Τα υπόλοιπα τέσσερα ήταν εκπαιδευτικά ΤΑΗ-1S και δεν έφεραν οπλισμό. Τα πρώτα έξι ΑΗ-1Ρ παραδόθηκαν στην τουρκική Αεροπορία Στρατού τον Μάιο του 1992, ενώ μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 1993 παραδόθηκαν και άλλα 22. Τα υπόλοιπα τέσσερα -Ρ παραδόθηκαν μαζί με τα εκπαιδευτικά μέσα στο 1994. Ο χρόνος πίεζε λοιπόν την ελληνική πλευρά σε ότι αφορούσε την απόκτηση επιθετικών ελικοπτέρων.
Έτσι με το χρονοδιάγραμμα του ελληνικού προγράμματος προμήθειας ελικοπτέρων Apache να προβλέπει έναρξη των παραδόσεων το καλοκαίρι του 1995 και περάτωσή τους έξι μήνες μετά στις αρχές του 1996, μία επιτροπή της ελληνικής Αεροπορίας Στρατού αποτελούμενη από ιπτάμενους και τεχνικούς αναχώρησε για τις ΗΠΑ στις 9 Ιανουαρίου του 1993 και συγκεκριμένα για το Fort Louis, στο Seattle της πολιτείας της Ουάσιγκτον, προκειμένου να εξετάσει έναν αριθμό επιθετικών ελικοπτέρων ΑΗ-1Ρ, -Q και -S που είχαν αποσυρθεί από τον Αμερικανικό Στρατό.
Τα ελικόπτερα που εξετάστηκαν, 20 τον αριθμό, ήταν των εκδόσεων ΑΗ-1Ρ, – Q και – S. H κατάστασή τους θα μπορούσε επιεικώς να περιγραφεί ως κακή, βάσει των αναφορών της ελληνικής ομάδας. Φορτωμένα με πολλές ώρες στον αέρα και με πολλές ζημιές… Φυσικά όταν επέστρεψε στην Ελλάδα συντάχθηκε ομόφωνα και παραδόθηκε μία αρνητική εισήγηση και το θέμα έληξε εκεί. Η ελληνική ομάδα θα επέλεγε τα 16 ελικόπτερα από τα 20 που συνολικά εξέτασε. Τρία ή τέσσερα μόλις ήταν σε πλόιμη κατάσταση. Όλα τα άλλα απαιτούσαν εκτεταμένες εργασίες συντήρησης με πολύ μεγάλο κόστος.
Έτσι τελείωσε η πρώτη φάση της υπόθεσης «αξιολόγηση μεταχειρισμένων Cobra». Ακολούθησε και δεύτερη καθώς η ελληνική πλευρά ενημέρωσε ότι σε περίπτωση που στο μέλλον θα υπήρχε και άλλο πλεονάζον υλικό, ήταν πρόθυμη να το εξετάσει. Oι Αμερικανοί επανήλθαν στο θέμα της παραχώρησης μεταχειρισμένων ΑΗ-1 Cobra από τα αποθέματα του Αμερικανικού Στρατού. Και αυτή την φορά έλεγαν ότι το προς παραχώρηση υλικό ήταν σε καλύτερη κατάσταση. Επρόκειτο για ελικόπτερα των ίδιων εκδόσεων με αυτά που είχαν εξεταστεί από την πρώτη ελληνική αποστολή.
Με το σκεπτικό ότι με τα Cobra θα ξεκινούσε το προπαρασκευαστικό στάδιο της εισαγωγής της ελληνικής Αεροπορίας Στρατού στην φιλοσοφία της χρήσης του επιθετικού ελικοπτέρου και με δεδομένο ότι μετά την παραλαβή των Apache αυτά θα κάλυπταν επιχειρησιακά των νησιωτικό χώρο σαν δικινητήρια που ήταν και τα Cobra τον ηπειρωτικό, σχηματίστηκε πάλι μία τετραμελής επιτροπή αποτελούμενη πάλι από τα ίδια άτομα, πλην του επικεφαλής.
Η δεύτερη αυτή αποστολή στο Seattle και πάλι, περιέλαβε την εξέταση άλλων 20 ελικοπτέρων που όμως δεν είχαν καμία σχέση με αυτά της προηγούμενης… Τα 16 ήταν σε πλόιμη κατάσταση και μάλιστα περισσότερα από δέκα είχαν υπόλοιπο 100 ωρών μέχρι την επόμενη 150ωρη επιθεώρηση. Ήταν σε πολύ καλή κατάσταση και προσφέρονταν για άμεση επιχειρησιακή εκμετάλλευση, τα δέκα τουλάχιστον, με την προϋπόθεση βέβαια ότι θα παραλαμβάνονταν και πυρομαχικά και όπλα. Η σχετική θετική εισήγηση έφτασε στα χέρια του τότε ΥΠΕΘΑ Γεράσιμου Αρσένη, ο οποίος τελικά απέρριψε την απόκτηση των μεταχειρισμένων Cobra.
Εκείνη την περίοδο μεγάλος αριθμός δημοσιευμάτων επέκρινε δριμύτατα την απόφαση αυτή του κου Αρσένη, υποστηρίζοντας σε πολλές περιπτώσεις ότι τα μεταχειρισμένα ελικόπτερα δεν πάρθηκαν λόγω του ότι θα τα παίρναμε δωρεάν και επομένως δεν θα υπήρχε «μίζα», κάτι που φυσικά δεν θα συνέβαινε με τα καινούρια… Η Αεροπορία Στρατού και γενικά το σύνολο των επιτελών του Ελληνικού Στρατού είχαν πειστεί μέσω της εισήγησης που είχε γίνει μετά τη δεύτερη αποστολή, ότι έπρεπε να είχαμε αποδεχθεί τα Cobra.
Όμως αργότερα, όταν πλέον παραλήφθηκαν τα Apache και εντάχθηκαν σε υπηρεσία αποκομίσθηκε πολύτιμη εμπειρία. Που απέδειξε ότι η απόφαση που πάρθηκε τότε από το κο Αρσένη ήταν όχι μόνο σωστή αλλά και σωτήρια για την ελληνική Αεροπορία Στρατού. Θα ήταν τραγέλαφος για την τελευταία να βρεθεί στην θέση να χρειαστεί να υποστηρίξει δύο τελείως διαφορετικούς τύπους επιθετικών ελικοπτέρων των οποίων οι ανάγκες και απαιτήσεις υποστήριξης δεν είχαν πουθενά, μα πουθενά, επικάλυψη. Ήταν δύο τελείως διαφορετικά ελικόπτερα. Άρα θα έπρεπε να δημιουργηθεί και μία τελείως διαφορετική υποδομή για τα 16 Cobra και παράλληλα να γίνει το ίδιο και για τα Apache. Θα ήταν πραγματική καταστροφή για την ελληνική Αεροπορία Στρατού και αυτό έγινε ευρύτερα αντιληπτό αργότερα.
Επίσης συνειδητοποιήθηκε ότι τελικά τα Cobra η Ελλάδα δεν θα τα αποκτούσε βέβαια δωρεάν… Ο Αμερικανικός Στρατός έχοντας στην διάθεσή του ένα τεράστιο απόθεμα σε ανταλλακτικά και εξοπλισμό υποστήριξης, θα κέρδιζε πραγματικά πάρα πολλά χρήματα και θα έβγαινε πολλαπλά κερδισμένος από την όλη υπόθεση, πουλώντας μας αυτό το υλικό. Το μεγάλο κακό όμως για την ελληνική Αεροπορία Στρατού δεν θα ήταν αυτό. Ή μόνο αυτό. Ήταν και κάτι άλλο που κανείς δεν υποψιάζονταν… Μέσα σε ένα εξάμηνο η διαθεσιμότητα του στόλου των Cobra θα έπεφτε στο 30 ή το πολύ 40% γιατί ο Αμερικανικός Στρατός είχε μεν ένα μεγάλο απόθεμα ανταλλακτικών, αλλά δεν τα είχε όλα!
Εάν λοιπόν η Α.Σ. αντιμετώπιζε έλλειψη σε κάποιο συγκεκριμένο ανταλλακτικό, πράγμα που έγινε στην περίπτωση της τουρκικής Α.Σ., ο Αμερικανικός Στρατός θα απαντούσε ότι δεν το έχει πλέον στις αποθήκες του επειδή έχει τερματιστεί η παραγωγή του. Επομένως θα έπρεπε να δώσει παραγγελία στον κατασκευαστή του, ο οποίος με την σειρά του θα λειτουργούσε ξανά την γραμμή παραγωγής του για συγκεκριμένο αριθμό κομματιών. Και αυτό αυτόματα σημαίνει ότι θα κόστιζε το υλικό αυτό το δεκαπλάσιο τουλάχιστον της κανονικής τιμής του! Τέλος και επιχειρησιακά η Αεροπορία Στρατού δεν θα έβγαινε κερδισμένη. Γιατί εκτός από τα προβλήματα υποστήριξης δύο τύπων ταυτόχρονα, θα έπρεπε να αξιοποιήσει και ένα ελικόπτερο που -κακά τα ψέματα- δεν είχε πρακτικά τίποτα να προσφέρει σε ένα σύγχρονο θέατρο επιχειρήσεων.