Το συγκεκριμένο άρθρο δημοσιεύτηκε στις 24 Απριλίου του 2024 στην ιστοσελίδα του CIMSEC (Center for International Maritime Security) με τον τίτλο: «Asymmetric naval strategies: Overcoming power imbalances to contest sea control». Συντάκτης του άρθρου είναι ο Alex Crosby, εν ενεργεία Πλωτάρχης του Αμερικανικού Ναυτικού με υπηρεσία στα πλοία USS «Lassen» (DDG-82), USS «Iwo Jima» (LHD-7), στον 7ο Στόλο και στο Γραφείο Ναυτικών Πληροφοριών. Η μετάφραση του άρθρου έγινε από τη συντακτική ομάδα του «DefenceReview.gr».

«Σύμφωνα με τον Julian Corbett: «Το αντικείμενο του ναυτικού πολέμου πρέπει πάντα να είναι, άμεσα ή έμμεσα, η διασφάλιση του ελέγχου της θάλασσας ή η αποτροπή του εχθρού ώστε να την εξασφαλίσει». Ωστόσο, ο ναυτικός πόλεμος ευνοεί τις ισχυρότερες ναυτικές δυνάμεις στην επιδίωξή τους να ελέγξουν τη θάλασσα. Αυτή η θέση μπορεί να οδηγήσει τις ασθενέστερες ναυτικές δυνάμεις να ενεργούν με λιγότερο παραδοσιακούς τρόπους, με κίνδυνο όμως μια πιθανή και επικίνδυνη αποσταθεροποίηση στο περιβάλλον ασφαλείας τους. Ομοίως, οι πιο αδύναμες ναυτικές δυνάμεις μπορούν να γίνουν όλο και πιο δεκτικές στην καθιέρωση καινοτόμων επιλογών για την επίτευξη της σχετικής ισοτιμίας που απαιτείται για την αμφισβήτηση του ελέγχου της θάλασσας.

Πρώτον, τα πιο αδύναμα ναυτικά μπορούν να χρησιμοποιήσουν ασύμμετρο ναυτικό πόλεμο, με τη μορφή καταστροφικών τεχνολογιών και αιφνιδιαστικών αλλαγών στη στρατηγική τους. Δεύτερον, τα πιο αδύναμα ναυτικά μπορούν να αξιοποιήσουν συμμαχίες για να αυξήσουν τη σχετική τους ισχύ και να απειλήσουν τα δευτερεύοντα θέατρα επιχειρήσεων και να διαιρούν την ισχύ του αντιπάλου. Τέλος, τα πιο αδύναμα ναυτικά δυνάμεις μπορούν να προκαλέσουν σωρευτική τριβή κατά μήκος των θαλάσσιων γραμμών επικοινωνιών. Αυτές οι επιλογές, μεμονωμένα ή όλες μαζί, μπορούν να επιτρέψουν σε ένα αδύναμο ναυτικό να αντιμετωπίσει μια ισχυρότερη ναυτική δύναμη.

Ασύμμετρος Πόλεμος στη Θάλασσα

Ένα αδύναμο ναυτικό μπορεί να χρησιμοποιήσει ασύμμετρο ναυτικό πόλεμο για να αμφισβητήσει τον έλεγχο της θάλασσας, μέσω της ενσωμάτωσης φονικών τεχνολογιών. Για παράδειγμα, στη διάρκεια του Ρώσο-Ιαπωνικού πολέμου, οι Ιάπωνες χρησιμοποίησαν δύο μοναδικές πολεμικές ικανότητες για να υπονομεύσουν τη σχετική ρωσική ναυτική υπεροχή. Πρώτον, το Ιαπωνικό Ναυτικό χρησιμοποίησε νάρκες για να καταστρέψει τα ρωσικά πλοία που προσπαθούσαν να φύγουν από το λιμάνι του Πορτ Άρθουρ, κάτι που επέτρεψε στην Ιαπωνία να ελέγξει τις θάλασσες πέριξ της κορεατικής χερσονήσου χωρίς μεγάλες ναυτικές εμπλοκές.

Δεύτερον, το Ιαπωνικό Ναυτικό χρησιμοποίησε αντιτορπιλικά οπλισμένα με τορπίλες σε επιθέσεις από κοντά κατά των ρωσικών θωρηκτών. Αυτή η ασύμμετρη χρήση μικρών ναυτικών μέσων, με φονική ισχύ πυρός, αποδείχθηκε μια καταστροφική έκπληξη για τους Ρώσους που περίμεναν μεγάλη ναυμαχία με συνθήκη πλοίο-προς-πλοίο. Αυτός ο συνδυασμός τεχνολογίας (νάρκες και αντιτορπιλικά εξοπλισμένα με τορπίλες) είναι ένα παράδειγμα του πώς μια σχετικά πιο αδύναμη ναυτική δύναμη μπορεί να αμφισβητήσει τον έλεγχο της θάλασσας, ειδικά σε παράκτια ύδατα.

Ένα άλλο μέσο ασύμμετρου πολέμου, που ένα λιγότερο ισχυρό ναυτικό μπορεί να αξιοποιήσει για τον έλεγχο της θάλασσας, είναι μια αιφνιδιαστική αλλαγή στρατηγικής. Παράδειγμα αυτού είναι η στρατηγική του άνευ όρων υποβρύχιου πολέμου που επικεντρώνεται σε εμπορικούς στόχους. Την τακτική αυτή χρησιμοποίησε το γερμανικό ναυτικό στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στις αρχές, η Γερμανία προσδιόρισε ως κρίσιμες τις θαλάσσιες γραμμές επικοινωνίας που διασχίζουν τον Ατλαντικό Ωκεανό, από τις ΗΠΑ στα θέατρα της Ευρώπης και της Βόρειας Αφρικής. Η Γερμανία συγκέντρωσε την καλά εκπαιδευμένη και πειθαρχημένη υποβρύχια της δύναμη σε «αγέλες». Ο πρωταρχικός στόχος αυτών των ομάδων υποβρυχίων ήταν να καταστρέψουν όσο το δυνατόν περισσότερα συμμαχικά εμπορικά πλοία, με το επιθυμητό αποτέλεσμα να υπερβαίνει τον ρυθμό με τον οποίο οι Σύμμαχοι μπορούσαν να αντικαταστήσουν τις απώλειες. Η Γερμανία μπόρεσε και είχε σημαντικές επιτυχίες κατά τα πρώτα στάδια του πολέμου, ιδιαίτερα επικεντρώνοντας στα ανοιχτά της ανατολικής ακτής των ΗΠΑ. Αυτή η τακτική ενστάλαξε φόβο στον αμερικανικό πληθυσμό και αμφισβήτησε άμεσα τον έλεγχο της θάλασσας.

Στην αρχή του πολέμου, η γερμανική στρατηγική ήταν αποτελεσματική. Έτσι, μια στρατηγική, όπως ο άνευ όρων υποβρύχιος πόλεμος, μπορεί να είναι ιδιαίτερα χρήσιμη στην αμφισβήτηση του ελέγχου της θάλασσας όταν ο αντίπαλος δεν είναι εξοικειωμένος σε αυτόν τον τύπο πολέμου και παραμένει ράθυμος στην εφαρμογή τακτικών ή τεχνολογίας που είναι απαραίτητες για την αντιμετώπιση του. Ο ασύμμετρος ναυτικός πόλεμος, είτε μέσω χρήσης φονικών τεχνολογιών ή μέσω της εφαρμογής στρατηγικών αιφνιδιασμού, έχει τη δυνατότητα να αποτελέσει πολλαπλασιαστή ισχύος για πιο αδύναμες ναυτικές δυνάμεις στην αμφισβήτηση του ελέγχου της θάλασσας.

Συμμαχίες

Ένα λιγότερο ισχυρό ναυτικό μπορεί να αμφισβητήσει τον έλεγχο της θάλασσας αξιοποιώντας συμμαχίες, κυρίως με στόχο την αύξηση της ισορροπίας δυνάμεων. Στη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου, η Σπάρτη αντιπροσώπευε μια χερσαιοκεντρική δύναμη σε σύγκριση με τη ναυτοκεντρική Αθήνα, σε μια σύγκρουση στην οποία κυριαρχούσε ο θαλάσσιος τομέας. Αξιολογώντας με ακρίβεια τη θέση της ως η ασθενέστερη ναυτική δύναμη, η Σπάρτη αναζήτησε συμμάχους που διέθεταν ναυτική δύναμη για να αυξήσουν τη συνδυασμένη ισχύ της Πελοποννησιακής Συμμαχίας και να αμφισβητήσουν την αξίωση της Αθήνας για έλεγχο της θάλασσας. Επιπλέον, η Σπάρτη αξιοποίησε την περσική προθυμία να εξάγει ναυτικές δυνατότητες με αντάλλαγμα οικονομικές και διπλωματικές συναλλαγές για περαιτέρω αύξηση της ναυτικής δύναμης της Πελοποννησιακής Συμμαχίας. Η αύξηση της σπαρτιατική ναυτικής ισχύος, μέσω συνδυασμού άμεσων και έμμεσων συμμαχιών, είχε ως αποτέλεσμα της ενστάλαξης στρατηγικής παράνοιας στην ηγεσία της Αθήνας. Ο φόβος για τη Σπάρτη, και πιο συγκεκριμένα ο φόβος για την ένταξη των Σικελικών κρατών στην Πελοποννησιακή Συμμαχία, έκανε την Αθήνα να επεκτείνει υπερβολικά τη ναυτική της δύναμη και να εξαντλήσει του πόρους της σε μια μεγάλη εκστρατείας, η αποτυχία της οποίας άλλαξε τον ρου του Πελοποννησιακού Πολέμου υπέρ της Σπάρτης.

Μια λιγότερο ισχυρή ναυτική δύναμη μπορεί επίσης να αξιοποιήσει τις συμμαχίες για να αυξήσει τη συνδυασμένη ναυτική ισχύ και έτσι να απειλήσει τον ισχυρότερο αντίπαλο σε δευτερεύοντα θέατρα επιχειρήσεων. Με τον τρόπο αυτό να τον αναγκάσει να διαιρέσει τη μαχητική του ισχύ σε πιο διαχειρίσιμα επίπεδα. Η Αμερικανική Επανάσταση είναι ένα παράδειγμα αυτής της τακτικής, όπου οι Αποικίες κέρδισαν την κρίσιμη θαλάσσια στήριξη της Γαλλίας. Αυτή η συμμαχία ξεπέρασε σε ισχύ την ισχύ Βρετανικού Ναυτικού σε όλη τη διάρκεια του πολέμου της αμερικανικής ανεξαρτησίας.

Η μείωση της ικανότητας του Βρετανικού Ναυτικού να συγκεντρώσει τη μαχητική του ισχύ επιδεινώθηκε με την είσοδο της Γαλλίας στη σύγκρουση. Η απειλή της Γαλλίας ώθησε τη Μεγάλη Βρετανία να διαθέσει σημαντική ναυτική δύναμη για την άμυνα των βρετανικών νήσων από πιθανή εισβολή, αλλάζοντας τον πρωταρχικό στρατηγικό στόχο ολόκληρου του πολέμου. Η συνδυασμένη προσπάθεια της Γαλλίας και των Αποικιών κατέδειξε τη σημασία των συμμαχιών και το στρατηγικό δίλημμα που μπορεί να αντιμετωπίσει ο αντίπαλος. Επιπλέον, οι αποικιακές δυνάμεις της Γαλλίας και οι θαλάσσιες γραμμές επικοινωνίας, κοντά στα βρετανικά εμπορικά συμφέροντα μοίρασαν τη βρετανική ναυτική δύναμη.

Φθορά κατά μήκος των απομακρυσμένων θαλάσσιων γραμμών επικοινωνίας

Μια πιο αδύναμη ναυτική δύναμη μπορεί να αμφισβητήσει τον έλεγχο της θάλασσας προκαλώντας σωρευμένη φθορά κατά μήκος απομακρυσμένων θαλάσσιων γραμμών επικοινωνίας. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το Ιαπωνικό Ναυτικό προσδιόρισε με ακρίβεια τις τεράστιες αποστάσεις του Ειρηνικού Ωκεανού ως έναν κρίσιμο παράγοντα, ο οποίος παρουσίαζε πολλά πλεονεκτήματα για την επίτευξη του στόχου του ελέγχου της θάλασσας. Η «τυραννία της απόστασης», που σχετίζεται με τις θαλάσσιες γραμμές επικοινωνίας, αναγκαίες για το Αμερικανικό Ναυτικό, θα ήταν ευάλωτη σε ιαπωνικές επιχειρήσεις. Συγκεκριμένα, η Ιαπωνία επέλεξε ως στόχο την εμπορική ναυτιλία ως μέτρο μείωσης της αμερικανικής ναυτικής ισχύος σε πιο διαχειρίσιμα επίπεδα. Επιπλέον, οι ακραίες αποστάσεις του Ειρηνικού Ωκεανού θα ήταν, τουλάχιστον στα αρχικά στάδια της σύγκρουσης, εμπόδιο για τον Αμερικανικό Στόλο του Ειρηνικού να συγκεντρώσει τη μέγιστη δυνατή ισχύ του. Με άλλα λόγια, οι Ιάπωνες στόχευαν στο να προκαλέσουν φθορά με μια καθορισμένη στρατηγική.

Το Ιαπωνικό Ναυτικό εφάρμοσε μια στρατηγική αναμονής και αντίδρασης, η οποία σχεδιάστηκε και περιλάμβανε μια σειρά ναυτικών εμπλοκών μακριά από τα ιαπωνικά κέντρα βάρους, προκειμένου να πλήξει τον Αμερικανικό Στόλο του Ειρηνικού. Εκτός από αυτές τις μικρές ναυτικές εμπλοκές, η στρατηγική της Ιαπωνίας βασιζόταν και στη φρουρά των νησιωτικών οχυρών της. Αυτά τα οχυρά θα επέτρεπαν τη συγκέντρωση αεροπορικής και ναυτικής ισχύος με στόχο να πλήξουν όποια αμερικανική ναυτική δύναμη κινούνταν προς τα δυτικά. Η προβολή της ιαπωνικής πολεμικής ισχύος θα απειλούσε άμεσα τη συγκέντρωση της αμερικανικής ναυτικής ισχύος, τόσο της πολεμικής όσο και της εμπορικής. Μέσω αυτής της φθοράς των θαλάσσιων γραμμών επικοινωνίας, η αμερικανική ναυτική ισχύ θα μειώνονταν, σύμφωνα με την ιαπωνική στρατηγική. Αυτή η μείωση θα επέτρεπε μια αποφασιστική εμπλοκή στόλου με στόλο, επιτρέποντας στην Ιαπωνία να αποκτήσει τον έλεγχο της θάλασσας. Παρά τις τεράστιες αποστάσεις του Ειρηνικού Ωκεανού, το Ιαπωνικό Ναυτικό επέλεξε μια στρατηγική με στόχο να προκαλέσει φθορά και αποφασιστικά αποτελέσματα.

Το επιχείρημα της ολοκλήρωσης μιας κοινής δύναμης (Joint Force Integration)

Κάποιοι μπορεί να υποστηρίξουν ότι μια καλύτερη επιλογή αμφισβήτησης του ελέγχου της θάλασσας, για ένα αδύναμο ναυτικό, θα ήταν η ολοκλήρωση μιας κοινής δύναμης έναντι σε απειλές που θέτει μια ισχυρότερη ναυτική δύναμη. Ο Julian Corbett διακήρυξε την αξία μιας κοινής δύναμης, για την επίτευξη σειράς οφελών, όπως η αμφισβήτηση του ελέγχου της θάλασσας. Ο συντονισμός της κοινής δύναμης πυρός είναι κρίσιμος στην αντιμετώπιση μιας ισχυρότερης ναυτικής δύναμης και είναι ιδιαίτερα σημαντικός υπό το πρίσμα της σύγχρονης τεχνολογίας.

Επιπλέον, η επιρροή της καταστροφικής επιθετικής δύναμης πυρός, συμπεριλαμβανομένων των δυνατοτήτων στόχευσης πέραν του ορίζοντα, επικυρώνει την ανεπάρκεια της ναυτικής δράσης σε ένα μόνο πεδίο. Ο συνδυασμός της δύναμης πυρός, σε πολλά επίπεδα, είναι σχεδόν αναγκαίος για ένα πιο αδύναμο ναυτικό αν θέλει να αμφισβητήσει τον έλεγχο της θάλασσας.

Συμπέρασμα

Οι κοινές επιχειρήσεις, αν και σημαντικές υπό μια γενική έννοια, και κρίσιμες για ναυτικές δυνάμεις πρώτης γραμμής, δεν είναι η καλύτερη επιλογή για πιο αδύναμα ναυτικά ως μέσω αμφισβήτησης του ελέγχου της θάλασσας. Οι κοινές επιχειρήσεις απαιτούν πόρους και θα μπορούσαν να αποδειχθούν περισσότερο άχρηστες παρά χρήσιμες για ένα πιο αδύναμο ναυτικό. Επιπλέον, η διαλειτουργικότητα, για να είναι αποτελεσματική, εξαρτάται από τους παράγοντες του ασύμμετρου ναυτικού πολέμου, των συμμαχιών και της φθοράς των θαλάσσιων γραμμών επικοινωνίας. Η διαλειτουργικότητα δεν αποτελεί προϋπόθεση για αυτούς τους διαφορετικούς παράγοντες. Ο ασύμμετρος ναυτικός πόλεμος μπορεί να διεξαχθεί ανεξάρτητα από μια κοινή δύναμη, ειδικά όταν η χώρα διαθέτει ιδιαίτερα φονικά μέσα και χρησιμοποιεί αιφνιδιαστικές αλλαγές στη στρατηγική, οι οποίες υπονομεύουν την κατανόηση του θαλάσσιου περιβάλλοντος από τον αντίπαλο.

Οι συμμαχίες μπορούν να αξιοποιηθούν για να αυξήσουν τη σχετική μαχητική ισχύ και να απειλήσουν τα δευτερεύοντα θέατρα επιχειρήσεων ενός αντιπάλου χωρίς την ανάγκη κοινής δύναμης. Οι μακρινές θαλάσσιες γραμμές επικοινωνιών μπορούν να παρενοχληθούν και να στοχοποιηθούν για να προκαλέσουν σωρευμένη φθορά στον αντίπαλο. Ακόμη και ένα μικρό, μοναδικό πλεονέκτημα έχει τη δυνατότητα ωφέλειας. Τελικά, ένα πιο αδύναμο ναυτικό έχει πολλές επιλογές όταν πρόκειται να αμφισβητήσει τον έλεγχο της θάλασσας ενάντια σε μια ισχυρότερη ναυτική δύναμη, χωρίς να χρειάζεται να βασιστεί σε κοινές επιχειρήσεις».