Σε συνέχεια του άρθρου μας «Αντιμετωπίζοντας τις ασύμμετρες απειλές των μικρών drones: Αναγκαία η βελτίωση των δυνατοτήτων», το συγκεκριμένο άρθρο είναι μια ανασκόπηση των διαθέσιμων συστημάτων αναχαίτισης μη-επανδρωμένων εναέριων οχημάτων (C-UAV : Counter-Unmanned Aerial Vehicles), όχι σε εταιρικό επίπεδο, αλλά σε επίπεδο κατηγοριοποίησης των μεθόδων εντοπισμού και αναχαίτισης των UAV. Στο σύγχρονο πεδίο μάχης, η ανάγκη για συστήματα C-UAV είναι προφανείς. Η γενίκευση της χρήσης των UAV και οι τεχνολογικές εξελίξεις, που τα καθιστούν ολοένα και πιο αποτελεσματικά και θανατηφόρα, έχουν αναγάγει τα συστήματα C-UAV σε αναγκαίες προσθήκες για τις Ένοπλες Δυνάμεις, αλλά και τις Δυνάμεις Ασφαλείας.
Αυτή η πραγματικότητα, η οποία γεννά και την επιχειρησιακή ανάγκη χρήσης των C-UAV, δεν έχει περάσει απαρατήρητη από την αμυντική βιομηχανία, η οποία, τα τελευταία χρόνια έχει να επιδείξει σημαντική πρόοδο στην τεχνολογία C-UAV. Τα πρώτα βήματα έγιναν στα μέσα της δεκαετίας του 2000, αλλά η διαδικασία έρευνας και ανάπτυξης συστημάτων C-UAV επιταχύνθηκε στη δεκαετία του 2010, ιδιαίτερα λόγω της χρήσης και της αδυναμίας αντιμετώπισης των μικρών UAV, όπως έδειξαν τα γεγονότα σε Συρία, Ιράκ και Υεμένη, όπου μικρά UAV χρησιμοποιήθηκαν ως μέσα προσβολής, «φορτωμένα» με εκρηκτική ύλη ή αυτοσχέδιους εκρηκτικούς μηχανισμούς. Φτηνά και δύσκολα στην αντιμετώπιση τους, τα μικρά UAV, που κυρίως πετάν κάτω των 1.000, είναι σοβαρή απειλή για τις φίλιες δυνάμεις.
Εκτός στρατιωτικού πεδίου, σε επίπεδο πολιτικής προστασίας, η χρήση μικρών UAV είναι εξίσου, αν όχι περισσότερο επικίνδυνη. Μέσα στο «χάος» μιας μεγαλούπολης, τα μικρά UAV μοιάζουν ιδανικά για τρομοκρατικές ενέργειες σε κρίσιμες πολιτικές εγκαταστάσεις και υποδομές, στις επικοινωνίες, την ενέργεια, τη βιομηχανία και αλλού. Τα συμβατικά αντιαεροπορικά συστήματα αδυνατούν να αναχαιτίσουν τα μικρά UAV καθώς έχουν σχεδιαστεί να εντοπίζουν και να αναχαιτίζουν μεγάλα αεροσκάφη ή ελικόπτερα, τα οποία κινούνται με μεγάλη ταχύτητα. Τα μικρά και αργοκίνητα UAV δεν μπορούν να τα εντοπίζουν και να τα αναχαιτίζουν πάντα και αν το κάνουν η οικονομική δυσαναλογία αντιαεροπορικού βλήματος και μικρού UAV είναι μια πραγματικότητα που δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη.
Επιπλέον, τα συμβατικά αντιαεροπορικά συστήματα, ακόμα και αν μπορούν να εντοπίσουν και να αναχαιτίσουν μικρά UAV, έχουν συγκεκριμένο αριθμό βλημάτων, που σημαίνει ότι μπορούν πολύ εύκολα να κορεστούν επιχειρησιακά με τη χρήση περισσότερων μικρών UAV. Ο εναέριος χώρος των μεγάλων πόλεων με τα χιλιάδες ακανόνιστα, σε ύψος, κτίρια δημιουργούν «διαδρόμους», τους οποίους μπορούν να εκμεταλλευτούν τα μικρά UAV, να προσεγγίσουν εύκολα το στόχο τους και να τον προσβάλουν, χωρίς καν να γίνουν αντιληπτά. Αυτή η πραγματικότητα, σε πολιτικό και σε στρατιωτικό επίπεδο έχει οδηγήσει την αμυντική βιομηχανία στην έρευνας και ανάπτυξη συστημάτων C-UAV, με διαφορετικές τεχνικές εντοπισμού, ανίχνευσης και αναχαίτισης μικρών UAV.
Ο πλέον διαδεδομένος τρόπος εντοπισμού των UAV είναι τα ραντάρ. Ένας άλλος, εξίσου διαδεδομένος τρόπος, είναι ο εντοπισμός μέσω της σάρωσης των γνωστών ραδιοσυχνοτήτων, στις οποίες λειτουργούν τα UAV. Η διακοπή της σύνδεσης μεταξύ του χειριστή και του UAV, μέσω παρεμβολής στις ραδιοσυχνότητες θα οδηγήσει σε πτώση του UAV ή, αν υπάρχει τέτοια δυνατότητα, θα επιστρέψει αυτόματα στο σημείο που απογειώθηκε. Τα υπέρυθρα και ηλεκτροπτικά συστήματα είναι και αυτά αξιόπιστα μέσα εντοπισμού UAV. Τα ηλεκτροπτικά συστήματα εντοπίζουν βάση του οπτικού αποτυπώματος, ενώ τα υπέρυθρα βάση του θερμικού αποτυπώματος. Τα ακουστικά συστήματα εντοπίζουν UAV από τον ήχο των κινητήρων τους, υπό την προϋπόθεση ότι αυτοί οι ήχοι είναι διαθέσιμοι, για σύγκριση και ταυτοποίηση, στη βάση δεδομένων του ακουστικού συστήματος.
Φυσικά δεν αποκλείεται ο συνδυασμός παραπάνω του ενός συστήματος εντοπισμού για καλύτερα αποτελέσματα. Όπως είπαμε η παρεμβολή στις ραδιοσυχνότητες είναι ένας τρόπος αναχαίτισης των UAV. Ένας άλλος τρόπος είναι η παρεμβολή των συστημάτων πλοήγησης, ιδιαίτερα του GPS. Η απώλεια του GPS θα αναγκάσει το UAV είτε να προσγειωθεί επί τόπου, είτε να επιστρέψει στο σημείο απογείωσης, ανάλογα με τον προγραμματισμό του. Η διαδικασία χειραγώγησης πρωτοκόλλου (Spoofing) είναι μια άλλη διαδικασία αναχαίτισης UAV, στην οποία ο αμυνόμενος αποκτά τον ουσιαστικό έλεγχο του UAV, μέσω της παρεμβολής και του ελέγχου των επικοινωνιακών συστημάτων του. Στην περίπτωση αυτή το UAV παύει να υπακούει στον χειριστή του και υπακούει στον αμυνόμενο.
Η πιο απλή μέθοδος αναχαίτισης UAV είναι η χρήση δικτύων, που εκτοξεύονται, μπλέκονται στις έλικες του UAV και το εξουδετερώνουν. Στην περίπτωση αυτή όμως μιλάμε για αναχαίτιση μικρών UAV, τα οποία πετάν πολύ χαμηλά, κάτω των 500 μέτρων, ενώ απαιτείται η οπτική επαφή του αμυνόμενου με το UAV. Φυσικά, υπάρχει και χρήση όπλων ή πυραύλων για την αναχαίτιση. Μιλάμε για πολυβόλα ή για αντιαεροπορικά βλήματα, τα οποία προσβάλουν το UAV, ακριβώς όπως κάνουν με τα αεροσκάφη ή τα ελικόπτερα. Η τεχνολογία της χρήσης λέιζερ (κατευθυνόμενη ενέργεια) για την προσβολή του UAV είναι μια νέα μέθοδος, που χρησιμοποιείται στην αναχαίτιση των UAV. Τέλος, ο συνδυασμός δύο ή περισσότερων συστημάτων-μεθόδων αναχαίτισης UAV είναι εφικτός για καλύτερα αποτελέσματα. Τα συστήματα αναχαίτισης είναι φορητά ή σταθερά επί του εδάφους, επί ελαφρών οχημάτων ή επί εναέριων μέσων (βλήματα αέρος-αέρος για παράδειγμα).