Πριν από 15 περίπου χρόνια, κατά την περίοδο 2007-2008, όταν οι ΗΠΑ ξεκίνησαν τη διαδικασία εγκατάστασης πυραυλικών αντιβαλλιστικών συστημάτων μεγάλης ακτίνας, THAAD (Terminal High Altitude Terminal Defense) στην ανατολική Ευρώπη, όχι μόνο για σκοπούς εντοπισμού αλλά και εγκλωβισμού και καταστροφής βαλλιστικών πυραύλων, η Μόσχα είχε αντιδράσει έντονα.
Οι ΗΠΑ τότε είχαν διαμηνύσει προς πάσα κατεύθυνση ότι τα συστήματα αυτά ήταν (και είναι) καθαρά αμυντικού χαρακτήρα, και ότι η πρόθεσή τους να τα εγκαταστήσουν στην ανατολική Ευρώπη, είχε να κάνει καθαρά με την προστασία της ευρωπαϊκής Ηπείρου και των χωρών – μελών του ΝΑΤΟ, από ενδεχόμενες επιθέσεις από τους μεγάλης ακτίνας βαλλιστικούς πυραύλους της Νότιας Κορέας και ενδεχομένως και του Ιράν!
Η πραγματικότητα βεβαίως ήταν τελείως διαφορετική. Οι Ρώσοι είχαν κάθε λόγο να διαμαρτύρονται γνωρίζοντας φυσικά τους λόγους για τους οποίους οι ΗΠΑ αποφάσισαν την ενέργεια αυτή. Η καταστροφή ενός βαλλιστικού πυραύλου (εδάφους – εδάφους), είναι πολύ πιό εύκολη και αποτελεσματική ώς διαδικασία, όταν αυτός βρίσκεται στη φάση της ανόδου, αμέσως μετά την εκτόξευσή του. Η καταστροφή του δηλαδή είναι πολύ πιο πιθανή όταν η ταχύτητά του είναι σχετικά μικρή. Γιατί όταν ο πύραυλος περάσει στη φάση της καθόδου της παραβολικής του τροχιάς, τότε αναπτύσσει υπερ – υπερηχητικές ταχύτητες (τις περισσότερες φορές μεγαλύτερες των 5 ή 6 mach). Οπότε είναι πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο να ανασχεθεί.
Άρα, αυτός ήταν και ο πραγματικός λόγος για τον οποίο επιδιώχθηκε και πραγματοποιήθηκε τελικά η εγκατάσταση των THAAD στην ανατολική Ευρώπη. Τα συστήματα αυτά έχουν τη δυνατότητα παροχής κάλυψης και από τους ρωσικούς βαλλιστικούς πυραύλους νέας γενιάς που είναι φορείς υπερ – υπερηχητικών (hypersonic) όπλων, υπό την προϋπόθεση που αναφέρθηκε προηγουμένως. Επειδή το τελευταίο διάστημα έχει γίνει πολύς λόγος για τις δυνατότητες της Τουρκίας να πλήττει στόχους στο έδαφος με μεγάλη ακρίβεια και από αποστάσεις αρκετά μεγαλύτερες των 300 χιλιομέτρων, επανερχόμαστε στο συγκεκριμένο ζήτημα από μία εντελώς διαφορετική οπτική.
Την εξετάζουμε αναλυτικά. Τουλάχιστον μέχρι να αποκτήσει πυραυλικά συστήματα εδάφους – εδάφους μέσης ακτίνας για την ανταπόδοση πληγμάτων εντός του τουρκικού εδάφους σε περίπτωση τουρκικού πρώτου πλήγματος εναντίον της, η Ελλάδα επιβάλλεται να συγκροτήσει σοβαρή αντιβαλλιστική άμυνα. Δυστυχώς η απόπειρα εξοπλισμού των Ενόπλων της Δυνάμεων με περισσότερους πυραύλους κρούσης (https://defencereview.gr/la-tribune-paremvasi-ton-amerikanon-kai-emplo/), δεν υλοποιήθηκε με αποτέλεσμα να είναι περισσότερο εκτεθειμένη από ποτέ στους τουρκικούς SOM, καθώς και στους βαλλιστικούς Yildirim (I & II) και Bora (https://defencereview.gr/poioi-einai-oi-kindynoi-gia-tin-ellada-apo-to-pyriniko-programma-tis-toyrkias/).
To πρώτο βήμα θα μπορούσε κανείς να πει ότι έχει γίνει προς της κατεύθυνση αυτή, με την υπογραφή της συμφωνίας προμήθειας των τριών φρεγατών Belhara FDI HN. Ο συνδυασμός των πυραύλων ASTER 30 (μπορεί να ενσωματωθεί και ο αντιβαλλιστικός Block 1NT), με το ραντάρ Seafire, εξασφαλίζει αντιβαλλιστική δυνατότητα, υπό την προϋπόθεση βέβαια της προστασίας των συγκεκριμένων μονάδων από πρόσθετες συγχρονες μονάδες επιφανείας του ΠΝ.
Τα νησιά του κεντρικού και ανατολικού Αιγαίου από την άλλη πλευρά, προσφέρουν ακόμα ιδανικότερες προϋποθέσεις για τη συγκρότηση πραγματικά αποτελεσματικής πολυστρωματικής αντιαεροπορικής και αντιπυραυλικής άμυνας. Τα νησιά δεν εξασφαλίζουν μόνο το πολύ μεγάλο πλεονέκτημα της μεταξύ τους αλληλοκάλυψης σε περίπτωση εκδήλωσης εχθρικής ενέργειας σε ένα ή περισσότερα από αυτά, όπως επανηλλειμένα και πολύ ορθά έχει επισημανθεί, δημιουργώντας ένα απόλυτο περιβάλλον άρνησης περιοχής (A2/ΑD).
Εξασφαλίζουν ταυτόχρονα και την αντιβαλλιστική άμυνα κρίσιμων για την Τουρκία στόχων και εντός της ηπειρωτικής Ελλάδας για τους ίδιους λόγους που οι ΗΠΑ εγκατέστησαν αντιβαλλιστικά πυραυλικά συστήματα στην ανατολική Ευρώπη. Η επιχειρησιακή αξία των νησιών του ανατολικού Αιγαίου κατά συνέπεια είναι διττή για την ελληνική άμυνα (https://defencereview.gr/anatoliko-aigaio-o-krisimos-rolos-t/). Γιατί αφενός μπορούν να λειτουργήσουν ώς κέντρα (αυτόνομα ή μη) εξαπόλυσης ανταποδοτικών πληγμάτων εναντίον στόχων στο τουρκικό έδαφος και αφετέρου γιατί μπορούν να λειτουργήσουν και ώς κέντρα αντιβαλλιστικής και αντιαεροπορικής άμυνας.
Τα αυτοκινούμενα συστήματα ραντάρ νέας γενιάς, όπως το Ground Master 400A της Thales στο οποίο το DR αναφέρθηκε πρόσφατα (https://defencereview.gr/polemiki-aeroporia-paroysiasi-toy-ra/), είναι αυτά που μπορούν άμεσα να αξιοποιηθούν για τη δημιουργία του ελληνικού αντιβαλλιστικού πλέγματος, στο κεντρικό και ανατολικό Αιγαίο, αλλά και στον Έβρο.
Η παράμετρος F-35 και πώς θα επηρεάσει τους ελληνικούς εξοπλισμούς
O εκσυγχρονισμός του ελληνικού δικτύου επιτήρησης και αεράμυνας με συνδυασμό ενεργών και παθητικών αισθητήρων, μαζί με την προμήθεια προηγμένων πυραυλικών συστημάτων, αντιπροσωπεύει κλάσμα του συνολικού κόστους που θα απαιτήσει η συγκρότηση μίας μόλις Μοίρας μαχητικών F-35A. Θέλουμε να ελπίζουμε ότι η ελληνική πλευρά έχει όντως διασφαλίσει ότι η προμήθεια των 20+20 μαχητικών 5ης γενιάς F-35A, δεν θα εμποδίσει από πλευράς χρηματοδότησης άλλα κρίσιμα εξοπλιστικά προγράμματα για τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις.
Το πόσο των 350-400 εκατομμυρίων δολαρίων που κατ΄ έτος αναφέρθηκε ότι θα δεσμεύεται για την αποπληρωμή των F-35A, δείχνει εφικτό για τις ελληνικές οικονομικές δυνατότητες, ενώ σημαντικό ρόλο στην επιτυχία του προγράμματος στην Ελλάδα θα διαδραματίσει και το μέλλον της ΕΑΒ. Εφόσον μέσω μίας νέας μετοχικής σύνθεσης η κατασκευάστρια του μαχητικού αναλάβει τη διαχείριση της εταιρείας και μέσα από αυτή τη διαδικασία υλοποιήσει κατασκευαστικό έργο και υπηρεσίες υποστήριξης για την Πολεμική Αεροπορία, τα δεδομένα αλλάζουν για την ελληνική άμυνα και οικονομία.
Και επειδή επιμένουμε στη συνέπεια λόγων και πράξεων, αυτό δεν το υποστηρίζει τώρα το DR. To έχει αναλύσει πρώτο από όλους τους ελληνικούς αμυντικούς ιστότοπους πριν από αρκετά χρόνια (https://defencereview.gr/f-35-gia-tin-ellada-i-charistiki-voli-gia-ti/). Η ελληνική αμυντική βιομηχανία χρειάζεται το F-35 και τις θέσεις εργασίας εξειδικευμένου τεχνικού προσωπικού που θα συντηρήσει για πολλά χρόνια, όπως χρειάζεται και η ελληνική οικονομία τα οφέλη που θα προκύψουν από αυτή τη διαδικασία. Η δε Πολεμική Αεροπορία έχει επίσης απόλυτη ανάγκη από το μέγιστο δυνατό βαθμό υποστήριξης του τύπου εγχώρια.
Κλείνουμε την παρένθεση F-35 επισημαίνοντας ότι στα χρόνια που θα μεσολαβήσουν μέχρι την παραλαβή και την ένταξή του σε υπηρεσία, η ελληνική άμυνα δεν μπορεί να αρκεστεί στο να περιμένει απλά να επιλυθούν τα προβλήματα του αεροσκάφους, να μειωθεί το κόστος υποστήριξής του και να εισέλθει σε παραγωγή η έκδοση Block 4. Οφείλει στο μεσοδιάστημα να προετοιμαστεί κατάλληλα ώστε να εκμεταλλευθεί τις δυνατότητές του και να περάσει στην επόμενη ημέρα.
Να περάσει δηλαδή επιτέλους στην εποχή των δικτυοκεντρικών επιχειρήσεων. Πράγμα που με τη σειρά του σημαίνει πλήρεις δυνατότητες ασφαλούς (κρυπτογραφημένης και μέσω αναπήδησης συχνοτήτων) επικοινωνίας μεταξύ όλων των μέσων σε ξηρά, αέρα και θάλασσα και συνδυασμένης αντοχής σε περιβάλλον ηλεκτρονικών παρεμβολών.
Το ζήτημα της πολυεπίπεδης αντιαεροπορικής και αντιπυραυλικής άμυνας ούτε απλό είναι, ούτε αντιμετωπίζεται μονόπλευρα. Έχει πολλές διαστάσεις και πτυχές που ακόμη και μεγάλες δυνάμεις όπως οι ΗΠΑ δεν έχουν συλλάβει συνολικά όπως απέδειξαν οι επιχειρήσεις στην Ουκρανία μέχρι σήμερα. Το ίδιο βέβαια θα πρέπει να κάνουν και οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις, με παράλληλη εμπλοκή και της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας.