Αφορμή για το παρών άρθρο είναι οι πολλαπλές και σε κάθε επίπεδο επιβεβαιώσεις των Γάλλων και της Naval Group ότι θα διεκδικήσει δυναμικά τόσο το πρόγραμμα προμήθειας νέων τορπιλών, όσο και αυτό της ναυπήγησης νέων υποβρυχίων, όταν και εφόσον δρομολογηθεί ως πρόγραμμα. Αυτή η δυναμική πολιτική των Γάλλων, έρχεται να προκαλέσει την αναμφισβήτητη πρωτοκαθεδρία της Γερμανίας στον τομέα των υποβρυχίων του Πολεμικού Ναυτικού (ΠΝ), τα οποία, όπως είναι γνωστό, είναι όλα γερμανικής σχεδίασης και προέλευσης. Και επειδή και το Τουρκικό Ναυτικό (TDK) διατηρεί σε υπηρεσία μόνο υποβρύχια γερμανικής σχεδίασης, ένας πιθανός εμπορικός «πόλεμος» μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας αφενός έχει δημοσιογραφικό ενδιαφέρον, αφετέρου θα λειτουργούσε θετικά στον ανταγωνισμό, όπως στην πρόσφατη περίπτωση της Αυστραλίας, όπου η χώρα κέρδισε πολλαπλά, από τον ανταγωνισμό.
Για τις γαλλικές τορπίλες F-21 και τα υποβρύχια Scorpene έχουμε γράψει αρκετές φορές, αναλυτικά άρθρα, τα οποία μπορείτε να διαβάσετε επιλέγοντας τις αντίστοιχες συνδέσεις στο τέλος του παρόντος άρθρου. Το συγκεκριμένο άρθρο καταγράφει τη σχεδιαστική και εμπορική εξέλιξη των γερμανικών συμβατικών υποβρυχίων, μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (Β’ ΠΠ). Η εξέλιξη αυτή είναι το αποτέλεσμα της επιτυχίας των υποβρυχίων της οικογένειας «2xx», κυρίως όμως των υποβρύχιων «209». Μέχρι σήμερα έχουν σχεδιαστεί 11 τύποι και έχουν κατασκευαστεί περίπου 163 υποβρύχια της οικογένειας «2xx» για τη Γερμανία και άλλες χώρες, από το 1960 έως σήμερα. Στην ελληνική πραγματικότητα η διαπίστωση αυτή συνοδεύεται από το γεγονός ότι από το 1967, δηλαδή εδώ και 52 χρόνια, τα γερμανικά ναυπηγεία HDW (Howaldtswerke-Deutsche Werft), πλέον θυγατρική της TKMS (ThyssenKrupp Marine Systems), αποτελούν παραδοσιακό και μόνο προμηθευτή υποβρυχίων του ΠΝ, αλλά και της Τουρκίας.
Οι ανάγκες του ΠΝ
Για τις ανάγκες του ΠΝ έχουμε αναφερθεί επανειλημμένα. Είναι γνωστό ότι το ΠΝ έχει απόλυτη ανάγκη από νέες τορπίλες (πρωτίστως), πρόγραμμα που εκκρεμεί εδώ και 15 χρόνια περίπου, αλλά και για νέα υποβρύχια (δευτερευόντως), δεδομένου ότι μέσα στην επόμενη δεκαετία η χώρας μας θα πρέπει να αντικαταστήσει όλα τα υποβρύχια «209» που διαθέτει με νέες σχεδιάσεις, εκτός του αναβαθμισμένου «209», το οποίο μπορεί να παραμείνει σε υπηρεσία μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 2020. Η ηλικία των υποβρυχίων, αλλά και οι νέες τεχνολογικές εξελίξεις στα υποβρύχια καταμαρτυρούν αυτή την μεγάλη ανάγκη.
Ήδη ο ελληνικό στόλος υποβρυχίων «209» μετρά 50 σχεδόν χρόνια υπηρεσίας και 20-25 χρόνια υπηρεσίας ως αναβαθμισμένα (για τα «Γλαύκος») και 40 σχεδόν χρόνια υπηρεσίας (για τα «Ποσειδών»), αντίστοιχα. Οι αριθμοί και τα χρόνια υπηρεσίας των ελληνικών «209» είναι σαφέστατα, ξεκάθαρα, όπως είναι και τα επιχειρησιακά δεδομένα. Σήμερα, το ΠΝ διατηρεί σε υπηρεσία 11 υποβρύχια, έξι (6) εκ των οποίων θα πρέπει, από το 2020 και μετά, να αντικατασταθούν, δηλαδή τα τρία (3) αναβαθμισμένα, αλλά μεγάλης ηλικίας «Γλαύκος», και τα τρία (3) μη αναβαθμισμένα και μεγάλης ηλικίας «Ποσειδών».
Με βάση τα σημερινά οικονομικά δεδομένα, αλλά και τις πιεστικές αμυντικές ανάγκες της χώρας πιστεύουμε ότι η πλέον συμφέρουσα λύση θα ήταν η ναυπήγηση έξι (6) νέων υποβρυχίων, σε ελληνικά ναυπηγεία, από ελληνικά χέρια, σε βάθος δεκαετίας και με τη μέθοδο της χρηματοδότησης, έτσι ώστε η δαπάνη να επιμεριστεί σε μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Πρόκειται για μια απόλυτη επιχειρησιακή ανάγκη, διότι η γεωγραφία του Αιγαίου καθιστά τα υποβρύχια και την ισχύ τους σημαντικό παράγοντα, ενώ η αξία τους αυξάνει περισσότερο από το γεγονός ότι σε κλειστές θάλασσες, όπως είναι το Αιγαίο, τα μεγάλα πλοία επιφανείας είναι ευάλωτα σε επιθέσεις, ιδιαίτερα κορεσμού, σε αντίθεση με τα υποβρύχια που είναι δυσκολότερος στόχος.
Από τα «201» στα «218»: Η εξέλιξη των γερμανικών συμβατικών υποβρυχίων
Μετά τον Β’ ΠΠ, και ειδικότερα μετά το 1955 οπότε και αρχίζει η νέα εποχή των Γερμανικών Ενόπλων Δυνάμεων, ο Γερμανικός Στόλος είχε ως αποστολή την άμυνα της Βαλτικής και της Βόρειας Θάλασσας. Νικητής του σχετικού διαγωνισμού, για τη ναυπήγηση 12 συνολικά νέων υποβρυχίων, ανακηρύχτηκε η σχεδίαση «201», εκτοπίσματος 433 τόνων (αν και η αρχική απαίτηση έκανε λόγο για υποβρύχια εκτοπίσματος 350 τόνων). Η ναυπήγηση των «201» ξεκίνησε το 1960 και ολοκληρώθηκε το 1964, αλλά σύντομα τα υποβρύχια αντιμετώπισαν σοβαρά τεχνικά προβλήματα. Τελικά κατασκευάστηκαν μόλις τρία (3), εκ των οποίων ένα (1), το τρίτο στη σειρά ναυπήγησης, βυθίστηκε το 1971, κατά τη διάρκεια δοκιμών (είχε παροπλιστεί από το 1967), ένα (1), το δεύτερο στη σειρά ναυπήγησης, αντιμετώπισε συνεχείς ρωγμές στο σκάφος και παροπλίστηκε το 1963, ενώ το τρίτο και πρώτο στη σειρά ναυπήγησης παροπλίστηκε άρον-άρον το 1963, ένας μόλις χρόνο μετά την ένταξη του σε υπηρεσία. Τα υποβρύχια «201» αντικαταστάθηκαν από τη σχεδίαση «205», τα οποία άρχισαν να ναυπηγούνται το 1962.
Ίδια τύχη με τα «201» είχαν και τα «202», εκτοπίσματος 137 τόνων. Τα «202» ήταν μίνι-υποβρύχια με έξι (6) άτομα πλήρωμα. Αρχικός στόχος ήταν η ναυπήγηση 40 τέτοιων υποβρυχίων, αλλά το πρόγραμμα αντιμετώπισε σοβαρά τεχνικά προβλήματα και τελικά ναυπηγήθηκαν μόλις δύο (2) υποβρύχια, την περίοδο 1961-1967, τα οποία λίγους μήνες μετά την ένταξη τους σε υπηρεσία.
Η εμπειρίες και τα παθήματα από τη ναυπήγηση και τη χρήση των υποβρυχίων «201» και «202» οδήγησαν στην ανάπτυξη της σχεδίασης «205», εκτοπίσματος 455 τόνων. Ουσιαστικά τα «205» αποτελούσαν εξέλιξη των «201», αλλά ήταν μεγαλύτερου μήκους, είχαν καλύτερες επιδόσεις και βελτιωμένους αισθητήρες, ενώ το σκάφος τους ήταν κατασκευασμένο από καλύτερης ποιότητας χάλυβα (ST-52), με αποτέλεσμα τη σημαντική μείωση της δομικής καταπόνησης του σκάφους. Συνολικά ναυπηγήθηκαν 11 υποβρύχια «205» για τη Γερμανία, την περίοδο 1962-1969, και δύο (2) για τη Δανία, την περίοδο 1968-1970, ενώ στη δεκαετία του 1960 η Νορβηγία ναυπήγησε 15 υποβρύχια «207», εκτοπίσματος 485 τόνων, τα οποία αποτελούσαν μια έκδοση των «205», σχεδιασμένη για τις ανάγκες του Πολεμικού Ναυτικού της Νορβηγίας.
Το «205» ήταν το πρώτο αξιόπιστο γερμανικό συμβατικό υποβρύχιο, μετά το 1945, και οδήγησε στην ανάπτυξη της βελτιωμένης σχεδίασης «206», εκτοπίσματος 500 τόνων, με τη χρήση απομαγνητισμένου χάλυβα για την κατασκευή του σκάφους. Συνολικά ναυπηγήθηκαν 18 υποβρύχια για το Γερμανικό Ναυτικό, την περίοδο 1969-1975, ενώ το Ισραήλ απέκτησε τρία (3) υποβρύχια «540», μια τροποποιημένη έκδοση των «205», την περίοδο 1975-1977. Την περίοδο 1987-1992, 12 από τα 18 γερμανικά «206» αναβαθμίστηκαν στο επίπεδο «206A».
Οι επιτυχημένες σχεδιάσεις «205» και «206», σε συνδυασμό με την εξέλιξη στην τεχνολογία των αισθητήρων των υποβρυχίων οδήγησε στην ανάπτυξη της μεγάλης εμπορικής επιτυχίας που ακούει στο όνομα «209», εκτοπίσματος 1.100 τόνων (στη συνέχεια αναπτύχθηκαν και άλλες εκδόσεις με μεγαλύτερο εκτόπισμα). Η σχεδίαση «209» είναι μια μεγεθυμένη έκδοση των «205» για χρήση σε βαθύτερα νερά απ’ αυτά της Βαλτικής Θάλασσας. Ουσιαστικά με τη σχεδίαση «206» η HDW κατάφερε να κερδίσει τη γερμανική αγορά, ενώ με την σχεδίαση «209» κατάφερε να κερδίσει τη διεθνή αγορά, κατασκευάζοντας 66 υποβρύχια για 13 χώρες (Αργεντινή, Βραζιλία, Χιλή, Κολομβία, Αίγυπτος, Ελλάδα, που ήταν η πρώτη χώρα στον κόσμο που απέκτησε υποβρύχια «209», Ινδία, Ινδονησία, Νότιος Κορέα, Περού, Νότια Αφρική, Τουρκία και Βενεζουέλα). Έκδοση της σχεδίασης «209» αποτελεί και η σχεδίαση «210», εκτοπίσματος 1.150 τόνων, η οποία αναπτύχθηκε για το Πολεμικό Ναυτικό της Νορβηγίας, προς αντικατάσταση των «207». Συνολικά ναυπηγήθηκαν έξι (6) υποβρύχια, την περίοδο 1987-1991.
H «εμπορική» κόπωση της σχεδίασης «209», στα τέλη της δεκαετίας του 1980, η απώλεια του αυστραλιανού προγράμματος ναυπήγησης έξι (6) υποβρυχίων το 1987, το οποίο κέρδισαν τα σουηδικά ναυπηγεία Kockums και η γνώση ότι η Σουηδία έχει ξεκινήσεις τις διαδικασίες ανάπτυξης τεχνολογίας AIP (Air Independent Propulsion), οδήγησε τη HDW να ακολουθήσει τα γεγονότα και να επενδύσει στη νέα τεχνολογία. Οι δοκιμές του συστήματος ΑΙΡ ολοκληρώθηκαν από την HDW στις αρχές της δεκαετίας του 1990 και το νέο σύστημα παρουσιάστηκε παράλληλα με το νέο υποβρύχιο «212», το οποίο σχεδιάστηκε για το Γερμανικό Ναυτικό και την αντικατάσταση των «206A». Με την τεχνολογία ΑΙΡ η HDW πέτυχε δύο πολύ σημαντικά κέρδη: (α) Είχε στην διάθεση της μια νέα, σύγχρονη τεχνολογία, την οποία μπορούσε να προσφέρει στη διεθνή αγορά και (β) Ενσωμάτωσε την τεχνολογία ΑΙΡ στα υποβρύχια «209» με αποτέλεσμα να ανανεώσει το ενδιαφέρον για την συγκεκριμένη σχεδίαση. Η πρώτη παραγγελία για τα «212» ήρθε από την Γερμανία, το 1998, για έξι (6) υποβρύχια, τα οποία ναυπηγήθηκαν την περίοδο 1998-2013, ενώ, το ίδιο έτος, η Ιταλία προχώρησε στην προμήθεια τεσσάρων (4) «212», τα οποία ναυπηγήθηκαν την περίοδο 1999-2015.
Εξέλιξη του «212» αποτελεί και η σχεδίαση «214», την οποία έχουν επιλέξει η Ελλάδα (4), η Νότιος Κορέα (9) και η Τουρκία (6). Συγκερασμός των σχεδιάσεων «209» και «212» αποτελούν και τα έξι (6) ισραηλινά υποβρύχια κλάσης «Dolphin», καθώς και τα δύο (2) πορτογαλικά κλάσης «Tridente». Τα ισραηλινά «Dolphin» αποκτήθηκαν σε δύο διαδοχικές παρτίδες των τριών (3) υποβρυχίων έκαστη και ναυπηγήθηκαν την περίοδο 1998-2000 και 2012-2018 αντίστοιχα. Τα πρώτα τρία (3) υποβρύχια βασίζονται στη σχεδίαση «209», αλλά είναι μεγαλύτερα και ριζικά τροποποιημένα, ενώ τα τρία (3) της δεύτερης παρτίδας είναι παρόμοια με τα «212» σε μήκος και εκτόπισμα. Τα πορτογαλικά «Tridente», τα οποία υπηρετούν ως «209PN» και ναυπηγήθηκαν την περίοδο 2005-2010, στην ουσία αποτελούν έκδοση των «214». Η ανακολουθία του πραγματικού τύπου και της ονομασίας προέκυψε από το γεγονός ότι αρχικά η HDW πρότεινε στην Πορτογαλία το T-209.1400 Mod.0 (ως «209PN»), αλλά στη συνέχεια τροποποίησε την πρόταση της προσφέροντας το «214». Έτσι παρά την επιλογή του «214» τα υποβρύχια εντάχθηκαν σε υπηρεσία ως «209PN».
Τα δύο τελευταία μέλη της οικογένειας υποβρυχίων «2xx» είναι τα «216» και «218». Τα «216», εκτοπίσματος 4.000 τόνων, ήταν η πρόταση της HDW προς την Αυστραλία, στο πλαίσιο του προγράμματος «SEA 1000», αντικατάστασης των υποβρυχίων κλάσης «Collins». Το «216» είναι ένας συγκερασμός των σχεδιάσεων «212» και «214». Τελικά, όπως είναι γνωστό, η Αυστραλία επέλεξε την πρόταση των γαλλικών ναυπηγείων Naval Group και το Barracuda. Τα «216» προσφέρονται και στον Καναδά, αλλά και στην Ινδία.
Το «218», εκτοπίσματος 2.200 τόνων σχεδιάστηκε για τη Σιγκαπούρη («218SG», κλάση «Invincible») και αποτελεί συγκερασμό των σχεδιάσεων «214» και «216». Συνολικά η Σιγκαπούρη έχει παραγγείλει τέσσερα (4) «218SG». Η καθέλκυση του πρώτου υποβρυχίου έγινε στις 18 Φεβρουαρίου. Η παράδοση των δύο (2) πρώτων υποβρυχίων αναμένεται το 2021 και το 2022 αντίστοιχα, ενώ τα δύο (2) τελευταία υποβρύχια αναμένεται να παραδοθούν το 2024 και το 2025 αντίστοιχα.
Γερμανικά υποβρύχια σε Ελλάδα και Τουρκία
Σήμερα, τα υποβρύχια «209» και «214» εξοπλίζουν αποκλειστικά την Ελλάδα και της Τουρκία. Πρώτα κινήθηκε η Ελλάδα και το 1967 παράγγειλε τα τέσσερα (4) υποβρύχια «209» εκτοπίσματος 1.100 τόνων κλάσης «Γλαύκος», τα οποία ναυπηγήθηκαν την περίοδο 1970-1973. Μια πενταετία αργότερα, το 1972, η Τουρκία προχώρησε στην παραγγελία δύο (2) υποβρυχίων «209» εκτοπίσματος 1.200 τόνων (κλάση «Atilay»), τα οποία ναυπηγήθηκαν την περίοδο 1977-1978 (παροπλίστηκαν το 2014 και το 2016 αντίστοιχα) για να ακολουθήσει η παραγγελία δύο (2) επιπλέον υποβρυχίων της ίδιας κλάσης, το 1975, τα οποία ναυπηγήθηκαν την περίοδο 1978-1981. Την ίδια χρονιά η Ελλάδα προχώρησε στην παραγγελία των τεσσάρων (4) υποβρυχίων «209» εκτοπίσματος 1.200 τόνων (κλάση «Ποσειδών»), τα οποία ναυπηγήθηκαν την περίοδο 1979-1980.
Η ελληνική παύση, στον τομέα της ναυπήγησης σύγχρονων υποβρυχίων, της περιόδου 1975-1989, επέτρεψε στην Τουρκία να επιφέρει ποσοτικό προβάδισμα, έναντι του ΠΝ, με τη ναυπήγηση έξι (6) σύγχρονων υποβρυχίων. Έτσι, στα μέσα της δεκαετίας του 1980 η Τουρκία προμηθεύτηκε δύο (2) επιπλέον υποβρύχια κλάσης «Atilay», τα οποία ναυπηγήθηκαν την περίοδο 1983-1989, ενώ την περίοδο 1993-1999 η Τουρκία ναυπήγησε τέσσερα (4) υποβρύχια «209» εκτοπίσματος 1.400 τόνων (κλάση «Preveze»).
Η ελληνική αντίδραση, στους τουρκικούς εξοπλισμούς, ήρθε το 1989, όχι όμως με τη ναυπήγηση νέων μονάδων αλλά με ένα πρόγραμμα εκσυγχρονισμού μέσης ζωής των υποβρυχίων κλάσης «Γλαύκος». Το πρόγραμμα περιελάμβανε εργασίες συντήρησης και επέκτασης της επιχειρησιακής ζωής των υποβρυχίων, εργασίες τροποποίησης τεσσάρων (4) τορπιλοσωλήνων για την χρήση βλημάτων κατά πλοίων UGM-84 Harpoon και εκσυγχρονισμό των ηλεκτρονικών συστημάτων με εγκατάσταση νέου ραντάρ έρευνας επιφανείας, εγκατάσταση ολοκληρωμένου συστήματος σονάρ και νέων συστημάτων ναυτιλίας και επικοινωνιών. Οι εργασίες του εκσυγχρονισμού των υποβρυχίων διάρκεσαν από το 1991 έως το 2000.
Η Κρίση των Ιμίων, το 1996, και τα εξοπλιστικά προγράμματα που ακολούθησαν δεν θα μπορούσαν να μην συμπεριλάβουν και τις ανάγκες του ΠΝ σε νέα υποβρύχια. Έτσι, τον Φεβρουάριο του 2000, η Ελλάδα αποφάσισε τη ναυπήγηση τεσσάρων (4) υποβρυχίων «214» εκτοπίσματος 1.700 τόνων (κλάση «Παπανικολής»). Στις 22 Απριλίου 2004 πραγματοποιήθηκε η τελετή ονομασίας και καθέλκυσης του πρώτου υποβρυχίου. Παράλληλα αποφασίστηκε και ο εκσυγχρονισμών τριών (3) εκ των τεσσάρων (4) υποβρυχίων κλάσης «Ποσειδών» με την εγκατάσταση του συστήματος ΑΙΡ. Μετά από πολλές περιπέτειες το ΠΝ παρέλαβε τα τέσσερα «214», αλλά μόλις ένα (1) αναβαθμισμένο «209», ενώ διατηρεί και το δικαίωμα προαίρεσης για τη ναυπήγηση δύο (2) επιπλέον «214».
Η αντίδραση της Τουρκίας στις ελληνικές αποφάσεις ήρθε το 1999 με την απόφαση ναυπήγησης τεσσάρων (4) υποβρυχίων «209» εκτοπίσματος 1.400 τόνων (κλάση «Gur»), τα οποία ναυπηγήθηκαν 2002-2007, ενώ το 2016 αποφασίστηκε η ναυπήγηση έξι (6) υποβρύχιων «214» για την αντικατάσταση των τεσσάρων (4) εν υπηρεσία υποβρυχίων της κλάσης «Atilay». Τέλος, πριν μερικές μέρες ανακοινώθηκε πρόγραμμα εκσυγχρονισμού μέσης ζωής για τα τέσσερα (4) υποβρύχια «209» κλάσης «Preveze».