Την τελευταία φορά που ο Ελληνικός Στρατός (ΕΣ) υπέγραψε σύμβαση για την προμήθεια νέων τεθωρακισμένων οχημάτων, και μάλιστα παραγωγής της ελληνικής ΕΛΒΟ (Ελληνική Βιομηχανία Οχημάτων), ο χρόνος θα πρέπει να γυρίσει 22 χρόνια πίσω, στον Οκτώβριο του 1997, όταν υπογράφηκε η σύμβαση ύψους 25.000.000.000 δραχμών για την προμήθεια 57 τεθωρακισμένων οχημάτων «Λεωνίδας» ΙΙ (πρόκειται για την ελληνική έκδοση-διαμόρφωση του οχήματος 4K-7FA-G127 της αυστριακής Steyr-Daimler-Puch).

Σήμερα ο ΕΣ διατηρεί σε υπηρεσία 2.641 τεθωρακισμένα οχήματα μάχης και μεταφοράς προσωπικού, εκ των οποίων 491 αγοράστηκαν νέα και κατασκευάστηκαν στην Ελλάδα και 2.150 αποκτήθηκαν μεταχειρισμένα: 155 τεθωρακισμένα οχήματα μάχης BMP-1A1 Ost (ίσως να είναι λιγότερα, βρίσκονται σε φάση απόσυρσης), 491 τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού «Λεωνίδας», εκ των οποίων 100 «Λεωνίδας» Ι και 391 «Λεωνίδας» ΙΙ και 1.995 τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού M-113, εκ των οποίων 1.034 M-113A1, 313 M-113A1G (γερμανική διαμόρφωση των M-113A1) και 648 M-113A2.

Οι παραπάνω αριθμοί αφορούν σε βεβαιωμένες παραδόσεις-παραλαβές σύμφωνα με τις συμβάσεις που έχει υπογράψει το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, όπως έχουν ανακοινωθεί και δημοσιευτεί στον τύπο, τις ανακοινώσεις της αμερικανικής υπηρεσίας DSCA (Defense Security Cooperation Agency) και των προγραμμάτων EDA (Excess Defense Articles), τα επίσημα στοιχεία των μεταβιβάσεων οπλικών συστημάτων της Συνθήκης για τις Συμβατικές Δυνάμεις στην Ευρώπη (CFE : Conventional Forces in Europe) και τις επίσημες ανακοινώσεις της Γερμανίας στο πλαίσιο της πώλησης του αμυντικού υλικού της πρώην Ανατολικής Γερμανίας.

Το άρθρο είναι το πρώτο μέρος του αφιερώματος μας στα τεθωρακισμένα οχήματα και καταγράφει την εξέλιξη του στόλου των τεθωρακισμένων οχημάτων του ΕΣ. Στο δεύτερο μέρος του αφιερώματος θα καταγράφουμε τα τεχνικά και επιχειρησιακά χαρακτηριστικά που θα πρέπει να έχει ένα σύγχρονο τεθωρακισμένο όχημα. Το συμπέρασμα που βγαίνει είναι ότι τα τεθωρακισμένα οχήματα του ΕΣ είναι μεγάλης ηλικίας και ξεπερασμένα, τόσο τεχνολογικά όσο και σε επιχειρησιακό επίπεδο, με ανεπαρκή ισχύ πυρός, θωράκιση και προστασία και με περιορισμένες δυνατότητες καταγραφής και αντίληψης της τακτικής κατάστασης.

Συνολικά η Ελλάδα παρέλαβε 501 τεθωρακισμένα οχήματα BMP-1A1 Ost από τη Γερμανία.

BMP-1A1 Ost

Η σύμβαση, για την προμήθεια 501 BMP-1A1 Ost από τη Γερμανία, υπογράφηκε το 1993. Στους αρχικούς καταλόγους, με το υπό παραχώρηση στρατιωτικό υλικό προς την Ελλάδα, είχαν αναγραφεί 200 BMP-1P και 500 τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού MT-LB. Ωστόσο, η απόφαση της Σουηδίας να αποκτήσει 837 MT-LB (εκ των οποίων 215 για την άντληση ανταλλακτικών), αφαίρεσε από την Ελλάδα τη δυνατότητα απόκτησης των MT-LB. Σε αντιστάθμισμα η Γερμανία πρότεινε και η Ελλάδα αποδέχθηκε την αύξηση του αριθμού των υπό παραχώρηση BMP-1P από 200 σε 501.

Έτσι, τον Φεβρουάριο του 1993, ο ΕΣ παρέλαβε δύο (2) BMP-1P/d προκειμένου να τα υποβάλει σε τεχνικές και επιχειρησιακές δοκιμές αξιολόγησης. Μετά την επιτυχή ολοκλήρωση των δοκιμών, τον Απρίλιο του 1994, ξεκίνησαν οι παραδόσεις των 501 αναβαθμισμένων BMP-1A1 Ost. Οι εργασίες αναβάθμισης πραγματοποιήθηκαν στη Γερμανία με συνολικό κόστος $ 25.050.000. Συνολικά, το 1994 παραδόθηκαν 164 οχήματα, ενώ τα υπόλοιπα 337 παραδόθηκαν το 1995. Η αναβάθμιση των BMP-1P στο επίπεδο BMP-1A1 Ost αφορούσε κυρίως στην ασφάλεια των οχημάτων, η οποία ανήλθε σε νατοϊκά επίπεδα:

1/ Στις οριζόντιες επιφάνειες του πήγματος τοποθετήθηκαν αντιολισθητικές ταινίες για την ασφάλεια του πληρώματος.

2/ Αντικαταστάθηκαν όλα τα φώτα πορείας με τα αντίστοιχα του Marder-1 και οι καθρέπτες οδήγησης με τους αντίστοιχους του Leopard-1.

3/ Καταργήθηκαν οι δεξαμενές καυσίμου στις δύο (2) οπίσθιες θύρες.

4/ Τοποθετήθηκε μηχανισμός δέσμευσης της 5ης ταχύτητας, έτσι ώστε η μέγιστη ταχύτητα του οχήματος να μην ξεπερνά τα 65 χιλιόμετρα την ώρα (σε καιρώ πολέμου υπάρχει πρόβλεψη απενεργοποίησης αυτού του μηχανισμού).

5/ Καταργήθηκε η μία (1) από τις δύο (2) αντλίες που εξασφαλίζουν την αμφίβια ικανότητα του οχήματος.

6/ Εγκαταστάθηκαν νέοι σταθμοί ασυρμάτων, συμβατοί με τα νατοϊκά πρότυπα.

7/ Αφαιρέθηκε η γεννήτρια καπνού του οχήματος (ένας ψεκαστήρας πετρελαίου πάνω στην εξάτμιση) και εγκαταστάθηκαν έξι (6) εκτοξευτές καπνογόνων βομβίδων στο πίσω μέρος του πύργου.

8/ Το αυτόματο σύστημα ενεργοποίησης του συστήματος προστασίας από PBX ουσίες (Ραδιολογικές, Βιολογικές, Χημικές ουσίες) αντικαταστάθηκε από έναν χειροκίνητο διακόπτη.

9/ Αφαιρέθηκε το σύστημα αυτόματης τροφοδότησης του κύριου πυροβόλου 2A28 Grom των 73 χιλιοστών.

10/ Αφαιρέθηκε η εγκατάσταση εκτόξευσης των αντιαρματικών πυραύλων 9Μ14 Malyutka (NATO: AT-3A Sagger-A), 9M14M Malyutka-M (NATO: AT-3B Sagger-B) και 9M14P Malyutka-P (NATO: AT-3C Sagger-C).

Μαζί με τα 501 οχήματα η Ελλάδα παρέλαβε και 140.000 φυσίγγια PG-15V (αντιαρματικά υψηλής εκρηκτικότητας) και OG-15V (θραυσματογώνα υψηλής εκρηκτικότητας) διαμετρήματος 73 χιλιοστών για χρήση από το κύριο πυροβόλο, πιθανότατα σε αναλογία 84.000 PG-15V και 56.000 OG-15V, δεδομένου ότι ο τυπικός φόρτος μάχης του BMP-1A1 Ost είναι 24 PG-15V και 16 OG-15V. Επίσης, παρελήφθησαν και 21.683.940 φυσίγγια M-39/-43 διαμετρήματος 7,62 χιλιοστών για χρήση από το συζυγές πολυβόλο.

Τον Ιανουάριο του 2005 η Ουάσιγκτον έθεσε στην Αθήνα θέμα παραχώρηση ελληνικού αμυντικού υλικού στο Ιράκ, αίτημα στο οποίο η Ελλάδα ανταποκρίθηκε θετικά. Λίγο αργότερα, την άνοιξη του 2005, αποφασίστηκε και ανακοινώθηκε η δωρεάν παραχώρηση των 501 ελληνικών BMP-1A1 Ost στο Ιράκ, το οποίο όμως τελικά αποφάσισε να παραλάβει μόνο 100 οχήματα. Έτσι, αποσύρθηκαν, από την ενεργό υπηρεσία, 150 οχήματα, εκ των οποίων 50 χρησιμοποιήθηκαν ως πηγή άντλησης ανταλλακτικών για την ανακατασκευή και συντήρηση των 100 οχημάτων που προορίζονταν για το Ιράκ. Οι εργασίες ανακατασκευής και συντήρησης ξεκίνησαν και ολοκληρώθηκαν ταχύτατα. Τα πρώτα 36 οχήματα μεταφέρθηκαν και παραδόθηκαν στο Ιράκ το Νοέμβριο του 2005 και ακολούθησαν, το Νοέμβριο του 2006, τα υπόλοιπα 64 οχήματα.

Τον Ιανουάριο του 2016, ο τότε Υπουργός Εθνικής Αμύνης, Πάνος Καμμένος, ανακοίνωσε την πρόθεση πώλησης αριθμού BMP-1A1 Ost στην Αίγυπτο (η Αίγυπτος ήδη διατηρεί σε υπηρεσία 200 BMP-1S, μερικώς αναβαθμισμένα με τους γαλλικούς κινητήρες Poyaud 520-6L-CS2 μέγιστης ισχύος 310 ίππων). Πριν από την παράδοσή τους τα οχήματα θα έπρεπε να υποβληθούν σε πρόγραμμα ανακατασκευής και συντήρησης. Η παραχώρηση τους έγινε δυνατή λόγω της παραλαβής των 196 τεθωρακισμένων οχημάτων M-113A2 από τα αμερικανικά αποθέματα, το Νοέμβριο του 2014. Με την παραλαβή των συγκεκριμένων οχημάτων, αποσύρθηκαν ισάριθμα BMP-1A1 Ost, τα οποία και τέθηκαν σε καθεστώς αποθήκευσης.

Τον Μάιο του 2017, ο τότε Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Αμύνης (Α/ΓΕΕΘΑ), Ναύαρχος Ευάγγελος Αποστολάκης, ανέφερε στη Βουλή ότι «βρίσκεται σε τελική φάση υπογραφής με την Αίγυπτο η παραχώρηση αριθμού BMP-1. Κάποια δίνονται δωρεάν, κάποια είναι εύχρηστα και μη επιχειρησιακά αναγκαία για εμάς, με τα ακόλουθα οφέλη: Έσοδα € 3.5000.000 για την ενίσχυση του προϋπολογισμού μας και προοπτική επένδυσης αρκετών εκατομμυρίων ευρώ από την Αίγυπτο στην εγχώρια βιομηχανία, όπου θα γίνει η ανακατασκευή κάποιων εκ των οχημάτων».

Σύμφωνα με ανακοίνωση της ΓΔΑΕΕ (Γενική Διεύθυνση Αμυντικών Εξοπλισμών & Επενδύσεων) τον Αυγούστου του 2019 (η σχετική ανακοίνωση «κατέβηκε» από την ιστοσελίδα της ΓΔΑΕΕ λίγο αργότερα), Ελλάδα και Αίγυπτος συμφώνησαν και υπέγραψαν σχετική σύμβαση για την πώληση 92 BMP-1A1 Ost, πιθανότατα από τα 196 που αποσύρθηκαν το Νοέμβριο του 2014. Η διάρκεια του συμβολαίου είναι 26 μήνες, ενώ τα οχήματα θα υποστούν πρόγραμμα ανακατασκευής και συντήρησης στην Ελλάδα, με το κόστος να βαραίνει την Αίγυπτο, έτσι ώστε να παραδοθούν σε πλήρως λειτουργική κατάσταση (πιθανότατα τα υπόλοιπα 104 BMP-1A1 Ost να χρησιμοποιηθούν ως πηγή άντλησης ανταλλακτικών, όπως έγινε και στην περίπτωση του Ιράκ).

Από τα υπόλοιπα 155 οχήματα ένα (1) έχει μετασκευαστεί, το 2013, από το 308 ΠΕΒ (308ο Προκεχωρημένο Εργοστάσιο Βάσης), με την αντικατάσταση του πύργου μάχης με το πυροβόλο ZU-23-2 (2 x 23 χιλιοστών) και χρησιμοποιήθηκε ως πρωτότυπο σε σχετικές δοκιμές τεχνικής και επιχειρησιακής αξιολόγησης, το 2014, στο πλαίσιο σχετικού προγράμματος μετατροπής ορισμένων BMP-1A1 Ost σε συστήματα εγγύς αντιαεροπορικής άμυνας. Σύμφωνα με την ενημέρωση που είχαμε το 2014 η αρχική απαίτηση αφορούσε στην μετασκευή, σε πρώτη φάση, 50 οχημάτων, εκ των οποίων 48 επιχειρησιακών, ανά οκτώ (8) στα έξι (6) μεγαλύτερα νησιά του Αιγαίου, και δύο (2) εκπαιδευτικά. Σε δεύτερη φάση υπήρχε πρόθεση μετασκευής άλλων 48 οχημάτων για την κάλυψη αναγκών της 1ης Στρατιάς και του Δ’ Σώματος Στρατού (Δ’ ΣΣ). Τελικά το συγκεκριμένο πρόγραμμα δεν προχώρησε είτε διότι η μετασκευή δεν απέδωσε τα αναμενόμενα, σε τεχνικό και/ή επιχειρησιακό επίπεδο, είτε δεν υπήρχαν χρήματα για να καλύψουν το κόστος του προγράμματος.

Σε κάθε περίπτωση, είναι ειλημμένη απόφαση όσα BMP-1A1 Ost παραμένουν σε υπηρεσία να αποσυρθούν οριστικά. Για την ιστορία θα πρέπει να πούμε ότι την περίοδο 1974-1982 η Ανατολική Γερμανία παρέλαβε συνολικά 1.133 BMP-1P, εκ των οποίων 151 της έκδοσης BMP-1P/c, τα οποία κατασκευάστηκαν στην Τσεχοσλοβακία και 982 της έκδοσης BMP-1P/d, τα οποία κατασκευάστηκαν στην Ανατολική Γερμανία. Οι δύο (2) εκδόσεις διαφέρουν ως προς το ότι τα BMP-1P/d δεν φέρουν τις εξωτερικές οπές ενσωμάτωσης των αρότρων άρσης ναρκοπεδίου KMT-10. Με την ενοποίηση της Γερμανίας η χώρα κληρονόμησε το σύνολο του στρατιωτικού υλικού της Ανατολικής Γερμανίας. Από τα 1.133 BMP-1P τα 851 αναβαθμίστηκαν στο επίπεδο BMP-1A1 Ost, εκ των οποίων 501 παρέλαβε η Ελλάδα και 350 η Σουηδία.

Τεθωρακισμένο όχημα «Λεωνίδα» του ΕΣ.
Τεθωρακισμένο όχημα «Λεωνίδα» της Εθνικής Φρουράς.

«Λεωνίδας»

Το όχημα παρουσιάστηκε στον ΕΣ το καλοκαίρι του 1981 και στη συνέχεια εστάλησαν δύο (2) οχήματα από την Αυστρία τα οποία πραγματοποίησαν σειρά δοκιμών. Το όχημα έγινε αποδεκτό από τον ΕΣ και η σύμβαση, ύψους 4.500.000.000 δραχμών, για την προμήθεια 100 οχημάτων (1η Παρτίδα, «Λεωνίδας» Ι), υπογράφηκε τον Ιούλιο του 1981 (τα δύο οχήματα που στάλθηκαν από την Αυστρία για δοκιμές παραχωρήθηκαν δωρεάν στην Ελλάδα). Τα οχήματα κατασκευάστηκαν στην Ελλάδα, από την ΕΛΒΟ, με τις παραδόσεις να ξεκινούν το 1982 και να ολοκληρώνονται το 1983.

To 1997 εγκαταστάθηκε, στα δύο (2) πρωτότυπα οχήματα, το αυτόματο σύστημα μετάδοσης της κίνησης 6HP500 της ZF (αντικατέστησε το χειροκίνητο σύστημα 6-S80, επίσης της ZF), ώστε να χρησιμοποιηθούν ως πρωτότυπα οχήματα δοκιμών στο πλαίσιο του προγράμματος αναβάθμισης των «Λεωνίδας» Ι στο επίπεδο «Λεωνίδας» ΙΙ. Ομοίως, το 2007, εγκαταστάθηκε, σ’ ένα (1) από τα δύο (2) πρωτότυπα, το ακόμα πιο βελτιωμένο αυτόματο σύστημα μετάδοσης της κίνησης 6HP502, επίσης της ZF, για τη διεξαγωγή νέων δοκιμών, που όμως δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ.

Η σύμβαση ύψους 22.000.000.000 δραχμών, για την προμήθεια 344 οχημάτων (2η Παρτίδα, «Λεωνίδας ΙΙ), υπογράφηκε τον Απρίλιο του 1987. Οι παραδόσεις ξεκίνησαν το 1988 και ολοκληρώθηκαν το Μάρτιο του 1996. Τον Οκτώβριο του 1997 υπογράφηκε νέα σύμβαση, ύψους 25.000.000.000 δραχμών, για την προμήθεια επιπλέον 57 οχημάτων (3η Παρτίδα, «Λεωνίδας» ΙΙ), οι παραδόσεις των οποίων ξεκίνησαν το 1997, με την παράδοση 40 οχημάτων, και ολοκληρώθηκαν στις αρχές του 1998, με την παράδοση των υπόλοιπων 17 οχημάτων. Τα 57 οχήματα εξοπλίστηκαν εξ αρχής με το αυτόματο σύστημα μετάδοσης της κίνησης 6HP500 της ZF, αντί του χειροκίνητου συστήματος 6-S80, που φέρουν τα υπόλοιπα 444 οχήματα.

Στις αρχές του 2001, η Ελλάδα παραχώρησε στα Σκόπια, με τη μορφή της δωρεάν στρατιωτικής βοήθειας, 10 από τα 57 οχήματα «Λεωνίδας» ΙΙ, μαζί με επτά (7) οχήματα Mercedes-Benz και δύο (2) μεταφορικά ελικόπτερα UH-1H Iroquois για την αντιμετώπιση της εξέγερσης των αλβανόφωνων. Το Νοέμβριο του 2007 έγινε γνωστό, χωρίς να επιβεβαιωθεί επίσημα, ότι τα Σκόπια πώλησαν τα οχήματα αυτά στη Βουλγαρία. Τα οχήματα της έκδοσης «Λεωνίδας» ΙΙ διαφέρουν από αυτά της έκδοσης «Λεωνίδας» Ι στα εξής σημεία:

1/ Φέρουν εξωτερικά άγκιστρα για τα ατομικά είδη των στρατιωτών.

2/ Διαθέτουν καλύτερη στεγανοποίηση, λόγω της υιοθέτησης καλύτερων μονωτικών ελαστικών στις θυρίδες.

3/ Φέρουν δύο (2) τετραπλούς εκτοξευτές καπνογόνων των 76 χιλιοστών, με κατεύθυνση βολής προς τα εμπρός, σε αντίθεση με τα «Λεωνίδας» Ι που φέρουν τέσσερις (4) εκτοξευτές καπνογόνων των 80 χιλιοστών, με κατεύθυνση βολής προς τα πίσω.

4/ Φέρουν αυτόματο σύστημα πυρόσβεσης.

5/ Φέρουν ασυρμάτους SEM-190 και σύστημα ενδοεπικοινωνίας BV-180.

6/ Φέρουν το σύστημα εξαερισμού καμπίνας VA-3653

7/ Φέρουν δύο (2) περισκόπια παρατήρησης του πίσω τόξου και προσθαφαιρούμενο πανοραμικό περισκόπιο RBF-70 πάνω από τη θύρα αποβίβασης για παρατήρηση του πεδίου μάχης πριν την αποβίβαση των στρατιωτών.

8/ Φέρουν σύστημα εκτροπής των αερίων του κινητήρα προς το έδαφος για μείωση του θερμικού ίχνους.

Το M-113 είναι το πολυπληθέστερο τεθωρακισμένο όχημα του ΕΣ.

M-113

Όπως προαναφέραμε από τα 1.995 M-113 του ΕΣ τα 1.034 ανήκουν στην έκδοση M-113A1, 313 ανήκουν στην έκδοση M-113A1G και 648 στην έκδοση M-113A2. Από τα 1.034 M-113A1 τα 266 προήλθαν από αναβάθμιση ισάριθμων M-113. Τα 250 παρελήφθησαν το καλοκαίρι του 1963, ενώ τα υπόλοιπα 16, παρελήφθησαν το 1971 (15 οχήματα) και το 1976 (ένα όχημα) αντίστοιχα.

Τα υπόλοιπα 768 οχήματα παραχωρήθηκαν ή αγοράστηκαν μεταχειρισμένα μεταξύ των ετών 1965 και 1992 από τις ΗΠΑ και την Ολλανδία. Συγκεκριμένα, το 1965-1967 παρελήφθησαν 200 οχήματα από τις ΗΠΑ, τη δεκαετία του 1970 παρελήφθησαν άλλα 70 οχήματα, επίσης από τις ΗΠΑ, ενώ τη δεκαετία του 1980 παρελήφθησαν 83 οχήματα, πάλι από τις ΗΠΑ. Τη δεκαετία του 1990 παρελήφθησαν συνολικά 415 οχήματα, εκ των οποίων 150 από τις ΗΠΑ (η παραχώρηση τους αποφασίστηκε το 1991 και παρελήφθησαν το 1992) και 265 από την Ολλανδία.

Από τα 1.034 οχήματα δύο (2) έχουν τροποποιηθεί ως πρωτότυπα στο πλαίσιο του προγράμματος ανάπτυξης δύο (2) διαφορετικών συστημάτων εγγύς αντιαεροπορικής προστασίας: Ένα (1) Μ-113Α1 με πυροβόλο ZU-23-2 (2 x 23 χιλιοστών) και ένα (1) Μ-113A1 με πολυβόλο Gatling M-61A1 Vulcan (6 x 20 χιλιοστών). Αμφότερα τα πρόγραμμα δεν προχώρησαν. Η τροποποίηση των οχημάτων πραγματοποιήθηκε από το 308 ΠΕΒ στα τέλη του 2013 (παράλληλα με τη μετασκευή του BMP-1A1 Ost, βλέπε παραπάνω). Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι από τα τέλη του 2013 έχει ξεκίνησε ένα πρόγραμμα εγκατάστασης ασπιδίων προστασίας των πολυβολητών για το σύνολο των οχημάτων M-113 (το ασπίδιο ανέπτυξε το 308 ΠΕΒ).

Τα M-113A1G παρελήφθησαν, από τα αποθέματα της Γερμανίας, στη δεκαετία του 1990. Συγκεκριμένα, 200 οχήματα παραχωρήθηκαν το 1991 και παρελήφθησαν το 1995, 100 παραχωρήθηκαν το 1994 και παρελήφθησαν το 1995, στο πλαίσιο των αντισταθμιστικών ωφελημάτων του προγράμματος αναβάθμισης των 39 μαχητικών αεροσκαφών F-4E Phantom II, και 13 παραχωρήθηκαν το 1997 και παρελήφθησαν το 1998. Τον Μάιο του 2007 αποφασίστηκε η προμήθεια 42 (ή 44 σύμφωνα με άλλες πηγές) M-113A1G, καθώς και 37 τεθωρακισμένων οχημάτων διοίκησης M-577A1G. Τελικά η σχετική σύμβαση που υπογράφηκε τον Οκτώβριο του 2007 αφορούσε μόνο στα 37 M-577A2.

Τα πρώτα 250 M-113A2 παραχωρήθηκαν ή αγοράστηκαν από τις ΗΠΑ στη δεκαετία του 1980. Ακολούθησε η παραλαβή 202 επιπλέον οχημάτων τη διετία 2004-2005, ενώ 196 οχήματα παρελήφθησαν το Νοέμβριο του 2014 στο πλαίσιο του προγράμματος δωρεάν παραχώρησης στην Ελλάδα οχημάτων της οικογένειας «Μ» από τα αποθέματα του Αμερικανικού Στρατού.

Χαμένες ευκαιρίες

Από το 1996 και μετά η Ελλάδα θα μπορούσε να αξιοποιήσει μια σειρά ευκαιριών έτσι ώστε η κατάσταση των τεθωρακισμένων οχημάτων του ΕΣ να είναι καλύτερη σήμερα, απ’ ότι είναι στην πραγματικότητα. Ωστόσο καμία από τις εναλλακτικές λύσεις που είχε στη διάθεση του ο ΕΣ δεν προχώρησαν, είτε λόγω της απορρόφησης των διαθέσιμων κονδυλίων από άλλα προγράμματα, που κρίθηκαν σημαντικότερα, ή λόγω της αδυναμίας εξεύρεσης των απαραίτητων κονδυλίων, ιδιαίτερα μετά το 2010 και την οικονομική κρίση.

Η πρώτη χαμένη ευκαιρία είναι η αδιαφορία για την αναβάθμιση των BMP-1A1 Ost και των «Λεωνίδας», προγράμματα που θα έδιναν στα οχήματα παράταση ζωής 15-20 ετών, σημαντικό βιομηχανικό έργο στην ελληνική αμυντική βιομηχανία, ενώ ο ΕΣ θα είχε στη διάθεση του 992 αναβαθμισμένα τεθωρακισμένα οχήματα μάχης/μεταφοράς προσωπικού και άνεση χρόνου να προγραμματίσει τη σταδιακή αντικατάσταση των M-113.

Υπήρχαν και υπάρχουν πολλές προτάσεις αναβάθμισης των BMP-1 όπως η πρόταση αναβάθμισης BMP-1AM της Ρωσίας.
Σχηματική απεικόνιση της ρωσικής πρότασης αναβάθμισης BMP-1AM του BMP-1.

Για την αναβάθμιση των BMP-1A1 Ost υπήρχαν και υπάρχουν, ακόμα και σήμερα, πολλές προτάσεις κυρίως από τη Ρωσία αλλά και άλλες χώρες όπως η Βουλγαρία, η Ουκρανία και η Λευκορωσία. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι η τελευταία πρόταση της Ρωσίας παρουσιάστηκε, από την Uralvagonzavod (UVZ), στη διεθνή έκθεση «Army 2018». Η πρόταση αναβάθμισης BMP-1AM αφορά στην εγκατάσταση νέου πύργου με κύριο πυροβόλο 2A72 των 30 χιλιοστών, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιεί και πυρομαχικά  πυροδότησης στον αέρα (Airburst) και με ένα συζυγές πολυβόλο PKTM των 7,62 χιλιοστών. Επίσης προβλέπετε η εγκατάσταση του σύγχρονου σκοπευτικού ημέρας και νύχτας TKN-4GA.

Από τη Ρωσία έρχεται και η ριζικότερη πρόταση αναβάθμισης του BMP-1 που δεν είναι άλλη από την αναβάθμιση του στο επίπεδο BMP-2M. Η πρόταση της KBP αφορά στην εγκατάσταση του πύργου μάχης Berezhok, ο οποίος ενσωματώνει κύριο πυροβόλο 2A42 των 30 χιλιοστών, συζυγές πολυβόλο PKMT των 7,62 χιλιοστών, αυτόματο εκτοξευτή βομβίδων AGS-30 των 30 χιλιοστών και δύο (2) διπλούς εκτοξευτές αντιαρματικών βλημάτων Kornet-M. Επίσης ενσωματώνει τα σκοπευτικά ημέρας και νύχτας του BMD-4 (τη συγκεκριμένη συλλογή αναβάθμισης έχει επιλέξει η Αλγερία).

Η Βουλγαρία, με τις εταιρίες Metalika-AB και TEREM-Ivailo, έχει αναπτύξει την αναβαθμισμένη έκδοση BMP-2+. Αν και αφορά σε αναβάθμιση οχημάτων BMP-1 ονομάστηκε BMP-2+ διότι έχει ως στόχο την ενσωμάτωση της μαχητικής ισχύος του BMP-2 στο BMP-1. Το BMP-2+ φέρει τον πύργο μάχης BM1, που αποτελεί έκδοση του KBA-105 Shkval, με πυροβόλο 2A42 των 30 χιλιοστών, συζυγές πολυβόλο PKT των 7,62 χιλιοστών και εκτοξευτή κατευθυνόμενων αντιαρματικών βλημάτων Udar-M, βελτιωμένη έκδοση του 9K111 Fagot. Επίσης διαθέτει νέους ασυρμάτους και σύστημα πλοήγησης GPS. Προαιρετικά το όχημα μπορεί να εφοδιαστεί με επιπλέον εξωτερική θωράκιση και αυτόματο εκτοξευτή βομβίδων AGS-17 των 30 χιλιοστών.

Η Ουκρανία και η εταιρία Zhytomyr Armored Plant έχει αναπτύξει την έκδοση BMP-M1C, η οποία ενσωματώνει βελτιώσεις τόσο σε επίπεδο ισχύος πυρός όσο και σε επίπεδο προστασίας. Επίσης ενσωματώνει νέο κινητήρα, γερμανικής προέλευσης, ο οποίος επιτρέπει στο όχημα να επιτυγχάνει καλύτερες επιδόσεις κίνησης. Το BMP-M1C ενσωματώνει τον πύργο μάχης Stilleto, ο οποίος ενσωματώνει πυροβόλο ZTM-2 των 30 χιλιοστών (ουκρανικό έκδοχο του ρωσικού 2A42), συζυγές πολυβόλο των 7,62 χιλιοστών και έναν δίδυμο εκτοξευτή αντιαρματικών βλημάτων μέγιστου βεληνεκούς 5 χιλιομέτρων. Ο ηλεκτρονικό εξοπλισμός περιλαμβάνει το ψηφιακό σκοπευτικό σύστημα OTS-20.04-01, αποστασιόμετρο λέιζερ, συστήματα θερμικής απεικόνισης και το σύστημα ελέγχου πυρός Synthesis, το οποίο επιτρέπει βολές ακριβείας ημέρα και νύχτα, υπό οποιεσδήποτε καιρικές συνθήκες.

Για την αναβάθμιση των «Λεωνίδας» έχουν προταθεί πολλές λύσεις όπως η αύξηση του επιπέδου προστασίας με την εγκατάσταση επιπλέον θωράκισης, την ενσωμάτωση ισχυρότερου κινητήρα για την απορρόφηση της αύξησης του συνολικού βάρους, άρα της διατήρησης των επιδόσεων κίνησης του οχήματος, και αυτόματου συστήματος μετάδοσης της κίνησης, η εγκατάσταση ασφαλέστερων και πιο εργονομικών καθισμάτων για το πλήρωμα και η εγκατάσταση ισχυρότερου οπλισμού, είτε με την μορφή εγκατάστασης πύργου μάχης με κύριο πυροβόλο των 25 ή 30 χιλιοστών ή τη διατήρηση του πολυβόλου των 12,7 χιλιοστών, αλλά επί τηλεχειριζόμενου πύργου. Θα πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι η τοποθέτηση πύργου μάχης σημαίνει τον περιορισμό του εσωτερικού χώρου του οχήματος, όπως έδειξαν σχετικές δοκιμές που έγιναν.

Τρεις φορές στο παρελθόν είχε προταθεί το Marder-1A3 στην Ελλάδα, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Η πρόταση αναβάθμισης CCV της Rheinmetall, η οποία εκσυγχρονίζει και αναβαθμίζει τα Marder-1 στο κοντινότερο δυνατό επίπεδο, σε σχέση με τα τεθωρακισμένα οχήματα Puma και Lynx.

Μια άλλη χαμένη ευκαιρία ήταν και τα γερμανικά τεθωρακισμένα οχήματα Marder-1A3, τα οποία δεν είναι άγνωστα στην Ελλάδα, καθώς τρείς (3) φορές στο παρελθόν είχε προταθεί, και απορριφθεί, η απόκτηση μεταχειρισμένων Marder-1A3 από τη Γερμανία. Η πρώτη πρόταση έγινε το 2007 και αφορούσε στην προμήθεια 320 Marder-1A3 με αντιαρματικούς εκτοξευτές MILAN και απόθεμα πυρομαχικών με συνολικό κόστος € 210 εκατομμύρια. Η πρόταση εξετάστηκε, αλλά απορρίφθηκε, το 2008, με το αιτιολογικό ότι επίκειται η προμήθεια νέων τεθωρακισμένων οχημάτων, και συγκεκριμένα των 415 BMP-3 που το ΚΥΣΕΑ (Κυβερνητικό Συμβούλιο Εξωτερικών & Άμυνας), επί κυβέρνησης Κώστα Καραμανλή, είχε αποφασίσει τον Απρίλιο του 2007. Τελικά όμως ούτε τα Marder-1A3 πήραμε, γιατί θα παίρναμε τα BMP-3, αλλά ούτε τα BMP-3 πήραμε, κυρίως λόγω των αντιδράσεων από τις ΗΠΑ.

Η δεύτερη πρόταση έγινε στις αρχές του 2010 και αφορούσε στην προμήθεια 422 Marder-1A3 με συνολικό κόστος € 276 εκατομμύρια. Αλλά και αυτή η πρόταση εξετάστηκε μεν, αλλά απορρίφθηκε, λόγω της οικονομικής κρίσης που στο μεταξύ ξέσπασε και της αδυναμίας εξεύρεσης των αναγκαίων κονδυλίων. Η τρίτη και τελευταία πρόταση έγινε το 2015 και αφορούσε στην προμήθεια μόλις 100 Marder-1A3 με κόστος € 50.000 ανά όχημα (συνολικό κόστος: € 5 εκατομμύρια), αλλά και πάλι δεν υπήρξε ανταπόκριση από την Ελλάδα, λόγω της οικονομικής κρίσης και της αδυναμίας εξεύρεσης των αναγκαίων κονδυλίων.

Εκ των υστέρων αποδείχθηκε ότι η απόρριψη της προμήθειας των Marder-1, ιδιαίτερα της πρότασης του 2010 για τα 422 οχήματα, αποδείχθηκε λανθασμένη για δύο (2) λόγους: (α) Ο ΕΣ θα είχε στη διάθεση του ένα τεθωρακισμένο όχημα, όχι βέβαιο σύγχρονο, με τα τεχνολογικά και επιχειρησιακά δεδομένα του 2010, αλλά σίγουρα νεότερο και ικανότερο από τα M-113 (β) Το 2012 η γερμανική Rheinmetall παρουσίασε τη συλλογή αναβάθμισης CCV (Close Combat Vehicle) των Marder-1, η οποία εκσυγχρονίζει και αναβαθμίζει τα οχήματα στο κοντινότερο δυνατό επίπεδο, σε σχέση με τα τεθωρακισμένα οχήματα Puma και Lynx.

Στη διαμόρφωση CCV το Marder-1 ενσωματώνει επιπλέον θωράκιση τύπου APAM, στο σασί και τον πύργο, κάτι που του προφέρει απόλυτη προστασία από διατρητικά φυσίγγια διαμετρήματος 14,5 χιλιοστών και αυξημένο ποσοστό επιβίωσης από πλήγμα αντιαρματικών όπλων τύπου RPG. Το δάπεδο του οχήματος έχει ενισχυθεί με αντιναρκική προστασία, η οποία το προστατεύει από νάρκες με εκρηκτική ισχύ ίση με 8 κιλά εκρηκτικής ύλης TNT. Το όχημα ενσωματώνει και ένα νέο ολοκληρωμένο σύστημα προστασίας από PBX ουσίες. Τα καθίσματα είναι ενισχυμένης προστασίας, ποιο εργονομικά και σταθεροποιημένα στην οροφή της καμπίνας, όχι στο δάπεδο, δημιουργώντας έτσι επιπλέον αποθηκευτικό χώρο, κάτω από τα καθίσματα, για επιπλέον πυρομαχικά ή άλλα εφόδια.

Στην έκδοση μεταφοράς προσωπικού το Marder CCV είναι εφοδιασμένο με έναν τηλεχειριζόμενο πύργο με πολυβόλο των 12,7 χιλιοστών, ενώ στην έκδοση μάχης το όχημα ενσωματώνει τον πύργο Lance, ο οποίος είναι εφοδιασμένος με ένα πυροβόλο των 30 χιλιοστών, με σύστημα σταθεροποίησης για βολές στην κίνηση, και με ένα συζυγές πολυβόλο των 7,62 χιλιοστών. Επικουρικά, εφόσον το επιθυμεί ο πελάτης, ο πύργος μπορεί να εφοδιαστεί και με έναν δίδυμο εκτοξευτή κατευθυνόμενων αντιαρματικών βλημάτων (για τα Puma, που φέρουν τον πύργο Lance, η Γερμανία έχει επιλέγει τα ισραηλινά Spike-LR μέγιστου βεληνεκούς 4,5 χιλιομέτρων). Φυσικά το όχημα ενσωματώνει νέους αισθητήρες και σύστημα ελέγχου πυρός.

Η μεταφορική του ικανότητα είναι της τάξεως των 10 ατόμων (οδηγός, πολυβολητής και μια Ομάδα Πεζικού των οκτώ ατόμων). Οι διαστάσεις του είναι (μήκος x πλάτος x ύψος) 6,9 μέτρα x 3,6 μέτρα x 3 μέτρα, ενώ το βάρος μάχης ανέρχεται στους 38 τόνους. Ενσωματώνει τον πετρελαιοκινητήρα MB 883 της MTU μέγιστης ισχύος 600-680 ίππων, ανάλογα με την έκδοση και αυτόματο σύστημα μετάδοσης της κίνησης. Επιτυγχάνει μέγιστη ταχύτητα 70 χιλιόμετρα την ώρα και μέγιστη εμβέλεια 500 χιλιόμετρα. Μπορεί να κινηθεί σε επιφάνεια με πλευρική κλίση 30%, με κάθετη κλίση 60%, ενώ μπορεί να περάσει κάθετο εμπόδιο ενός μέτρου, χαράκωμα μήκους 2,5 μέτρων και υδάτινο κάλυμμα βάθος 1,5 μέτρου.

«Κένταυρος»: Η μεγαλύτερη χαμένη ευκαιρία του ΕΣ για την απόκτηση ενός σύγχρονου και ικανού τεθωρακισμένου οχήματος.

Και ερχόμαστε στη μεγαλύτερη χαμένη ευκαιρία για τον ΕΣ που δεν είναι άλλη από την μη επιλογή του τεθωρακισμένου οχήματος μάχης «Κένταυρος», ελληνικής σχεδίασης και ανάπτυξης. Το πρόγραμμα «Κένταυρος» αναπτύχθηκε με το βλέμμα στραμμένο στο πρόγραμμα προμήθειας νέων αρμάτων μάχης. Τα δύο προγράμματα είχαν ως στόχο την κατακόρυφη αύξηση της μαχητικής ισχύος των Μηχανοκίνητων και των Τεθωρακισμένων σχηματισμών του ΕΣ. Το 1996 οι απαιτήσεις του ΕΣ αφορούσαν στην προμήθεια 410 νέων τεθωρακισμένων οχημάτων και 246 νέων αρμάτων μάχης με δικαίωμα προαίρεσης για 246 επιπλέον άρματα. Μάλιστα για το πρόγραμμα των τεθωρακισμένων οχημάτων είχε εγγραφεί κονδύλι ύψους 210 δισεκατομμυρίων δραχμών, στο ΕΜΠΑΕ 1996-2000 (Ενιαίο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Ανάπτυξης & Εξοπλισμών 1996-2000), ενώ για το πρόγραμμα των αρμάτων μάχης είχε εγγραφεί κονδύλι ύψους 550 δισεκατομμυρίων δραχμών. Τελικά, προμηθευτήκαμε 170 Leopard-2HEL και 183 μεταχειρισμένα Leopard-2A4, αλλά όχι το «Κένταυρος».

Το «Κένταυρος» είναι εξέλιξη και αποτέλεσμα του προγράμματος «Λεωνίδας». Είχε προηγηθεί η πρόταση προμήθειας του οχήματος «Αλέξανδρος» (πρόκειται για το ASCOD, προϊόν συνεργασίας της Ισπανίας και της Αυστρίας), η οποία απορρίφτηκε για λόγους κόστους. Έτσι προέκυψε η ανάγκη για το πρόγραμμα «Κένταυρος», η επίσημη παρουσίαση του οποίου έγινε τον Οκτώβριο του 1998, στη διεθνής έκθεση «DEFENDORY 1998».

Το «Κένταυρος» είχε την ικανότητα μεταφοράς 10 ατόμων (οδηγός, πυροβολητής και Ομάδα Πεζικού οκτώ ατόμων). Η θωράκιση του ήταν επαρκής κατά πληγμάτων από φυσίγγια των 30 χιλιοστών, ενώ υπήρχε πρόβλεψη και για την εγκατάσταση επιπλέον θωράκισης, τύπου ERA (Explosive Reaction Armor), κατόπιν απαίτησης. Ως κινητήρας είχε επιλεγεί ο 6V 183TE22 της γερμανικής MTU μέγιστης ισχύος 420 καθώς και το αυτόματο σύστημα μετάδοσης της κίνησης LSG-1000 της γερμανικής ZF.

Ο πύργος μάχης που είχε επιλεγεί ήταν ο E-8 της KUKA με κύριο πυροβόλο Mauser Mk.30 των 30 χιλιοστών, όμοιο μ’ αυτό των αντιαεροπορικών πυροβόλων «Άρτεμις», μέγιστου βεληνεκούς 3 χιλιομέτρων και αναχορηγίας 200 φυσιγγίων έτοιμων προς βολή και άλλων 200 σε αποθήκευση, εντός του οχήματος. Το όχημα διέθετε και συζυγές πολυβόλο MG-3A1 των 7,62 χιλιοστών με αναχορηγία 400 φυσιγγίων έτοιμων προς βολής και άλλων 1.200 αποθηκευμένων εντός του οχήματος. Εναλλακτικά, μπορούσε να επιλεγεί το πολυβόλο των 12,7 χιλιοστών ή αυτόματος εκτοξευτής βομβίδων των 40 χιλιοστών (στη θέση του συζυγούς πολυβόλου). Επίσης υπήρχε πρόβλεψη-υποδομή για την εγκατάσταση αντιαρματικών ή αντιαεροπορικών βλημάτων.

Επίλογος

Κάπως έτσι φτάσαμε στο σήμερα και στα μεγάλα προβλήματα παλαιότητας και επιχειρησιακής απαξίωσης που αντιμετωπίζουν τα ελληνικά τεθωρακισμένα οχήματα. Δυστυχώς, οι αστοχίες, οι παραβλέψεις και οι χαμένες ευκαιρίες του παρελθόντος οι Μηχανοκίνητες και Τεθωρακισμένες Δυνάμεις της 1ης Στρατιάς, κυρίως του Δ’ ΣΣ, και της ΑΣΔΕΝ, στερούνται ενός σύγχρονου τεθωρακισμένου οχήματος με μεγάλη ευκινησία, ικανή προστασία και μεγάλη ισχύ πυρός. Επιπλέον, τα τεθωρακισμένα οχήματα του ΕΣ δεν μπορούν να δράσουν αρμονικά με τα κορυφαία Leopard-2HEL, αλλά και τα Leopard-2A4.