Έχουμε γράψει κατ’ επανάληψη στο παρελθόν ότι δεν διεκδικούμε το αλάθητο του Πάπα. Εκφράζουμε απόψεις και προσπαθούμε να τις στηρίζουμε με επιχειρήματα και στοιχεία. Για αυτό και μεγάλο μέρος των αναλύσεων μας προέρχεται από το δικό σας σχολιασμό.
Επανερχόμαστε σε πρώτη φάση στο ζήτημα της αγοράς τριών μόλις μη επανδρωμένων αεροσκαφών τύπου MQ-9B SeaGuardian/SkyGuardin, στο οποίο είχαμε αναφερθεί ώς σύστημα λεπτομερώς (https://defencereview.gr/mq-9b-seaguardian-einai-anagkaia-proteraiotita-ti-d/) πριν από δύο περίπου μήνες. Όχι για να επαναλάβουμε τις απόψεις και τα στοιχεία που είχαμε παραθέσει τότε, αλλά για να δούμε το ίδιο ζήτημα από μία άλλη, εντελώς διαφορετική πλευρά.
Η επιμονή που φαίνεται να υπάρχει σχετικά με το ζήτημα της αγοράς των τριών MQ-9B, μαζί με δύο σταθμούς ελέγχου στο έδαφος, από το ΓΕΕΘΑ, δεν θα πρέπει να μας προβληματίζει μόνο από πλευράς κόστους. Που είναι αδιανόητα υψηλό όχι μόνο για τα ελληνικά αλλά και τα παγκόσμια δεδομένα… Αναφέρεται ότι το κόστος αυτό θα υπερβεί τα 350 εκατομμύρια δολάρια.
Στην πραγματικότητα όμως θα είναι σημαντικά μεγαλύτερο, αφού θα απαιτηθεί πιστοποίηση των αεροσκαφών αυτών προκειμένου να μπορούν με ασφάλεια να πετούν εντός ελεγχόμενου εναέριου χώρου. Δηλαδή εναέριου χώρου που είναι εξαιρετικά φορτωμένος (πολυσύχναστος), επειδή διέρχονται δεκάδες πτήσεις πολιτικών αεροσκαφών ανά ώρα από αυτόν! Αυτός είναι ο εναέριος χώρος του Αιγαίου.
Δεν θα αναλύσουμε το δεδομένο αυτό τώρα, γιατί απαιτεί ένα ξεχωριστό αφιέρωμα από μόνο του. Ούτε θα σταθούμε στο γεγονός ότι με αυτό το κονδύλι η ελληνική άμυνα, κατά την άποψή μας πάντα, θα έπρεπε να στραφεί εναλλακτικά στο Ισραήλ, επιδιώκοντας την απόκτηση οπλισμένων μη επανδρωμένων αεροσκαφών Heron TP. H εν λόγω επιμονή στην αγορά των ελάχιστων MQ-9B, θα πρέπει να μας προβληματίζει και για έναν άλλο, εξίσου σημαντικό λόγο. Που δεν είναι άλλος από το ότι αποδεικνύει την πλήρη ανυπαρξία επιχειρησιακού Δόγματος από την πλευρά της Ελλάδας. Παρακάτω εξηγούμε λεπτομερώς τι εννοούμε.
Επειδή το επιχειρησιακό Δόγμα καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό και από τα μέσα που έχει στη διάθεσή της η εκάστοτε ένοπλη δύναμη, στην Ελλάδα πασχίζουμε ακόμα εν έτει 2022 να διατηρήσουμε με τεράστιο κόστος ομολογουμένως (προκύπτει από τα ετήσια στοιχεία που δίνει στη δημοσιότητα το ΝΑΤΟ), ενεργές, επαγγελματικές σε μεγάλο βαθμό, ένοπλες δυνάμεις, δαπανώντας παράλληλα δισεκατομμύρια δολάρια και ευρώ κατά περιόδους, για την προμήθεια πολλών διαφορετικών συστημάτων από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, που συνήθως δεν είναι ολοκληρωμένα.
Δεν συνοδεύονται δηλαδή από τα όπλα τους, αλλά και από τις υποδομές και τις απαιτούμενες γραμμές υποστήριξης. Τόσο σήμερα, όσο και στο παρελθόν δε, οι προμήθειες γίνονται κυρίως “με πολιτικά κριτήρια” για την εξασφάλιση “στήριξης” από τον εξωτερικό παράγοντα. Ειδικά με τα πτητικά μέσα, το κόστος αγοράς και υποστήριξης των οποίων είναι πραγματικά πολύ μεγάλο, η επιλογή αυτή έχει αποδειχθεί καταστροφική. Τόσο για την τσέπη των φορολογουμένων, όσο και την πραγματική επιχειρησιακή κατάσταση των Ενόπλων Δυνάμεων. Αγοράζουμε λοιπόν συστήματα που για πολλούς λόγους δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε.
Το ίδιο αναμένεται να συμβεί και με τα MQ-9B σε περίπτωση που τελικά αποκτηθούν. Για τον πολύ απλό λόγο ότι θα βρεθούμε με τρεις διαφορετικές πλατφόρμες επιτήρησης. EMB-145AEW&C, P-3H και MQ-9B. Έχουμε κατηγορηθεί ότι αποδίδουμε υπερβολικά μεγάλη έμφαση στον παράγοντα πολυτυπία, παραβλέποντας τα επί μέρους επιχειρησιακά πλεονεκτήματα του τάδε ή του δείνα συστήματος – πλατφόρμας. Κάποιοι μάλιστα έφτασαν στο σημείο να στηλιτεύσουν γενικότερα την απόλυτη ανάγκη που υπάρχει, για στοιχειώδη εξορθολογισμό των εξοπλιστικών…
Για να κάνουμε κάποιες ουσιαστικές συγκρίσεις λοιπόν θα εξετάσουμε την κατάσταση στις σουηδικές ένοπλες δυνάμεις. Ξεκινώντας από το επιχειρησιακό τους Δόγμα, αυτό παραμένει αναλλοίωτο από τα χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, μέχρι σήμερα. Επαγγελματικές ένοπλες δυνάμεις που πλαισιώνονται από εφέδρους σε περίοδο επιχειρήσεων, απόλυτη ομοιογένεια συστημάτων με υψηλό βαθμό διαθεσιμότητας, περιορισμένες ανάγκες υποστήριξης και συντήρησης και ευκολία μετακίνησης και εκμετάλλευσης με ελάχιστο εξοπλισμό, ακόμα και σε απομακρυσμένες και απομονωμένες περιοχές.
Αυτά είναι τα βασικά συστατικά της σουηδικής επιχειρησιακής φιλοσοφίας ταχείας, αποτελεσματικής και εκτεταμένης διασποράς. Δεν πρόκειται για κάτι καινούριο και φυσικά έχει υιοθετηθεί από πολλές χώρες σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό. Σε αυτή τη φιλοσοφία δε, είναι προσαρμοσμένα και τα συστήματα, αλλά και τα όπλα που αξιοποιούνται. Τα περισσότερα σχεδιάζονται και αναπτύσσονται εγχώρια και επίσης κατασκευάζονται εγχώρια, μαζί με αυτά που αγοράζονται από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ.
Αυτός είναι ο λόγος (ή ένας από τους σημαντικούς λόγους) που η σουηδική οικονομία όχι μόνο παραμένει διαχρονικά ισχυρή, αλλά κατορθώνει να απορροφά το τεράστιο κόστος του, σε μεγάλο βαθμό αυτόνομου, εξοπλισμού των ενόπλων της δυνάμεων. Οι εξαγωγές των σουηδικών αμυντικών συστημάτων είναι μία τεράστια πηγή εσόδων για την οικονομία της χώρας και ο καλύτερος τρόπος διαφήμισης τους σε παγκόσμιο επίπεδο. Η τεχνολογική τους ανωτερότητα σε συνδυασμό με τα χαρακτηριστικά που προαναφέραμε, τα έχουν καταστήσει απόλυτα δημοφιλή σε όλα τα μήκη και πλάτη της γής.
Παρά τον τεράστιο ανταγωνισμό από την Ευρώπη, τις ΗΠΑ, τη Ρωσία και φυσικά και τη νοτιοανατολική Ασία τα τελευταία 30 χρόνια. Δεν χρειάζεται να εισέλθουμε σε λεπτομέρειες. Το αντιαρματικό Carl Gustav, το ραντάρ αντιπυροβολικού Arthur, τα συστήματα AEW&C Erieye και Globaleye, τα ραντάρ Giraffe, o αντιπλοϊκός πύραυλος RBS.15 είναι ένα ελάχιστο δείγμα των δυνατοτήτων της σουηδικής αμυντικής βιομηχανίας. Δυνατοτήτων που είναι πρωτοποριακές και συνεχώς εξελισσόμενες τις τελευταίες πέντε δεκαετίες. Όχι μόνο τεχνολογικά, επαναλαμβάνουμε, αλλά και από πλευράς φιλοσοφίας.
Μίας φιλοσοφίας που έχει επιβληθεί από το επιχειρησιακό Δόγμα των σουηδικών ενόπλων δυνάμεων. Η διασπορά και η πλήρης λειτουργία με τον ελάχιστο εξοπλισμό επανεξυπηρέτησης και συντήρησης, δεν είναι βέβαια το μόνο συστατικό του Δόγματος αυτού. Είναι και η απόλυτη διαλειτουργικότητα και διασυνδεσιμότητα μαζί με την ικανότητα αποφασιστικού πλήγματος ακριβείας καθόλη της διάρκεια του εικοσιτετραώρου. Σε ξηρά, αέρα και θάλασσα. Όλα αυτά ισχύουν εδώ και δεκαετίες. Δεν είναι πρόσφατα… Το σύστημα διασποράς DAS 90 στο οποίο είχαμε αναφερθεί σε παλιότερο αφιέρωμά μας εκτενώς (https://defencereview.gr/neo-machitiko-gia-tin-polemiki-aeropor-4/) δημιουργήθηκε στη δεκαετία του ‘50 και παραμένει απόλυτα ενεργό.
Το παράδειγμα του Σουηδικού Αεροπορικού Κλάδου
Παλιά ήταν η Σουηδική Αεροπορία (Svenska Flygvapnet). Σήμερα είναι κομμάτι των ενόπλων δυνάμεων της Σουηδίας. Έχει δύναμη πέντε μόλις πολεμικών Μοιρών, με 94 μαχητικά αεροπλάνα. 71 μονοθέσια JAS-39C και 23 διθέσια JAS-39D Gripen. Σε αντίθεση με ότι συμβαίνει στην Πολεμική Αεροπορία των 200+ μαχητικών αεροσκαφών, τεσσάρων διαφορετικών τύπων (εφτά στην πραγματικότητα με τις τρεις εκδόσεις του F-16), η διαθεσιμότητα μονίμως κυμαίνεται μεταξύ 70% και 80%, ενώ όλα τα σουηδικά μαχητικά μπορούν το ίδιο αποτελεσματικά να καλύψουν όλους τους βασικούς ρόλους. Αέρος – αέρος, αέρος – εδάφους, υποστρατηγική κρούση (Taurus KEPD 350), αέρος – επιφανείας και οπτικής και ηλεκτρονικής αναγνώρισης.
Ο αεροπορικός Κλάδος των σουηδικών ενόπλων δυνάμεων βρίσκεται σήμερα στη διαδικασία παραλαβής των πρώτων έξι JAS-39E Gripen NG, από τα συνολικά 60 που έχει παραγγείλει η σουηδική κυβέρνηση, οπότε αναμένεται περαιτέρω αναβάθμιση των επιχειρησιακών του δυνατοτήτων στα αμέσως επόμενα χρόνια, αλλά η ουσία δεν βρίσκεται εκεί. Εντοπίζεται στο ότι όλα τα – C / – D, που παραμένουν σε υπηρεσία, έχουν υποστεί αναβαθμίσεις συστημάτων και λογισμικού, ώστε να παραμένουν αξιόμαχα χωρίς συμβιβασμούς σε όλους αυτούς τους ρόλους.
Τα ίδια ακριβώς πράγματα και δεδομένα ισχύουν και για τους τρεις μόλις τύπους ελικοπτέρων που υπηρετούν στις σουηδικές ένοπλες δυνάμεις (AW 109, UH-60, NH-90). Τρεις, όχι 23! Όσο για τη διασυνδεσιμότητα και τη διαλειτουργικότητα, ούτε λόγος να γίνεται. Πρόκειται στην κυριολεξία για τους πρώτους διδάξαντες σε παγκόσμιο επίπεδο! Όλα τα μέσα, εναέρια, ξηράς και επιφανείας, έχουν εικόνα σε πραγματικό χρόνο από τα άλλα και παράλληλα τη δυνατότητα να μεταδώσουν εικόνα!
Τα σουηδικά κέντρα επιχειρήσεων (είχαμε την τύχη να βρεθούμε σε ένα τέτοιο πριν από κάποια χρόνια…) έχουν πλήρη εικόνα που συνθέτουν ενεργοί και παθητικοί αισθητήρες, κάθε κίνησης στο σουηδικό αρχιπέλαγος (Βαλτική Θάλασσα και Βοθνιακός Κόλπος). Σε ξηρά (νησιά), θάλασσα και αέρα, ημέρα και νύχτα και ανεξαρτήτως καιρικών συνθηκών. Οι Σουηδοί πρώτοι στον κόσμο εγκατέστησαν αναλογικά συστήματα ανταλλαγής δεδομένων επάνω σε μαχητικά αεροσκάφη (JAS-35 Draken) στη δεκαετία του 60 (!), καθώς και σε επίγειες και θαλάσσιες πλατφόρμες…
“Nice to have” ή “need to have” – H επιλογή που πρέπει κάποτε να γίνει από την Ελλάδα
Είναι εύκολο να αντιληφθεί κάποιος που ασχολείται έστω και στοιχειωδώς με τα δρώμενα στο χώρο της άμυνας στη χώρα μας, ότι για πολλούς λόγους η Ελλάδα δεν μπορεί να γίνει Σουηδία. Δεν μπορεί να αντιγράψει πλήρως δηλαδή το σουηδικό μοντέλο. Το ίδιο ισχύει και για το ισραηλινό. Αυτό που μπορεί όμως να κάνει είναι να καθορίζει το επιχειρησιακό Δόγμα των δικών της Ενόπλων Δυνάμεων, αντιγράφοντας στοιχεία που ταιριάζουν τόσο στο περιβάλλον όσο και στις ειδικές δικές τους ανάγκες.
Παράλληλα, έχει πάντα τη δυνατότητα της επιλογής των συστημάτων που πραγματικά έχουν ανάγκη οι Ένοπλες Δυνάμεις της, από τους παραδοσιακούς προμηθευτές της, τονώνοντας ταυτόχρονα την αμυντική της βιομηχανία. Υπό αυτό το πρίσμα μπορούμε να δεχθούμε επί παραδείγματι τη λογική της προμήθειας μίας συν μίας Μοίρας F-35Α, με όλα τα μειονεκτήματα και τα πλεονεκτήματα που συνεπάγεται μία τέτοια επιλογή, αν και εφόσον το υποκατασκευαστικό έργο που θα αποσπάσει η ελληνική αμυντική βιομηχανία είναι τέτοιο που θα μετατρέψει το πρόγραμμα σε αναπτυξιακό μοχλό, δημιουργώντας εκατοντάδες θέσεις εργασίας και αποδίδοντας οφέλη στην ελληνική οικονομία μακροπρόθεσμα.
Το ίδιο ισχύει και για κάθε άλλο πρόγραμμα εξοπλιστικό. Πρόκειται για απαράβατες αρχές – προϋποθέσεις, που έχουν παραβιαστεί κατ΄ επανάληψη στη χώρα μας. Οι απαράβατες αρχές είναι η πλήρης κάλυψη των επιχειρησιακών αναγκών με το χαμηλότερο δυνατό κόστος και η βιομηχανική συμμετοχή. Επιθυμητή συνθήκη είναι να ικανοποιούνται όλες. Καταστροφική εξέλιξη είναι να μη ικανοποιείται καμία. Με αυτό το σκεπτικό, τασσόμαστε υπέρ ή κατά μίας προμήθειας. Είμαστε υποχρεωμένοι να δεχθούμε την προμήθεια του Rafale F3R από την Ελλάδα ώς ορθή επιλογή, ακόμη και υπό την εντελώς αποσπασματική μορφή που είχε, επειδή κάλυπτε δύο από τις τρεις βασικές αρχές – προϋποθέσεις. Την κάλυψη των επιχειρησιακών αναγκών σε όλους σχεδόν τους ρόλους, με το χαμηλότερο δυνατό κόστος αγοράς, χωρίς καμία όμως βιομηχανική επιστροφή.
Κατά το ίδιο τρόπο, θα είμαστε υποχρεωμένοι να δεχθούμε την προμήθεια μίας σύν μίας Μοίρας μαχητικών F-35A, παρά το μεγάλο κόστος και την υπό προϋποθέσεις (αν αποδεσμευθούν τα κατάλληλα όπλα..) κάλυψη του συνόλου των επιχειρησιακών αναγκών, εφόσον διασφαλιστούν ικανοποιητικά βιομηχανικά ανταλλάγματα στο πλαίσιο ενός τέτοιου προγράμματος, σε βάθος δεκαετιών.
Δεν μπορούμε αντιθέτως να αιτιολογήσουμε επιλογές όπως η εσπευσμένη προμήθεια των εφτά MH-60R, ή όπως αυτή που σχεδιάζεται για τα MQ-9B, για λόγους που έχουμε επανηλλειμένα αναλύσει. Κυρίως όμως επειδή δεν ικανοποιείται καμία από τις τρεις βασικές αρχές που προαναφέρθηκαν. Υπάρχει όντως πλειάδα αναγκών που μπορεί να καλυφθεί με αυτά τα χρήματα. Την επιχειρησιακή ανάγκη μπορούν να την καλύψουν τα EMB-145AEW&C και P-3H με χαμηλότερο μεσοπρόθεσμο και συγκρίσιμο μακροπρόθεσμο κόστος. Για ποιο λόγο θα πρέπει επομένως να αποκτηθεί άλλη μία πλατφόρμα και μάλιστα χωρίς κανένα βιομηχανικό αντάλλαγμα;
Πέρα από την άμεση ανάγκη που υφίσταται για την ταχεία επανενεργοποίηση των ΑΣΕΠΕ, για ποιους λόγους η ελληνική πλευρά δεν θα πρέπει κατά προτεραιότητα να εξετάσει τη σουηδική πρόταση με την πληθώρα επιλογών (https://defencereview.gr/soyidiki-protasi-gia-tin-ananeosi-olo/) που παρέχει, για τον ριζικό εκσυγχρονισμό του ελληνικού δικτύου επιτήρησης και αεράμυνας; Και μάλιστα με κόστος συγκρίσιμο ή και χαμηλότερο από αυτό της απόκτησης των MQ-9B…
Πρόκειται για συστήματα “need to have” αν υπάρχει η πρόθεση διαφοροποίησης από την περίοδο που ακολούθησε την κρίση των Ιμίων περί τα εξοπλιστικά. Η εμπειρία υπάρχει. Και σε καμία περίπτωση δεν αφήνει περιθώρια δικαιολογιών, αν επαναληφθούν τα λάθη και οι παραλήψεις του παρελθόντος.