Με μεγάλη «ανυπομονησία» περιμένουν στο Μαξίμου την επίσκεψη Μέρκελ στην Ελλάδα την επόμενη εβδομάδα, καθώς οι πολιτικές εξελίξεις εντός και εκτός της χώρας φανερώνουν ότι το πολιτικό σκηνικό σε αντίθεση με τις πολικές θερμοκρασίες που επικρατούν αναμένεται να είναι «καυτό».
*Γράφει ο Γιάννης Νάκος
Όπως είναι φυσιολογικό, η χρονική επιλογή της επίσκεψης Μέρκελ δεν είναι καθόλου τυχαία, καθώς από τη μια πλήθος γερμανικών δημοσιευμάτων κάνουν λόγο και εκτενής αναφορές για τα «προεκλογικά δώρα» του Αλέξη Τσίπρα και από την άλλη οι διεργασίες για το Σκοπιανό βρίσκονται στην τελική ευθεία.
Με ατζέντα λοιπόν τις οικονομικές και γεωστρατηγικές επιδιώξεις της Γερμανίας, η γερμανίδα Καγκελάριος έρχεται στην Αθήνα με διττό ρόλο. Αφενός να εκπέμψει το μήνυμα ότι οι δημοσιονομικές μεταβολές από αυτήν την όχι και τόσο μικρή παροχολογία της κυβέρνησης δεν έχουν περάσει απαρατήρητες από την Bundestag και αφετέρου ότι το Βερολίνο «χαιρετίζει την Συμφωνία των Πρεσπών».
Σε αυτό νομίζω πως πρέπει να σταθούμε. Η Μέρκελ γνωρίζει πως αυτή είναι η τελευταία της θητεία και προσπαθεί τουλάχιστον μέχρι την ολοκλήρωση της να αφήσει ένα θετικό στίγμα στην εξωτερική πολιτική της χώρας, μιας και οικονομικά τα πράγματα στη Γερμανία βρίσκονται σε καλό επίπεδο. Στον τομέα όμως της εξωτερικής πολιτικής η γερμανίδα Καγκελάριος τα έχει βρει σκούρα, καθώς το μετανασκευτικό και η έντονη εξάρτηση της χώρας της από το ρωσικό φυσικό αέριο, έχουν δημιουργήσει αρκετό εκνευρισμό στους διαδρόμους και τα πηγαδάκια των Βρυξελλών.
Επομένως χρειάζεται μια «νίκη» σε επίπεδο διεθνής διπλωματίας, που να ξεπλένει αυτή τη γλυκόπικρη γεύση που αφήνει η διακυβέρνηση του τελευταίου ενάμιση έτους.
Το ερώτημα όμως είναι ένα. Θα πρέπει ως χώρα για ακόμη μια φορά να «νικήσουν άλλοι εκτός από εμάς»;
Κάτι τέτοιο θα ήταν απαράδεκτο, όπως απαράδεκτη και ιδιαίτερα κακή είναι και η Συμφωνία των Πρεσπών εν τω συνόλω της για τα συμφέροντα της χώρας μας. Διότι μπορεί όπως ευαγγελίζονται οι θιασιώτες της διπλωματίας των Βαλκανίων να υπάρχει ένα status quo που επιτρέπει θεωρητικά τις αλλαγές σε επίπεδο διαβαλκανικής συνεργασίας, όμως η βούληση αυτή τουλάχιστον σε επίσημο επίπεδο (ανακοινώσεις και σεβασμός του Διεθνούς Δικαίου) παρατηρείται μόνο από τη μία πλευρά, την ελληνική.
Βέβαια τίποτα δεν είναι τυχαίο στις Διεθνείς Σχέσεις και δεν θα πρέπει να μας προκαλεί καθόλου μεγάλη εντύπωση που διαχρονικά η χώρα μας βγαίνει «ηττημένη» από παγκόσμιες διεργασίες τουλάχιστον σε επίπεδο διαπραγμάτευσης.
Ιστορικά δηλαδή, προσωπικά δεν θυμάμαι κάποια συνθήκη εκτός εκείνης των Σεβρών που η Ελλάδα να οφελείται πραγματικά από το διεθνές σύστημα, αλλά αυτό είναι μια κουβέντα που αφορά το παρελθόν και ιστορικά οφείλουμε να είμαστε προσηλωμένοι στο παρόν με ανοιχτά μάτια για το μέλλον.
Υπό αυτό το πρίσμα, ας επιστρέψουμε στο σήμερα και στη τελευταία πράξη του δράματος για το Σκοπιανό ζήτημα.
Όταν θα έρθει στην Αθήνα η κ. Μέρκελ, στα Σκόπια θα εξελίσσεται το τελευταίο στάδιο της κοινοβουλευτικής διαδικασίας που αφορά τη Συμφωνία των Πρεσπών. Με βάση τον ισχύοντα προγραμματισμό, η Συμφωνία θα ψηφιστεί έως τις 15 Ιανουαρίου με πλειοψηφία 2/3 εκεί και στη συνέχεια, η Συμφωνία θα έρθει προς κύρωση στην ελληνική Βουλή, ενώ θα υπάρχει και η εκκρεμότητα της κύρωσης του Πρωτοκόλλου Εισδοχής στο ΝΑΤΟ.
Επομένως ένας κεντρικός άξονας των όσων θα συζητηθούν στο Μαξίμου θα αφορά τη Συμφωνία των Πρεσπών, όπου η Μέρκελ θα έχει την ευκαιρία να δώσει το δικό της μήνυμα προς το πολιτικό σύστημα των Σκοπίων, διατρανώνοντας, ότι η Συμφωνία πρέπει να περάσει, γιατί είναι προς όφελος τόσο της χώρας, όσο και της ευρύτερης ισορροπίας στα Βαλκάνια.
Στη συνέχεια σειρά θα έχει και το δικό μας πολιτικό σύστημα, όπου η γερμανίδα Καγκελάριος αναμένεται να τονίσει αρκετές φορές ότι η Συμφωνία των Πρεσπών πρέπει να κυρωθεί κι εδώ, δίνοντας έμφαση στα Βαλκάνια και την ενοποιημένη διαδικασία που η ίδια και η Ε.Ε επιθυμεί .
Να σημειωθεί ότι στη Κουμουνδούρου και κατ’επέκταση στο Μέγαρο Μαξίμου, δεν φαίνονται να ανησυχούν για τα προεκλογικά σενάρια, διότι όπως αναφέρουν και πηγές κοντά στη κυβέρνηση νιώθουν σίγουροι ότι υπάρχει πλειοψηφία στη Βουλή».
Αυτό δείχνει εκ πρώτης άποψης ότι ο κύριος αποδέκτης των μηνυμάτων Μέρκελ θα είναι η αντιπολίτευση και κυρίως η αξιωματική, με την συνάντηση με τον Κυριάκο Μητσοτάκη να έχει ήδη κλειδώσει και την Πειραιώς να προετοιμάζεται ενδελεχώς για το κρίσιμο αυτό ραντεβού με την ιστορια.
Θα ασκήσει κριτική η Μέρκελ στον Μητσοτάκη και την Νέα Δημοκρατία για την αρνητική στάση της τελευταίας στην συμφωνία, ή θα προσπαθήσει να μεταθέσει τις ευθύνες περί συνέχειας του κράτους και αποδοχή της Συμφωνίας την επόμενη ημέρα;
Συνοψίζοντας τα πράγματα έχουν αρχίσει να μπαίνουν στην τελική ευθεία, με τους δρώντες να έχουν ανοίξει τα χαρτιά τους και την Ελλάδα για ακόμη μια φορά να βρίσκεται σε ένα δύσκολο σταυροδρόμι επιλογών. Να διατηρήσει μέσω της πίεσης του Τύπου, των πολιτών και των κομμάτων της Βουλής ακέραιο το βέτο στο Βουκουρέστι και όσα σήμαινε για την εξωτερική πολιτική της χώρας, ή να ακολουθήσει πιστά τις επιδιώξεις Ουάσινγκτον η οποία διαχρονικά λειτουργεί υπό τον φόβο της ρωσικής επιρροής στα Βαλκάνια και να δώσει σάρκα και οστά σε έναν ακόμη Εφιάλτη;
Διότι δεν πρέπει να έχετε καμία αμφιβολία πλέον. Στο ζήτημα της ονομασίας των Σκοπίων συντελείται εθνική προδοσία με ταυτόχρονη απάρνηση ιστορικών, πολιτισμικών και ηθικών αξιών από την κυβέρνηση και όσους σθεναρά βγάινουν εκτός κομματικής γραμμής και επιτελούν τον ρόλο των «χρήσιμων ηλιθίων» σε μια ενδεχόμενη κυβέρνηση μειοψηφίας.
*Ο Γιάννης Νάκος είναι Δημοσιογράφος και Πολιτικός Επιστήμονας με μεταπτυχιακό στο Διεθνές και Ευρωπαϊκό Δίκαιο της Ενέργειας στο Δ.Π.Θ