Από θεμελιώσεώς της, στις 11 Μαΐου του 330 μ.Χ., η Κωνσταντινούπολη υπήρξε προπύργιο του βυζαντινού ελληνισμού και κατόπιν πηγή ελπίδας του υπόδουλου, στον οθωμανικό ζυγό, ελληνισμού. Η «Νέα Ρώμη» του αυτοκράτορα Μεγάλου Κωνσταντίνου πέρασε στο θυμικό των Ελλήνων ως η «Θεοφύλακτη Βασιλεύουσα» στα χρόνια της Βυζαντινής Εποποιίας, δηλαδή κατά τη βασιλεία του Βασιλείου Β’ Βουλγαροκτόνου το 976-1025 και ως «Πόλη» στα δύσκολα χρόνια της τουρκοκρατίας. Ακόμα και σήμερα, οι Τούρκοι χρησιμοποιούν μια ελληνική φράση για να ονομάσουν την Κωνσταντινούπολη. Την αποκαλούν «Ισταμπούλ», λέξη η οποία έχει προκύψει ως παραφθορά της φράσης «εις την Πόλιν».

Από το 330 μ.Χ. η Κωνσταντινούπολη ήταν μια ελληνική πόλη και έδρα της καρδιάς της Ανατολικής Ορθόδοξης του Χριστού Εκκλησίας, του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Η λαϊκή ποίηση ύμνησε την Κωνσταντινούπολη όσο καμία άλλη ελληνική πόλη. Με το πέρασμα των χρόνων και των αιώνων, η Κωνσταντινούπολη έγινε συνώνυμο της «Μεγάλης Ιδέας», δηλαδή του οράματος της ενώσεως όλων των ελληνικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε ένα ενιαίο ελληνικό κράτος. Από το «πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θα είναι» της τουρκοκρατίας περάσαμε στο «να πάρουμε την Πόλη Παναγιά μου και την Αγιά Σοφιά» στα χρόνια που ακολούθησαν την απελευθέρωση της Ελλάδας το 1821.

Παρά τις διώξεις και τους βίαιους εξισλαμισμούς των Τούρκων, η παρουσία των Ελλήνων στην Κωνσταντινούπολη υπήρξε διαχρονική και συνεχής. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και τη Συνθήκη της Λωζάννης που ακολούθησε, ο μικρασιατικός και ο ποντιακός ελληνισμός ξεριζώθηκαν με την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών. Όμως οι Έλληνες της Πόλης, καθώς και οι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης, εξαιρέθηκαν από τις πρόνοιες της Συνθήκης της Λωζάννης περί ανταλλαγής των πληθυσμών. Αμέσως όμως μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης άρχισε μια οργανωμένη και  καλά ενορχηστρωμένη προσπάθεια της κεμαλικής Τουρκίας για την οικονομική και φυσική εξόντωση της εθνικής ελληνικής μειονότητας της Κωνσταντινούπολης.

Το 1923, η κυβέρνηση της Άγκυρας απέλασε 30.000 Έλληνες της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου, οι οποίοι είχαν καταφύγει στην Ελλάδα αμέσως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, τον Αύγουστο του 1922, για να γλιτώσουν τη ζωή τους. Η Άγκυρα δεν επέτρεψε την επιστροφή τους, ενώ οι περιουσίες τους δημεύτηκαν χωρίς να τους δοθεί καμία αποζημίωση. Στην Ίμβρο και την Τένεδο, όπου η Συνθήκη της Λωζάννης προέβλεπε καθεστώς αυτονομίας, όλοι οι εκλεγμένοι τοπικοί άρχοντες των ελληνικών κοινοτήτων παύθηκαν από τα αξιώματά τους και πολλοί εξ αυτών απελάθηκαν. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1927, η Τουρκία απαγόρευσε στους Έλληνες της Ίμβρου και της Τενέδου την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας και τη διεξαγωγή μαθημάτων στην ελληνική γλώσσα.

Το 1932, η Μεγάλη Εθνοσυνέλευση της Τουρκίας ψήφισε νόμο, ο οποίος απαγόρευε στους Έλληνες να ασκούν 30 συγκεκριμένα επαγγέλματα. Στόχος του νόμου αυτού ήταν η οικονομική εξόντωση πολλών Ελλήνων. Πράγματι, περίπου 5.000 Έλληνες επιχειρηματίες οδηγήθηκαν στην ανεργία και αναγκάστηκαν να καταφύγουν πρόσφυγες στην Ελλάδα. Την περίοδο 1941-1942, όταν δηλαδή η Ελλάδα τελούσε υπό την κατοχή των Γερμανών, των Ιταλών και των Βουλγάρων, η Τουρκία υιοθέτησε το νόμο 4305 περί φορολογίας της περιουσίας (γνωστού ως Varlik Vergisi), ο οποίος εφαρμόστηκε με ιδιαίτερη σκληρότητα κατά των Ελλήνων ομογενών, πολλοί εκ των οποίων οδηγήθηκαν σε οικονομική καταστροφή (υπολογίζονται στις 2.000 περίπου).

Επιπλέον, η Τουρκία προχώρησε στην επιστράτευση Ελλήνων, Αρμενίων και Εβραίων ανδρών, ηλικίας 18-45 ετών, τους οποίους και κατέταξε σε τάγματα εργασίας (amele taburu). Χιλιάδες μειονοτικοί έχασαν τη ζωή τους στα βάθη της Ανατολίας από την εξοντωτική εργασία και τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης. Τα τάγματα εργασίας της Τουρκίας δεν ήταν τίποτε άλλο από στρατόπεδα εξόντωσης.

Μέχρι το 1955, ο τουρκικός Τύπος, με τις ευλογίες της επίσημης κυβέρνησης, φρόντιζε να φανατίζει συστηματικά τους Τούρκους, και ιδιαίτερα τους εθνικιστές, μιλώντας για δήθεν επιδιώξεις των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης και του Οικουμενικού Πατριαρχείου για ένωση με την Ελλάδα και αναβίωση της Μεγάλης Ιδέας και της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Το μόνο που έλειπε για να εφαρμοστεί το προαποφασισμένο πογκρόμ του 1955 ήταν μια αληθοφανής αφορμή.

Το καλοκαίρι του 1955 όλα έμοιαζαν ιδανικά για τα σχέδια των Τούρκων. Ο αγώνας του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’ για ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα ερμηνεύτηκε από την Άγκυρα ως μια προσπάθεια εξόντωσης των Τουρκοκυπρίων. Μάλιστα, ο ίδιος ο πρωθυπουργός της Τουρκίας, Αντνάν Μεντερές, είχε φροντίσει να εξάψει τον φανατισμό των Τούρκων όταν σε μια ομιλία του δήλωσε ότι οι Ελληνοκύπριοι σχεδίαζαν να σφαγιάσουν τους Τουρκοκυπρίους στις 28 Αυγούστου. Από την άλλη, τα οικονομικά προβλήματα της Τουρκίας αποδόθηκαν στην οικονομική δραστηριότητα των Ελλήνων της Πόλης. Το σύνθημα για το πογκρόμ δόθηκε στη Θεσσαλονίκη, όταν τα μεσάνυχτα της 5ης προς 6η Σεπτεμβρίου εξερράγη βόμβα στο Τουρκικό Προξενείο, το οποίο στεγαζόταν και στεγάζεται στο σπίτι όπου γεννήθηκε ο Κεμάλ Ατατούρκ.

Παραδόξως, η Τουρκία δεν έκανε καμία προσπάθεια να αποκρύψει ότι το πογκρόμ είχε σχεδιαστεί σε επίσημο κρατικό επίπεδο. Στη δίκη του Μεντερές, το 1960-1961, μια από τις κατηγορίες κατά του Τούρκου πρώην πρωθυπουργού ήταν και οι διώξεις κατά των Ελλήνων της Πόλης. Φυσικά, η τουρκική δικαιοσύνη δεν το έκανε αυτό από αισθήματα δικαίου και νομιμοφροσύνης, αλλά κατόπιν απαίτησης του στρατού, έτσι ώστε να είναι βέβαιη η καταδίκη του Μεντερές σε θάνατο (ο Μεντερές είχε ανατραπεί με στρατιωτικό πραξικόπημα το 1960).

Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας αποδείχθηκε με αδιάσειστα στοιχεία τόσο η οργανωμένη συγκέντρωση 300.000 περίπου οπαδών του Δημοκρατικού Κόμματος στα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης, όσο και το ότι η βόμβα που εξερράγη στο τουρκικό προξενείο της Θεσσαλονίκης στάλθηκε από την Τουρκία δύο μέρες νωρίτερα, στις 3 Σεπτεμβρίου. Μάλιστα, αποκαλύφθηκε και το όνομα του Τούρκου πράκτορα που τοποθέτησε και πυροδότησε τη βόμβα. Επρόκειτο για τον Οκτάι Ενγκίν, ο οποίος σπούδαζε στη Θεσσαλονίκη, αλλά στην πραγματικότητα ήταν όργανο των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών. Ο Ενγκίν αποστρατεύτηκε από τη ΜΙΤ το 1992 και διορίστηκε κυβερνήτης της επαρχίας Νεβτσεχίρ την ίδια χρονιά.

Σύμφωνα με την ετυμηγορία του δικαστηρίου, στελέχη του Δημοκρατικού Κόμματος επιστράτευσαν εργάτες και άνεργους, στην πλειοψηφία τους χωρίς μόρφωση, από πόλεις της Μικρά Ασίας. Αυτός ο όχλος μετακινήθηκε στην Κωνσταντινούπολη συντεταγμένα και οργανωμένα, με τραίνα και φορτηγά και υπό την αυστηρή επίβλεψη και καθοδήγηση των αστυνομικών δυνάμεων. Μάθαμε ακόμα και το «μεροκάματό» τους για τη συμμετοχή τους στο πογκρόμ, το οποίο ήταν $ 6 κατ’ άτομο!

Οι Τούρκοι φρόντισαν και για την προστασία των ομοεθνών τους. Το πρωί της 6ης Σεπτεμβρίου, Τούρκοι παρακρατικοί διέτρεξαν τις συνοικίες της Κωνσταντινούπολης και σημάδευαν τα σπίτια και τα καταστήματα των Ελλήνων με το γράμμα «X», έτσι ώστε ο όχλος να μην καταστρέψει περιουσίες Τούρκων, αλλά μόνο Ελλήνων.

Με πρόσχημα τη διοργάνωση συλλαλητηρίου διαμαρτυρίας για τη βόμβα στο τουρκικό προξενείο στη Θεσσαλονίκη, διάσπαρτες τουρκικές ομάδες συγκεντρώθηκαν και σχημάτισαν ένα πλήθος 300.000 περίπου ατόμων με επίκεντρο την πλατεία Ταξίμ στο κέντρο της Κωνσταντινούπολης. Στις 17:00 το απόγευμα της 6ης Σεπτεμβρίου το πογκρόμ ξεκίνησε πρώτα από τις συνοικίες του Πέραν και στη συνέχεια στις εμπορικές οδούς Γιουκσέν και Ιστικλάλ, όπου οι περισσότεροι Έλληνες διατηρούσαν τα καταστήματα και τις επιχειρήσεις τους.

Σύμφωνα με ελληνικές εφημερίδες της εποχής, καθ’ όλη τη διάρκεια του πογκρόμ ο φανατισμένος τουρκικός όχλος φώναζε εμπρηστικά συνθήματα όπως «θάνατος στους γκιαούρηδες», «θάνατος στους Έλληνες προδότες», «εμπρός για τη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα» κ.ά. Γύρω στις 02:00 τα ξημερώματα της 7ης Σεπτεμβρίου και αφού η λεηλασία και η καταστροφή είχαν ολοκληρωθεί, επενέβη ο Τουρκικός Στρατός, προφανώς για να σώσει τα προσχήματα, και αφού κηρύχτηκε στρατιωτικός νόμος, οι καταστροφές και οι βανδαλισμοί σταμάτησαν. Σύμφωνα με δημοσιεύματα του ελληνικού τύπου, τα οποία επιβεβαιώθηκαν πλήρως στη δίκη του Μεντερές, πολλά στελέχη των τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας συμμετείχαν ενεργά στο πογκρόμ.

Ο τουρκικός όχλος δολοφόνησε συνολικά 16 Έλληνες, ανάμεσα στους οποίους δύο ιερείς και έναν Αρμένιο, ενώ άλλοι 32 Έλληνες τραυματίστηκαν σοβαρά. Γυναίκες βιάστηκαν και πολλοί άνδρες υπέστησαν περιτομή. Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα από το βιβλίο «Να κρεμαστούν σαν τα τσαμπιά» (από τις εκδόσεις Καστανιώτη για την ελληνική γλώσσα) του Τούρκου συγγραφέα Αζίζ Νεσίμ. Ο Νεσίμ γεννήθηκε το 1915 και πέθανε το 1995. Ήταν αυτόπτης μάρτυρας των Σεπτεμβριανών και κατέγραψε την προσωπική του μαρτυρία στο προαναφερθέν βιβλίο. Ο Νεσίμ υπήρξε υπέρμαχος της δημοκρατίας, αλλά και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και για τη δράση του φυλακίστηκε πολλές φορές από το κεμαλικό κατεστημένο. Στη μαρτυρία του ο Νεσίμ γράφει: «Κάθε άνδρας, ο οποίος φοβόταν μήπως λιντσαριστεί, προσπαθούσε να αποδείξει ότι ήταν Τούρκος και μουσουλμάνος. Όταν τον πλησίαζε το πλήθος, κατέβαζε τα παντελόνια του και έδειχνε στον όχλο τα διαπιστευτήρια του μουσουλμανισμού και του τουρκισμού του. Εάν είχε κάνει περιτομή είχε σωθεί, εάν όχι ήταν χαμένος. Τον έδερναν και του έκαναν αμέσως περιτομή».

Συνολικά καταστράφηκαν 4.348 καταστήματα και επιχειρήσεις, 23 σχολεία, 110 ξενοδοχεία, 27 φαρμακεία, 21 εργοστάσια, 73 εκκλησίες και κοιμητήρια και πάνω από 3.000 σπίτια Ελλήνων. Ένας Τούρκος αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων, ο Μεχμέτ Αλί Ζερέν, καταθέτοντας ως μάρτυρας κατηγορίας στη δίκη του Μεντερές, ανέφερε ότι είδε έναν Τούρκο με βαριοπούλα να καταστρέφει ολοσχερώς ένα ελληνικό κοσμηματοπωλείο, αφού πρώτα το λεηλάτησε και έκλεψε ότι μπορούσε. Ανάμεσα στους νεκρούς Έλληνες ήταν και ο υπέργηρος ιερέας Χρύσανθος, τον οποίο οι Τούρκοι έκαψαν ζωντανό. Ο Βρετανός Ίαν Φλέμινγκ, ο γνωστός δημιουργός του διάσημου κινηματογραφικού αστέρα Τζέιμς Μποντ, βρισκόταν εκείνες τις μέρες στην Κωνσταντινούπολη ως απεσταλμένος των Sunday Times του Λονδίνου για να καταγράψει το Διεθνές Συνέδριο Ασφάλειας, που διεξαγόταν εκεί.

Στο άρθρο του με τίτλο «Οι μεγάλες ταραχές της Κωνσταντινούπολης», το οποίο δημοσιεύθηκε στις 11 Σεπτεμβρίου, κατέγραψε τη μαρτυρία ενός Τούρκου αυτόπτη μάρτυρα: «Η εκκλησία στο Γεντικουλέ [σ.σ. Επταπύργιο] καταστράφηκε ολοσχερώς και ένας ιερέας σύρθηκε με τη βία έξω. Του ξερίζωσαν τα μαλλιά και τα γένια. Ένας άλλος ιερέας [σ.σ. αναφέρεται στον Χρύσανθο], ο οποίος ήταν γέρος και άρρωστος βρισκόταν στο κρεβάτι του. Οι Τούρκοι τον άφησαν εκεί και έβαλαν φωτιά στο σπίτι. Έτσι κάηκε ζωντανός. Έναν άλλο γηραιό ιερέα τον έγδυσαν, και αφού τον έδεσαν πίσω από ένα αυτοκίνητο, τον έσυραν στους δρόμους της πόλης».

Αν και το πογκρόμ εκδηλώθηκε κυρίως στην Κωνσταντινούπολη, εντούτοις σοβαρά έκτροπα σημειώθηκαν και στη Σμύρνη. Το πρωί της 7ης Σεπτεμβρίου, ένα πλήθος Τούρκων συγκεντρώθηκε στο Εθνικό Πάρκο της Σμύρνης και κατέστρεψε το ελληνικό περίπτερο της Διεθνούς Εκθέσεως, που πραγματοποιούταν εκείνο το διάστημα στην πόλη. Επίσης, καταστράφηκε ο Ιερός Ναός της Αγίας Φωτεινής, ο οποίος είχε ανεγερθεί το 1953 για τις ανάγκες των Ελλήνων αξιωματικών που υπηρετούσαν στο νατοϊκό αρχηγείο της πόλης. Από τη μανία του τουρκικού όχλου δεν γλίτωσαν ούτε τα σπίτια των Ελλήνων αξιωματικών του νατοϊκού στρατηγείου, τα οποία και λεηλατήθηκαν.

Η αντίδραση της Αθήνας, αλλά και των συμμάχων μας, ήταν από υποτονική έως μηδενική. Στην Αθήνα, ο πρωθυπουργός Αλέξανδρος Παπάγος (πρωθυπουργός της χώρας από τις 19 Νοεμβρίου του 1952 έως τον θάνατο του, στις 4 Οκτωβρίου του 1955) ήταν κλινήρης, άρρωστος και αδύναμος να αντιδράσει, αν και πολλοί κυβερνητικοί παράγοντες αξίωσαν άμεσα αντίποινα προς τον μουσουλμανικό πληθυσμό της Δυτικής Θράκης.

Σε συμμαχικό επίπεδο, το Λονδίνο και η Ουάσιγκτον έσπευσαν να υποβαθμίσουν το γεγονός για να μη διαταραχθεί η συνοχή της νότιας πτέρυγας της συμμαχίας. Μάλιστα, όταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο οποίος διαδέχθηκε τον Παπάγο στην πρωθυπουργία, έθεσε το θέμα στα Ηνωμένα Έθνη και το ΝΑΤΟ, ο Βρετανός μόνιμος εκπρόσωπος στο ΝΑΤΟ, Κρίστοφερ Στιλ, δήλωσε ότι μια έντονη καταδίκη των γεγονότων θα ήταν για το Λονδίνο ανεπιθύμητη. Σε ανάλογο ύφος ήταν και η τοποθέτηση του Αμερικανού μόνιμου εκπροσώπου Τζορτζ Πέρκινς, ενώ η Γαλλία, το Βέλγιο και η Νορβηγία «συμβούλευσαν» την Αθήνα να ξεχάσει ότι έγινε για το καλό ολόκληρης της συμμαχίας. Τελικά, το Συμβούλιο της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας εξέδωσε μια ανακοίνωση με την οποία έδωσε άφεση αμαρτιών στην τουρκική κυβέρνηση.

Η Άγκυρα, για να διασκεδάσει τις εντυπώσεις, δήλωσε ότι όλα τα θύματα του πογκρόμ θα αποζημιωθούν. Φυσικά ούτε αυτή η υπόσχεση υλοποιήθηκε, δεδομένου ότι στόχος της Τουρκίας ήταν η εξόντωση των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης και όχι η επιβίωσή τους. Δεν υπήρχε λοιπόν περίπτωση μια κυβέρνηση να οργανώνει πογκρόμ εναντίον μιας εθνικής μειονότητας τη μια μέρα και να αποζημιώνει τους πληγέντες την επομένη. Τελικά, οι Έλληνες έλαβαν το 20% του κεφαλαίου που απώλεσαν, αφού πρώτα το τουρκικό κράτος είχε φροντίσει να μειώσει την αντικειμενική αξία των ελληνικών περιουσιών στο ελάχιστο.

Μετά το 1955 και μέχρι το 1958, η οικονομική κατάσταση των Ελλήνων της Πόλης βελτιώθηκε σημαντικά σε σημείο πλήρους απόσβεσης των ζημιών που προκλήθηκαν από το πογκρόμ. Το 1958 όμως ξεκίνησαν νέες οικονομικές διώξεις κατά του ελληνικού στοιχείου. Αρχικά αυτές εκφράστηκαν με μποϊκοτάζ κατά των Ελλήνων εμπόρων και επαγγελματιών. Το 1964 όμως, και με πρόσχημα τις συγκρούσεις στην Κύπρο (1963-1964), η Τουρκία ανακάλεσε το Σύμφωνο Φιλίας μεταξύ των δύο χωρών, που είχαν υπογράψει οι πρωθυπουργοί Ελευθέριος Βενιζέλος και Ισμέτ Ινονού το 1930. Σύμφωνα με τις πρόνοιες του συμφώνου, όσοι Έλληνες είχαν γεννηθεί στην Κωνσταντινούπολη, αλλά είχαν ελληνική υπηκοότητα, διατηρούσαν το δικαίωμα να ζουν και να εργάζονται ελεύθερα στην Τουρκία. Με συνοπτικές διαδικασίες και χωρίς καμία αποζημίωση πάνω από 65.000 Έλληνες απελάθηκαν στην Ελλάδα μέχρι το 1965.

Επίσης, το 1964, άρχισε να εφαρμόζεται ο νόμος περί «ανοικτών φυλακών» στην Ίμβρο. Επρόκειτο για ένα πρόγραμμα υποτιθέμενου «σωφρονισμού» Τούρκων βαρυποινιτών. Φυσικά, ο πραγματικός στόχος του προγράμματος δεν ήταν ο «σωφρονισμός», αλλά ο αφελληνισμός του νησιού. Ευθύς εξ αρχής, τα κακοποιά στοιχεία που αφέθηκαν στο νησί επιδόθηκαν στην εξόντωση του ελληνικού πληθυσμού με βιαιοπραγίες, κλοπές, απειλές, δολοφονίες κ.ά. Σύντομα, η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων της Ίμβρου εξαναγκάστηκε σε φυγή στην Ελλάδα.

Το 1971, το έγκλημα ολοκληρώθηκε με την αυθαίρετη απαλλοτρίωση των ελληνικών περιουσιών. Την ίδια χρονιά, η Άγκυρα έκλεισε τη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, η Άγκυρα προχώρησε και σε νέες προκλήσεις (εποικισμός των κατεχομένων εδαφών, ανακήρυξη του ψευδοκράτους, αμφισβήτηση του εθνικού εναέριου και θαλάσσιου χώρου κ.ά).

Σήμερα στην Πόλη απομένουν μόλις 2.000 Έλληνες, ηλικιωμένοι στην πλειοψηφία τους, αν και κάποιες ανεπίσημες εκτιμήσεις κάνουν λόγο για 5.000 άτομα. Ουσιαστικά όμως, η ελληνική εθνική μειονότητα της Κωνσταντινούπολης έχει εξοντωθεί κατόπιν των άοκνων και συστηματικών προσπαθειών της Άγκυρας με τη σιωπηρή ανοχή όλων των μεταπολεμικών κυβερνήσεων της Ελλάδας, αλλά και με την ένοχη απάθεια των συμμάχων μας. Μόνον η Αμερικανική Γερουσία, 40 χρόνια αργότερα (τον Αύγουστο του 1995) υιοθέτησε ψήφισμα ζητώντας από τον τότε Πρόεδρο της χώρας, Μπιλ Κλίντον, να ορίσει την 6η Σεπτεμβρίου ως ημέρα μνήμης για τα θύματα των Σεπτεμβριανών. Τα ψηφίσματα όμως δεν είναι δεσμευτικά και έτσι δεν υιοθετήθηκε από τον Αμερικανό Πρόεδρο.

Μελετώντας την πολιτική της Τουρκίας απέναντι στην ελληνική μειονότητα, αλλά και απέναντι σε άλλες εθνικές μειονότητες που ζουν στην Τουρκία, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η πολιτική της εθνοκάθαρσης και της δημιουργίας ενός εθνικά ομοιογενούς τουρκικού κράτους βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη.

Η πολιτική αυτή ξεκίνησε από τους Νεότουρκους και αναβαθμίστηκε σε επίσημη κρατική πολιτική το 1908, όταν οι Νεότουρκοι κατέλαβαν την εξουσία στην υπό διάλυση Οθωμανική Αυτοκρατορία. Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων (1912-1913), του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (1914-1918) και της Μικρασιατικής Εκστρατείας (1919-1922), ο Τουρκικός Στρατός εξαπέλυσε σφοδρές διώξεις, σε βαθμό γενοκτονίας, κατά των Αρμενίων και των Ελλήνων του Πόντου και της Μικρά Ασίας. Στόχος ήταν η εξόντωση όλων των μειονοτήτων και η πλήρης τουρκοποίηση της πάλαι ποτέ Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η ατυχής κατάληξη της Μικρασιατικής Εκστρατείας οδήγησε στην εξόντωση των Ελλήνων της Μικρά Ασίας.

Μετά το τέλος του πολέμου και την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης, η Τουρκία απέκτησε τα σημερινά της σύνορα, τα οποία της άφησαν αρκετές μειονότητες (Έλληνες, Αρμένιοι, εβραίοι, Κούρδοι, Αλεβίτες, Σύροι κ.ά.). Στο πλαίσιο της δημιουργίας ισχυρής τουρκικής εθνικής συνείδησης, ο Κεμάλ εφάρμοσε ένα πρόγραμμα βίαιου εκτουρκισμού όλων των μειονοτήτων της χώρας και παραχάραξης της ιστορίας. Όσοι δεν συμμορφώνονταν προς τις υποδείξεις του τουρκικού κράτους εξοντώνονταν ή απελαύνονταν.

Από το 1923 και μετά, παρατηρούμε μια συστηματική εξόντωση του εναπομείναντος ελληνικού πληθυσμού της Κωνσταντινούπολης. Ο στόχος αυτός ουσιαστικά επετεύχθη. Χωρίς Έλληνες σε τουρκικό έδαφος, η Άγκυρα έθεσε σε εφαρμογή το επόμενο στάδιο της πολιτικής της. Την απόσπαση εδαφών από την Ελλάδα. Το είδαμε να συμβαίνει με τραγικό τρόπο στην Κύπρο το 1974, ενώ ο εκτουρκισμός, με την ανοχή του ελληνικού κράτους, της μουσουλμανικής μειονότητας της Δυτικής Θράκης θέτει αυτομάτως το ζήτημα της αυτονόμησης της περιοχής σε μελλοντικό χρόνο, όταν τα πληθυσμιακά δεδομένα θα έχουν αλλάξει υπέρ των μουσουλμάνων.

Άραγε το ίδιο δεν συνέβη και στο Κόσσοβο, όπου ένα κυρίαρχο κράτος απώλεσε την επικυριαρχία μιας ολόκληρης επαρχίας; Και δεν είναι μόνο η Δυτική Θράκη. Για την Τουρκία, οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί στην Ελλάδα και τη νοτιοανατολική Βουλγαρία είναι εθνικές μειονότητες, οι οποίες μάλιστα γειτνιάζουν. Εάν αφαιρέσουμε τα σύνορα Ελλάδας-Βουλγαρίας στην περιοχή, θα δούμε ότι οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί καταλαμβάνουν μια σημαντική έκταση, την οποία η Άγκυρα εποφθαλμιά.

Ανάλογες βλέψεις υπάρχουν και στο Αιγαίο. Εδώ το ζητούμενο δεν είναι μόνο η απόσπαση ελληνικών νησιών, αλλά και η συνεκμετάλλευση των πετρελαϊκών κοιτασμάτων του Αιγαίου. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι η Τουρκία αρχίζει να θέτει θέμα τουρκικής μειονότητας στα Δωδεκάνησα, ενώ γνωστές είναι και οι θεωρίες περί γκρίζων ζωνών στο Αιγαίο.

Απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα, η Ελλάδα δείχνει μια παράδοξη ηττοπάθεια και αδυναμία αντίδρασης. Είναι ιστορικά αποδεδειγμένο ότι οι Τούρκοι, όταν νιώθουν απέναντι τους ένα ισχυρό κράτος, υποχωρούν και προσποιούνται τους διαλλακτικούς. Για παράδειγμα, τον Μάρτιο του 1987, όταν η Τουρκία προσπάθησε να δημιουργήσει τετελεσμένα στο Αιγαίο, συνάντησε τη δυναμική αντίδραση της Ελλάδας, η οποία ξεκαθάρισε προς φίλους και εχθρούς ότι δεν διαπραγματεύεται τα κυρίαρχα δικαιώματά της και ότι δεν θα διστάσει να χρησιμοποιήσει τη δύναμη των όπλων για να προασπίσει την εδαφική της ακεραιότητα. Μπροστά σε αυτή τη δυναμική στάση οι Τούρκοι υπαναχώρησαν.

Τον Ιανουάριο του 1996 βρεθήκαμε αντιμέτωποι με μια ακόμα τουρκική πρόκληση με τα γνωστά αποτελέσματα. Το πρόβλημα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι ότι οι μεν Τούρκοι δεν διστάζουν να χρησιμοποιήσουν την απειλή χρήσης βίας για να πετύχουν τους σκοπούς τους, σε αντίθεση με την Ελλάδα, η οποία προβάλλει ως περίπου μονόδρομο τη διατήρηση της ειρήνης. Αλλά ο επιτιθέμενος δεν είναι πρόθυμος να υποστεί θυσίες. Αυτό μας διδάσκει ο Θουκυδίδης. Ότι δηλαδή ο ισχυρός προχωρά μέχρι εκεί που του επιτρέπει η ισχύς του, ενώ ο αδύναμος υποχωρεί μέχρι εκεί που του επιβάλλει η αδυναμία του. Όταν η Ελλάδα υποχωρεί διαρκώς, γιατί η Τουρκία να μη διεκδικεί περισσότερα; Δυστυχώς, όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις μετά το 1974 πιστεύουν στην πολιτική του κατευνασμού της Τουρκίας και της βελτίωσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Η Τουρκία εκλαμβάνει την πολιτική αυτή όχι ως ένδειξη καλής θέλησης, αλλά ως ένδειξη αδυναμίας μας. Γι’ αυτό και διεκδικεί συνεχώς περισσότερα.

Δυστυχώς, το βαθύτερο σύμπλεγμα της Ελλάδας, η αχίλλειος πτέρνα μας, είναι η μόνιμη απαίτησή μας να θέλουμε οι άλλοι να εγγυώνται και να εξασφαλίζουν τα σύνορά μας. Μιλάμε για τις αρχές του διεθνούς δικαίου, όταν όλοι οι άλλοι μιλούν για την αρχή της ευθυδικίας και το δίκιο του ισχυρού. Πότε άραγε εφαρμόσθηκε το διεθνές δίκαιο μετά το 1945; Μήπως στο Κόσσοβο ή στην Κύπρο; Η ελληνική ηγεσία φαίνεται να μην κατανοεί ότι ο ισχυρός επιβάλλει και ο αδύναμος αποδέχεται.

Η Τουρκία δεν είναι πιο ισχυρή από την Ελλάδα. «Υπερεκτιμημένη μετοχή» είναι, την οποία εμείς θεωρούμε σχεδόν υπερδύναμη. Συνεχώς αναρωτιόμαστε τι θα μας κάνει η Τουρκία αν κάνουμε τούτο ή το άλλο και ποτέ δεν δοκιμάζουμε να πράξουμε ούτε τούτο ούτε το άλλο. Υποχωρούμε συνεχώς και διαρκώς, διότι θεωρούμε ότι η Τουρκία θα αντιδράσει δυναμικά εναντίον μας. Μας αρέσει να αφήνουμε τα γεγονότα να εξελιχθούν, τρέχουμε πίσω από αυτά όταν ξεσπάσουν και μετά κατηγορούμε όλο τον κόσμο ότι είμαστε θύματα μιας σκοτεινής συνωμοσίας που στόχο έχει την εξαφάνιση του ελληνικού έθνους.

Η αλήθεια όμως είναι πολύ διαφορετική. Η αλήθεια είναι ότι μας αρέσει να κρύβουμε τις αδυναμίες μας πίσω από τα γεγονότα και να κατηγορούμε τα γεγονότα για την κακή μας μοίρα. Θεωρούμε ότι εμείς αρμενίζουμε σωστά και ότι στραβός είναι ο γιαλός. Με αυτή τη λογική όμως, το μόνο βέβαιο είναι ότι δεν εξυπηρετούμε σωστά τα εθνικά μας συμφέροντα. Και αυτό στις μέρες μας κοστίζει πολύ ακριβά.