Το αφιέρωμα αυτό δεν είναι μόνο μία απόπειρα να εξετάσουμε συνολικά το ζήτημα των πυραυλοκεντρικών επιχειρήσεων και όχι μόνο από την πλευρά της ελληνικής εξοπλιστικής πραγματικότητας. Είναι κυρίως μία προσπάθεια να δούμε τις εξελίξεις στα θέατρα επιχειρήσεων σε παγκόσμιο επίπεδο σε ξηρά, αέρα και θάλασσα, όπως αυτές διαμορφώνονται ήδη και πρόκειται να επηρεάσουν και το ελληνικό επιχειρησιακό περιβάλλον για τα επόμενα 10 έως 20 χρόνια.
Σε προηγούμενη ανάλυση του DR σχετικά με τη δημιουργία αντιβαλλιστικής άμυνας στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου (https://defencereview.gr/antivallistiki-amyna-i-kathoristiki/), αλλά και στην περιοχή της Θράκης και του Έβρου, διατυπώθηκε στο σχολιασμό η (πολύ ορθή και κατά τη δική μας άποψη και με βάση τη σύγχρονη επιχειρησιακή λογική και πρακτική) θέση ότι είναι ιδιαίτερα επικίνδυνο και υψηλού κόστους, ένα τέτοιο εγχείρημα.
Επικίνδυνο λόγω της εγγύτητας των νησιών του ανατολικού Αιγαίου στις Μικρασιατικές ακτές και κατ΄ επέκταση της εύκολης και άμεσης δυνατότητας στοχοποίησης συστημάτων ραντάρ έρευνας και εγκλωβισμού βαλλιστικών πυραύλων, από τις τουρκικές δυνάμεις. Υψηλού κόστους γιατί όντως η τιμή αγοράς αποτελεσματικών αντιβαλλιστικών πυραυλικών συστημάτων είναι πολλαπλάσια της αντίστοιχης τιμής οποιουδήποτε, αντίστοιχου βεληνεκούς, βαλλιστικού πυραυλικού συστήματος.
Πρόκειται για κάτι δεδομένο και με παγκόσμια ισχύ, ενώ ταυτόχρονα υπήρξε και η σημαντικότερη ίσως αιτία ανάπτυξης των λέιζερ υψηλής (καταστροφικής) ισχύος. Το επιβεβαιώνει και η επιχειρησιακή εμπειρία των Ισραηλινών που συγκαταλέγονται μεταξύ των πρώτων που επένδυσαν σημαντικά κεφάλαια, αλλά και σε επιστημονικό και τεχνικό δυναμικό και φυσικά χρόνο, στο σκοπό της ανάπτυξης συστημάτων λέιζερ με καταστροφική ισχύ για την ανάσχεση στόχων στην ξηρά, την επιφάνεια της θάλασσας και στον αέρα.
Πολλές χώρες επομένως έχουν ήδη περάσει στην “επόμενη ημέρα” των πυραυλοκεντρικών επιχειρήσεων. Στη διάδοχη κατάσταση των συστημάτων λέιζερ. Η τεράστια επιχειρησιακή αξία και μελλοντική προοπτική των αντιβαλλιστικών-αντιπυραυλικών συστημάτων λέιζερ αποκαλύπτεται από μία μόνο φράση του ισραηλινού πρωθυπουργού Ναφτάλι Μπένετ σε σχετικά πρόσφατη ομιλία του κατά την παρουσίαση των δυνατοτήτων του νέου αντιπυραυλικού – αντιαεροπορικού συστήματος λέιζερ υψηλής ισχύος (https://defencereview.gr/to-2022-to-israil-tha-entaxei-se-ypiresia-sy/), τον Φεβρουάριο του 2022.
Όπως τόνισε ο Ισραηλινός πρωθυπουργός “Σήμερα είμαστε υποχρεωμένοι σε δαπάνη εκατοντάδων χιλιάδων δολαρίων για την κατασκευή πυραύλων αναχαίτισης ρουκετών αξίας μερικών χιλιάδων δολαρίων, προκειμένου να προστατεύσουμε τους πολίτες μας. Στο άμεσο μέλλον θα κάνουμε το ίδιο με τα αντιπυραυλικά συστήματα λέιζερ, με κόστος δύο μόλις δολαρίων για κάθε αναχαίτιση.”
Α2/AD – Η σημερινή πραγματικότητα άρνησης πρόσβασης περιοχής στο ανατολικό Αιγαίο
Επανερχόμαστε στο ζήτημα της εγκατάστασης αντιβαλλιστικών πυραυλικών συστημάτων στο Αιγαίο (όπου το επιτρέπει το ανάγλυφο και η μορφολογία) και τον Έβρο (ευρύτερα στη Θράκη) για να επισημάνουμε κατ΄ αρχήν ότι ναι μεν είναι επικίνδυνη η εγκατάσταση τέτοιων συστημάτων σε τόσο μικρή απόσταση από τις Μικρασιατικές ακτές, αλλά… Κατά τον ίδιο τρόπο που οι τουρκικές δυνάμεις θα στοχοποιήσουν τους ελληνικούς εκτοξευτές αντιβαλλιστικών πυραύλων, θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα και η ελληνική άμυνα να στοχοποιήσει και να αδρανοποιήσει/καταστρέψει τα τουρκικά συστήματα πυροβολικού (πυραυλικά και μη), που θα βάλλουν από θέσεις όχι μόνο κοντά στις ακτές, αλλά και από θέσεις σε μεγαλύτερο βάθος εντός της Τουρκίας…
Και εδώ είναι που προκύπτει βέβαια το κρίσιμο ερώτημα. Έχει αυτή τη δυνατότητα η ελληνική πλευρά; Γιατί αυτό εννοούμε όταν λέμε πυραυλοκεντρικές επιχειρήσεις και δικτυοκεντρικό περιβάλλον στο Αιγαίο. Μεγάλος αριθμός ενεργών και παθητικών αισθητήρων με αλληλοκαλυπτόμενους τομείς έρευνας που θα προσφέρουν τη δυνατότητα εντοπισμού και εγκλωβισμού στόχων, ανεξάρτητα από το εάν οι εχθρικές δυνάμεις κατορθώσουν να θέσουν εκτός μάχης κάποιους από αυτούς, σε συνδυασμό με πυραυλικά συστήματα.
Με άλλα λόγια είναι ακόμα ζητούμενο για τις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις, η δημιουργία ενός ασφαλούς πλέγματος λήψης, διαχείρισης και διανομής αξιόπιστων πληροφοριών σε πραγματικό χρόνο και η άμεση ανάσχεση εισερχόμενων απειλών από τον αέρα και τη θάλασσα μέσω της χρήσης πυραυλικών συστημάτων. Και από ότι όλα δείχνουν θα παραμείνει ζητούμενο για πολλά ακόμη χρόνια.
Το μεγάλο πρόβλημα της Ελλάδας εντοπίζεται στο ότι πρόκειται για επιχειρησιακή φιλοσοφία που αν και σχετικά πρόσφατη ως προς τη σύλληψη και τη λειτουργία, έχει αποδεχθεί και υιοθετήσει πλήρως η Τουρκία. Όχι μόνο τροφοδοτώντας τις ένοπλες δυνάμεις της με πυραυλικά συστήματα κάθε κατηγορίας και είδους από το εξωτερικό, αλλά εισάγοντας και την εγχώρια αμυντική της βιομηχανία σε αυτή τη διαδικασία. Την ανάπτυξη δηλαδή, τις δοκιμές, τη μαζική παραγωγή και την εμπορική προώθηση πυραυλικών συστημάτων και συστημάτων ηλεκτρονικού πολέμου.
Μέσω της προμήθειας του συστήματος S-400, της ανάπτυξης των πυραύλων Bozdofgan και Gokdogan (https://defencereview.gr/entos-toy-2022-tha-entachthoyn-sto-oplostasi/), του αντιαεροπορικού πυραυλικού συστήματος μέσης ακτίνας HISAR (https://defencereview.gr/i-toyrkia-parelave-to-antiaeroporiko/), σε συνδυασμό με τον αντιπλοϊκό ATMACA (ελάχιστη σημασία έχει για την ελληνική άμυνα το αν είναι αντίγραφο του RGM-84 Harpoon ή όχι), έχει ήδη δημιουργήσει, αξιοποιώντας παράλληλα μεγάλο αριθμό μη επανδρωμένων αεροσκαφών επιτήρησης και προσβολής “μαλακών” (προς το παρόν…) στόχων, ένα ολοκληρωμένο πλέγμα αντιπρόσβασης και άρνησης περιοχής στο ανατολικό Αιγαίο.
Πάντα στο πλαίσιο της ίδιας αντίληψης, η Τουρκία ετοιμάζεται να εντάξει σε υπηρεσία, πολλές διαφορετικές εκδόσεις (https://defencereview.gr/syntoma-xekinai-paragogi-toy-anthypov/) του μη επανδρωμένου ταχύπλοου ULAQ (https://defencereview.gr/oloklirosan-oi-thalassies-dokimes-toy/) τη στιγμή που η Ελλάδα ενώ πρώτη θα έπρεπε να επενδύσει σοβαρά κεφάλαια και επιστημονικό με τεχνικό δυναμικό στην ανάπτυξη και την παραγωγή τέτοιων σκαφών για την προστασία των εκατοντάδων νησιών, νησίδων και βραχονησίδων της, αποφάσισε τη δαπάνη 291 εκατομμυρίων δολαρίων για την αγορά 76 αμφίβιων τεθωρακισμένων AAV-7(https://defencereview.gr/egkrisi-exoplistikon-programmaton-a/), ενώ αναφέρεται ότι εξετάζει και την απόκτηση μεταχειρισμένου πλοίου αμφίβιων επιχειρήσεων από τις ΗΠΑ!
Το εάν έχουν βάση αυτές οι επιλογές στο επιχειρησιακό περιβάλλον του Αιγαίου, αποδεικνύεται από τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν κατά τους τέσσερις τελευταίους μήνες στο Φιδονήσι της Μαύρης Θάλασσας (θα έχετε διαβάσει για την έκβαση της ουκρανικής απόπειρας αποβατικής ενέργειας), αλλά και από το γεγονός ότι πολλοί ειδικοί έχουν εκφραστεί ανοικτά με στοιχεία κατά της εν λόγω απόφασης, για συγκεκριμένους λόγους. Οι οποίοι θεωρούμε ότι αναλύονται επαρκέστατα σε αυτό το αφιέρωμα του SL Press στο οποίο και σας παραπέμπουμε (https://slpress.gr/ethnika/oi-ellines-pezonaytes-sto-aigaio-opla-kai-rolos/).
Η Ελλάδα συνεπώς φαίνεται ότι παραμένει προσκολλημένη σε δεδομένα και δόγματα του παρελθόντος. Επιχειρησιακά δόγματα δηλαδή που όπως αποδεικνύεται καθημερινά και στην Ουκρανία, δεν έχουν καμία απολύτως ισχύ και εφαρμογή στο σύγχρονο πεδίο των επιχειρήσεων. Είναι ασφαλώς υψηλού κόστους και επικίνδυνη η εγκατάσταση αντιβαλλιστικών πυραυλικών συστημάτων στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου επομένως από τη στιγμή που ώς βασική προϋπόθεση για την αποτελεσματική λειτουργία τους είναι η από ελληνικής πλευράς άμεση και ακριβής δυνατότητα στοχοποίησης και προβολής των τουρκικών συστημάτων Πυροβολικού στα Μικρασιατικά παράλια ή ακόμη και σε απόσταση από αυτά.
Επίσης, όπως αναφέρθηκε στο ίδιο αφιέρωμα των αντιβαλλιστικών πυραυλικών συστημάτων για το ανατολικό Αιγαίο, η στοχοποίηση μπορεί να γίνεται από εναέριες (F-35A που μετέδωσε στοιχεία στοχοποίησης σε σύστημα Patriot PAC-2), ή πλωτές πλατφόρμες (Belhara FDI/SeaFire), ή ακόμη και από επίγειους σταθμούς ραντάρ (https://defencereview.gr/polemiki-aeroporia-paroysiasi-toy-ra/) που θα βρίσκονται στο κεντρικό Αιγαίο. Σε κάποια απόσταση δηλαδή από τις Μικρασιατικές ακτές…
Για να μην μακρηγορούμε… Η δημιουργία αντίστοιχου ελληνικού πλέγματος αντιπρόσβασης περιοχής είναι αυτό που μας ενδιαφέρει. Για να είμαστε ακριβείς είναι αυτό που θα έπρεπε να μας ενδιαφέρει. Γιατί η ελληνική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία, παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις (https://defencereview.gr/yetha-panagiotopoylos-protisto-meli/), φαίνεται να έχουν στραμμένη την προσοχή τους αλλού. Σε ακόμα μεγαλύτερου κόστους και υψηλότερου ρίσκου απώλειας πλατφόρμες, που επιχειρησιακά μπορούν να λειτουργήσουν μόνο υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις στο χώρο του Αιγαίου.
Κατά αντιστοιχία με τα αναγραφόμενα του Στρατηγού Γκαρτζονίκα στο SL Press, που παραπέμπουμε παραπάνω, σχετικά με την πραγματικό επιχειρησιακό αποτύπωμα των AAV-7 στο Αιγαίο, θα αναφέρουμε εν συντομία εδώ ότι η απόκτηση των 10 ανθυποβρυχιακών ελικοπτέρων MH-60R από το ΠΝ, δεν μπορεί να αποδώσει στο ίδιο χώρο, όπως αποδίδει σε υπηρεσία στις τάξεις του Ναυτικού των ΗΠΑ. Πρόκειται για απόλυτα ενδεικτικό παράδειγμα για αυτό και το χρησιμοποιούμε.
Στις ομάδες μάχης (Task Groups ή Task Forces) του USN, τα ανθυποβρυχιακά ελικόπτερα εξασφαλίζουν προστασία από επιθέσεις υποβρυχίων σε αποστάσεις μεγαλύτερες των 100 χιλιομέτρων περιμετρικά, αλλά υπό συγκεκριμένες και αυστηρά δεδομένες προϋποθέσεις. Η πρώτη είναι αυτή της ανοικτής θάλασσας ή του ωκεανού. Ένα περιβάλλον στο οποίο δεν υπάρχουν νησιά και βραχονησίδες από τα οποία μικρές εχθρικές ομάδες που έχουν διεισδύσει ανεντόπιστες, μπορούν να πλήξουν χαμηλά ιπτάμενα μέσα, με φορητά πυραυλικά αντιαεροπορικά συστήματα (MANPADS).
H αποτελεσματικότητα των συστημάτων αυτών εναντίον χαμηλά ιπτάμενων και αργών στόχων όπως είναι τα ελικόπτερα, είναι πλέον αδιαμφισβήτητη, μετά τις πρόσφατες εξελίξεις στην Ουκρανία. Από το συγκεκριμένο θέατρο επιχειρήσεων έχουν δει το φως της δημοσιότητας δεκάδες βίντεο από την κατάρριψη ελικοπτέρων (κυρίως επιθετικών) με MANPADS. Στην περίπτωση του Αιγαίου, η στοχοποίηση ανθυποβρυχιακών ελικοπτέρων μπορεί να γίνει μέσω των τουρκικών UAV, και να ακολουθήσει η προσβολή τους ακόμη και αν αυτά πετούν σε ικανή απόσταση από τις Μικρασιατικές ακτές.
Δεύτερη προϋπόθεση είναι η από αέρος συνεχής και πλήρης κάλυψη, καθόλη τη διάρκεια του εικοσιτετραώρου. Τα MH-60R του USN επομένως επιχειρούν με ένα E-2C ή E-2D Hawkeye να πετά από πάνω τους και να “βλέπει” εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά και δύο ή περισσότερα μαχητικά σε ετοιμότητα για άμεση απονήωση, σε περίπτωση που υπάρχει έστω και υποψία απειλής των φίλιων ελικοπτέρων από εχθρικά μαχητικά!
Οι προϋποθέσεις αυτές είναι πρακτικά αδύνατον να εξασφαλιστούν σε μόνιμη βάση στο Αιγαίο για ευνόητους λόγους… Τα νησιά και οι βραχονησίδες είναι δεκάδες, ενώ οι αποστάσεις είναι πολύ μικρές, οπότε μηδενίζουν πρακτικά τους χρόνους αντίδρασης σε ενδεχόμενη απόπειρα προσβολής των φίλιων ελικοπτέρων! Εφόσον σε αυτά προστεθεί και η διάσταση των περιορισμών που επιβάλλουν οι καιρικές συνθήκες στις επιχειρήσεις ελικοπτέρων ειδικά από ελικοδρόμια πολεμικών πλοίων, αντιλαμβάνεται εύκολα κανείς το πόσο αμφιλεγόμενη είναι η δαπάνη 860 τουλάχιστον εκατομμυρίων δολαρίων για την αγορά 10 νέων ανθυποβρυχιακών ελικοπτέρων.
Ειδικά όταν με τα χρήματα αυτά θα μπορούσαν να εκσυγχρονιστούν και οι τέσσερις MEKO 200HN αποκτώντας νέα πυραυλικά συστήματα και αισθητήρες, αλλά και να εκσυγχρονιστούν και να αποκτήσουν τη δυνατότητα αξιοποίησης νέων όπλων (SPIKE NLOS) τα παλιά Aegean Hawk της Διοίκησης Ελικοπτέρων Ναυτικού. Εξετάστηκε ποτέ αυτή η εναλλακτική; Υπήρξε κάποιου είδους διερεύνηση ή διαπραγμάτευση με κατασκευαστές και συμμαχικές κυβερνήσεις;
Όταν τα διδάγματα από τις πολεμικές επιχειρήσεις ανά τον κόσμο αγνοούνται επιδεικτικά
Πέρα από το υψηλό κόστος των αντιβαλλιστικών πυραυλικών συστημάτων, επισημάνθηκε (στον σχολιασμό…) και άλλος ένας λόγος για τον οποίο είναι απόλυτη ανάγκη η απόκτηση ικανού αριθμού βαλλιστικών πυραύλων και πυραύλων τύπου cruise από τις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις. Και αυτός δεν είναι άλλος από την αποτροπή που συνιστά η πρόκληση μεγάλου κόστους (στρατιωτικού, βιομηχανικού, οικονομικού) στην Τουρκία, εντός του εδάφους της, σε περίπτωση που αποφασίσει το πρώτο πλήγμα εναντίον της Ελλάδας.
Απόδειξη της πραγματικότητας αυτής αποτελεί η πρόσφατη αξιοποίηση συστημάτων HIMARS στην Ουκρανία. Για πρώτη φορά από την έναρξη των επιχειρήσεων εδώ και έξι μήνες, οι ουκρανικές δυνάμεις έχουν τη δυνατότητα να ανταποδώσουν τα πλήγματα του ρωσικού πυραυλικού πυροβολικού, πλήττοντας στόχους και υποδομές ακόμη και μέσα στη Ρωσία! Και όμως… Στην Ελλάδα υπήρξαν αρκετά δημοσιεύματα και μάλιστα του αποκαλούμενου “ειδικού αμυντικού Τύπου”, που όχι μόνο αμφισβήτησαν και προσπάθησαν κατ’ επανάληψη να μειώσουν την επιχειρησιακή αξία των βαλλιστικών πυραυλικών συστημάτων (https://defencereview.gr/ukrainian-warfare-operations-and-the-real-assets-for-hellenic-armed-forces-ballistic-missiles-and-cruise-missiles/), αλλά επέκριναν ακόμη και την κεφαλαιώδους σημασίας επιχειρησιακή αναβάθμιση που θα έφερνε για το Πολεμικό Ναυτικό, η ενσωμάτωση πυραύλων SCALP-Naval στις φρεγάτες Belhara FDI HN.
Κατόπιν όλων των παραπάνω, το DR θα συνεχίσει να αποδίδει ιδιαίτερη έμφαση σε ζητήματα αμιγώς επιχειρησιακά, ιδίως τα σχετικά με τη νέα φιλοσοφία των δικτυοκεντρικών-πυραυλοκεντρικών επιχειρήσεων. Η μέχρι σήμερα εμπειρία από την μετά Ίμια εποχή και τα χρόνια της δημοσιονομικής κρίσης, δεν αφήνει το παραμικρό περιθώριο αδιαφορίας, συμψηφισμών, ή συμβιβασμού απέναντι στα τεκταινόμενα.