Από τις αρχές της περασμένης δεκαετίας ο Αμερικανικός Στρατός βρίσκεται σε διαδικασία σχεδιασμού και αξιολόγησης διαφορετικών προτάσεων και διαμορφώσεων των ελικοπτέρων που θα κληθούν να αντικαταστήσουν πλήρως τους τέσσερις κύριους τύπους που είχε ενταγμένους μέχρι πρότινος σε υπηρεσία.
Χρησιμοποιούμε παρελθόντα χρόνο επειδή ο ένας από τους τέσσερις αυτούς τύπους, το ΟΗ-58D Kiowa Warrior, δεν αξιοποιείται πλέον επιχειρησιακά από τους Αμερικανούς εδώ και αρκετά χρόνια. Οι άλλοι τρεις, το μέσης μεταφορικής ικανότητας UH-60 Blackhawk, το βαρύ, επίσης μεταφορικό CH-47 Chinook και το αμιγώς επιθετικό ΑΗ-64 που πλέον έχει πάρει τη μορφή του ΑΗ-64Ε Guardian, παραμένουν βέβαια σε υπηρεσία και θα παραμείνουν για πολλά ακόμη χρόνια.
Παρά το γεγονός αυτό ο στόχος που έχει τεθεί από το 2004 που ουσιαστικά ξεκίνησε το πρόγραμμα FVL (Futute Vertical Lift) με τη μορφή προκαταρκτικών μελετών καθορισμού βασικών τεχνικών και επιχειρησιακών προδιαγραφών, είναι η αντικατάσταση των σημερινών ελικοπτέρων στους ρόλους που έχει το καθένα, από νέα διαφορετικής φιλοσοφίας. Βασικά της χαρακτηριστικά είναι τα εξής:
- Η ικανότητα των νέων ελικοπτέρων να μεταφέρουν με ασφάλεια προσωπικό και να μάχονται σε οποιοδήποτε περιβάλλον. Από αυτή την βασική αρχή, το βασικό ζητούμενο, προκύπτουν και τα κύρια σχεδιαστικά χαρακτηριστικά των νέων ελικοπτέρων.
- Τα κύρια στροφεία των νέων ελικοπτέρων επιθετικής αναγνώρισης τουλάχιστον (πρόγραμμα FARA που θα δούμε παρακάτω), δεν θα πρέπει να έχουν διάμετρo μεγαλύτερη των 40 ποδών (12,2 μέτρων). Η προδιαγραφή αυτή διασφαλίζει ικανότητα επιχειρήσεων ακόμη και εντός κατοικημένων περιοχών και αστικών ιστών.
- Παράλληλα ζητούμενα είναι η αντιβαλλιστική προστασία από όπλα μικρού διαμετρήματος (μέχρι και 12,7 χιλιοστά…) για επιβαίνοντες και κρίσιμα συστήματα (ελέγχου πτήσεως, κινητήρων, πτερύγων στροφείων, κιβωτίων και αξόνων μετάδοσης της κίνησης), η προστασία των επιβαινόντων σε περίπτωση συντριβής μέσω της σχεδίασης “εξωτερικών” σκελών (πλευρικά της ατράκτου) για το σύστημα προσγείωσης που υποχωρούν με συγκεκριμένο τρόπο μακριά από την καμπίνα και τον θάλαμο διακυβέρνησης κατά την πρόσκρουση στο έδαφος, αλλά και ειδικών καθισμάτων που μπορούν να απορροφήσουν μεγάλο μέρος της ενέργειας πρόσκρουσης κοκ. Όλα αυτά τα ειδικά χαρακτηριστικά που είχαν ενσωματωθεί στα επιθετικά ελικόπτερα Apache, αποτελούν δεδομένα εδώ και πολλά χρόνια και στη σχεδίαση των μέσων μεταφορικών ελικοπτέρων.
- Επιπρόσθετα, κύριο ζητούμενο είναι πλέον μέσω των προγραμμάτων που έχουν προκύψει από το FVL, τα νέα ελικόπτερα να μπορούν να πετάξουν με πολύ μεγαλύτερες ταχύτητες. Όχι μόνο για να μεταφέρουν όπλα και προσωπικό σε μεγαλύτερες αποστάσεις, αλλά και για να εκτείθεντε λιγότερο σε πυρά όπλων ευθυτενούς τροχιάς, καθώς και σε πυραύλους αντιαεροπορικών συστημάτων μικρής (MANPADS) και μέσης ακτίνας. Προδιαγραφή επί παραδείγματι για τα νέα ελικόπτερα επιθετικής αναγνώρισης και μέσης μεταφορικής ικανότητας νέας γενιάς, είναι η δυνατότητα τους να αναπτύσσουν ταχύτητα πλεύσης 230 τουλάχιστον κόμβων (440 περίπου χιλιομέτρων ανά ώρα), τουλάχιστον.
Τα μελλοντικά ελικόπτερα επομένως θα πρέπει να μπορούν να καλύψουν τους κλασσικούς ρόλους του σήμερα, όντας περισσότερο αποτελεσματικά και διασφαλίζοντας μεγαλύτερες πιθανότητες επιβίωσης στα πληρώματα και το προσωπικό που μεταφέρουν. Ένας από τους κύριους τρόπους για να επιτευχθεί αυτό, είναι η αύξηση των επιδόσεων ταχύτητας, βαθμού ανόδου και ύψους πλεύσης.
Aυτά ακριβώς τα δεδομένα, που καθορίστηκαν και συντάχθηκαν κατά την εξέλιξη του προγράμματος FVL, οδήγησαν σε δεύτερο στάδιο στην εκκίνηση του διάδοχου προγράμματος JMR (Joint Multi Role) helicopter program. Αυτό με τη σειρά του διαχωρίστηκε σε τέσσερα υποπρογράμματα, με στόχο να καλυφθεί το σύνολο των μελλοντικών απαιτήσεων του US Army. Μέχρι το 2009 είχαν παγιωθεί τρία υποπρογράμματα.
Το JMR- Light που μετεξελίχθηκε στο πρόγραμμα FARA (Future Attack Reconnaissance Aircraft) το 2018, το JMR-Medium που αντίστοιχα οδήγησε στο FLRAA (Future Long Range Assault Aircraft) το 2019 και έχει ώς αντικείμενο την αντικατάσταση των UH-60 Black Hawk και ΑΗ-64 Apache/Guardian και το JMR-Heavy με στόχο την αντικατάσταση του CH-47 Chinook.
Aργότερα προστέθηκε και το JMR-Ultra με στόχο τη δημιουργία ενός ελικοπτέρου ή αεροσκάφους κλίνοντος στροφείου (Tilt – rotor), με μεταφορική ικανότητα συγκρίσιμη με αυτή του C-130J ή ακόμη και του μεγαλύτερου ευρωπαϊκού Α400Μ (!), ενώ τον Ιανουάριο του 2015 ο Στρατός των ΗΠΑ επιβεβαίωσε την ύπαρξη και ενός πέμπτου JMR, ώς υποπρόγραμμα του JMR-Medium. Σκοπός του είναι η δημιουργία δύο διαφορετικών εκδόσεων του ελικοπτέρου που θα επιλεγεί στο πλαίσιο του προγράμματος FLRAA. Η πρώτη θα έχει τη μορφή καθαρά επιθετικού ελικοπτέρου και η δεύτερη τη μορφή μέσου μεταφορικού ελικοπτέρου με παράλληλη δυνατότητα μεταφοράς και αξιοποίησης όπλων.
Εδώ βρίσκεται και όλη η ουσία για το μέλλον της ελληνικής Αεροπορίας Στρατού. Από τη στιγμή που έχει υιοθετήσει τη φιλοσοφία αξιοποίησης πτητικών μέσων του US Army, οφείλει να παρακολουθεί τις εξελίξεις και να τις αξιοποιήσει προς όφελός της, προσαρμόζοντας τις ανάγκες της στα ελληνικά επιχειρησιακά δεδομένα. Από την άλλη πλευρά, είναι υποχρεωμένη παράλληλα να παρακολουθεί τις εξελίξεις στον κρίσιμο χώρο των νέων αερομεταφερόμενων αντιαρματικών όπλων και των μη επανδρωμένων συστημάτων. Δύο παραγόντων που αλλάζουν δραματικά τα μέχρι σήμερα δεδομένα επί του πεδίου…
Ο καθοριστικός παράγοντας των νέων όπλων και των μη επανδρωμένων αεροσκαφών
Τα στοιχεία που παραθέσαμε παραπάνω, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι Αμερικανοί σχεδιάζουν στην πράξη την αντικατάσταση ελικοπτέρων δύο διαφορετικών κατηγοριών από ένα στο πλαίσιο του προγράμματος FLRAA. Των επιθετικών και των μέσων μεταφορικών από ένα ελικόπτερο που θα καλύπτει και τους δύο ρόλους δηλαδή. Το FLRAA είναι αυτό με τη μεγαλύτερη βαρύτητα για το μέλλον, σε ότι έχει να κάνει με τον Αμερικάνικο Στρατό.
Οι λόγοι για αυτό είναι δύο. Ο πρώτος είναι καθαρά επιχειρησιακός. Παρακολουθώντας τις εξελίξεις σε παγκόσμιο επίπεδο, είναι πλέον ολοφάνερο ότι τα νέα πυραυλικά αντιαεροπορικά συστήματα, φορητά (MANPADS – MAN Portable Air Defense Systems) και μη, μικρής ακτίνας, έχουν διαδοθεί σε βαθμό που περιορίζει σημαντικά την επιβιωσιμότητα των ελικοπτέρων. Κάθε κατηγορίας και είδους.
Συνεπώς οι σύγχρονες, αντιαρματικές τουλάχιστον, επιχειρήσεις διεξάγονται από αποστάσεις ασφαλείας, σημαντικά μεγαλύτερες από την ακτίνα των έξι έως οκτώ χιλιομέτρων του κύριου αμερικανικού (και δυτικού) αερομεταφερόμενου αντιαρματικού πυραύλου. Του AGM-114 Hellfire. O Στρατός των ΗΠΑ έχει σιωπηρά υιοθετήσει τον ισραηλινό SPIKE-NLOS τόσο στα επιθετικά AH-64E Guardian ( https://defencereview.gr/voli-spike-nlos-apo-ah-64e-guardian-apache-sta-32-chiliometra-apo-ton/ ), όσο και στις οπλισμένες εκδόσεις του UH-60 Blackhawk. Γιατί το ισραηλινό όπλο πέρα από τη σημαντικά μεγαλύτερη ακτίνα του (30 τουλάχιστον χιλιόμετρα…), μπορεί να λειτουργήσει και ως περιφερόμενο πυρομαχικό.
Οι απώλειες των Ρώσων σε επιθετικά και μεταφορικά ελικόπτερα στη Συρία από MANPADS κυρίως, αλλά και επιθετικών αεροσκαφών Su-25 Frogfoot, προβλημάτισαν σοβαρά και τους Αμερικανούς οι οποίοι φυσικά μελέτησαν την αλλαγή των τακτικών επι του πεδίου. Οι Ρώσοι μετά τις πρώτες απώλειες σε επιθετικά ελικόπτερα και αεροσκάφη, άρχισαν να επιχειρούν από μεγάλα ύψη, μεγαλύτερα των 15.000 ποδών, αξιοποιώντας για σκοπούς στοχοποίησης και αξιολόγησης αποτελεσμάτων μετά από κάθε προσβολή επίγειου στόχου, αποκλειστικά και μόνο μη επανδρωμένα αεροσκάφη (drones και μικρά UAV).
Αυτός είναι και ένας από τους σημαντικότερους λόγους που το AH-64E Guardian εξοπλίστηκε με σύστημα ανταλλαγής δεδομένων (data link) ΜUMT-X της L3 Communications αρχικά και κατόπιν με Link 16. Απαιτείται πλέον η δυνατότητα επικοινωνίας του ελικοπτέρου με όλα τα UAV του US Army στις μπάντες συχνοτήτων C, D, L, και Ku. Το ίδιο δε θα γίνει σταδιακά και με όλα τα UH-60 Blackhawk που έχουν τη δυνατότητα (μέσω stub wings) να φέρουν οπλισμό και συστήματα στοχοποποίησης (πυργίσκος ηλεκτροοπτικών στο ρύγχος).
Ο δεύτερος παράγοντας που υποχρεώνει τους Αμερικανούς μέσω του προγράμματος FLRAA να δημιουργήσουν έναν τύπο ελικοπτέρου για την παράλληλη κάλυψη των αποστολών ενός επιθετικού και ενός μέσου μεταφορικού ελικοπτέρου, είναι το κόστος. Ο δεύτερος λόγος λοιπόν είναι καθαρά οικονομικός. Μέσω της δημιουργίας ενός ενιαίου τύπου, προσπαθούν να περιορίσουν το κόστος αγοράς και υποστήριξης, διατηρώντας παράλληλα τα χαρακτηριστικά που εξασφαλίζουν ίδιο βαθμό επιβιωσιμότητας για αεροσκάφη και πληρώματα και τον ίδιο βαθμό αποτελεσματικότητας μέσω της αξιοποίησης όπλων και συστημάτων (data link, drones, uav) νέας γενιάς.
Οι εξελίξεις στην Αεροπορία Στρατού μέσα από τις παγκόσμιες μεταβολές
Αυτές οι αλλαγές που είναι πολύ μεγάλης σημασίας, φυσικά θα επηρεάσουν και την ελληνική Αεροπορία Στρατού. Η οποία καλείται ήδη να πάρει καθοριστικές αποφάσεις για τη μαχητική της ισχύ και τη μεταφορική της ικανότητα στα χρόνια που έρχονται. Το σημαντικότερο εξελικτικό βήμα των τελευταίων ετών στις τάξεις της θεωρούμε ότι είναι η ένταξη του ισραηλινού πυραύλου SPIKE-NLOS σε υπηρεσία (https://defencereview.gr/antiarmatika-spike-kai-anavathmisi-apache-stivo/).
Ο ακτίνας 30 χιλιομέτρων πύραυλος παρέχει τη δυνατότητα προσβολής στόχων όπως άρματα μάχης, θωρακισμένα οχήματα, μονάδες αυτοκινούμενου Πυροβολικού, αποβατικά σκάφη και μονάδες επιφανείας από αποστάσεις ασφαλείας και – το σημαντικότερο – υπό τη κάλυψη φυσικών εμποδίων, όπως λόφοι, βραχονησίδες, αλλά και τεχνητών. Οι Ισραηλινοί δε, έχουν ανακοινώσει ότι έχουν ήδη εκκινήσει τη διαδικασία ανάπτυξης νέας έκδοσης του SPIKE-NLOS, με ακτίνα 50 χιλιομέτρων.
Κατά συνέπεια το όπλο αυτό θα αυξήσει δραματικά τη φονικότητα του στόλου των επιθετικών ελικοπτέρων ΑΗ-64Α+ και – DHA Longbow, ενώ παράλληλα θα αυξήσει και τις επιχειρησιακές δυνατότητες των OH – 58D Kiowa Warrior. To βάρος του όπλου (70 κιλά μαζί με το κάνιστρο εκτόξευσης), σε συνδυασμό με την ευκολία ενσωμάτωσής του σε οποιαδήποτε πλατφόρμα, το καθιστούν ιδανικό παράγοντα αύξησης της μαχητικής ισχύος του μικρού ελικοπτέρου.
Άποψη του DR επομένως, είναι ότι ο Ελληνικός Στρατός πρέπει να εξετάσει για την Αεροπορία του πρώτα από όλα την αύξηση της επιβιωσιμότητας (αύξηση απόστασης προσβολής στόχων με μεγάλη ακρίβεια) και της φονικότητας των πτητικών μέσων του. Αυτή είναι η μία παράμετρος…
Η δεύτερη παράμετρος είναι ότι θα πρέπει να τεθεί σε δεύτερη μοίρα η άμεση αντικατάσταση των ΑΗ-64Α+ και ο εκσυγχρονισμός των AH-64DHA Longbow σε -Ε Guardian, σε συνδυασμό με την προμήθεια πρόσθετων τέτοιων ελικοπτέρων. Όχι μόνο για λόγους κόστους, το οποίο είναι πραγματικά πολύ μεγάλο, αλλά και γιατί αυτό τουλάχιστον υποδεικνύει μεταξύ άλλων και η αμερικανική πρακτική για το μέλλον, όπως προαναφέραμε. Ο Στρατός των ΗΠΑ απλά σχεδιάζει την παράταση της επιχειρησιακής ζωής των επιθετικών ελικοπτέρων Apache, εκσυγχρονίζοντάς τα σε -Ε (634 μονάδες) και αγοράζοντας λιγότερα από 100 καινούρια, για αναπλήρωση απωλειών.
Κερδίζει χρόνο δηλαδή καταβάλλοντας το ελάχιστο δυνατό κόστος, μέχρι την υλοποίηση των προγραμμάτων FARA και FLRAA. H ελληνική Αεροπορία Στρατού από την άλλη πλευρά, μετά από δεκαετίες ολόκληρες βρίσκεται ακόμη στην ανάγκη αντικατάστασης των υπέργηρων Huey. Πρόκειται για περισσότερα από 80 UH-1H και ΑΒ 205 που έπρεπε να έχουν αντικατασταθεί εδώ και 20 τουλάχιστον χρόνια. Οι περιορισμένες τους δυνατότητες σε ρόλο αεροκίνησης (μεταφοράς δυνάμεων και υλικού) σε συνδυασμό με τις χαμηλές διαθεσιμότητες των βαρέων μεταφορικών CH-47D/SD Chinook, είναι προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν κατά απόλυτη προτεραιότητα. Αυτό τουλάχιστον υποδεικνύει η κοινή λογική.
Η εξέλιξη του προγράμματος ΝΗ-90 πήγε αρκετά χρόνια πίσω τις δυνατότητες αεροκίνησης του Ελληνικού Στρατού, ο οποίος τώρα έχει την εναλλακτική της απόκτησης ελικοπτέρων UH-60A (και σε λίγα χρόνια και -L με βάση τις πληροφορίες μας…) και -A από τα αποθέματα του US Army. Αυτή την εναλλακτική καλείται να αξιοποιήσει στο έπακρο, όχι μόνο για να αντικαταστήσει τα Huey αυξάνοντας κατακόρυφα τις δυνατότητες
ταχείας μεταφοράς μεγάλου όγκου δυνάμεων και υλικού στην ηπειρωτική και τη νησιωτική Ελλάδα… Παράλληλα θα έχει τη δυνατότητα να αξιοποιήσει τα ελικόπτερα αυτά (οπλισμένα UH-60 Blackhawk) και ώς αντιαρματικές και αντιαποβατικές πλατφόρμες.