Την περασμένη εβδομάδα πραγματοποιήθηκε μια ακόμα συνάντηση μεταξύ του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας και της Lockheed Martin με αντικείμενο το πρόγραμμα αναβάθμισης των μαχητικών F-16 της ΠΑ. Οι συζητήσεις επικεντρώθηκαν, για μια ακόμα φορά, στο οικονομικό σκέλος του προγράμματος και ειδικότερα για το πώς μπορεί να γίνει η εκκίνηση, δεδομένου ότι δεν υπάρχει πλέον, σε κανέναν, η αμφιβολία για την αναγκαιότητα υλοποίησης του προγράμματος.
Σύμφωνα με πληροφορίες του Defence Review, κατά τη διάρκεια της συνάντησης ολοκληρώθηκαν οι διαβουλεύσεις και συμφωνήθηκαν τα ακόλουθα: (α) Το κόστος του προγράμματος «έκλεισε» στο $ 1,52 δις (€ 1,224 δις, με βάση την ισοτιμία € 1 = $ 1,2416 της 6ης Μαρτίου 2018) (β) Όλα τα τεχνικά χαρακτηριστικά του προγράμματος (γ) Όλες οι προβλεπόμενες διαδικασίες αναβάθμισης και πιστοποίησης (δ) Το χρονοδιάγραμμα των εργασιών και των παραδόσεων (ε) Τα μεγέθη και οι λεπτομέρειες της εν συνεχεία υποστήριξης (Follow-On-Support), εκπαίδευσης κ.ά.
Αποτελεί διεθνή πρακτική ότι τόσο το κόστος των προγραμμάτων απόκτησης νέων μαχητικών αεροσκαφών όσο και αυτό της αναβάθμισης τους να κατανέμεται σε δυο βασικές κατηγορίες: Το κόστος κατασκευής (Fly-Away Cost) ή το κόστος αναβάθμισης (Upgrade Cost) και όλες τις υπόλοιπες κατηγορίες που αφορούν στην υποστήριξη, τη διαχείριση προγράμματος κ.ά. Ο συγκεκριμένος τρόπος εφαρμόζεται και από την Αμερικανική υπηρεσίες FMS (Foreign Military Sales), προκειμένου ο εκάστοτε χρήστης να γνωρίζει τα ακριβή ποσά που πληρώνει για την αναβάθμιση αυτή καθεαυτή αλλά και όλες τις λοιπές υποστηρικτικές εργασίες.
Το βασικό πρόγραμμα περιλαμβάνει την απαίτηση αναβάθμισης των 30 F-16 Block.52+ Advanced (Peace Xenia IV) και των 54 F-16 Block.52+ (Peace Xenia III) στο επίπεδο Viper και, με τα απάρτια που θα προκύψουν, την αναβάθμιση των 38 F-16 Block.50 και των 32 F-16 Block.30 στον επίπεδο F-16 M6.5.
Εφόσον το πρόγραμμα ξεκινήσει το 2018 θα έχει διάρκεια 8-10 χρόνια, δηλαδή το πέρας ολοκλήρωσης τοποθετείται στην περίοδο 2025-2027. Η ανάπτυξη της αναβαθμισμένης διαμόρφωσης θα ξεκινήσει στα τέλη του 2019 και θα ολοκληρωθεί στα τέλη του 2020 ενώ τα πρώτα αεροσκάφη θα ενταχθούν στην ΕΑΒ (Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία) για την εγκατάσταση των συλλογών αναβάθμισης στα τέλη του 2020. Η πιστοποίηση του λογισμικού αναμένεται να ολοκληρωθεί στα τέλη του 2021, ενώ οι παραδόσεις των 6 πρώτων συλλογών αναμένονται στις αρχές του 2021 (απαιτείται χρόνος 24 μηνών από τη στιγμή της παραγγελίας μέχρι την παράδοση της συλλογής, συνεπώς οι παραπάνω χρόνοι είναι συνάρτηση του πότε θα υπογραφή η σύμβαση και θα ενεργοποιηθεί η LOA).
Ως προς το οικονομικό μέρος του προγράμματος το σχέδιο της διακρατικής σύμβασης LOA (Letter of Offer and Acceptance) προβλέπει, όπως προαναφέραμε, κόστος $ 1,52 δισεκατομμύρια, εκ των οποίων το κόστος της αναβάθμισης είναι $ 1,22 δισεκατομμύρια, ενώ τα υπόλοιπα $ 300 εκατομμύρια αφορούν στην υποστήριξη και την όλη διαχείριση του προγράμματος.
Σε ότι αφορά στο χρονοδιάγραμμα πληρωμών των $ 1,52 δις είναι εμπροσθοβαρές, δηλαδή προβλέπει την καταβολή περίπου $ 820 εκατομμύρια εντός τριών ετών, δηλαδή την περίοδο 2018-2020. Η λύση αυτή προκρίθηκε για λόγους συμπίεσης του κόστους. Συγκεκριμένα, απαιτείται η παραγγελία του συνόλου των συστημάτων και συσκευών της αναβάθμισης προκειμένου να επιτευχθούν οι καλύτερες δυνατές τιμές από τους υποκατασκευαστές και προμηθευτές τόσο της Lockheed Martin όσο και της Αμερικανικής Πολεμικής Αεροπορίας (Οικονομίες Κλίμακας). Επιπλέον, δεδομένου ότι η ανάπτυξη και οι δοκιμαστικές πτήσεις του προγράμματος θα πραγματοποιηθούν εντός των πρώτων δύο ετών, απαιτείται η καταβολή του συνόλου του κόστους των συγκεκριμένων εργασιών, ενώ το κόστος προετοιμασίας της ΕΑΒ και το κόστος πραγματοποίησης της εγκατάστασης των πρωτοτύπων συστημάτων και συσκευών θα γίνει εντός των πρώτων τριών ετών. Εννοείται πως σε περίπτωση δραστικής αλλαγής του χρονοδιαγράμματος πληρωμών το πρόγραμμα δεν θα μπορεί να υλοποιηθεί τόσο από την Αμερικανική Πολεμική Αεροπορία όσο και από την Lockheed Martin.
Στη διάρκεια των διαβουλεύσεων συζητήθηκε και το θέμα της περαιτέρω μείωσης του κόστους, αλλά και τρόποι ελάφρυνσης της επιβάρυνσης του Ελληνικού Δημοσίου. Σύμφωνα με τη Lockheed Martin, το τελικό ποσό της σύμβασης μπορεί να μειωθεί στο $ 1,45-1,48 δισεκατομμύρια. Επίσης, ένα πρόσθετο στοιχείο διαπραγμάτευσης είναι η αφαίρεση από τη σύμβαση των λεγόμενων TLF (Termination Liability Funds) της τάξεως των $ 100-120 εκατομμυρίων, τα οποία περιλαμβάνονται σε κάθε LOA της Αμερικανικής Κυβέρνησης για την περίπτωση που ακυρωθεί η συμφωνία από την εκάστοτε χώρα. Το ποσό αυτό μπορεί να μην καταβληθεί και αντί αυτού να υποβληθεί ανάλογης εγγυητικής επιστολής για το συγκεκριμένο ποσό.
Με τη αφαίρεση των TLF το τελικό ποσό της σύμβασης μπορεί να διαμορφωθεί στα $ 1,37 δισεκατομμύρια (€ 1,11 δισεκατομμύρια), συνεπώς για την εκκίνηση του προγράμματος θα απαιτηθούν $ 750 εκατομμύρια για τα τρία πρώτα χρόνια, δηλαδή $ 250 εκατομμύρια κατ’ έτος, ενώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι η προκαταβολή για να ενεργοποιηθεί η LOA και να ξεκινήσει το πρόγραμμα είναι μόλις $ 43 εκατομμύρια.
Μια κρίσιμη παράμετρος του προγράμματος είναι το δεδομένο ότι στις ΗΠΑ υπάρχουν σήμερα διαθέσιμα κονδύλια, υπέρ της Ελλάδας, της τάξης των $ 250-300 εκατομμυρίων, δεσμευμένα από προηγούμενες συμβάσεις. Η Ελλάδα μπορεί να χρησιμοποιήσει αυτά τα ποσά για τη χρηματοδότηση των δαπανών της πρώτης τριετίας. Συνεπώς τα υπολειπόμενα απαιτούμενα ποσά της πρώτης τριετίας είναι της τάξης των $ 450-500 εκατομμυρίων, δηλαδή $ 150-167 εκατομμύρια κατ’ έτος), ποσό που μπορεί να καλυφθεί από τον προϋπολογισμό δαπανών του Υπουργείου Εθνικής Αμύνης.