Τα εξοπλιστικά προγράμματα του ΠΝ αποτελούν αντικείμενο στο οποίο έχουμε αναφερθεί πολλές φορές. Στα πλαίσια ανάδειξης του παραπάνω θέματος ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν  απόψεις ανώτατων αξιωματικών του ΠΝ που υπηρέτησαν τα τελευταία χρόνια σε κρίσιμες θέσεις και οι οποίοι καταθέτουν τις απόψεις. Οι ερωτήσεις είναι τεχνοκρατικές και κινούνται στα παρακάτω θέματα. Θα ξεκινήσουμε από τον αντιναύαρχο ε.α Βασίλειο Μαρτζούκο.

Γιάννης Νικήτας, Ποια πιστεύετε πως πρέπει να είναι η δομή δυνάμεων του ΠΝ. Ποια είναι μια ικανοποιητική σύνθεση;

Απάντηση από τον Αντιναύαρχο ε.α Βασίλειο Μαρτζούκο. Η Δομή Δυνάμεων εξαρτάται από την φύση των απειλών, από την γεωγραφία των αναμενομένων περιοχών επιχειρήσεων, από τα έργα που αναθέτει η Πολιτεία στις Ένοπλες Δυνάμεις (ΕΔ) μας και από την τεχνολογία. Η Δομή των δυνάμεων ενός κλάδου των ΕΔ δεν είναι απομονωμένη από τους υπόλοιπους κλάδους αλλά συνεξετάζεται υπό την έννοια ότι ο αμυντικός προϋπολογισμός είναι κοινός αλλά επιπλέον και διότι οι κλάδοι των ΕΔ συνεπιχειρούν και αλληλεξαρτώνται (π.χ. εάν η Πολεμική Αεροπορία υποστηρίζει επαρκώς το Πολεμικό Ναυτικό από αέρος, τότε το τελευταίο δεν χρειάζεται να έχει δική του αεροπορική κάλυψη).

Συχνά προβάλλεται το ψευδοδίλημμα «μεγάλα ή μικρά πλοία». Οι δυνατότητες και ο ρόλος ενός τύπου πολεμικού πλοίου είναι μοναδικός, συγκεκριμένος και δεν μπορεί να υποκαταστήσει τον ρόλο διαφορετικών πλοίων (π.χ. η Πυραυλάκατος είναι πολύ χρήσιμη σε νησιωτικές περιοχές  αλλά δεν παρέχει αεράμυνα περιοχής, δεν εντοπίζει και δεν προσβάλλει Υποβρύχια και έχει περιορισμένες δυνατότητες επικοινωνιών αλλά και αυτονομίας σε σχέση με μία Φρεγάτα).

Τελικά το Πολεμικό Ναυτικό (ΠΝ) χρειάζεται όλους του βασικούς τύπους πλοίων. Την ισορροπία των αριθμών ενός εκάστου είδους προσδιορίζουν, όπως προαναφέρθηκε, τα έργα του ΠΝ, η απειλή, η τεχνολογία και η γεωγραφία. Η Δομή Δυνάμεων αποτελεί μία σύνθετη Μελέτη με πολλές παραμέτρους (οικονομικές, επιχειρησιακές, τεχνολογικές, τεχνικές, διακλαδικές) οι οποίες αναλύονται και συνεκτιμώνται διεξοδικά και δεν είναι εύκολο να περιγραφούν στα πλαίσια μίας συνεντεύξεως. 

Ενδεικτικά θα έλεγα ότι μία αποτελεσματική Δομή Κυρίων Δυνάμεων για το ΠΝ θα πρέπει να περιλαμβάνει: 4 Φρεγάτες (Φ/Γ) με δυνατότητα αεράμυνας περιοχής, 4 Φ/Γ πολλαπλού ρόλου, 6 Κορβέτες, 12 Υποβρύχια (Υ/Β), 14 Πυραυλακάτους (ΤΠΚ), 10 Κανονιοφόρους (Κ/Φ), 5 Αρματαγωγά (Α/Γ), 4 Αερόστρωμνα (Α/Σ), 6 Ναρκοθηρευτικά (Ν/ΘΗ), 4 Πλοία Γενικής Υποστηρίξεως (ΠΓΥ) ανοικτής θαλάσσης, 5 Αεροσκάφη Ναυτικής Συνεργασίας (ΑΦΝΣ) και 20 Ελικόπτερα (Ε/Π). 

Η μεγιστοποίηση του αποτελέσματος εξαρτάται από το κατά πόσο οι πλατφόρμες αυτές είναι σύγχρονες, φέρουν κατάλληλα συστήματα, αισθητήρες, όπλα και αντίμετρα, από την δυνατότητα υποστηρίξεως αυτών (κρίσιμα υλικά, επισκευές, υποδομές, έλεγχοι, πιστοποιήσεις κ.λπ.) και ασφαλώς από την στελέχωσή τους με προσωπικό υψηλού επιπέδου σε εκπαίδευση, εμπειρία και φρόνημα. Οι  απαιτήσεις κόστους και χρόνου υλοποιήσεως επιβάλλουν την σχεδίαση, προγραμματισμό και συνεπή υλοποίηση της Δομής Δυνάμεων σε βάθος 20ετίας.

Θεωρείτε ότι οι κορβέτες έχουν θέση στη δύναμη του ΠΝ;

Οι Κορβέτες, τις οποίες συμπεριέλαβα ήδη στην ανωτέρω ενδεικτική Δομή Δυνάμεων του ΠΝ, είναι ιδιαίτερα χρήσιμα πλοία για την περιοχή εθνικού μας ενδιαφέροντος. Το μήκος τους συνήθως κυμαίνεται από 70 έως 100 μ περίπου και από πλευράς εκτοπίσματος τίθενται μεταξύ των Φ/Γ και των ΤΠΚ (ενδεικτικά από 700 τν έως 2.500 τν περίπου).

Είναι αξιόπλοες, διαθέτουν αξιόλογη αυτονομία και αυτοπροστασία από απειλές αέρος, επιφανείας και υποβρύχιες, αξιόπιστους και επαρκείς αισθητήρες, συστήματα και όπλα για τον εντοπισμό και προσβολή απειλών κάθε είδους, φέρουν Ε/Π (ή UAV) και έχουν μικρό πλήρωμα (μικρότερο από 100 άτομα). Η επιλογή Κορβετών κρίνεται επιχειρησιακά σκόπιμη. Μία κατάλληλη σχετική συμφωνία και η ναυπήγησή τους στην Ελλάδα, είναι δυνατόν να αποφέρει σημαντικά οφέλη στην εγχώρια αμυντική βιομηχανία και την αναπτυξιακή πορεία της χώρας μας.

Τα τελευταία χρόνια δόθηκε μεγάλη έμφαση από τις πολιτικές ηγεσίες στα εναέρια μέσα (ΑΦΝΣ και Ε/Π). Εν τέλει ήταν επιλογή που υπονόμευσε το μέλλον του Στόλου;

Όπως προανέφερα κάθε μονάδα έχει διακριτές δυνατότητες και ρόλο. Ένα άρτιο ΠΝ χρειάζεται τόσο τα ΑΦΝΣ όσο και τα Ε/Π. Οι μονάδες αυτές δύνανται να εντοπίζουν σε μεγάλες αποστάσεις και να προσβάλλουν Υ/Β και στόχους επιφανείας, αποτελώντας έτσι το «μακρύ χέρι» του Στόλου. Εάν υπάρχει πολιτική ευθύνη αυτή εντοπίζεται στο γεγονός ότι από το 2000 ουδέν πρακτικά αξιόλογο εξοπλιστικό πρόγραμμα ανελήφθη.

Ιδιαίτερα από το 2009 και εντεύθεν οι περικοπές στις αμυντικές δαπάνες υπερέβησαν το 52%, με αποτέλεσμα αυτές να επαρκούν (με ιδιαίτερη φειδώ και ρίσκο) μόνο για τις λειτουργικές δαπάνες και τις αμοιβές προσωπικού. Με δεδομένη την ασφυκτική αυτή οικονομική στενότητα, ενδεχομένως οι προτεραιότητες του ΠΝ και οι σχετικές δαπάνες να έχρηζαν σχετικής αναθεωρήσεως (ιδιαίτερα όταν επενδύονται σημαντικά ποσά σε παλαιές πλατφόρμες).

Ευελπιστώ ότι το προσφάτως εξαγγελθέν θετικό εξοπλιστικό πρόγραμμα θα έχει συνέχεια και θα υλοποιηθεί με συνέπεια προκειμένου οι ΕΔ να κερδίσουν σημαντικό μέρος της μαχητικής ικανότητος του υλικού τους, που είχε απωλεσθεί ελλείψει σχετικής πολιτικής βουλήσεως (υπενθυμίζεται το μεγάλο εξοπλιστικό πρόγραμμα του ΠΝ της περιόδου 1908 – 1911, έγινε και από την τότε χρεωκοπημένη Ελλάδα, τελούσα υπό καθεστώς διεθνούς επιτροπείας. Αποτέλεσμα υπήρξε το έπος των Βαλκανικών πολέμων και η απελευθέρωση του Αιγαίου από το ΠΝ).

Φρεγάτες με δυνατότητες αεράμυνας περιοχής ή φρεγάτες γενικών καθηκόντων; Τι χρειάζεται το ΠΝ δεδομένης της αποστολής και του επιχειρησιακού έργου σε Αιγαίο και Μεσόγειο;

Δεν υπάρχει πλατφόρμα η οποία να έχει υπέρμετρες επιδόσεις σε κάθε τομέα επιχειρησιακού ενδιαφέροντος. Η Φ/Γ πολλαπλών ρόλων αντιμετωπίζει ισόρροπα όλες τις μορφές απειλών (υποβρύχιες, επιφανείας, αέρος) και το ΠΝ χρειάζεται έναν αριθμό εξ’ αυτών.

Η Φ/Γ (Α/Α), με δυνατότητες αεράμυνας περιοχής, εστιάζει τις επιδόσεις της κυρίως στον αντιαεροπορικό πόλεμο, καλύπτοντας μεγάλες περιοχές και παρέχοντας έτσι προστασία και σε άλλες μονάδες του Στόλου καθώς και σε έτερες μονάδες των ΕΔ, ενώ αντιμετωπίζουν παράλληλα απειλές Υ/Β και επιφανείας κατά αξιόπιστο τρόπο.

Το ΠΝ υστερεί στον τομέα αυτό (ιδιαίτερα έναντι συγχρόνων Α/Φ που φέρουν ποικιλία αισθητήρων και όπλα μεγάλης εμβέλειας και αξιοπιστίας). Συνεπώς οι Φ/Γ (Α/Α) αποτελούν υψηλή προτεραιότητα (η απαίτηση μεγιστοποιείται σε ανοικτές θάλασσες όπως είναι η ευρύτερη περιοχή της ΝΑ Μεσογείου). Όπως προανέφερα η αναλογία 4 Φ/Γ (Α/Α) και 4 Φ/Γ πολλαπλού ρόλου είναι ικανοποιητική (με την προϋπόθεση συμπληρώσεως με 6 Κορβέτες).

Οι Φ/Γ (Α/Α) θα πρέπει να πληρούν όλες τις σχετικές επιχειρησιακές απαιτήσεις, δίχως εκπτώσεις (π.χ. ραντάρ εντοπισμού και εγκλωβισμού μεγάλης εμβέλειας, μεγάλος αριθμός πυραύλων Α/Α μεγάλης εμβέλειας και αξιοπιστίας, ταυτόχρονη αντιμετώπιση πολλαπλών εναερίων στόχων κ.λπ.), διαφορετικά εκλείπει ο λόγος της αγοράς των έναντι μάλιστα υψηλής δαπάνης.

Με βάση την εμπειρία σας, ως ανώτατος αξιωματικός του ΠΝ, πλοία όπως τα Arleigh Burke ή τα Ticonderoga μπορούν να υποστηριχθούν από το ΠΝ;

Πιστεύω ως γενική αρχή ότι η αγορά μία κύριας μονάδος κρούσεως του ΠΝ θα πρέπει να αφορά σε κατάλληλο νεότευκτο και όχι σε μεταχειρισμένο πλοίο. Το αρχικό κόστος αγοράς είναι υψηλότερο από αυτό του μεταχειρισμένου πλοίου αλλά το συνολικό κόστος ολόκληρου  του κύκλου ζωής της μονάδος  (30 – 40 έτη) είναι συνήθως αρκετά χαμηλότερο, ενώ παράλληλα πληροί τις τρέχουσες αλλά και μελλοντικές επιχειρησιακές απαιτήσεις.

Όταν η ανανέωση του Στόλου δεν είναι μεθοδευμένη, σταδιακή και προγραμματισμένη, ως απορρέουσα από μία κεντρική στρατηγική αλλά είναι σπασμωδική και ανακλαστική των εκάστοτε πρωτοβουλιών του αντιπάλου (π.χ. ξαφνική απαίτηση ταυτόχρονης αντικαταστάσεως 9 Φ/Γ 40 ετών), τότε το ΠΝ προβαίνει σε αναγκαστικές επιλογές αποκτήσεως μεταχειρισμένων Φ/Γ οι οποίες ενδεχομένως να πληρούν τις βραχυπρόθεσμες επιχειρησιακές απαιτήσεις (όχι σε βάθος 30 – 40 ετών) αλλά επιφέρουν και ανάλογο τίμημα.

Τα πλοία τύπου Arleigh Burke (9.500 τν, 154*20*9.3 μ) που έχουν ναυπηγηθεί στην δεκαετία του 1990 και Ticonderoga (9600 τν, 173*17*10.2 μ) που έχουν ναυπηγηθεί στην δεκαετία του 1980 (ενδεικτικά οι Φ/Γ τ. ΕΛΛΗ έχουν εκτόπισμα 3.500 τν, μήκος 130 μ, πλάτος 14.5 και βύθισμα 6 μ), πληρούν τις τρέχουσες αντιαεροπορικές και ανθυποβρυχιακές απαιτήσεις του ΠΝ, καθώς και τις απαιτήσεις επιφανείας (ιδιαίτερα τα τ. Arleigh Burke, με την προϋπόθεση όμως ότι θα παραδοθούν τα κατάλληλα όπλα, συστήματα και συσκευές).

Το ετήσιο κόστος συντηρήσεως ενός τέτοιου πλοίου (σύμφωνα με αμερικανικές εκθέσεις), είναι δυσανάλογα υψηλό για τις δυνατότητες του ελληνικού ΠΝ, με ανάλογες επιπτώσεις στο συνολικό λειτουργικό κόστος του κλάδου. Επιπλέον σε μία εποχή που οι σύγχρονες Φ/Γ μειώνουν το προσωπικό τους, λόγω αυτοματισμών, σε 150 περίπου άτομα, τα πλοία αυτά χρειάζονται πλήρωμα άνω των 300 ατόμων.

Η απαραίτητη επένδυση με όρους κόστους – οφέλους σε υποδομές ξηράς για την υποστήριξη ενός νέου πλοίου συμφέρει ή όχι ανάλογα με το πλήθος των πλοίων ιδίου τύπου και ανάλογα με το χρονικό διάστημα στο οποίο τα πλοία αυτά θα παραμείνουν ενεργά. Τελικά εκτιμώ ότι υπό τις τρέχουσες συνθήκες καθεστώτος απειλών, καταστάσεως συσχετισμού ισχύος και υπό σειρά προϋποθέσεων (π.χ. απόκτηση Κ/Β SM-2 για τα τ. Arleigh Burke, οι 4 νέες Φ/Γ (Α/Α) των ΗΠΑ να πληρούν το σύνολο των επιχειρησιακών απαιτήσεων, οι εναλλακτικές προτάσεις να έχουν εξετασθεί ενδελεχώς, συνολικός υπολογισμός κόστους κύκλου ζωής των μονάδων κ.λπ.), το ΠΝ ενδεχομένως να επέλεγε την λύση αυτή.

Τι σας προβληματίζει περισσότερο στα τουρκικά εξοπλιστικά;

Τα τρέχοντα κύρια τουρκικά εξοπλιστικά προγράμματα είναι περισσότερα από 500 και βασίζονται σε ποσοστό άνω του 65% στην εγχώρια τουρκική αμυντική βιομηχανία. Από αυτά με προβληματίζουν οι επιδόσεις στους βαλλιστικούς πυραύλους οι οποίοι βάλλονται από αέρος, θαλάσσης και ξηράς και είναι δυνατόν να δοκιμάσουν τις αντοχές του συστήματος αεραμύνης (σε συνδυασμό και με την αεροπορική δραστηριότητα) και να προσβάλουν τόσο ζωτικούς στόχους σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια, όσο και κινούμενους στόχους όπως είναι τα πλοία.

Το αντιαεροπορικό σύστημα των S-400 αποτελεί πλέον μία προφανή πρόκληση προς αντιμετώπιση. Προβληματίζει επίσης το πλήθος και οι δυνατότητες των τουρκικής κατασκευής UCAV;s και UAV;s των οποίων η χρήση (όπως προσφάτως απεδείχθη στο Ναγκόρνο Καραμπάχ) επηρεάζει σημαντικά τον τρόπο διεξαγωγής των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Από πλευράς μονάδων θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπ΄ όψιν η ναυπήγηση των δύο ελικοπτεροφόρων (το ANADOLOU καθελκύεται εντός του 2021), τα οποία είναι δυνατόν να ανοίξουν πολλαπλά μέτωπα εκτός του Αιγαίου (π.χ. Ιόνιο – Κύπρος) καθώς και η ναυπήγηση των 6 Υ/Β τύπου 214 με δυνατότητα μάλιστα εκτοξεύσεως και βαλλιστικών πυραύλων.

Στα ανωτέρω θα μπορούσε να προσθέσει κανείς την μελλοντική μαζική παραγωγή επιθετικών Ε/Π και Τάνκς, το νέο μαχητικό Α/Φ, οι νέες τουρκικές Φ/Γ, νέα επιτεύγματα ρομποτικής, δορυφορικά συστήματα, πυροβόλα, έξυπνα πυρομαχικά, καινοτόμα όπλα (π.χ. railgun, laser),  μεγάλος αριθμός ταχέων περιπολικών σκαφών κ.λπ.. Την μεγαλύτερη εν τούτοις μελλοντική απειλή εκ μέρους της επεκτατικής Τουρκίας συνιστά η βέβαιη φιλοδοξία αποκτήσεως  πυρηνικών όπλων. Η επιδόσεις της στους βαλλιστικούς πυραύλους, η κατασκευή κέντρου εκτοξεύσεως δορυφόρων και η απόκτηση πυρηνικών μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (για εμπορικούς προς το παρόν σκοπούς), σε συνδυασμό με τις «αδελφικές» σχέσεις που διατηρεί με το πυρηνικό Πακιστάν, συγκλίνουν προς την κατεύθυνση αυτή. Η χώρα μας μέχρι στιγμής αντιμετωπίζει το θέμα αυτό ως «ταμπού» και με πολιτική «στρουθοκαμήλου».

Κατά καιρούς έχετε προτείνει ασύμμετρες λύσεις για τον εθνικό αμυντικό σχεδιασμό δίχως να αναιρείται η προοπτική κύριων εξοπλιστικών επιλογών. Θεωρείται ότι τέτοιες επιλογές είναι κατάλληλες;

Η γεωγραφία μας παρέχει απλόχερα τις προϋποθέσεις ταχέως και εφικτού πολλαπλασιασμού της ισχύος μας, με την απόκτηση δυνατοτήτων ασυμμέτρου καταστρεπτικού αποτελέσματος. Στο ιδιόμορφο παράκτιο και νησιωτικό περιβάλλον του Αιγαίου, Ιονίου και Κρητικού πελάγους, ακόμη και η πλέον σύγχρονη ναυτική μονάδα καθίσταται ευάλωτη από φθηνές σχετικά πλατφόρμες και όπλα.  Την δυνατότητα αυτή η Ελλάς δυστυχώς δεν την έχει αξιοποιήσει στον επιθυμητό βαθμό, σε αντίθεση με άλλα κράτη με παρόμοια γεωγραφία όπως τα σκανδιναυϊκά κράτη, το Ιράν κ.λπ.. Η δυνατότητα αυτή δεν υποκαθιστά αλλά συμπληρώνει την απαίτηση υλοποιήσεως μίας αξιόπιστης και αποτελεσματικής Δομής Δυνάμεων, όπως την περιέγραψα στην 1η ερώτηση.

Σε πρόσφατο άρθρο μου αναφέρεται ότι με το πολύ 2.5 δις € η χώρα μας θα μπορούσε ενδεικτικά να αποκτήσει 8 επάκτιες συστοιχίες Κ/Β, 300 ταχέα περιπολικά σκάφη (ΤΑΠΣ) με σύγχρονο και έξυπνο οπλισμό, 30 τηλεχειριζόμενα σκάφη με εκρηκτικά (σύγχρονα πυρπολικά), 40 UAV’s, 20 UCAV’s, 830 UAV’s τ. «ΚΑΜΙΚΑΖΙ», 150 MANPADS, συστήματα Κ/Β  τ. «SPIKE» για τον Έβρο, τα νησιά, τα ΤΑΠΣ, καθώς και τα Ε/Π του ΣΞ και του ΠΝ  (290 εκτοξευτές και 3.300 Κ/Β), σχετικές υποδομές, φόρτους κρισίμων υλικών, εκπαίδευση, όπλα και πυρομαχικά για το σύνολο αυτών. Ισχυρίζομαι ότι η απόκτηση των δυνατοτήτων αυτών θα μετέτρεπε τα προαναφερθέντα πελάγη σε «σφηκοφωλιές» εντός των οποίων ουδείς αντίπαλος θα ένοιωθε ασφαλής ενώ ταυτόχρονα η παρουσία μας στην ΝΑ Μεσόγειο (αποδέσμευση μεγαλυτέρου αριθμού μεγάλων μονάδων) θα γινόταν πολύ περισσότερο εμφανής.

Η απόκτηση των ανωτέρω δυνατοτήτων υλοποιείται σε σύντομο σχετικά χρονικό διάστημα, ισχυροποιεί την θέση της Ελλάδος σε κάθε μορφής διαπραγματεύσεις, της επιτρέπει να ενασκήσει με αυτοπεποίθηση και αξιοπιστία τα κυριαρχικά της δικαιώματα, να διασφαλίσει διαρκή στρατιωτική παρουσία και συγκέντρωση ισχύος σε ολόκληρο τον νησιωτικό χώρο, να αποθαρρύνει τυχόν επιθετικές ενέργειες της Τουρκίας, να συμβάλει στην ακύρωση του οράματος της «γαλάζιας Πατρίδας», να αποκαταστήσει το αίσθημα ασφάλειας στους ακρίτες των νήσων του Α. Αιγαίου και να συμβάλει στην εθνική ανάπτυξη και την ενίσχυση της αμυντικής εγχώριας βιομηχανίας. Η υλοποίηση του θα επιφέρει σχετικές αλλαγές σε επιχειρησιακά και τακτικά Δόγματα, καθώς και στην Δομή Διοικήσεως (μεγαλύτερος βαθμός διακλαδικότητος).

Παρατηρούμε πως η ελληνική στρατηγική στην ΝΑ. Μεσόγειο εστιάζει στη άρνηση θαλασσίου ελέγχου με τη χρησιμοποίηση Υ/Β. Είναι δυνατός και ρεαλιστικός ο θαλάσσιος έλεγχος ή άρνηση θαλασσίου ελέγχου;

Ξεκινώντας από τους ορισμούς, ο θαλάσσιος έλεγχος αφορά στην απρόσκοπτη επιχειρησιακή χρήση συγκεκριμένης θαλάσσια περιοχής για καθορισμένο χρονικό διάστημα, με λογικό βαθμό ρίσκου. Η άρνηση θαλασσίου ελέγχου αφορά στην απαγόρευση απρόσκοπτης επιχειρησιακής χρήσεως μίας θαλάσσιας περιοχής από τον αντίπαλο, για καθορισμένο χρονικό διάστημα (στην συγκεκριμένη περιοχή δεν υπάρχει δυνατότητα ημετέρας αποκτήσεως θαλασσίου ελέγχου αλλά απαγορεύουμε και στον αντίπαλο να τον αποκτήσει). Οι αποστολές αυτές είναι δυναμικές και συμπεριλαμβάνουν την εξουδετέρωση αντιπάλων δυνάμεων οι οποίες εμπλέκονται άμεσα ή έμμεσα στις περιοχές ενδιαφέροντος.

Πιστεύω ότι η χώρα μας θα πρέπει να δύναται να αποκτήσει τον θαλάσσιο έλεγχο σε Αιγαίο, Ιόνιο, Κρητικό και Λιβυκό πέλαγος και παράλληλα να απαγορεύει την απόκτηση θαλασσίου ελέγχου από τον αντίπαλο στην ΝΑ Μεσόγειο. Η Δομή Δυνάμεων και η Δομή Διοικήσεως των ΕΔ θα πρέπει να υπηρετούν τον σκοπό αυτό ο οποίος είναι εφικτός. Τα Υ/Β είναι ιδιαίτερα χρήσιμα σε επιχειρήσεις αρνήσεως θαλασσίου ελέγχου.

Η  ραγδαία εξέλιξη της τεχνολογίας (διαθέσιμη από ημέτερες και αντίπαλες ΕΔ, οι νέες εξελίξεις στην αμυντική τεχνολογία κ.λπ.), πρέπει να παρακολουθείται διαρκώς προκειμένου να τροποποιούνται έγκαιρα και  δυναμικά τα αντίστοιχα τακτικά και επιχειρησιακά Δόγματα, καθώς και για να γίνονται οι βέλτιστες εισηγήσεις αποκτήσεως αμυντικού υλικού. Εάν ένα κράτος αδυνατεί να παρακολουθήσει τον ρυθμό αυτό και ετοιμάζεται να συγκρουσθεί με όρους του χθες και όχι του αύριο, είναι βέβαιο ότι θα υποστεί ανάλογο τίμημα.

Ποιες πρέπει να είναι οι εξοπλιστικές προτεραιότητες για το ΠΝ;

Το όλο θέμα εστιάζεται στην απάντηση του εξής ερωτήματος: Ποια εξοπλιστικά προγράμματα διασφαλίζουν την πλέον αποτελεσματική αποτροπή στο συντομότερο δυνατό χρονικό διάστημα, δεδομένων των οικονομικών περιορισμών και της πιθανότητος μίας επικείμενης επιθετικής ενέργειας κατά ζωτικών συμφερόντων της χώρας;

Με το σκεπτικό αυτό η όλη φιλοσοφία των εξοπλισμών όχι μόνο του ΠΝ αλλά γενικότερα των ΕΔ θα πρέπει να περιλαμβάνει κατά σειρά: Α. Αύξηση της διαθεσιμότητος (π.χ. άνω του 80%) και αναβάθμιση του διατιθεμένου υλικού (π.χ. εκσυγχρονισμός Φ/Γ ΜΕΚΟ, συντήρηση, συμπλήρωση φόρτου όπλων, πυρομαχικών και κρισίμων υλικών, νέες τορπίλες και Κ/Β, πιστοποίηση υφισταμένων, όπλα κατά μη επανδρωμένων συστημάτων, φθηνές αναβαθμίσεις στην εμβέλεια και αξιοπιστία των όπλων, συστημάτων και αισθητήρων, υποστήριξη κ.λπ.). Β. Αλλαγές στην θητεία και την εφεδρεία με επιχειρησιακά κριτήρια. Γ. Απόκτηση δυνατοτήτων ασυμμέτρου καταστρεπτικού αποτελέσματος, σύμφωνα με την απάντηση της ερωτήσεως επτά (7). Δ. Ταυτόχρονη και ταχεία υλοποίηση του προσφάτως εξαγγελθέντος εξοπλιστικού προγράμματος, με παράλληλη αλλαγή του νόμου περί προμηθειών Ε. Ανάλογες κινήσεις στην Κύπρο κατόπιν σχετικής συνεννοήσεως.

Πέραν των ανωτέρω έμφαση και υψηλή προτεραιότητα θα πρέπει να δοθεί στην απόκτηση βαλλιστικών πυραύλων και μη επανδρωμένων συστημάτων (με σχετική τεχνογνωσία και συμπαραγωγή με κράτη όπως η Γαλλία, το Ισραήλ, η Ινδία κ.λπ.), λόγω μεγάλης συνεισφοράς τους στην αποτροπή και την επιχειρησιακή αποτελεσματικότητα.

Ο στόλος πρέπει να αναδιαταχθεί στη Κρήτη και άλλες βάσεις (Σύρος, Σκύρος) ή κάτι τέτοιο δεν αποτελεί τη κυρίαρχη προτεραιότητα; Τι αλλαγές εκτιμάτε ότι χρειάζονται σε διοικητικό επίπεδο;

Τα πλοία του Στόλου είναι σκόπιμο να έχουν ως έδρα μονίμου ελλιμενισμού τους δύο βασικούς ναυστάθμους (Σαλαμίνος και Σούδας) όπου παρέχονται πλήρεις υπηρεσίες υποστηρίξεως. Στις υπόλοιπες ναυτικές βάσεις και λιμένες είναι δυνατός ο προσωρινός ελλιμενισμός και η παροχή βασικών υποστηρικτικών, επισκευαστικών και εφοδιαστικών υπηρεσιών. Μέρος των μονάδων κρούσεως (π.χ. το 1/3) θα ήταν σκόπιμο να ελλιμενίζεται μόνιμα στην Σούδα για πολιτικούς και επιχειρησιακούς λόγους.

Δεδομένου ότι το όλο θέμα εξετάζεται επί πολλά έτη, ίσως είναι η ώρα να ληφθούν τελικές αποφάσεις επί της σκοπιμότητος και εν συνεχεία επί της υλοποιήσεως (πιθανόν η επιλογή να ενισχύεται μετά την πρόσφατη συμφωνία με τις ΗΠΑ για την αναβάθμιση του ΝΚ). Θα ήταν δυνατόν να εξετασθεί η περαιτέρω ενίσχυση των παρεχομένων υπηρεσιών των προκεχωρημένων βάσεων, με κριτήρια το επιχειρησιακό όφελος αλλά και το κόστος μίας αναβαθμίσεώς τους.

Ως προς τις αλλαγές σε Διοικητικό επίπεδο, το όλο θέμα αφορά την ευρύτερη Δομή Διοικήσεως των ΕΔ. Οι μεταβολές θα πρέπει να αποβλέπουν στην ενίσχυση της διακλαδικότητος (η οποία για το συγκεκριμένο γεωγραφικό περιβάλλον αποτελεί ανελαστική απαίτηση τόσο στο στρατηγικό όσο και στο επιχειρησιακό επίπεδο), στην υλοποίηση αμιγώς επιχειρησιακών αναγκών, την μεγιστοποίηση της μαχητικής ικανότητος και την αποφυγή αμοιβαίων παρεμβολών.

Ειδικότερα για την θαλάσσια περιοχή επιχειρήσεων της Α. Μεσογείου (από Ιόνιο έως Κύπρο), απαιτείται μία ενιαία ναυτική Διοίκηση (το σύνολο των αποστολών εντός της Α. Μεσογείου είναι ναυτικής φύσεως), με πλήρη όμως διακλαδική δομή, οργάνωση και εκπαίδευση (κύριο χαρακτηριστικό των παρακτίων επιχειρήσεων). Το Ελληνικό Ινστιτούτο Στρατηγικών Μελετών (ΕΛ.Ι.Σ.ΜΕ.), έχει καταθέσει προ εξαετίας σχετική μελέτη που αφορά στο σύνολο των ΕΔ και η οποία ευελπιστώ ότι κάποτε θα τύχει της δέουσας προσοχής.

Ο διαχρονικός αντίλογος για όλα όσα προανέφερα εστιάζεται στις «άσκοπες εξοπλιστικές δαπάνες» από μία χώρα με πολλές οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες. Θα συμφωνούσα με το επιχείρημα αυτό εάν ζούσαμε σε έναν κόσμο αρμονικά δομημένο και με την δυνατότητα να επιβάλει το Διεθνές Δίκαιο ανά τον πλανήτη μέσω ενός υπερεθνικού στρατού. Δεδομένου ότι τίποτε από αυτά δεν υπάρχει διεθνώς και επιπλέον η γεωγραφική μας θέση δεν μοιάζει με αυτήν άλλων κρατών όπως η Ολλανδία, το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο κ.λπ., τα οποία δεν αντιμετωπίζουν απειλές, η χώρα μας επιβάλλεται να είναι έτοιμη για την προστασία των συμφερόντων της μέσω της αποτρεπτική ισχύος.

Το δίλημμα «βούτυρο ή κανόνια» δεν ευσταθεί αφού πολλά κράτη με ισχυρές ΕΔ και αμυντική βιομηχανία,  πρωτεύουν ταυτόχρονα σε ανάπτυξη και κοινωνικές παροχές. Εναπόκειται στην Ελλάδα και τους πολίτες της να δημιουργήσουν ισχυρές αποτρεπτικές ΕΔ και να επενδύσουν στην ανάπτυξη ισχυρής αμυντικής βιομηχανίας με αναπτυξιακές φιλοδοξίες, αφού πρώτα συνειδητοποιήσουν ότι δίχως περιβάλλον ασφαλείας, καμία επενδυτική, επιχειρηματική, εμπορική, εκπαιδευτική ή πολιτιστική δραστηριότητα είναι δυνατόν να αναπτυχθεί.

Εκ μέρους του defencereview.gr ευχαριστούμε θερμά τον Αντιναύαρχο ε.α Βασίλειο Μαρτζούκο για τη παραχώρηση της παραπάνω συνέντευξης.