Η ανανέωση των κύριων μονάδων του στόλου του Πολεμικού Ναυτικού είναι μια πιεστική ανάγκη η οποία διαμορφώθηκε λόγω της μη ύπαρξης προγραμμάτων ανανέωσης του στόλου από νεότερα σκάφη από το 2010 και εντεύθεν με εξαίρεση της απόκτηση των 3+1 γαλλικών φρεγατών FDI HN. Όπως έχουμε αναφέρει και σε παλαιότερες αναρτήσεις, ο αριθμός των προς αντικατάσταση μονάδων είναι τέτοιος που μόνο μέσα από ένα μακρόπνοο σχεδιασμό μπορεί να επιτευχθεί. Ένας σχεδιασμός που πρέπει να διέπει όλους τους κλάδους των ενόπλων δυνάμεων έτσι ώστε να γίνεται στο σωστό χρόνο η αντικατάσταση ή ο εκσυγχρονισμός των οπλικών συστημάτων που χρειάζεται έτσι ώστε, πρώτον να καλύπτονται οι επιθυμητές οροφές και δεύτερον να διαθέτουμε σύγχρονα και λειτουργικά οπλικά συστήματα.
Η δεκαετής κρίση άφησε το αποτύπωμα γερά επάνω στις Ε.Ε.Δ αφού πλήθως προγραμμάτων δεν εκτελέστηκε ή μετατέθηκε για πολύ αργότερα χρονικά. Το φιλόδοξο πρόγραμμα του πολεμικού ναυτικού των 5,5 δις για την απόκτηση τεσσάρων νέων φρεγατών, τεσσάρων μεταχειρισμένων φρεγατών και παράλληλα την αναβάθμιση των τεσσάρων ΜΕΚΟ 200ΗΝ μετά από τέσσερα χρόνια όπως φαίνεται δεν θα γίνει στην πλήρη έκτασή του. Μέχρι σήμερα όπως είναι γνωστό έχουν παραγγελθεί τρεις FDI HN και μία ακόμη είναι υπό διαπραγμάτευση με αυξημένο κόστος αφού αφήσαμε να εκπνεύσει το χρονικό όριο αποδοχής της option της τέταρτης φρεγάτας του αρχικού συμβολαίου. Επίσης, η αναβάθμιση των ΜΕΚΟ 200ΗΝ θα υπολείπεται κατά πολύ του αρχικού σχεδιασμού, με ότι αυτό συνεπάγεται για τις επιχειρησιακές δυνατότητες των πλοίων αυτών στο μέλλον. Επομένως αν όλα πάνε κατ’ ευχήν με τον σημερινό σχεδιασμό, το 2030 το Π.Ν. θα διαθέτει οκτώ αξιόμαχες κύριες μονάδες, οι οποίες θα πλαισιώνονται από έναν αριθμό πενηντάχρονων φρεγατών “S” για να συμπληρωθεί η οροφή δυνάμεων. Βέβαια δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στην ίδια κατάσταση βρίσκεται επίσης, ο στόλος των υποβρυχίων και των ΤΠΚ.
Σύμφωνα με τον αναθεωριμένο σχεδιασμό του πολεμικού ναυτικού, η οροφή κύριων μονάδων κρούσης έτσι ώστε το Π.Ν. να μπορεί να ανταπεξέρχεται στις εθνικές και υπερεθνικές του υποχρεώσεις είναι 12 φρεγάτες και 6 κορβέτες. Αυτό προβλέπει η Δομή Δυνάμεων του ΠΝ. Επειδή όμως η συμμετοχή στα προγράμματα των φρεγατών Constellation και των ευρωπαϊκών κορβετών EPC χάνεται κάπου στα μέσα της επόμενης δεκαετίας, εάν και εφόσον αυτά προχωρήσουν, καταλαβαίνει κανείς ότι το Π.Ν. δεν μπορεί να μείνει μέχρι τότε ουσιαστικά με οκτώ κύριες μονάδες (τις 4 FDI HN καθώς και τις 4 φρεγάτες ΜΕΚΟ και έναν αριθμό φρεγατών S). Ήτοι μόλις 8 ετοιμοπόλεμες μονάδες. Επομένως χρειάζεται να βρεθεί μια πιο άμεση λύση στο πρόβλημα έλλειψης μονάδων το οποίο θα άρχίσει να φαίνεται πιο έντονα τα επόμενα χρόνια. Παρ’ όλες τις φιλότιμες προσπάθειες των στελεχών του Π.Ν. για τη διατήρηση σε λειτουργία των πενηντάχρονων φρεγατών «S» τα ίδια τα καράβια δεν θα μπορούν να ανταπεξέλθουν στις σύγχρονες απαιτήσεις.
Είναι εντελώς διαφορετικό ένα πλοίο να είναι απλώς αξιόπλοο και άλλο πράγμα να είναι και αξιόμαχο. Από τη στιγμή λοιπόν που δεν υπάρχουν τα κονδύλια για την έναρξη ναυπήγησης σήμερα νέων φρεγατών και κορβετών, δύο προγράμματα τα οποία θα μπορούσαν να αρχίσουν να αποδίδουν νέες μονάδες σε τρία χρόνια από σήμερα, η μόνη γρήγορη λύση για το πρόβλημα αντικατάστασης των φρεγατών “S” είναι να στραφεί το Π.Ν. στην απόκτηση μεταχειρισμένων αλλά κατά πολύ νεότερων πλοίων σε σύγκριση με τα πλοία που πρόκειται να αντικατασταθούν. Βέβαια ακόμη και αυτή η λύση δεν θα είναι χωρίς προβλήματα ή κόστη ανάλογα με την κλάση των πλοίων που θα αποκτηθεί. Κόστη τα οποία θα προέρχονται από απόκτηση πυρομαχικών, τεχνικής κατάρτισης και ανταλλακτικών, μικροεπισκευών, συμπλήρωση εοξοπλισμού και εκπαίδευση στα νέα πλοία και βέβαια το σημαντικότερο τιμή πώλησης του πλοίου. Όμως είναι η μόνη λύση για την απόκτηση νέων μονάδων σήμερα.
Ίσως η πιο κοντά στα μέτρα μας λύση και ίσως με το χαμηλότερο κόστος, είναι η απόκτηση των νορβηγικών φρεγατών κλάσης Fridtjof Nansen εάν είναι διαθέσιμες στα τέλη της τρέχουσας δεκαετίας. Τα πλοία αυτά, τέσσερα στον αριθμό θα αντικατασταθούν στο κοντινό μέλλον από τις νέες φρεγάτες του νορβηγικού ναυτικού. Πρόκειται για Α/Υ φρεγάτες δέκα χρόνια νεότερες από τις ελληνικές ΜΕΚΟ με εντυπωσιακές αντιαεροπορικές ικανότητες. Έχουν μήκος 133,25 μέτρα και εκτοπίζουν 5290 τόνους ένω το πλήρωμα αποτελείται από μόλις 120 άτομα. Το σύστημα πρόωσης είναι τύπου CODAG και τα πλοία επιτυγχάνουν 27 κόμβους μέγιστη τάχυτητα, όσο και οι φρεγάτες FDI HN.
Ο κύριος οπλισμός των φρεγατών είναι ένα ναυτικό πυροβόλο OtoMelara SR 76/62 στην πλώρη και ένας κάθετος οκταπλός εκτοξευτής ΑΑ πυραύλων Mk41 για έως 32 ESSM πίσω από αυτό. Όμως στην τελευταία φρεγάτα της κλάσης ο αριθμός των Mk41 είναι δύο με μέγιστη χωρητικότητα 64 πυραύλων ESSM. Στο μεσόστεγο μεταξύ του κύριου ιστού του ραντάρ και της καπνοδόχου υπάρχουν τοποθετημένοι 2×4 πύραυλοι Επιφανείας-Επιφανείας NSM. Ακολουθούν δύο διπλοί τορπιλοσωλήνες εκατέρωθεν για ελαφρές Α/Υ τορπίλες και τέλος το ελικοδρόμιο και το υπόστεγο ελικοπτέρου ικανά να φιλοξενήσουν ένα Α/Υ ελικόπτερο κλάσης δέκα τόνων. Τον οπλισμό συμπληρώνουν χειροκίνητοι σταθμοί ελαφρών πυροβόλων. Τα πλοία δεν φέρουν κάποιο σύστημα CIWS πυροβόλων ή πυραύλων αλλά σε ελληνική υπηρεσία ο αντίστοιχος εξοπλισμός μπορεί να εγκατασταθεί με σύστημα Mk15 προερχόμενο από τις αποσυρρόμενες “S”.
Ο κύριος αισθητήρας της φρεγάτας είναι το ραντάρ SPY-1F της Lockheed Martin με τέσσερις στοιχειοκεραίες τοποθετημένες στον κύριο ιστό, καλύπτοντας τόξο 360 μοιρών. Για την καθοδήγηση των Α/Α πυραύλων υπάρχουν εγκατεστημένα δύο ραντάρ ελέγχου πυρός/καταύγασης Mk82 AN/SPG-62 που λειτουργούν στην μπάντα Χ (8-12GHz) και ικανότητα καθοδήγησης πυραύλων ESSM και SM-2. Το CMS του σκάφους που είναι ολοκληρωμένο το ραντάρ SPY-1F είναι το γνωστό AEGIS της Lockheed Martin. Πέραν τούτων το πλοίο διαθέτει ένα ραντάρ έρευνας αέρος/επιφανείας που λειτουργεί στη μπάντα S, δύο ραντάρ ναυτιλίας 2D Reutech RSR 210N που λειτουργούν στη μπάντα Χ και ένα Η/Ο σύστημα ελέγχου πυρός Vigy 20 της Sagem. Η ανθυποβρυχιακή σουίτα Α/Υ πολέμου είναι η MSI 2005F της Kongsberg και συμπεριλαμβάνει το συρόμενο σόναρ CAPTAS MK2 v.1 και το σόναρ γάστρας MRS 2000 Spherion αμφότερα της Thales. Το πλοίο διαθέτει επίσης, συστήματα τακτικών ζεύξεων Link11 & Link16, SATCOM, UHF κ.α. και σύστημα ηλεκτρονικού πολέμου ESM CS-3701 της EDO και εκτοξευτές αντιμέτρων DL-12T της Terma με δολώματα υπερύθρων, ραντάρ, ακουστικά καθώς και κατά τορπιλών Loki.
Δεύτερη λύση είναι οι αποσυρόμενες Α/Υ φρεγάτες Type 23 του βρετανικού ναυτικού. Οι φρεγάτες αυτές είναι ίδιας ηλικίας με τις ελληνικές ΜΕΚΟ αλλά έχουν περάσει τα προηγούμενα χρόνια εκτεταμένο πρόγραμμα αναβάθμισης μέσης ζωής με την τελευταία φρεγάτα HMS Sutherland να μπαίνει ξανά σε υπηρεσία μετά την ολοκλήρωσή του τo επόμενο διάστημα. Είναι σίγουρα μια λύση με αρκετές προκλήσεις λόγω του ότι τα περισσότερα συστήματα είναι άγνωστα στο Π.Ν. όπως επίσης λόγω του ότι θα πρέπει να γίνει αντικατάσταση του κύριου πυροβόλου με κάποιο από τα Oto Melara που υπηρετούν στο Π.Ν. καθώς και να γίνει συμπλήρωση του εξοπλισμού μιας και κάποια υποσυστήματα όπως το κύριο ραντάρ Type 997 Artisan πρόκειται να μεταφερθούν στις νέες υπό ναυπήγηση Type 26. Κατά τη διάρκεια του LIFEX (Life Extension Program) στα πλοία εγκαταστάθηκε το αντιαεροπορικό σύστημα Sea Ceptor με πυραύλους CAMM, επίσης το νέο σύστημα διαχείρισης μάχης είναι το DNA (2) της Bae Systems το οποίο αντικατέστησε το αρχικό DNA (1).
Στον ανθυποβρυχιακό τομέα το πλοίο διαθέτει το σόναρ γάστρας μέσης εμβέλειας Type 2050 και το συρόμενο σόναρ Type 2031Z σε τρείς από τις φρεγάτες σε υπηρεσία. Στις υπόλοιπες οκτώ φρεγάτες το Type 2031Z αντικαταστάθηκε από το νεότερο σόναρ της Thales Type 2087 που είναι ουσιαστικά το CAPTAS 4. Το πλοίο διαθέτει το σύστημα ηλεκτρονικών αντιμέτρων (ECM) Type 675(2) και τα συστήματα (ESM) UAF(1) στα αρχικά πλοία και UAT στα επόμενα. Σύστημα εκτόξευσης αντιμέτρων είναι το Sea Gnat με τέσσερις μονάδες εκτόξευσης αντιμέτρων εγκατεστημένες. Όσον αφορά τον Α/Υ τομέα η φρεγάτα φέρει το νέο συρόμενο δόλωμα Type 2070 που αντικατέστησε το παλιό Type 182 κατά τη LIFEX.
Επίσης σε όλα τα πλοία που βρίσκονται σήμερα σε υπηρεσία οι αντιπλοϊκοι πύραυλοι RGM-84 Harpoon αντικαταστάθηκαν από τους NSM της Kongsberg. Τέλος τρεις από τις φρεγάτες (HMS Richmond, HMS St Albans και HMS Sutherland) έχουν περάσει από πρόγραμμα PGMU (Power Generation Machinery Upgrade) όπου οι τέσσερις ηλεκτρομηχανές Paxman Valenta 12RP2000CZ του κάθε πλοίου αντικαταστάθηκαν από ισάριθμες MTU 12V 4000 M53B ισχύος 1650 kw, οι δύο ηλεκτρομότορες που έδιναν ρεύμα 440V αντικαταστάθηκαν καθώς επίσης αναβαθμίστηκαν οι πίνακες διανομής ρεύματος και το MCAS του πλοίου. Τα πλοία αυτά ήταν η κορωνίδα ανθυποβρυχιακού πολέμου του Royal Navy τις δεκαετίες 1990-2010 και τα πρώτα πλοία με ηλεκτροπρόωση και όπως φαίνεται λόγω έλλειψης προσωπικού παράλληλης ναυπήγησης νέων μονάδων θα δούμε αρκετές μονάδες να βγαίνουν εκτός υπηρεσίας νωρίτερα από το αναμενόμενο. Είναι στο χέρι του Π.Ν. και του υπουργείου η ζήτηση των πλοίων αυτών καθώς και θέμα διαπραγματεύσεων με ποιά συστήματα θα μπορούσαν να δωθούν σε εμάς.
Δυστυχώς λόγω υψηλού κόστους απόκτησης νέων μονάδων κρούσης αλλά και αυξημένων αναγκών, βλέπουμε ότι ναυτικά από πλούσιες χώρες όπως η Γερμανία, Γαλλία κ.α., πλοία όπως π.χ. οι F-123, οι K-130 Batch I, οι La Fayette, που υπό άλλες συνθήκες οι μονάδες αυτές σήμερα θα είχαν πωλητήριο όχι μόνο παραμένουν σε υπηρεσία αλλά περνούν και από προγράμματα αναβάθμισης ώστε να μπορούν να είναι αξιόμαχα για τουλάχιστον 10-15 χρόνια ακόμη. Τρανταχτό παράδειγμα οι φρεγάτες F-123 οι οποίες πέρασαν από πρόγραμμα αναβάθμισης το 2010 και το 2021 ανατέθηκε στην SAAB νέο πιο εκτενές πρόγραμμα το οποίο αναμένεται να ολοκληρωθεί το 2030 και πρόκειται να αντικατασταθούν τα δύο ραντάρ του πλοίου από τα Sea Giraffe 4A και Sea Giraffe 1X όπως επίσης και τα STIR 180 από το CEROS 200 τα οποία θα ολοκληρωθούν στο νέο σύστημα ελέγχου μάχης 9LV.
Επίσης πρόκειται να εγκατασταθεί και νέο σύστημα IFF. Υπό αυτές τις συνθήκες η δεξαμενή μεταχειρισμένων πλοίων μικραίνει και λιγοστεύουν οι επιλογές. Αν βέβαια κάποιες από τις παραπάνω κλάσεις πλοίων διατεθούν για πώληση στο άμεσο μέλλον σίγουρα θα πρέπει να μπουν στο στόχαστρο των ανθρώπων του Π.Ν. Τέλος, αυτό δείχνει πόσο αναγκαίο είναι οι ελληνικές ΜΕΚΟ να περάσουν ένα όσο το δυνατόν πιο ολοκληρωμένο πρόγραμμα αναβάθμισης.