Η απόκτηση νέων κύριων μονάδων κρούσης επιφανείας για το Πολεμικό Ναυτικό (ΠΝ) αποτελεί το βασικό αντικείμενο συζήτησης επί των εξοπλιστικών προγραμμάτων. Συγκεντρώνει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον και ως εκ τούτων θεωρούμε πως πρέπει να τοποθετηθούμε καταθέτοντας και τεκμηριώνοντας την άποψη μας. Στη παρακάτω ανάλυση ως αντικειμενικό σκοπό θέτουμε έναν εξοπλιστικό προγραμματισμό ανανέωσης του ελληνικού στόλου, συνεπώς επιχειρούμε να προσεγγίσουμε το ζήτημα με μια ολιστική προσέγγιση όλων των παραμέτρων (εκσυγχρονισμός φρεγατών ΜΕΚΟ 200 ΗΝ, πλοίο ενδιάμεσης λύσης, νέες φρεγάτες και κορβέτες).
Στάδιο πρώτο – Εκσυγχρονισμός Μέσης Ζωής (ΕΜΖ) και απόκτηση πλοίων ενδιάμεσης λύσης
Το άλφα και το ωμέγα των Ενόπλων Δυνάμεων είναι η αξιοποίηση του υπάρχοντος υλικού είτε αυτό αφορά χερσαία είτε ναυτικά και αεροπορικά οπλικά συστήματα. Η άποψη που θέλει τη σύνδεση όλων των προγραμμάτων (εκσυγχρονισμός φρεγατών ΜΕΚΟ 200 ΗΝ, πλοίο ενδιάμεσης λύσης) να δίδεται σε μια χώρα είναι μια κατά τη γνώμη μας διαδικασία με πολλαπλά εμπόδια και κυρίως χρονοβόρα. Είναι γεγονός πως αυτή η προσέγγιση επιχειρείται για να εξασφαλίσει οικονομίες κλίμακας και ομοιοτυπία πλην όμως δεν δύναται να καλύψει όλο το εύρος των αναγκών και μάλιστα με άμεσο χαρακτήρα υλοποίησης.
Ήδη το ΠΝ θα έπρεπε εδώ και μια πενταετία να είχε ξεκινήσει τον ΕΜΖ των τεσσάρων φρεγατών ΜΕΚΟ 200 ΗΝ στη βάση ενός εξοπλιστικού προγράμματος ύψους 400 εκατομμυρίων ευρώ, δηλαδή ΕΜΖ 100 εκατομμυρίων ανά πλοίο, ποσό ιδιαίτερα ικανοποιητικό ώστε να προσδώσει σημαντική αναβάθμιση των επιχειρησιακών δυνατοτήτων των πλοίων.
Σήμερα το ΠΝ προσπαθώντας να συνδέσει και να ικανοποιήσει όλα τα προγράμματα σε έναν κατασκευαστή (εταιρεία) μιας χώρας χάνει κρίσιμο χρόνο. Χρόνος που αφαιρείται από τον επιχειρησιακό βίο των πλοίων δεδομένου ότι από τη στιγμή που θα παρθεί η απόφαση για τον ΕΜΖ μεσολαβούν τουλάχιστον τρία έτη ώσπου το ΠΝ να παραλάβει το πρώτο εκσυγχρονισμένο πλοίο με την προοπτική ότι δεν θα υπάρξει η παραμικρή καθυστέρηση. Ήδη οι φρεγάτες συμπληρώνουν περί τα 25 με 30 χρόνια επιχειρησιακού βίου στο ΠΝ (η «ΥΔΡΑ» καθελκύστηκε το 1992, η φρεγάτα «ΣΠΕΤΣΑΙ» το 1996 ενώ αμφότερες οι φρεγάτες «ΨΑΡΑ» και «ΣΑΛΑΜΙΣ» το 1998). Τα πλοία ήδη θα έπρεπε να είχαν εκσυγχρονιστεί. Αντ’ αυτού εμείς ακόμη συζητάμε προσπαθώντας να βρούμε μια λύση από έναν κατασκευαστή μιας χώρας που θα μας ικανοποιεί τόσο στον ΕΜΖ των ΜΕΚΟ όσο και στις δυνατότητες ναυπήγησης νέων πλοίων καθώς και στην ενδιάμεση λύση, ζήτημα αδύνατο και χρονοβόρο. Ο χρόνος περνά και τα πλοία δεν εκσυγχρονίζονται.
Το ΠΝ ήδη θα έπρεπε να είχε προχωρήσει στον ΕΜΖ των τεσσάρων φρεγατών επιλέγοντας μια από τις δύο κύριες ευρωπαϊκές προτάσεις. Από τη μια μεριά της Thales και από την άλλη της SAAB που αποτελούν τους δύο βασικότερους ανταγωνιστές για το πρόγραμμα. Η σουηδική SAAB έχει προσφέρει ένα εξαιρετικά ανταγωνιστικό πακέτο σε τιμές που κάλυπταν την αρχική πρόβλεψη για τον ΕΜΖ των πλοίων δηλαδή με τιμές περί τα 40 εκατομμύρια ευρώ ανά πλοία. Η σουηδική προσέγγιση βελτιώνει σημαντικά τις δυνατότητες των φρεγατών σε τέσσερα σημεία: το ραντάρ, το τακτικό σύστημα, τα δύο ραντάρ ελέγχου πυρός και το ESM των πλοίων. Αυτό φυσικά δεν στερεί τη δυνατότητα το ΠΝ να επιλέξει και επιμέρους εταιρείες για τον εκσυγχρονισμό των φρεγατών όπως νέα σόναρ ή ενίσχυση των υπαρχόντων οπλικών συστημάτων.
Εν αντιθέσει με την επιλογή του SMART- S Mk2 της Thales, η SAAB προσφέρει ένα ραντάρ νέας γενιάς και φιλοσοφίας. Το ραντάρ SEA GIRAFFE 4A κατηγορίας AESA παρουσιάστηκε επίσημα το 2017 και αποτελεί μια πολύ σύγχρονη σχεδίαση ραντάρ. Επιπροσθέτως, το σύστημα ελέγχου πυρός CEROS-200 της Saab έχει ήδη καταγράψει σημαντική εμπορική επιτυχία με 200 περίπου συστήματα σε υπηρεσία ανά τον κόσμο. Μπορεί να ανιχνεύσει πολλαπλούς στόχους και επιτρέπει την πλήρη αξιοποίηση του συστήματος ESSM (Evolved Sea Sparrow Missile), που αποτελεί το κύριο αντιαεροπορικό σύστημα των ελληνικών MEKO-200. Επιτυγχάνει μέγιστο βεληνεκές άνω των 100 χιλιομέτρων, ενώ μπορεί κάθε ραντάρ ελέγχου πυρός να εμπλέξει τουλάχιστον δύο στόχους ταυτόχρονα. Επομένως, κάθε φρεγάτα που διαθέτει δυο CEROS-200 μπορεί να εμπλέκεται με συνολικώς τέσσερις εναέριους στόχους ταυτοχρόνως. Όλα τα παραπάνω διασυνδέονται και ολοκληρώνονται στο τακτικό σύστημα των πλοίων σύστημα διαχείρισης μάχης τύπου 9LV.
Κλείνοντας, η Saab προχωρά σε πρόταση αλλαγής και του ESM των φρεγατών. Η οικογένεια συστημάτων SME προσφέρουν λύσεις στον τομέα των ηλεκτρονικών μέσων υποστήριξης (ESM) και ELINT. Όπως και στην περίπτωση των 9VL, έτσι και τα συστήματα SME έχουν αναπτυχθεί σε διαφορετικές εκδόσεις (SME-50/150/250) ανάλογα με το μέγεθος του πλοίου, με το SME-150 να ενδείκνυται για πλοία επιπέδου κορβέτας και φρεγάτας. Στη βάση της παραπάνω πρότασης, ο ΕΜΖ των φρεγατών κάλλιστα μπορεί να συμπληρωθεί με αναβάθμιση των CIWS του πλοίου ή ιδανικά προσθήκη RAM, βελτίωση του πρωραίου πυροβόλου, αναβάθμιση των ανθυποβρυχιακών δυνατοτήτων με νέα σόναρ (τρόπιδας και μεταβλητού βάθους), νέο ηλεκτροπτικό καθώς και εγκατάσταση ΜΚ 41.
Ανταγωνιστική της SAAB είναι η πρόταση της Thales. Οι Ολλανδοί ισχυρίζονται πως μπορούν να πετύχουν ομοιοτυπία με τις υπόλοιπες φρεγάτες του ΠΝ καθώς και με τις νέες τοποθετώντας το Τακτικό Σύστημα Μάχης TACTICOS στο Κέντρο Πληροφοριών Μάχης των φρεγατών όπως αντιστοίχως ισχυρίζονται οι Αμερικανοί με το COMBATSS-21. Εκτός του TACTICOS προσφέρεται νέο ραντάρ (SMART- S Mk2 ή άλλο νεότερο όπως τα NS-100, NS-200, Sea Master 400 ή APAR Block 2). Αυτές όμως οι επιλογές κοστίζουν πολύ και τα πλοία δεν αξίζει να υποστούν έναν τόσο ακριβό εκσυγχρονισμό τη στιγμή που βρίσκονται στο τέλος του επιχειρησιακού τους βίου, στη δύση της ζωής τους. Στις παραπάνω λύσεις προστίθενται από την Τhales νέα ραντάρ ελέγχου πυρός STIR1.2 EO Mk2 και Mirador.
Ο λόγος που επιλέξαμε να σταθούμε στις δύο επιλογές ΕΜΖ των MEKO 200 HN από SAAB και Thales είναι γιατί τις θεωρούμε τις πιο ικανοποιητικές από άποψη κόστους/ οφέλους και συνάμα δοκιμασμένες και αξιόπιστες. Αφήνουμε εκτός τη γαλλική λύση της Naval Group (αδυναμία διασύνδεσης του SETIS με βλήματα ΕSSM ή διασύνδεση με υψηλό κόστος) καθώς και της Lockheed Martin Canada προτάσεις αμφότερες με πολύ υψηλό κόστος. Ξεχωρίσαμε τη λύση της SAAB απόρροια ανταγωνιστικής τιμής και σύγχρονων τεχνολογιών (SEA GIRAFFE 4A, CEROS-200, 9VL) και τη λύση της Thales συνέπεια δοκιμασμένων συστημάτων στο ΠΝ (TACTICOS, MIRADOR και STIR).
Το μειονέκτημα στη λύση της Thales είναι το ραντάρ (SMART- S Mk2) το οποίο βέβαια μπορεί να αλλαχθεί και να επιλεγεί ένα νεότερο όπως το NS-200/ NS-100, Sea Master 400 ή APAR Block 2 σε συνδυασμό με βλήματα ESSM. Τόσο τα Sea Master 400 όσο και APAR Block 2 είναι ραντάρ σταθερής διάταξης και αποτελούν τις πλέον σύγχρονες λύσεις στον τομέα των ραντάρ. Το ζήτημα όμως επιλογής ραντάρ χρειάζεται ιδιαίτερης προσοχής διότι το ραντάρ πρέπει να είναι διασυνδεδεμένο με τα επιμέρους ραντάρ ελέγχου πυρός που καθοδηγούν τα βλήματα προς τον στόχο και φυσικά το τακτικό σύστημα.
Φυσικά εκτός των ραντάρ το ΠΝ πρέπει να δώσει τη μέγιστη βάση στην αύξηση των ανθυποβρυχιακών δυνατοτήτων των πλοίων. Κυρίαρχη στον τομέα των ανθυποβρυχιακών επιχειρήσεων είναι η Thales.
Η λύση της Lockheed Martin Canada εμπεριέχει το TRS-4D ένα σύγχρονο ραντάρ (τηρουμένων των αναλογιών για τα πλοία) καθώς και το COMBATSS-21.
Ανακεφαλαιώνοντας, άποψη του γράφοντος είναι πως η όποια λύση επιλεγεί για τον ΕΜΖ των τεσσάρων φρεγατών πρέπει να είναι δοκιμασμένη και αξιόπιστη με αποδεδειγμένη λειτουργικότητα σε τρίτα ναυτικά ώστε να διασφαλίσει χαμηλό τεχνικό ρίσκο και άμεση εκτέλεση του προγράμματος εκσυγχρονισμού δίχως πειραματισμούς που θα επιφέρουν καθυστερήσεις στις παραδόσεις. Οι νέες τεχνολογίες που πρεσβεύουν τα ραντάρ σταθερής διάταξης ασφαλώς και πρέπει να ενταχθούν στο ΠΝ όμως αυτές πρέπει να είναι στις νέες φρεγάτες.
Πλοία ενδιάμεσης λύσης
Μένοντας στη παρούσα φάση του σχεδιασμού το ΠΝ οφείλει να επιλέξει πλοίο ενδιάμεσης λύσης ώστε να δοθεί άμεσες ανάσες στον ελληνικό στόλο με διαδικασίες hot transfer. Εκτίμηση μας είναι πως η πλέον ρεαλιστική και βιώσιμη λύση είναι η άμεση δρομολόγηση απόκτησης των δύο ολλανδικών φρεγατών «Μ». Πρόκειται για πλοία εκσυγχρονισμένα με νέο ραντάρ SMART-S Mk1 και 16 βλήματα Sea Sparrow. Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα αυτής της επιλογής είναι το κόστος (περί τα 200 εκατομμύρια ευρώ για δύο φρεγάτες) και η άμεση αξιοποίηση. Δεδομένου ότι η επιλογή των Arleigh Burke απομακρύνεται από τον ορίζοντα αφού δεν υπάρχει διαθεσιμότητα, η επιλογή των Τiconderoga συνιστά επιλογή με βραχύβιο χαρακτήρα λόγω ηλικίας των πλοίων. Επιπροσθέτως, τα συγκεκριμένα πλοία θα απαιτήσουν μεγάλα κονδύλια για να εξοπλιστούν και να υποστηριχθούν σε επίπεδο διοικητικής μέριμνας.
Ενδεικτικά αναφέρουμε πως στα πλαίσια συντήρησης, ο δεξαμενισμός των πλοίων γίνεται μόνον στα ναυπηγεία της Σύρου αφού το βύθισμα των πλοίων είναι απαγορευτικό για πλου από τον δίαυλο του ναυστάθμου Σαλαμίνας. Εργασίες εκβάθυνσης απαιτούν επιπρόσθετο κόστος που φυσικά θα επιβαρύνει το ΠΝ. Ακόμη ένα άλλο ζήτημα είναι οι υψηλές απαιτήσεις στελέχωσης των πλοίων που θα απαιτήσουν το ΠΝ να αποσύρει τουλάχιστον τρεις φρεγάτες, τις μη εκσυγχρονισμένες «S». Να σημειωθεί ότι οι φρεγάτες είναι ήδη υποστελεχωμένες, συνεπώς η εύρεση προσωπικού δεν είναι τόσο εύκολη όσο φαίνεται. Το ΠΝ θα κληθεί να εγκαταστήσει και νέα συστήματα αφού το Αμερικανικό Ναυτικό είναι βέβαιο πως θα αφαιρέσει αρκετά διαβαθμισμένα συστήματα από τα πλοία.
Το κυριότερο όμως μειονέκτημα είναι πως οι όποιες δαπάνες λάβουν χώρα δεν θα αποσβεστούν αφού τα πλοία είναι ήδη προχωρημένης ηλικίας. Δεν πρέπει επίσης να μας διαφεύγει η παράμετρος κόστος κύκλου ζωής. Εκτός εξίσωσης αφήνουμε τις αγγλικές Type 23 λόγω νέων συστημάτων που πρέπει να εισάγει το ΠΝ.
Στάδιο δεύτερο: Ναυπήγηση νέων φρεγατών
Το ΠΝ επείγει να αποκτήσει καινούργια πλοία που θα ανανεώσουν τον κύριο κορμό των πλοίων της Διοίκησης Φρεγατών. Πλοία ικανά κατηγορίας φρεγάτας με ενισχυμένες δυνατότητες αεράμυνας περιοχής και συνάμα εξαιρετικές δυνατότητες ανθυποβρυχιακού πολέμου. Προκειμένου το ΠΝ να εισέλθει στη νέα εποχή είναι αναγκαίο να αποκτηθούν φρεγάτες με ραντάρ σταθερής διάταξης καθώς και βλήματα ενεργού καθοδήγησης, ώστε το πλοίο να πραγματοποιεί ταυτόχρονες εμπλοκές κατά εναέριων στόχων σε μεγάλες αποστάσεις άνω των 100 χιλιομέτρων και φυσικά ένα ραντάρ που θα βρίσκεται στην αιχμή της τεχνολογίας.
Με γνώμονα τις παραπάνω δυνατότητες το ΠΝ οφείλει να διαπραγματευτεί στη βάση για τουλάχιστον τέσσερις φρεγάτες με ενισχυμένες δυνατότητες αεράμυνας περιοχής. Σε αυτή τη κατηγορία είναι η γαλλική Belharra με την διαμόρφωση των 32 κελιών και ασφαλώς την ύπαρξη όπλου κατηγορίας CIWS όπως το RAM. Επιμένουμε στη πάγια θέση μας πως τα MMSC δεν συνιστούν μια ικανοποιητική επιλογή για το ΠΝ με πλειάδα εγγενών μειονεκτημάτων. Ίσα ίσα που τα MMSC συνιστούν μια πανάκριβη λύση καθώς για τέσσερα πλοία διαμόρφωσης ναυτικού Σαουδικής Αραβίας (άνευ αεράμυνας περιοχής με 32 ESSM και ελλιπείς δυνατότητες ανθυποβρυχιακών επιχειρήσεων), το κόστος ήταν της τάξης των 3,9 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Αναλογιστείτε τώρα την αύξηση του κόστους εάν το ΠΝ προχωρούσε σε διαμόρφωση με παραπάνω κελιά για SM-2 και αλλαγή ραντάρ όπως έγινε με τη διαμόρφωση της Belharra από τη γαλλική στην ελληνική διαμόρφωση.
Το ΠΝ πρέπει να στραφεί σε μια ευρωπαϊκή σχεδίαση με ευρωπαϊκές τεχνολογίες αισθητήρων/ ραντάρ και ευρωπαϊκά όπλα (βλήματα ενεργού καθοδήγησης Aster 30 και βλήματα μέσης ακτίνας CAMM). Ο λόγος που δίνουμε βάση στις ευρωπαϊκές επιλογές είναι η ύπαρξη δεύτερης πηγής εφοδιασμού οπλικών συστημάτων.
Επιλογή θα μπορούσαν να αποτελέσουν και οι Type 31 (Arrowhead 140) καθώς και οι ΜΕΚΟ Α200. Παρά το γεγονός πως η MEKO A200 προβάλει ως μια ευέλικτη πλατφόρμα, για πολιτικούς λόγους που άπτονται της διαρκούς στήριξης της Γερμανίας στη Τουρκία, θεωρούμε πως η χώρα μας δεν πρέπει να επιλέξει μια γερμανική σχεδίαση. Το ίδιο ισχύει για Ιταλούς και Ισπανούς. Ακόμη όμως και εάν εξαιρέσουμε το πολιτικό σκέλος, η Α200 θα εμπεριείχε αυξημένο κόστος απόκτησης εάν διαμορφώνονταν με βάση τις επιχειρησιακές απαιτήσεις του ΠΝ με την ενσωμάτωση βλημάτων Αster 30/ SM-2. Μπορεί η ΜΕΚΟ Α200 να προβάλει ως μια προσιτή επιλογή αλλά στη διαμόρφωση Αιγύπτου, Αλγερίας ή Νοτίου Αφρικής. Όχι ως φρεγάτα με ενισχυμένες ικανότητες αεράμυνας περιοχής όπως θέλει το ΠΝ.
Η Type 31 (Arrowhead 140) αποτελεί και αυτή μια πολύ αξιόλογη σχεδίαση. Και αυτή με τη σειρά της προβάλει ως μια πολύ οικονομική επιλογή αλλά στη διαμόρφωση του Βασιλικού Ναυτικού. Συνεπώς, ισχύει το ίδιο. Εάν επιθυμούμε να το διαμορφώσουμε με βάση τις ανάγκες μας το κόστος αυξάνεται. Αυτό αποτελεί κοινό παρονομαστή σε όλες τις επιλογές. Επιπλέον, η Αγγλία ως χώρα λίγα ή καθόλου έχει να προσφέρει στη χώρα μας ως πολιτικά οφέλη απέναντι στη Τουρκία. Τόσο για τις Α200 όσο και για τις Arrowhead 140 δεν υπάρχουν ακριβή κόστη στο ΠΝ με βάση πιθανές προσθήκες που θα ζητούσε το ΠΝ ώστε να καλύπτονται οι ελληνικές ανάγκες γιατί οι συζητήσεις δεν προχώρησαν στον βαθμό όπως έγινε με τις Belharra και τις MMSC. Τα πλοία αυτά προσφέρονται όπως προσφέρθηκαν σε άλλους χρήστες με εξοπλιστικό τελείως διαφορετικό από τις επιχειρησιακές απαιτήσεις του ΠΝ. Η πρόταση των Ολλανδών με τις SIGMA στην υφιστάμενη διαμόρφωση δεν καλύπτει το ΠΝ και συνεπώς ισχύει ότι και παραπάνω.
Για όλους τους παραπάνω λόγους πιστεύουμε πως η Belharra με βάση την ελληνική διαμόρφωση αποτελεί τη βέλτιστη επιλογή για το ΠΝ. Το γράφουμε ξεκάθαρα και με σαφήνεια. Και αυτό γιατί το πλοίο καλύπτει στο ακέραιο τις ελληνικές απαιτήσεις για μια σύγχρονη φρεγάτα νέας σχεδίασης με τεχνολογίες του 2020 που θα παρέχει κάλυψη όλων των αναγκών στον ναυτικό πόλεμο και κυρίως θα παρέχει αυξημένες ικανότητες αεράμυνας περιοχής.
Το κόστος μιας τέτοιας προμήθειας για τέσσερα πλοία δεν είναι ακόμη γνωστό, σίγουρα όπως είναι μικρότερο της προσφοράς για δύο Belharra ελληνικής διαμόρφωσης στη τιμή των 2.82 δισεκατομμυρίων ευρώ συμπεριλαμβανομένης τεχνικής υποστήριξης και κόστος όπλων. Το κόστος είναι και αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε υψηλό επίπεδο μεταξύ Ελλάδας και Γαλλίας ώστε να συμπιεστούν οι τιμές. Κάλλιστα η ναυπήγηση των νέων φρεγατών θα μπορούσε να συνδεθεί με την επιλογή και νέων κορβετών ώστε να υπάρχει ένα συνολικό πλάνο ανανέωσης του ελληνικού στόλου και κυρίως να εξασφαλιστούν καλύτερες τιμές.
Στάδιο τρίτο – Ναυπήγηση κορβετών
Όπως επισημάναμε στην αρχή του κειμένου ο σχεδιασμός του ΠΝ πρέπει να είναι μακροπρόθεσμος στη βάση αντικατάστασης εννέα φρεγατών τύπου «S». Ακόμη και εάν ναυπηγηθούν τέσσερις νέες φρεγάτες το πρόβλημα δεν απαλείφεται. Μονόδρομος είναι η ναυπήγηση κορβετών ικανού εκτοπίσματος όπως αυτών που αναφερθήκαμε στη προηγούμενη μας ανάλυση. Η εμπλοκή της χώρας μας στην ευρωπαϊκή κορβέτα αποτελεί μια πολύ καλή επιλογή αλλά με μακροπρόθεσμο ορίζοντα υλοποίησης. Δεν θα επεκταθούμε παραπάνω σε αυτό το στάδιο δεδομένου ότι έχει αναλυθεί επαρκώς, το αναφέρουμε όμως γιατί η κορβέτα με σοβαρές δυνατότητες κατά την άποψη μας έχει θέση στον στόλο του ΠΝ.
Ο στόχος είναι το ΠΝ να συγκροτήσει μακροπρόθεσμα μια δύναμη πλοίων από 4 νέες φρεγάτες, 4 αναβαθμισμένες ΜΕΚΟ 200 ΗΝ και κατ’ ελάχιστο 4 κορβέτες ώστε να υπάρχει μια οροφή της τάξεως των 12 μονάδων επιφανείας σε ορίζοντα δεκαετίας καθώς και δύο πλοία ενδιάμεσης λύσης όπως οι δυο φρεγάτες «Μ» της Ολλανδίας. Σύνολο 14 μονάδες.
Δεδομένου ότι οι εξελίξεις τρέχουν θεωρήσαμε σκόπιμο να τοποθετηθούμε αναλυτικώς και εκτενώς ώστε να καταθέσουμε την άποψη μας τεκμηριώνοντας την. Επίσης, είναι αναγκαίο να αποσυνδεθούν διάφορα προγράμματα όπως η ναυπήγηση νέων πλοίων συνδυαστικά με την εύρεση πλοίων ενδιάμεσης λύσης και τον ΕΜΖ των ΜΕΚΟ 200 ΗΝ γιατί δημιουργούν καθυστερήσεις στη λήψη απόφασης και δυσχεραίνουν σημαντικά την εξίσωση. Αυτός ήταν και ο λόγος που τα κατηγοριοποιήσαμε ξεχωριστά. Ολοκληρωμένη λύση δεν συνεπάγεται εξ ολοκλήρου ανάθεση συμβάσεων σε μια χώρα αλλά και ξεχωριστές επιλογές που συγκροτούν ένα ενιαίο αποτέλεσμα ποιοτικώς ανώτερο από την ανάθεση όλων των προγραμμάτων σε μια εταιρεία (ή κράτος) και φυσικά με άμεσο χαρακτήρα υλοποίησης.
Το βασικότερο όλων είναι να εξασφαλιστούν επιλογές που καλύπτουν τις επιχειρησιακές ανάγκες του ΠΝ και προσφέρουν ποιοτικό προβάδισμα συγκριτικά με την απειλή. Το βασικότερο κριτήριο για την επιλογή ενός οπλικού συστήματος οφείλει να είναι το τεχνικό/ επιχειρησιακό. Βεβαίως θα πρέπει η όποια επιλογή να συμβαδίζει με επιλογές από χώρες φιλικές προς την Ελλάδα (πολιτικό κριτήριο) ώστε να παρέχονται και να διασφαλίζονται πολιτικά και διπλωματικά οφέλη. Το ζητούμενο είναι να μην συμβαίνει το αντίθετο: πολιτικές και επιχειρηματικές παρεμβάσεις να καθορίζουν επιχειρησιακές απαιτήσεις.