Στο ζήτημα της ναυτικής κρούσης και ορθότερα ως ΤΑΥΝΕ – Τακτική Αεροπορική Υποστήριξη Ναυτικών Επιχειρήσεων που καλείται να εκτελέσει η Πολεμική Αεροπορία (ΠΑ) έχουμε αναφερθεί πολλές φορές με επίκεντρο των συνδυασμό Mirage 2000 EGM/ BGM και AM – 39 Exocet. Σε προγενέστερη τοποθέτηση μας αναφερθήκαμε στην απόκτηση των ατρακτιδίων ΑΝ/ΑΑQ-33 Sniper ATP (Advanced Targeting Pod) εντός του πακέτου ύψους 700 εκατομμυρίων ευρώ απόρροια του εκσυγχρονισμού των F-16 Block 50 της ΠΑ. Στη παρούσα ανάλυση μας επίκεντρο του θέματος είναι η αναβάθμιση των ικανοτήτων της ΠΑ στη ναυτική κρούση με αιχμή του δόρατος το ατρακτίδιο ΑΝ/ΑΑQ-33 Sniper, το οποίο εκτός των χρήσεων έναντι χερσαίων στόχων μπορεί να αξιοποιηθεί ευρέως και κατά εχθρικών πλοίων. Στην ουσία η έλευση των Sniper για τη ΠΑ είναι μια πολύ μεγάλη επιχειρησιακή αναγκαιότητα που έχει ήδη καθυστερήσει πολύ.
Tακτικό σκέλος
Οι αποστολές ΤΑΥΝΕ εκτελούνται από τη ΠΑ μέσω ενός «πακέτου» αεροσκαφών, το γνωστό COMAO (Composite Air Operations). Πρωταρχικό μέλημα είναι να αναγκαστούν να σιγάσουν τα εχθρικά ραντάρ των πλοίων αφού εκτελεστούν βολές με βλήματα AGM-88B HARM. Εδώ ακριβώς επισημαίνεται η γενικευμένη χρήση Link 16 και από ναυτικές μονάδες εκτός των αεροπορικών που λαμβάνουν εικόνα από άλλα μέσα κάνοντας τα ίδια να λειτουργούν παθητικά, άρα να στοχοποιούνται και να βάλλονται δυσκολότερα. Συνεχίζοντας έπειτα από τις βολές των AGM-88B HARM, έρχεται ο νευραλγικός ρόλος των AM – 39 Exocet ως εξειδικευμένο όπλο ναυτικής κρούσης. Δεν πρέπει όμως να λησμονούμε πως πρόκειται για ένα σχετικά παρωχημένο βλήμα.
Στο σημείο αυτό επισημαίνεται η επιχειρησιακή αξιοποίηση των ατρακτιδίων Sniper τα οποία δύναται να κατευθύνουν τις βόμβες λέιζερ όπως τις GBU-24 PW III και GBU-50 EP II της ΠΑ προς τα εχθρικά πλοία. Αξίζει να τονιστεί πως οι βόμβες GBU-50 EP II διαθέτουν την ικανότητα να βληθούν έναντι ναυτικών στόχων. Αυτό που θέλουμε να επισημάνουμε είναι ο συνδυασμός των ατρακτιδίων Sniper ως μέσου που καταδεικνύει και καθοδηγεί τις βόμβες GBU-50 EP II, oι οποίες μπορούν να αφεθούν από περίπου 15 ναυτικά μίλια. Η εμβέλεια αυτή δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλη δεδομένου πως οι τουρκικές φρεγάτες διαθέτουν βλήματα ESSM πλην όμως υπενθυμίζεται ότι έχουν προηγηθεί βολές AGM-88B HARM μέσα σε ένα περιβάλλον κορεσμού της αντιαεροπορικής άμυνας της ομάδας μάχης πλοίων με ταυτόχρονες συνδυασμένες επιθέσεις από άλλα αεροσκάφη του «πακέτου». Προϋπόθεση φυσικά είναι να έχουν σιγάσει τα ραντάρ των πλοίων από βλήματα Harm ώστε να μπορέσουν να διεισδύσουν τα φίλια αεροσκάφη και να γίνει η επιτυχημένη άφεση των όπλων. Ως εκ τούτων, το Sniper αναλαμβάνει να καθοδηγήσει τις GBU-50 EP II προς τον στόχο, ακόμη και εάν αυτός είναι κινούμενος όπως ένα πλοίο και εκτελεί ελιγμούς με υψηλές ταχύτητες. Η GBU-50 EP II όντας ένα όπλο της τάξης των 2000 λιβρών η καταστρεπτικότατα του είναι δεδομένη και αδιαμφισβήτητη.
Σημειώνεται, ότι τα τουρκικά SM-1 παρουσιάζουν αμφίβολη αξιοπιστία ενώ στο σημείο αυτό και ο πλέον αδαής αντιλαμβάνεται την ανάγκη για την ύπαρξη βλημάτων αντιαεροπορικής άμυνας μεγάλου βεληνεκούς όπως οι SM-2 ή οι Aster 30 σε συνδυασμό πάντα με ένα ικανό ραντάρ και ένα γενικότερο πλέγμα πυκνής αντιαεροπορικής άμυνας.
Επιπροσθέτως, η αξιοποίηση των Sniper δεν περιορίζεται μόνον ως σύστημα καθοδήγησης όπλων λέιζερ αλλά και ως μέσο εκτίμησης ζημιών. Συνεπώς, από τακτικής απόψεως ο υπολογισμός εκτίμησης ζημιών λαμβάνει χώρα ως εξής: από την απόσταση έως τα 20 ναυτικά μίλια από τον στόχο, το Sniper έχει την ικανότητα να αποτελέσει εργαλείο εκτίμησης ζημιών, στην αμέσως επόμενη κατηγορία το ατρακτίδιο DB-110 έχει καταλυτική σημασία και τέλος άνω των 80 ναυτικών μιλίων, η χρήση δορυφόρου είναι μονόδρομος.
Τεχνική Περιγραφή
Ας εξετάσουμε τώρα από τεχνικής πλευράς το ατρακτίδιο για να δούμε τι περισσότερο παρέχει σε σχέση με το LANTIRN. Ξεκινάμε πάλι από το FLIR του συστήματος που και εδώ είναι τρίτης γενιάς, μέσης κυματομορφής, αλλά με ακόμα ταχύτερο επεξεργαστή σήματος εικόνας. Η κεφαλή των ηλεκτροοπτικών του Sniper (πυργίσκος) περιστρέφεται χωρίς περιορισμό περί τον διαμήκη άξονα (roll) σε οποιαδήποτε θέση, ενώ κατακόρυφα οι αισθητήρες μπορούν να «δουν» σε γωνίες μέχρι πέντε μοίρες (+5) και σε κατόπτευση μέχρι και -155 μοίρες.
Πράγμα που σημαίνει ότι μπορούν να περιστραφούν προς τα κάτω και προς τα κάτω και πίσω τόσο ώστε να «βλέπουν» τις περιοχές πίσω από το αεροπλάνο. Μέσω του FLIR ή της CCD κάμερας το σύστημα μπορεί να εντοπίσει και να εγκλωβίσει και ιπτάμενους στόχους, ενώ παρέχει ίδιες δυνατότητες για σταθερούς και κινούμενους στόχους στο έδαφος. Ο κατασκευαστής του συστήματος υποστηρίζει ότι το Sniper παρέχει μοναδικές δυνατότητες διατήρησης εγκλωβισμού κινούμενων στόχων και κατάδειξής τους, καθώς ακόμα και υπό ακραίες συνθήκες η στοχοποίηση δεν «σπάει», δεν διακόπτεται ως διαδικασία. Άλλο μοναδικό –πάντα κατά τον κατασκευαστή- χαρακτηριστικό του Sniper είναι η πρωτοποριακή πλατφόρμα σταθεροποίησης των ηλεκτροοπτικών του.
Από εκεί και πέρα υπάρχουν Laser Spot Tracker, Laser Marker συμβατό με τη χρήση NVG, καταδείκτης-αποστασιόμετρο λέιζερ με δύο διαφορετικές συχνότητες εκπομπής (για επιχειρήσεις και εκπαίδευση), ακίνδυνο για την ανθρώπινη όραση, δυνατότητα αυτόματου –μέσω του ΙΝS του συστήματος- συνεχούς υπολογισμού της γωνίας απόκλισης του στόχου από τον διαμήκη άξονα του αεροσκάφους-φορέα, ψηφιακός καταγραφέας βίντεο (DVR), αυτόνομο σύστημα ζεύξης δεδομένων για τη μετάδοση και τη λήψη εικόνων βίντεο σε πραγματικό χρόνο, δυνατότητα καθοδήγησης όπλων (J Series) μέσω GPS με αυτόματο προσδιορισμό-αναπαραγωγή συντεταγμένων στόχων και καταδείκτη IR.
Όλα αυτά περικλείονται σε ένα ελαφρύτερο και αεροδυναμικότερο ατρακτίδιο συγκριτικά με τις άλλες σχεδιάσεις. Το βάρος του Sniper είναι 195 κιλά (το μικρότερο), το μήκος του 2,52 μέτρα (το μεγαλύτερο) και η διάμετρός του 30,5 εκατοστά (η μικρότερη). Με βάση στοιχεία που έχει δώσει στη δημοσιότητα η LM, το Sniper έχει επιδείξει ακόμη μεγαλύτερο βαθμό διαθεσιμότητα από το LANTIRN ER που παραμένει στο 98% από την περίοδο των αρχικών επιχειρησιακών δοκιμών στο Ιράκ το Μάιο του 2005. Η απόλυτα σπονδυλωτή (τμηματική) κατασκευή του ατρακτιδίου (αποτελείται από 39 LRU!) επιτρέπει την αποκατάσταση βλαβών σε χρονικά διαστήματα της τάξης των 20 λεπτών στη γραμμή πτήσεων, ενώ ο μέσο χρόνος μεταξύ βλαβών έχει υπολογιστεί στις 600 ώρες λειτουργίας.
Ανακεφαλαιώνοντας, για πολλοστή φορά αναφέρουμε πως η ΠΑ πρέπει άμεσα να εμπλουτίσει το οπλοστάσιο της αποκτώντας νέα ατρακτίδια και νέα όπλα και συγκεκριμένα έξυπνα όπλα ακριβείας. Αυτό θα αποτελέσει και τη πλήρη κεφαλαιοποίηση και μέγιστη δυνατή αξιοποίηση του εκσυγχρονισμού των ελληνικών F-16 στο κορυφαίο επίπεδο του F-16 Viper.
Ένα άλλο μέγιστο ζήτημα είναι η μαζική χρήση και η γενικευμένη εγκατάσταση τερματικών Link 16 ώστε να υπάρχει κοινή εικόνα της τακτικής κατάστασης ώστε να είμαστε σε θέση να υλοποιήσουμε τις δικτυοκεντρικές επιχειρήσεις (αδιανόητο τα Mirage 2000-5 Mk2 να μην διαθέτουν Link 16…). Τα όποια βήματα προόδου όπως η προσεχής προμήθεια των Sniper συντελούνται με μεγάλη χρονική καθυστέρηση.
Αναφερόμαστε σε συστήματα που θα έπρεπε να υπηρετούν εδώ και τουλάχιστον 10 χρόνια όπως τα ατρακτίδια Sniper στη θέση των παρωχημένων Lantirn καθώς και όπλα ακριβείας. Μια άλλη χαρακτηριστική περίπτωση διαχρονικής αδιαφορίας είναι οι συλλογές Spice 1000 & 2000 οι οποίες μετατρέπουν απλές βόμβες ελεύθερης πτώσης σε κατευθυνόμενα όπλα ακριβείας. Το ζητούμενο είναι να παντρεύουμε τις επιλογές δηλαδή τις πλατφόρμες με τα κατάλληλα ατρακτίδια και τα ενδεδειγμένα όπλα.