Χθες αναρτήσαμε την είδηση ότι η Γερμανική Πολεμική Αεροπορία επιθυμεί την πώληση 38 μαχητικών αεροσκαφών EuroFighter Tranche-1, στο πλαίσιο του προγράμματος «Quadriga», και την αντικατάσταση τους με ισάριθμα EuroFighter Tranche-3. Πριν εμβαθύνουμε στο θέμα, θα θέλαμε να διευκρινίσουμε ότι από τα 38 αεροσκάφη, τα 33 ανήκουν στην έκδοση Tranche-1 Block.5 και παραδόθηκαν την περίοδο 2003-2008, ενώ τα υπόλοιπα πέντε (5), τα οποία προσφέρονται ως δικαίωμα προαίρεσης επί της απόφασης προμήθειας των 33 Tranche-1, κατά πάσα πιθανότητα ανήκουν στη νεότερη έκδοση Tranche-2 Block.8.
Παρατηρώντας τα σχόλια σας, για την πιθανότητα αγοράς τους από την Ελλάδα και την Πολεμική Αεροπορία (ΠΑ), κρίναμε γόνιμο, στο πλαίσιο του υγιούς διαλόγου που έχουμε αναπτύξει με τους αναγνώστες μας, να καταθέσουμε και τη δική μας άποψη. Επιγραμματικά, η θέση μας, για την οποία θα επιχειρηματολογήσουμε στη συνέχεια του άρθρου, είναι ότι η χώρα δεν θα πρέπει να ενδιαφερθεί για τα συγκεκριμένα αεροσκάφη, για λόγους που έχουν να κάνουν με τις δυνατότητες και τους περιορισμούς που έχουν τα αεροσκάφη, τα τεχνικά τους προβλήματα και το κόστος υποστήριξης τους.
Το EuroFighter αναπτύχθηκε από μια κοινοπραξία, στην οποία συμμετέχουν η Airbus (Γαλλία, Γερμανία, Ισπανία), η βρετανική BAE Systems και η ιταλική Leonardo. Το αεροσκάφος έχει αναπτυχθεί σε τρείς (3) εκδόσεις (Tranche). Στην έκδοση Tranche-1 το αεροσκάφος έχει μόνο βασική ικανότητα αερομαχίας και έχει χαρακτηριστεί ως έκδοση αρχικής επιχειρησιακής ικανότητας (IOC : Initial Operational Capability). Στην ουσία τα συγκεκριμένα αεροσκάφη χρησιμοποιήθηκαν στην εκπαίδευση. Εκτός από περιορισμένες ικανότητες αερομαχίας ορισμένα κρίσιμα συστήματα τους, όπως το σύστημα ζεύξης δεδομένων και το σύστημα αυτοπροστασίας DASS (Defensive Aids Sub-System), δεν διέθεταν πλήρεις λειτουργίες.
Εντός αυτής της έκδοσης, η διαμόρφωση Block.2 προσθέτει επιπλέον ικανότητες αερομαχίας, ενώ στη διαμόρφωση Block.5 το αεροσκάφος χαρακτηρίζεται ως έκδοση πλήρους επιχειρησιακής ικανότητας (FOC : Full Operational Capability) με την πιστοποίηση των βλημάτων αερομαχίας AIM-9L Sidewinder, AIM-132 ASRAAM και AIM-120B AMRAAM και την πιστοποίηση ορισμένων δυνατοτήτων αέρος-εδάφους. Εδώ είναι και το πρώτο μεγάλο μειονέκτημα των αεροσκαφών, διότι τα Tranche-1 μπορούν να αναβαθμιστούν μέχρι τη διαμόρφωση Block.5, μέσω του προγράμματος R2 (Retrofit 2), αλλά δεν μπορούν να αναβαθμιστούν στο επίπεδο Tranche-2 ή Tranche-3.
Στην έκδοση Tranche-2 Block.8 το αεροσκάφος ενσωματώνει νέο ηλεκτρονικό υπολογιστή αποστολής, ενώ η διαμόρφωση Block.10 (EOC 1 : Enhanced Operational Capability 1) ενσωματώνει σημαντικές βελτιώσεις, όπως βελτιωμένο σύστημα DASS, σύστημα IFF Mode.5, ικανότητα χρήσης εκπαιδευτικών βοηθημάτων ACMI, πιστοποίηση βλημάτων αερομαχίας AIM-120C5 και IRIS-T και αέρος-εδάφους (κατευθυνόμενες βόμβες GBU και Paveway, βλήματα αντί-ραντάρ ALARM και ατρακτίδια LITENING III). Η διαμόρφωση Block.15 (EOC 2) πιστοποίησε το βλήμα αερομαχίας μεγάλου βεληνεκούς Meteor, καθώς και τα βλήματα προσβολής Taurus KEPD, Storm Shadow (SCALP-EG) και Brimstone.
Σήμερα, σε παραγωγή βρίσκεται η τελευταία έκδοση Tranche-3A (EOC 3), η οποία ενσωματώνει την υποδομή υποστήριξης των συστημάτων, που θα ενσωματωθούν στην υπό ανάπτυξη διαμόρφωση EOC 4, καθώς και άλλες σημαντικές βελτιώσεις όπως η υποδομή ενσωμάτωσης σύμμορφων δεξαμενών καυσίμου, νέες καλωδιώσεις οπτικής ίνας, βελτιωμένο ηλεκτρονικό υπολογιστή αποστολής, ραντάρ AESA Captor-E, βελτιωμένο σύστημα αυτοπροστασίας, βελτιωμένους κινητήρες EJ-2000 με μειωμένο βάρος, με σύστημα κατευθυνόμενης ώσης και περισσότερη αξιοπιστία, νέα βλήματα αέρος-εδάφους (SPEAR-3, Marte-ER) και ατρακτίδια (LITENING IV/V).
Συνολικά έχουν παραχθεί 148 αεροσκάφη της έκδοσης Tranche-1 για την Αυστρία (15), τη Γερμανία (33), την Ιταλία (28), την Ισπανία (19) και τη Μεγάλη Βρετανία (53). Από τις χώρες αυτές η Γερμανία αποφάσισε την αντικατάσταση τους, η Αυστρία έχει ανακοινώσει ότι τα αποσύρει το 2020, η Μεγάλη Βρετανία είχε σκεφτεί να τα αποσύρει, αλλά για οικονομικού λόγους αποφάσισε να τα κρατήσει σε συγκεκριμένο όμως ρόλο, η Ιταλία τα έχει προτείνει στη Βουλγαρία, ενώ η Ισπανία θα τα διατηρήσει, μέχρι το 2030, κατόπιν όμως εφαρμογής δικής της σχεδίασης, προγράμματος αναβάθμισης. Μπορεί να είναι τυχαία όλα αυτά ή κάτι συμβαίνει με τη συγκεκριμένη έκδοση; Μάλλον το δεύτερο.
Ξεκινώντας από τη Γερμανία, τον Μάιο του 2018, η διαδικτυακή έκδοση της «Deutsche Welle» δημοσίευσε την είδηση ότι από τα γερμανικά EuroFighter αντιμετωπίζουν θέμα διαθεσιμότητας, λόγω τεχνικών προβλημάτων. Για παράδειγμα, διαρροή ψυκτικού υγρού προς τους αισθητήρες που βρίσκονται στους πυλώνες ανάρτησης του αεροσκάφους και χρησιμοποιούνται για τον εντοπισμό των απειλών. Σε ένα άλλο παράδειγμα, στις 27 Ιουλίου του 2007, ένα γερμανικό EuroFighter Tranche-1 εκτελούσε χαμηλή πτήση πάνω από την αεροπορική βάση Neuburg της Βαυαρίας. Ο πιλότος διαπίστωσε ένα σμήνος πουλιών μπροστά του και εκτέλεσε ελιγμό για να τα αποφύγει. Ωστόσο, λόγου προβλήματος στο λογισμικό, όπως διαπιστώθηκε αργότερα, κατά τον έλεγχο, το αεροσκάφος πραγματοποίησε ελιγμό με κλίση 90ο, βαθμός δυσανάλογος με την εντολή που έδωσε ο πιλότος στο αεροσκάφος.
Τα τεχνικά πρόβλημα των Tranche-1 φάνηκαν νωρίτερα. Στις 31 Μαρτίου του 2006 το γερμανικό EuroFighter «98+03» απογειώθηκε από την αεροπορική βάση Jever της βόρειας Γερμανίας. Αμέσως μετά την απογείωση ο εμπρόσθιος τροχός παρουσίασε πρόβλημα σταθερότητας, λόγω ατελούς πρόσδεσης με το αεροσκάφος. Φυσικά έγινε αναγκαστική προσγείωση, ενώ ολόκληρος ο στόλος των EuroFighter καθηλώθηκε για έλεγχο. Σύμφωνα με δημοσίευμα του «Spiegel Online» (τον Ιούλιο του 2013), κατά καιρούς, οι τεχνικοί της Γερμανικής Πολεμικής Αεροπορίας έχουν καταγράψει διάφορα περιστατικά τεχνικών προβλημάτων: Διαρροές στις δεξαμενές καυσίμου και μια ασυνήθιστη συμπεριφορά του αεροσκάφους, όπως το απρόσμενο άνοιγμα της καλύπτρας, ενώ το αεροσκάφος τροχοδρομούσε για την απογείωση.
Το πρόβλημα με τα Tranche-1 έχει προκληθεί, κατά βάση, λόγω της γερμανικής απαίτησης το κόστος του αεροσκάφους να παραμείνει χαμηλό, έτσι ώστε το συνολικό κόστος της προμήθειας των 180 EuroFighter που θέλει η Γερμανία να μην ξεπεράσει τα € 11,8 δισεκατομμύρια (σε τιμές 1997). Ωστόσο, το κόστος αγοράς των πρώτων 108 αεροσκαφών έχει ήδη ανέλθει στα € 14,5 δισεκατομμύρια, ενώ το κόστος της προμήθειας των πρώτων 143 αεροσκαφών έχει ανέλθει στα € 16,8 δισεκατομμύρια. Ένας από τους λόγους που τα Tranche-1 παραδόθηκαν σχεδόν «γυμνά» από επιχειρησιακές ικανότητες και ουσιαστικά μόνο για εκπαίδευση, ήταν προκειμένου να συγκρατηθεί το κόστος. Αλλά αυτό είχε ως συνέπεια τη δομική τους αδυναμία να αναβαθμιστούν στο επίπεδο Tranche-2 και Tranche-3.
Προβλήματα με τα Tranche-1 αντιμετωπίζει και η Αυστρία η οποία έχει ανακοινώσει, ήδη από το 2017, ότι θα αποσύρει τα αεροσκάφη το 2020. Η Αυστρία παρέλαβε 15 Tranche-1 το διάστημα 2007-2009, έναντι € 2 δισεκατομμυρίων. Σύμφωνα με το «Spiegel Online» τον Μάιο του 2011 οι τεχνικοί της Αυστριακής Πολεμικής Αεροπορίας είχαν καταγράψει αισίως 68 ελαττώματα, τα οποία οδήγησαν σε έκτακτα περιστατικά. Για παράδειγμα, το αλτίμετρο του αεροσκάφους κατέγραφε τιμή 60 μέτρα ψηλότερα από την πραγματικότητα, κάτι που θα μπορούσε να οδηγήσει σε πτώσεις. Η σχετική αποκάλυψη έγινε με τη βοήθεια ενός γερμανικού F-4 Phantom II, το οποίο πέταξε ταυτόχρονα με τα αυστριακά EuroFighter και έτσι συγκρίθηκαν οι τιμές. Σε ένα άλλο περιστατικό, το ηλεκτρονικό σύστημα ελέγχου ροής καυσίμου του αεροσκάφους διοχέτευε λανθασμένη ποσότητα κηροζίνης, θέτοντας το αεροσκάφος εκτός πτητικής ισορροπίας.
Η απόφαση της Αυστρίας δεν πάρθηκε μόνο λόγω των τεχνικών προβλημάτων, αλλά και λόγω των περιορισμένων των ικανοτήτων-δυνατοτήτων που έχουν τα αεροσκάφη και της αδυναμίας τους να αναβαθμιστούν σε κάτι ανώτερο από Tranche-1. Βέβαια, σ’ αυτό ευθύνονται και οι Αυστριακοί, οι οποίοι για να περιορίσουν το κόστος ζήτησαν ένα αεροσκάφος με περιορισμένες δυνατότητες, χωρίς τα συστήματα PIRATE και DASS, χωρίς την ικανότητα μεταφοράς βλημάτων μεγάλου βεληνεκούς (μόνο τα βλήματα IRIS-T μικρού βεληνεκούς μπορούν να μεταφέρουν), ακόμα και χωρίς το πυροβόλο των 27 χιλιοστών.
Στην περίπτωση της Ιταλία, τον Οκτώβριο του 2018 έγινε γνωστό ότι η Leonardo πρότεινε στη Βουλγαρία την πώληση μεταχειρισμένων EuroFighter Tranche-1, της Ιταλικής Πολεμικής Αεροπορίας και στη συνέχεια, εάν φυσικά το επιθυμεί η Βουλγαρία, την προμήθεια νέων αεροσκαφών. Η πρόταση της Leonardo, αφορά στην προμήθεια των αεροσκαφών, την εκπαίδευση των πληρωμάτων και των τεχνικών και σε υλικά και υπηρεσίες τεχνικής υποστήριξης διάρκειας τριών (3) ετών. Η πρόταση αυτή έγινε με γνώμονα τα οικονομικά της Βουλγαρίας και τον προϋπολογισμό του προγράμματος προμήθειας νέων μαχητικών αεροσκαφών της χώρας, ο οποίος είναι $ 1,1 δισεκατομμύρια για 16 μεταχειρισμένα αεροσκάφη ή $ 2,2 δισεκατομμύρια για την προμήθεια 16 νέων αεροσκαφών.
Μόνο η Ισπανία και η Μεγάλη Βρετανία έχουν αποφασίσει να διατηρήσουν τα Tranche-1, αλλά μετά από αναβάθμιση (Ισπανία) ή επιχειρησιακό περιορισμό (Μεγάλη Βρετανία). Συγκεκριμένα, τον Φεβρουάριο του 2019 η Ισπανία ανακοίνωσε ότι παρέλαβε το πρώτο αναβαθμισμένο EuroFighter Tranche-1, στο πλαίσιο του προγράμματος αναβάθμισης OFP-02 (Operational Flight Program-02), που σχεδίασε η ίδια, και αφορά στην εγκατάσταση ορισμένων συστημάτων των εκδόσεων Tranche-2 και Tranche-3 (το σύστημα ψηφιακής καταγραφής εικόνας και ήχους, τα ατρακτίδια κατάδειξης στόχων δέσμης λέιζερ, την οθόνη δεδομένων συντήρησης κ.ά.). Σύμφωνα με τον Ταξίαρχο, Leon-Antonio Maches Michavila, της Ισπανικής Αεροπορίας, τα συγκεκριμένα αεροσκάφη θα παραμείνουν σε υπηρεσία μέχρι το 2030.
Η Μεγάλη Βρετανία αρχικά ήθελε να αντικαταστήσει τα δικά της Tranche-1, αλλά ο μεγάλος τους αριθμός (53 αεροσκάφη), λειτούργησε αποτρεπτικά, καθώς το κόστος αντικατάστασης τους θα ήταν μεγάλο. Έτσι το Λονδίνο επανεξέτασε τη στάση του και αποφάσισε να διατηρήσει σε υπηρεσία τα αεροσκάφη, αλλά υπό επιχειρησιακό περιορισμό. Πιο συγκεκριμένα, αποφασίστηκε ο επιχειρησιακός διαχωρισμός των Tranche-1 από τα Tranche-2 και Tranche-3. Τον λόγο εξήγησε ο Πτέραρχος Greg Bagwell, Υποδιοικητής Επιχειρήσεων της RAF, τον Μάρτιο του 2016, κατά τη διάρκεια ενημέρωσης: «Το ζήτημα ήταν πως θα επιχειρούμε τα Tranche-1 παράλληλα με τα Tranche-2 and Tranche-3, καθώς μοιράζονται λίγα κοινά συστήματα και ανταλλακτικά, έτσι αποφασίστηκε να συγκροτήσουμε δύο Μοίρες με τα Tranche-1 … Τα Tranche-1 θα επιχειρούν αποκλειστικά σε ρόλο αεράμυνας καθώς η αναβάθμιση του είναι απαγορευτικά δαπανηρή».
Σε μια παράλληλη εξέλιξη, που δείχνει ότι το κόστος χρήσης και υποστήριξης των EuroFighter είναι υψηλό, τον Ιούλιο του 2017, η Μεγάλη Βρετανία ανακοίνωσε ότι υιοθετεί ένα νέο μοντέλο τεχνικής υποστήριξης των αεροσκαφών με στόχο τη μείωση του ωριαίου κόστους πτήσης και του κόστους τεχνικής υποστήριξης στα επίπεδα του F-16. Το νέο μοντέλο υποστήριξης, γνωστό ως TyTAN (Typhoon Total Availability Enterprise), θα είναι δεκαετούς διάρκειας με στόχο τη μείωση του ωριαίου κόστους πτήσης του αεροσκάφους κατά 30-40% κάτι που θα επιφέρει οικονομία της τάξεως των £ 550. Μια από τις νέες μεθόδους είναι η αύξηση του μεσοδιαστήματος μεταξύ των προγραμματισμένων κύριων εργασιών υποστήριξης, κάτι που θα αυξήσει τη διαθεσιμότητα και θα μειώσει το κόστος υποστήριξης. Οι εργασίες εκτεταμένης συντήρησης, που σήμερα γίνονται μετά από 400 ώρες πτήσης, θα γίνονται μετά από 500 ώρες πτήσης (αρχικά) με στόχο να γίνονται μετά από 750 ώρες πτήσης.
Εν κατακλείδι οι λόγοι για τους οποίους καταλήξαμε στη άποψη ότι τα γερμανικά EuroFighter Tranche-1 δεν κάνουν για την Ελλάδα είναι: (α) Οι περιορισμένες δυνατότητες-ικανότητες που έχουν και η αδυναμία αναβάθμισης τους στο επίπεδο των εκδόσεων Tranche-2 και Tranche-3 (β) Τα τεχνικά προβλήματα, τα οποία αντιμετωπίζουν οι χρήστες της συγκεκριμένης έκδοσης, εκ των οποίων η Γερμανία έχει αποφασίσει να τα αντικαταστήσει, η Αυστρία να τα αποσύρει, η Ιταλία να τα προτείνει στη Βουλγαρία, άρα δεν θα έλεγε όχι στην απουσία τους, η Μεγάλη Βρετανία να τα διατηρεί μεν, αλλά περιορισμένα σε ρόλο αεράμυνας και η Ισπανία, να τα διατηρεί αναβαθμίζει, όσο καλύτερα μπορεί, με δικό της πρόγραμμα και κόστος, με στόχο να τα κρατήσει για 10 χρόνια ακόμα και (γ) Το άγνωστο κόστος της απόκτησης του, και το κόστος υποστήριξης τους.