Οι χάρτες με τις ακραίες τουρκικές διεκδικήσεις στις ελληνικές θαλάσσιες ζώνες, τους οποίους σχολίασε ο Άγγελος Συρίγος («Καθημερινή», 18.11.2018), μας σοκάρουν. Εκτός των άλλων, αγνοούν τα ελληνικά νησιά και τον ρόλο τους στον καθορισμό των θαλασσίων συνόρων. Η τουρκική κίνηση, σε αντίφαση προς το διεθνές δίκαιο, δεν θα έχει άμεσο αποτέλεσμα. Εντάσσεται, όμως, σε μιαν αργή αλλά σταθερή προσπάθεια να αμφισβητηθεί η ελληνική υπεροχή στις ενδιάμεσες θάλασσες.
Γράφει ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΡΕΒΕΛΑΚΗΣ, καθηγητής Γεωπολιτικής στη Σορβόννη (Paris I), για την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Προκειμένου να ανατραπεί το υφιστάμενο καθεστώς, βιαίως ή νομοτύπως, χρειάζεται να διαβρωθεί στις συλλογικές αντιλήψεις ή, σε εξειδικευμένη ορολογία, στις γεωπολιτικές αναπαραστάσεις. Αντίθετα με ό,τι νομίζεται, η αντίληψη του χώρου, η «γεωγραφία», δεν είναι αντικειμενική και αμετακίνητη, αλλά «κατασκευασμένη» και, πάντως, εξελίξιμη. Η διαδικασία της αλλαγής είναι αργή, συντελείται «ανεπαισθήτως». Όταν ολοκληρωθεί, τα αποτελέσματα ανατρέπονται πολύ δύσκολα.
Το διαπιστώσαμε με το Μακεδονικό. Η ελληνική αδράνεια ως προς τη χρήση του ονόματος και την αλυτρωτική χαρτογραφία κατά τη γιουγκοσλαβική περίοδο εμπέδωσε μια ορισμένη γεωπολιτική αναπαράσταση. Δεν κατόρθωσαν οι εργώδεις ελληνικές προσπάθειες να ανατρέψουν τις πολιτικές της συνέπειες, παρά τη διπλωματική και οικονομική υπεροχή της μεταψυχροπολεμικής Ελλάδας. Με την Τουρκία, ο εφησυχασμός ενδέχεται να κοστίσει πολύ ακριβότερα από την πρόσφατη ήττα των Πρεσπών.
Έως την ίδρυση του ελληνικού κράτους, τον ελληνικό χώρο συγκροτούσε ένα κομπολόι από μικρές και μεγάλες κοινότητες, συνδεδεμένες μεταξύ τους με θαλάσσιες οδούς. Τον 19ο αιώνα, όσο οι Έλληνες οργάνωναν την εδαφική τους επικράτεια κατασκευάζοντας δρόμους και σιδηροδρόμους, η θάλασσα εξακολουθούσε να αποτελεί το κυρίαρχο στοιχείο της γεωγραφικής συνοχής του έθνους. Σύνδεσμος ανάμεσα στις μεγάλες έξω-ελλαδικές και ενδο-ελλαδικές κοινότητες, όπως η Κωνσταντινούπολις, η Αλεξάνδρεια, η Σμύρνη, η Οδησσός, η Ερμούπολις και ο Πειραιάς, διάστικτη από νησιά με ελληνικούς πληθυσμούς, η θάλασσα ήταν πάντα το κέντρο, η καρδιά του Ελληνισμού. Η απόβαση στη Μικρά Ασία δεν ήταν γεωπολιτικός παραλογισμός. Με το κέντρο του Ελληνισμού στο μέσον του Αιγαίου, ο Ελευθέριος Βενιζέλος επεδίωκε να πλαισιωθεί από τις δύο περιφέρειές του, τη βαλκανική και τη μικρασιατική.
Η τουρκική γεωπολιτική αναπαράσταση ήταν διαμετρικά αντίθετη. Νομαδικός λαός από το εσωτερικό της ασιατικής ηπείρου, με την κύρια μάζα τους στα βάθη της Ανατολίας, οι Τούρκοι αντιμετώπιζαν τη μικρασιατική ακτή ως αναπόσπαστο σώμα της γης τους. Το Αιγαίο κατ’ αυτούς ήταν μια διπλή θαλάσσια περιφέρεια η οποία όφειλε να διανεμηθεί ανάμεσα στους κατόχους των δύο ηπειρωτικών συνόλων· δηλαδή να διχοτομηθεί. Η νίκη το 1922 φαίνεται στους Τούρκους ατελής: αποκαταστάθηκε η εδαφική ενότητα, δεν εξασφαλίστηκε, όμως, η φυσιολογική θαλάσσια προέκτασή της.
Πικρία αισθάνονται και οι Έλληνες για την απώλεια της ανατολικής εδαφικής προέκτασης του θαλασσίου χώρου τους. Όμως, αντίθετα με τους Τούρκους, δεν προβάλλουν διεκδικήσεις. Πέρα από τα στρατιωτικά και πληθυσμιακά δεδομένα, η αιτία της ασυμμετρίας αυτής πρέπει να αναζητηθεί στις γεωπολιτικές αναπαραστάσεις. Ενώ ο τουρκικός εδαφοκεντρισμός εξακολουθεί να είναι ισχυρός, ο ελληνικός θαλασσοκεντρισμός φθίνει διαρκώς. Διάφοροι λόγοι εξηγούν την περιθωριοποίηση της θάλασσας στην ελληνική αυτογνωσία – η αυξανόμενη συγκέντρωση της οικονομίας, του πληθυσμού και της ισχύος στην Αθήνα, η οποία, από τη δημιουργία του ελληνικού κράτους, έγινε εργαλείο και σύμβολο της ηπειρωτικής εσωστρέφειας· το πρόσφατο ευρωπαϊκό γεωπολιτικό πρότυπο, ο εντεινόμενος ηπειρωτικός χαρακτήρας του οποίου δεν είναι άσχετος με το Brexit. Καθώς η Ελλάδα απομακρύνεται από τη θαλασσινή της παράδοση, καθώς οι Έλληνες εγκαταλείπουν τα ναυτικά επαγγέλματα, καθώς κράτος και ναυτιλία βιώνουν ένα βελούδινο διαζύγιο, καθώς το αρχιπέλαγος μετατρέπεται σε χώρο εγκατάστασης Δυτικοευρωπαίων και ευτελίζεται από τον μαζικό τουρισμό, οι κυρίαρχες γεωπολιτικές αναπαραστάσεις των Ελλήνων ολισθαίνουν προς την ήπειρο.
Εφόσον εμείς οι ίδιοι δεν λειτουργούμε ως κληρονόμοι μιας κατ’ εξοχήν θαλασσινής παράδοσης, πώς οι Δυτικοί μας σύμμαχοι θα μας αντιληφθούν ως θαλασσοκεντρικό σύνολο; Πώς θα πείσουμε ότι κάθε αμφισβήτηση στον θαλάσσιό μας χώρο συνιστά ζωτικό πλήγμα; Πώς να μη θεωρηθούν οι τουρκικές αμφισβητήσεις απλές οικονομικές διενέξεις υπερβάσιμες με κάποιους συμβιβασμούς; Πώς να μη θεωρηθεί, σε τελευταία ανάλυση, ότι μια Ελλάδα-ηπειρωτικό σύνολο έχει επεκτείνει υπερβολικά τη θαλασσινή της περιφέρεια, σε σημείο να αγγίζει επικίνδυνα, να «περικυκλώνει» την Τουρκία; Αν αυτή η αντίληψη κυριαρχήσει στη διεθνή κοινή γνώμη, ορισμένοι στόχοι της τουρκικής πολιτικής, σήμερα εξωπραγματικοί, θα καταστούν πραγματικοί.
Η επανασύνδεση και η προβολή της σχέσης μας με τη θάλασσα είναι το μέσον για να αντιμετωπιστεί η μακροπρόθεσμη τουρκική απειλή. Στο απαραίτητο ελληνικό rebranding, η εικόνα και η έννοια του αρχιπελάγους οφείλει να καταλάβει κεντρική θέση, αντικαθιστώντας τις αναπαραστάσεις οι οποίες ταυτίζουν την Ελλάδα με τη βαλκανική απόφυση του ευρωπαϊκού ηπειρωτικού συνόλου.