Το ζητούμενο σ’ έναν πόλεμο είναι ο αιφνιδιασμός, διότι πρόκειται για ένα από τα βασικότερα πλεονεκτήματα στον πόλεμο. Τα παραδείγματα είναι πολλά: Η Γερμανία αιφνιδίασε τη Γαλλία και τη Μεγάλη Βρετανία τον Μάιο του 1940 με αποτέλεσμα την κατάρρευση του Δυτικού Μετώπου μέσα σε ένα μήνα. Τον Ιούνιο του 1941 ο Χίτλερ αιφνιδίασε τον Στάλιν και έφτασε στις πύλες της Μόσχας. Τον Ιούνιο του 1967 το Ισραήλ αιφνιδίασε του Άραβες και κατάφερε μεγάλη νίκη, για να αιφνιδιαστεί, με τη σειρά του, τον Οκτώβριο του 1973, από την Αίγυπτο και τη Συρία.
Οι παράγοντες, που αποτρέπουν μια αιφνιδιαστική επίθεση είναι η ποιότητα και η ορθή αξιολόγηση των διαθέσιμων πληροφοριών, καθώς και η αντίληψη της ηγεσίας ως προς τις προθέσεις του αντιπάλου. Βέβαια οι μυστικές υπηρεσίες πληροφοριών δεν είναι πάντοτες ικανές να αντιληφθούν και να προβλέψουν τα επερχόμενα γεγονότα. Έτσι υπάρχουν πολλά παραδείγματα αποτυχιών όπως η αποτυχία πρόβλεψης της πτώσης του Ιρανού Σάχη το 1979, της ιρακινής εισβολή στο Κουβέιτ το 1990, των μεγάλων τρομοκρατικών επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001 και μετά, την άνοδο του Ισλαμικού Χαλιφάτου κ.ά.
Άρα ο αιφνιδιασμός είναι μια υπαρκτή πιθανότητα. Ωστόσο, αυτό που μπορεί να αποτραπεί είναι ο πλήρης αιφνιδιασμός, ο οποίος συνήθως συνοδεύεται από την σχεδόν ολοκληρωτική κατάρρευση του αμυνόμενου. Παλαιότερα, όταν ο πόλεμος ήταν ποιο «αργός», ακόμα και ο πλήρης αιφνιδιασμός μπορούσε να απορροφηθεί εάν υπήρχε «στρατηγικό βάθος». Ότι δηλαδή έγινε στο Ανατολικό Μέτωπο στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο πλήρης αιφνιδιασμός της Σοβιετικής Ένωσης πρακτικά απορροφήθηκε από τη μεγάλη έκταση της χώρας. Οι Σοβιετικοί αντάλλαξαν χρόνο με χώρο, μέχρι να απορροφήσουν τις μεγάλες απώλειες τους, να αναδιοργανωθούν και να εξαπολύσουν την αντεπίθεση τους.
Σήμερα ωστόσο η συνθήκη αυτή δεν ισχύει, ακόμα και για πολιτικούς λόγους. Για παράδειγμα, Ελλάδα και Τουρκία είναι μέλη του NATO. Εδώ και δεκαετίες το NATO (κυρίως οι ΗΠΑ) επεμβαίνουν πυροσβεστικά σε κάθε ελληνοτουρκική κρίση, έτσι ώστε να μην γίνει πράξη η εκτίμηση ότι σε περίπτωση ελληνοτουρκικού πολέμου η νότια πτέρυγα του NATO θα καταρρεύσει. Η γενικότερη εκτίμηση είναι ότι σε περίπτωση που τα πράγματα ξεφύγουν από τον έλεγχο του NATO και υπάρξει ελληνοτουρκικός πόλεμος, αυτός δεν θα ξεπεράσει σε διάρκεια τις 2-3 ημέρες, διότι με την έναρξη των εχθροπραξιών η Συμμαχία θα «πέσει» πάνω σε Ελλάδα και Τουρκία και θα πιέσει ή θα επιβάλει την κατάπαυση του πυρός.
Το ερώτημα είναι πως οι Έλληνες επιτελείς μπορούν να ελαττώσουν όσο το δυνατό το φαινόμενο του αιφνιδιασμού. Ένας ριζοσπαστικός τρόπος θα μπορούσε να ήταν η αλλαγή του ελληνικού δόγματος. Σήμερα το ελληνικό δόγμα είναι αμυντικό. Δηλαδή η Ελλάδα θα αμυνθεί σε περίπτωση επίθεσης, άρα το πλεονέκτημα της έναρξης των εχθροπραξιών βρίσκεται στη φαρέτρα του αντιπάλου. Εάν το δόγμα μας αλλάξει και γίνει ποιο ευέλικτο, δηλαδή υιοθετηθεί το δόγμα των προληπτικών επιχειρήσεων, τότε η χώρας μας θα έχει το πλεονέκτημα του πρώτου πλήγματος, άρα της εξάλειψης του στοιχείου του αιφνιδιασμού από τον εχθρό. Το δόγμα αυτό εφάρμοσε το Ισραήλ το 1967 με τα γνωστά αποτελέσματα.
Φυσικά η αλλαγή δόγματος της Ελλάδας δεν υπάρχει πουθενά στον ορίζοντα. Άρα το ζητούμενο για την Ελλάδα είναι η βελτίωση της διαδικασίας συλλογής και ανάλυσης όλων των διαθέσιμων πληροφοριών με στόχο τη μείωση ή τουλάχιστον την ελαχιστοποίηση των σφαλμάτων που προκύπτουν κατά την διαδικασία της αξιολόγησης και της εκτίμησης του μεγέθους της απειλής. Για παράδειγμα, στον τομέα της αεροπορίας, αυτό μεταφράζεται στη διάθεση ενός σύγχρονου δικτύου έγκαιρης προειδοποίησης και ελέγχου ή, στον τομέα της παράκτιας άμυνας, της δημιουργίας ενός αντίστοιχου δικτύου επιτήρησης ακτών (φίλιων και εχθρικών).
Η ορθή εκτίμηση και πρόληψη μιας αιφνιδιαστικής επιθετικής ενέργειας είναι μια ιδιαίτερα δύσκολη υπόθεση. Η δυσκολία ή το πρόβλημα δεν είναι στο πως θα συλλεχθούν περισσότερες ή έστω περισσότερο αξιόπιστες πληροφορίες, αλλά στο πως αυτές οι πληροφορίες θα αναλυθούν και θα αξιολογηθούν σωστά σε επιχειρησιακό επίπεδο. Για παράδειγμα, εάν η Ελλάδα αποκτήσει τα επιχειρησιακά σχέδια της Τουρκίας και γνωρίζει εκ των προτέρων ότι η κύρια επιθετική προσπάθεια της Τουρκίας θα πραγματοποιηθεί στο βόρειο τμήμα των ελληνοτουρκικών συνόρων στον Έβρο, η πληροφορία αυτή δεν αξίζει τίποτα εάν δεν συνοδευτεί με έργα και δράσεις, δηλαδή με την κατάλληλη ενίσχυση του υπό απειλή μετώπου.
Η αδυναμία ορθής ανάλυσης πληροφοριών συνήθως οδηγεί σε αποτυχίες: Για παράδειγμα, η αδυναμία των ΗΠΑ να προβλέψουν την εισβολή της Βόρειας Κορέας και της Κίνας στη Νότιο Κορέα το 1950, η αδυναμία της Ινδίας να προβλέψει την πακιστανική εισβολή το 1965, η αδυναμία των αραβικών κρατών να προβλέψουν την ισραηλινή εισβολή του 1967 και του Ισραήλ να προβλέψει την συντονισμένη επίθεση της Αιγύπτου και της Συρίας το 1973 κ.ά.
Αλλά δεν είναι μόνο οι πληροφορίες. Είναι και η αντίδραση μετά από κάθε αποτυχία. Μετά το 1923, και ιδιαίτερα μετά το 1945, Ελλάδα και Τουρκία έχουν βρεθεί αντιμέτωπες με πολλές κρίσεις. Ωστόσο, από την επόμενη μέρα της κρίσης και μέχρι την επόμενη κρίση η Ελλάδα φαίνεται να μην προσαρμόζεται στα νέα δεδομένα και να επιμένει μονότονα στο αμυντικό της δόγμα, την ίδια στιγμή που η Τουρκία όχι μόνο διατηρεί ένα άκρως επιθετικό δόγμα, αλλά προσαρμόζει τις ελληνοτουρκικές κρίσεις ανάλογα με τις επιδιώξεις της, όπως έγινε στην Κύπρο (το 1974) και στα Ίμια (το 1996). Μόνο στην περίπτωση της κρίσης του 1987 η Τουρκία οπισθοχώρησε μόλις η Ελλάδα κατέστησε σαφές ότι είναι πρόθυμη για γενικευμένο πόλεμο προκειμένου να υπερασπίσει τα εθνικά κυριαρχικά της δικαιώματα στο Αιγαίο.
Υπάρχει και άλλος λόγος για τον οποίο η εκτίμηση και πρόληψη μιας αιφνιδιαστικής επίθεσης είναι μια περίπλοκη υπόθεση. Ο πόλεμος εμπεριέχει την ανάγκη συνεκτίμησης πολλών παραγόντων, διπλωματικών, πολιτικών, στρατιωτικών, οικονομικών, κοινωνικών, ιδεολογικών κ.ά. Βέβαια, με δεδομένο ότι η συλλογή και η ανάλυση πληροφοριών είναι μια διαρκείς και αδιάκοπη διαδικασία, η επιτυχία σε μια χρονική στιγμή δεν εγγυάται και την επιτυχία σε ύστερο χρόνο. Για παράδειγμα, η ορθή αντίληψη και κρίση των ισραηλινών το 1967 και η επιτυχία τους στον Πόλεμο των Έξι Ημερών οδήγησε σε λανθασμένη αντίληψη και κρίση λίγα χρόνια αργότερα, το 1973 στον Πόλεμο του Γιομ Κιπούρ.
Σε γενικές γραμμές, οι Ένοπλες Δυνάμεις, οι οποίες θα έχουν στη διάθεση τους ακριβείς πληροφορίες μεγάλης αξιοπιστίας, θα βρίσκονται σε πλεονεκτικότερη θέση, δεδομένου ότι θα μπορούν να προβλέψουν με σχετική ακρίβεια τις εχθρικές προθέσεις, άρα και μια αιφνιδιαστική επίθεση.
Αλλά ποια είναι η πλέον ακριβής πληροφορία; Αν είναι η ξεκάθαρη απειλή από τον εχθρό, τότε είμαστε «τυχεροί» που έχουμε έναν τόσο φλύαρο και υπερφίαλο αντίπαλο, ο οποίος δεν κρύβει τις προθέσεις του. Έτσι γνωρίζουμε, με σαφή και ξεκάθαρο τρόπο, ότι η Τουρκία θα μας επιτεθεί εάν, για παράδειγμα, επεκτείνουμε τα χωρικά μας ύδατα στα 12 ναυτικά μίλια (Casus Belli). Βέβαια πάντα υπάρχει και το ενδεχόμενο της παραπλάνησης, αλλά στην ελληνοτουρκική περίπτωση οι δηλώσεις της Άγκυρας είναι μάλλον πραγματικές.
Το ότι η Τουρκία διατηρεί σε ισχύ το Casus Belli στο Αιγαίο μπορεί να δείχνει τετελεσμένο, αλλά θα μπορούσε να εξελιχθεί σε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για την Ελλάδα, όχι μόνο να προλάβει μια τουρκική αιφνιδιαστική επίθεση, αλλά και να την αποτρέψει αποτελεσματικά. Η Τουρκία έχει διαμηνύσει ότι η επέκτασης των εθνικών χωρικών υδάτων της Ελλάδας είναι αιτία πολέμου. Θα μπορούσαμε και εμείς να αντιτάξουμε τη θέση, στο πλαίσιο του δόγματος του ισοδύναμου τετελεσμένου που υποτίθεται ότι ισχύει μετά τα Ίμια: «Αφού εσείς θεωρείτε την άσκηση ενός διεθνούς αναγνωρισμένου κυριαρχικού μας δικαιώματος ως αιτία πολέμου και μας απειλείται, τότε και εμείς σας γνωστοποιούμε ότι όταν αποφασίσουμε να επεκτείνουμε τα χωρικά μας ύδατα στα 12 ναυτικά μίλια θα αμυνθούμε των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων με προληπτικά πλήγματα εναντίων σας».
Βέβαια μια τέτοια αλλαγή δόγματος και αμυντικής πολιτικής προϋποθέτει αποφασιστική πολιτική ηγεσία, ισχυρές Ένοπλες Δυνάμεις και αλλαγή δόγματος. Διαχρονικά όμως οι ελληνικές πολιτικές ηγεσίας έχουν αποδείξει ότι δεν έχουν καμία διάθεση να εφαρμόσουν μια πιο ενεργητική αμυντική πολιτική προς την Τουρκία και, όλες, εφαρμόζουν την εθνικά επιζήμια πολιτική του κατευνασμού. Από την άλλη, ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων σημαίνει εξοπλιστικά προγράμματα και αύξηση θητείας, ώστε να αυξηθεί και η επάνδρωση. Όμως, σήμερα όλοι γνωρίζουμε πολύ καλά ότι λόγω οικονομικής αδυναμίας νέα εξοπλιστικά δεν πρόκειται να υπάρξουν, τουλάχιστον όχι στο εγγύς μέλλον, ενώ για λόγους πολιτικού κόστους η στρατιωτική θητεία δεν πρόκειται να αυξηθεί.
Ιδιαίτερα στον τομέα της θητείας και της επάνδρωσης, η πολιτική ηγεσία της χώρας θα πρέπει να καταλάβει ότι σε περίπτωση πολέμου με την Τουρκία, διάρκειας 2-3 ημερών, η επιστράτευση δεν πρόκειται να γίνει, διότι πολύ απλά δεν θα προλάβει ο έφεδρος να πάει στη μονάδα του. Ο πόλεμος θα έχει ήδη τελειώσει. Άρα η επάνδρωση των σχηματισμός και των μονάδων, στον Έβρο και τα νησιά μας, θα πρέπει να είναι ή να προσεγγίζει το 100%, από τον καιρό της ειρήνης. Καμία μονάδα δεν είναι μάχιμη με 30% ή 40% επάνδρωση.
Είναι προφανές ότι οι αιφνιδιαστικές επιθέσεις δεν είναι αναπόφευκτες. Η στρατιωτική ιστορία διδάσκει πολλά για το κατά πόσο και πως μια χώρα μπορεί να αποτρέψει μια αιφνιδιαστική επίθεσης εναντίων της. Σε κάθε περίπτωση το ζητούμενο είναι η μείωση της πιθανότητας και το μέγεθος της έκτασης του αιφνιδιασμού. Αυτό πρακτικά σημαίνει αξιόπιστες πληροφορίες και έγκαιρη προειδοποίηση: Η γνώση μιας επικείμενης επίθεσης, πριν από την εκδήλωση της, προσφέρει τον απαραίτητο και πολύτιμο χρόνο προετοιμασίας και ο απαραίτητος χρόνος προετοιμασίας ελαχιστοποιεί τις συνέπειες του πρώτου πλήγματος.
Η τουρκική απειλή είναι υπαρκτή. Η Τουρκία έχει το αριθμητικό πλεονέκτημα και, λόγω της ελληνικής αδράνειας, σε ορισμένους τομείς έχει και το ποιοτικό. Με άλλα λόγια έχει την ικανότητα και τη δυνατότητα να εκδηλώσει επιθετικές ενέργειες είτε μεμονωμένα (στον Έβρο ή στο Αιγαίο) ή συνδυαστικά σε δύο σημεία (μια στον Έβρο και μία στο Αιγαίο ή δύο στον Έβρο ή δύο στο Αιγαίο). Μια τουρκική επίθεση μπορεί να εκδηλωθεί κάτω από οποιοδήποτε πρόσχημα, εφόσον βεβαίως έχουν καλλιεργηθεί και δημιουργηθεί οι κατάλληλες πολιτικές και στρατιωτικές συνθήκες.
Οι αιφνιδιαστικές επιθέσεις δεν οργανώνονταν και δεν εκτελούνται μέσα σε 24 ώρες, ούτε ξεσπούν εν ψυχρό. Είναι πράξεις και επιχειρήσεις καλά οργανωμένες και σχεδιασμένες. Για παράδειγμα, το πρωινό της 5ης Ιουνίου του 1967, το Ισραήλ επέλεξε να προσβάλει την Αίγυπτο στις 08:45 διότι οι μυστικές υπηρεσίες της χώρας είχαν παρατηρήσει ότι εκείνη την ώρα τα μαχητικά αεροσκάφη της Αιγύπτου ήταν καθηλωμένα στο έδαφος ενώ η αιγυπτιακή στρατιωτική και πολιτική ηγεσία βρισκόταν καθ’ οδών προς τις μονάδες.
Τα ισραηλινά αεροσκάφη πέρασαν στο αιγυπτιακό έδαφος από τη Μεσόγειο τηρώντας σιγή ασυρμάτου και πετώντας χαμηλά έτσι ώστε να μην γίνουν αντιληπτά από τα αιγυπτιακά ραντάρ. Ο αιφνιδιασμός ήταν απόλυτος και μέσα σε λίγες ώρες η ισραηλινή αεροπορία είχαν καταστρέψει τα περισσότερα μαχητικά αεροσκάφη της Αιγύπτου. Έπειτα οι ισραηλινές χερσαίες δυνάμεις εισέβαλαν και κατέλαβαν, μέσα σε έξι ημέρες, τη Λωρίδα της Γάζας και τη χερσόνησο του Σινά, από την Αίγυπτο, τη Δυτική Όχθη, από την Ιορδανία και τα υψώματα Γκολάν, από τη Συρία.
Ομοίως η κρίση, η οποία κατά πάσα πιθανότητα θα προηγηθεί μιας τουρκικής επίθεσης στην Ελλάδα, θα λειτουργήσει παράλληλα και ως χρόνος προετοιμασίας για την Τουρκία, η οποία, υπό το πρόσχημα της κρίσης, θα κινητοποιήσει τα στρατεύματα της στην Ανατολική Θράκη και τα Μικρασιατικά παράλια και τα πλοία της στο Αιγαίο. Παράλληλα όμως, ο ίδιος χρόνος θα λειτουργήσει προπαρασκευαστικά και για την Ελλάδα, η οποία θα είχε το χρόνο να κινητοποιήσει τις δικές της δυνάμεις.