Eurofighter-Typhoon Vs Rafale-Βίοι παράλληλοι μέσω καταστροφικού ανταγωνισμού
Στο πρώτο μέρος του σχετικού αφιερώματος (https://defencereview.gr/neo-machitiko-gia-tin-polemiki-aeroporia-meros-a-ti-pragmatika-chreiazomaste/) είχαμε κάνει μία εκτενή αναφορά στο ποιοι είναι οι κρίσιμοι παράγοντες που καθορίζουν την καταλληλότητα ενός μαχητικού αεροπλάνου για την κάλυψη των ελληνικών επιχειρησιακών αναγκών. Αναλύσαμε τον πρωταρχικό παράγοντα «κόστος» και το πώς αυτός επηρεάζει τη λειτουργία μίας αεροπορικής δύναμης, αναφερθήκαμε σε λανθασμένες επιλογές του παρελθόντος, στο πόσο κρίσιμος είναι ο παράγοντας των αερομεταφερόμενων όπλων, στο εάν πραγματικά ένα μαχητικό όπως το F-35 θα ήταν κατάλληλο –και σε ποιόν ακριβώς επιχειρησιακό τομέα- για την Πολεμική Αεροπορία και πολλά άλλα.
Το δεύτερο μέρος του ίδιου αφιερώματος θα είναι εκτενής αναφορά στα δύο κύρια ευρωπαϊκά –από τα τρία- προγράμματα ανάπτυξης και επιχειρησιακής αξιοποίησης μαχητικών αεροπλάνων. Συγκεκριμένα θα αναφερθούμε στα Eurofighter-Typhoon και Rafale, κρατώντας μία ξεχωριστή παρουσίαση για το σουηδικό Gripen E … Όχι γιατί θεωρούμε ότι την αξίζει περισσότερο από τα άλλα δυο ευρωπαϊκά μαχητικά, αλλά γιατί τόσο ως πολεμική μηχανή όσο και ως προς το τι μπορεί να κάνει και πώς μπορεί να αξιοποιηθεί, θεωρούμε ότι ταιριάζει «γάντι» στα ελληνικά επιχειρησιακά και οικονομικά δεδομένα.
Μία ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ διευκρίνιση: Θα εξαιρέσουμε τα ρωσικής σχεδίασης και κατασκευής μαχητικά αεροσκάφη. Για ευνόητους λόγους… Ένας από τους οποίους είναι και το γεγονός ότι πριν από 10 περίπου χρόνια η συμφωνία που είχαμε υπογράψει με τη Ρωσία για την προμήθεια σημαντικού αριθμού ΤΟΜΑ τύπου BMP-3 σιωπηρά «κάπου χάθηκε στο δρόμο». Υπό αυτές τις συνθήκες δεν είναι δυνατόν να γίνεται λόγος ακόμα και για την παραμικρή πιθανότητα προμήθειας ρωσικών προηγμένων μαχητικών αεροπλάνων. Και λέμε «υπό αυτές τις συνθήκες» γιατί την τελευταία φορά που προκηρύχτηκε και υλοποιήθηκε διεθνής διαγωνισμός από την Ελλάδα για την προμήθεια μαχητικού αεροσκάφους (1998), τα πράγματα (οικονομικά και κοινωνικά) ήταν τελείως διαφορετικά από ότι είναι σήμερα… Και τότε βέβαια δεν υπήρχε περίπτωση ο αμερικανικός παράγοντας να επιτρέψει μία τέτοια εξέλιξη. Ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλό μας… Πόσο μάλλον σήμερα! Κλείνουμε την παρένθεση με την σημείωση ότι εάν το επιθυμείτε μπορούμε να παρουσιάσουμε τα σημαντικότερα ρωσικά μαχητικά… Καθαρά για σκοπούς ενημέρωσης γιατί και εκεί το τεχνολογικό χάσμα σε σχέση με τη Δύση στον τομέα των ηλεκτρονικών έχει σε μεγάλο βαθμό γεφυρωθεί.
Eurofighter-Typhoon και Rafale- Πώς οι ευρωπαϊκές δυνάμεις υπονόμευσαν το όραμα της κοινής αεροδιαστημικής βιομηχανίας για άλλη μία φορά…
Η ανάπτυξη των δύο δικινητήριων ευρωπαϊκών μαχητικών ξεκίνησε ως διαδικασία πριν από 40 ολόκληρα χρόνια! Χωρίς υπερβολή… Οι πρώτες επαφές προς την κατεύθυνσης της από κοινού ανάπτυξης ενός νέου Ευρωπαϊκού μαχητικού (ΕCA-European Combat Aircraft) έγιναν το 1976 μεταξύ Βρετανίας, Γαλλία και Γερμανίας. Θα είναι άκαρπες κυρίως λόγω της απαίτησης από την πλευρά της Γαλλίας για ένα αεροσκάφος που θα ήταν συμβατό και για χρήση από τα καταστρώματα πτήσεων αεροπλανοφόρων. Το 1979 η British Aerospace σε συνεργασία με τη γερμανική ΜΒΒ συνεχίζουν τις διαπραγματεύσεις μετονομάζοντας το υπό συζήτηση νέο μαχητικό ECF (European Combat Fighter).
To 1981 στην ομάδα αυτή θα προσχωρήσει και η Ιταλία, που ήταν άλλωστε εταίρος της κοινοπραξίας PANAVIA, υπεύθυνης για την ανάπτυξη, την παραγωγή και την εμπορική προώθηση του Tornado. To πρόγραμμα μετονομάζεται (ξανά!!!) ACA-Agile Combat Aircraft, και σε αυτή την αρχική φάση του το βρετανικό υπουργείο άμυνας αποφασίζει τη χρηματοδότηση της κατασκευής ενός πρωτοτύπου επίδειξης τεχνολογίας. Το σχετικό συμβόλαιο για το EAP (Experimental Aircraft Program), ύψους 80 εκατομμυρίων λιρών Αγγλίας θα υπογραφεί τελικά το 1983. Η Βρετανία –βάσει του αριθμού των μαχητικών που χρειάζεται για τη RAF- έχει ηγετικό ρόλο στο πρόγραμμα. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο Γερμανία και Ιταλία δεν προέβησαν σε καμία χρηματοδότηση στο πρώιμο αυτό στάδιο… Απλά οι επιχειρησιακές απαιτήσεις, έτσι όπως περιγράφονταν από τη RAF, κάλυπταν και τις αεροπορικές δυνάμεις των δύο άλλων χωρών. Και οι Βρετανοί ήθελαν κυρίως ένα μαχητικό αεροπορικής υπεροχής. Μία ικανή πλατφόρμα αέρος-αέρος με άλλα λόγια.
Η Γαλλία αντίθετα επέμενε σε μία πλατφόρμα πολλαπλών ρόλων, με παράλληλη ικανότητα αξιοποίησης από αεροπλανοφόρα. Σε μία εποχή που οι Βρετανοί είχαν ήδη αποφασίσει τον παροπλισμό του μοναδικού τους αεροπλανοφόρου (Ark Royal) και την διατήρηση σε υπηρεσία των σημαντικά μικρότερου εκτοπίσματος σκαφών της κλάσης Invincible στο στόλο του Royal Navy. Εξοπλισμένων με μαχητικά STOVL τύπου Harrier.
Η οριστική αποχώρηση των Γάλλων από τις διαπραγματεύσεις…
Ενώ το 1983 θα προσχωρήσει στο πρόγραμμα ACA και η Ισπανία, θα χρειαστεί να περάσουν άλλα τρία χρόνια (1986) για την ουσιαστική έναρξη του. Την περίοδο 1984-1985 οι διαπραγματεύσεις με τους Γάλλους –που επίσης ήθελαν να έχουν τον πρώτο λόγο στο πρόγραμμα λόγω του ακόμη μεγαλύτερου αριθμού μαχητικών που ήθελαν για την Αεροπορία και τη Ναυτική τους Αεροπορία- θα επαναληφθούν για να ναυαγήσουν οριστικά… Από τις διαπραγματεύσεις θα αποχωρήσουν και οι Ισπανοί οι οποίοι όμως θα επανέλθουν για να ενταχθούν στην ομάδα των χωρών του Ευρωμαχητικού οριστικά από τον Σεπτέμβριο του 1985. Ο χρόνος δικαίωσε τους Γάλλους, αν και είπαμε, το τίμημα είναι ιδιαίτερα βαρύ. Η επιμονή τους να προχωρήσουν στην ανάπτυξη ενός πραγματικού μαχητικού πολλαπλών ρόλων και όχι απλά μίας πλατφόρμας αέρος-αέρος με πολύ καλές επιδόσεις, είναι αυτή που έχει αποδώσει τις εξαγωγικές (έστω και περιορισμένες) επιτυχίες του Rafale. Τα γαλλικά δεδομένα στη δεκαετία του ’80 μιλούσαν για ένα μαχητικό το οποίο θα τους επέτρεπε να αντικαταστήσουν εφτά (!) διαφορετικούς τύπους που τότε διατηρούσαν ακόμα σε υπηρεσία… Mirage F1CT/CR, Mirage 2000C/N/D, SEPECAT Jaguar, F-8P Crusader και Super Etendard.
Τον Ιούνιο του 1986 θα συσταθεί επίσημα η κοινοπραξία Eurofighter GmbH και στις 8 Αυγούστου θα πετάξει και το πρωτότυπο επίδειξης τεχνολογίας EAP. Την ίδια περίοδο (4 Ιουλίου 1986) πραγματοποιήθηκε και η παρθενική πτήση του Rafale A. Ήταν η αρχή ενός ακόμη πισωγυρίσματος δεκαετιών για την ευρωπαϊκή αεροδιαστημική βιομηχανία. Μέχρι και τον Ιανουάριο του 1998 που υπογράφηκαν τα συμβόλαια για την παραγωγή και υποστήριξη 620 μονάδων για τα τέσσερα κράτη-μέλη της κοινοπραξίας Eurofighter GmbH, είχαν πετάξει συνολικά εφτά πρωτότυπα (DA1 έως DA7). To πρώτο που πέταξε με τους νέους κινητήρες EJ200 που αναπτύχθηκαν για το Eurofighter 2000(ονομασία που αποδόθηκε τον Δεκέμβριο του 1992 για να αλλάξει σε Typhoon τον Σεπτέμβριο του 1998) ήταν το ιταλικό DA3. Το πρώτο διθέσιο ήταν το ισπανικό DA6 και το πρώτο πρωτότυπο που πέταξε με το ραντάρ ECR 90 ήταν το γερμανικό DA5.
Χρειάστηκε λοιπόν να περάσουν 12 ολόκληρα χρόνια (1986-1998) για να ξεκινήσει η παραγωγική διαδικασία του Eurofighter-Typhoon, ενώ το ίδιο περίπου χρονικό διάστημα απαιτήθηκε και για το Rafale που εντάχθηκε σε υπηρεσία στη Γαλλική Ναυτική Αεροπορία (Rafale F1 με δυνατότητες αέρος-αέρος μόνο) στο τέλος του 2001.
…και οι καταστροφικές συνέπειες της βρετανικής επιμονής.
Η επιμονή των Βρετανών στην ανάπτυξη ενός μαχητικού αεροπορικής υπεροχής, ήταν αυτή που κόστισε τεράστια ποσά και δεκαετίες χρόνου, όχι μόνο στους τέσσερις εταίρους της κοινοπραξίας Eurofighter GmbH, αλλά και στη Γαλλία. Η οποία εκ των πραγμάτων αναγκάστηκε να προχωρήσει μόνη της στην ανάπτυξη του Rafale. Να μπει με άλλα λόγια σε ένα τεράστιο έξοδο και σε μία εικοσαετή διαδικασία αδιάκοπης, σταδιακής ανάπτυξης του νέου της μαχητικού, αναζητώντας παράλληλα εξαγωγές, προκειμένου να μπορέσει να την χρηματοδοτήσει… Το ίδιο φυσικά συνέβη και με τις χώρες-κατασκευαστές του Eurofighter-Typhoon, με τη διαφορά όμως ότι σε αυτή την περίπτωση το κόστος μοιράστηκε ανάλογα με το ποσοστό συμμετοχής.
Για να αντιληφθεί κανείς το μέγεθος της ζημιάς που έγινε μέσω του διαχωρισμού των δύο προγραμμάτων στα μέσα της δεκαετίας του ’80, σημειώνουμε τα παρακάτω: Η απαίτηση της Γαλλικής Αεροπορίας και του Γαλλικού Ναυτικού είναι για 272 συνολικά αεροπλάνα. Αν σε αυτά προσθέσουμε τα 623 Eurofighter –Typhoon που πρόκειται να κατασκευαστούν για λογαριασμό των αεροπορικών δυνάμεων των τεσσάρων χωρών-μελών της κοινοπραξίας Eurofighter GmbH και του Ομάν, του Κατάρ και του Κουβέιτ και παράλληλα αφαιρέσουμε τα 72 Typhoon που παρέλαβε η Βασιλική Αεροπορία της Σαουδικής Αραβίας (αφαιρέθηκαν από τα 236 που θα παραλάμβανε η RAF) έχουμε ένα σύνολο 823 μονάδων… Μαζί με τις εξαγωγικές παραγγελίες το νούμερο αυτό θα ξεπερνούσε τα 1000 μαχητικά. Κάτι που με τη σειρά του σημαίνει ότι το κόστος ανά μονάδα (fly away) όπως και το κόστος υποστήριξης θα ήταν σημαντικά χαμηλότερα από αυτά που είναι σήμερα και για το Eurofighter-Typhoon αλλά και για το Rafale… Tα οποία κόστη σημειώστε είναι απόλυτα συγκρίσιμα με αυτά των τελευταίων εκδόσεων του δικινητήριου υπερμαχητικού F-15!
Χρησιμοποιούμε τα στοιχεία που έχουν δοθεί στη δημοσιότητα για τα τρία προγράμματα του μικροσκοπικού εμιράτου του Κατάρ για να σας δώσουμε μία εικόνα… Το Κατάρ λοιπόν θα πληρώσει 9,1 δισεκατομμύρια δολάρια για τα 36 Rafale που θα παραλάβει. Σε αυτό το ποσό περιλαμβάνονται όπλα (δεν έχει διευκρινιστεί ποια και πόσα), αρχική υποστήριξη και εκπαιδεύσεις ιπταμένου προσωπικού και 100 τεχνικών. Τα 24 Eurofighter-Typhoon θα κοστίσουν 6,8 δισεκατομμύρια δολάρια, χωρίς να έχει διευκρινιστεί αν σε αυτό το ποσό περιλαμβάνονται όπλα, (περιλαμβάνονται εκπαιδεύσεις και αρχική υποστήριξη), ενώ τα 36 F-15QA θα κοστίσουν 7,3 δισεκατομμύρια δολάρια. Στο ποσό αυτό περιλαμβάνονται τα αεροσκάφη μαζί με πακέτο υποστήριξης και εκπαιδεύσεων (όχι όπλα), ενώ σε περίπτωση που ασκηθεί προαίρεση (option) για την προμήθεια 36 ακόμη μαχητικών του τύπου, το συνολικό ύψος του προγράμματος θα ξεπεράσει τα 12 δισεκατομμύρια δολάρια. Λεπτομέρειες σχετικά με το τι ακριβώς περιλαμβάνει η κάθε σύμβαση δεν έχουμε βρει και θεωρούμε ότι –προς το παρόν τουλάχιστον- δεν χρειάζεται… Τα νούμερα είναι ενδεικτικά του τεράστιου κόστους με το οποίο πρέπει να επιβαρυνθεί μία χώρα για να προμηθευτεί έστω και μικρό αριθμό τέτοιων μαχητικών.
Κλείνουμε την παρένθεση και επανερχόμαστε… Το ζήτημα βέβαια για την ευρωπαϊκή αεροδιαστημική βιομηχανία δεν περιορίζεται μόνο εκεί. Αντιλαμβάνεστε ότι η καθυστέρηση της ανάπτυξης του νέου ευρωπαϊκού μαχητικού δεν θα έφτανε την εικοσαετία, αν τα κόστη μοιράζονταν δια του πέντε. Εφόσον η διαδικασία ανάπτυξης θα ήταν συντομότερη (10 χρόνια λόγου χάρη αντί 20-ο αρχικός σχεδιασμός προέβλεπε ένταξη του Rafale σε υπηρεσία το 1996!), τότε οπωσδήποτε και οι εξαγωγικές προοπτικές θα ήταν διαφορετικές. Τι εννοούμε με αυτό; Μα είναι απλό…
Σκεφτείτε ότι στην εικοσαετία 1986-2006 μόνο η Ελλάδα παράγγειλε 170 μαχητικά F-16! Σκεφτείτε ότι από τα τέλη της δεκαετίας του ’90 αναπτύχθηκε και εξελίσσεται μέχρι τις ημέρες μας ένας λυσσαλέος ανταγωνισμός μεταξύ του Typhoon και του Rafale. Ανταγωνισμός που ωφέλησε πρωτίστως την βιομηχανία μαχητικών των ΗΠΑ. Γιατί αν μιλούσαμε για ένα ευρωπαϊκό μαχητικό αντί για δύο, το τελικό προϊόν για όλους τους λόγους που προαναφέραμε θα ήταν αφενός μεν φθηνότερο και κυρίως ωριμότερο! Σκεφτείτε ότι το Eurofighter-Typhoon αποκτά ραντάρ AESA (CAPTOR-E) τώρα (οι τελικές δοκιμές πιστοποίησης-αποδοχής ξεκίνησαν το 2017) με καθυστέρηση 10 σχεδόν ετών σε σχέση με το Rafale, μαζί με την ικανότητα μεταφοράς όπλων μακρού πλήγματος SCALP/STORM SHADOW, ενώ η ανάπτυξη της διαμόρφωσης F4 του Rafale (https://defencereview.gr/i-gallia-xekinise-to-programma-anapty/) με πλήρεις λειτουργικές διαμορφώσεις αέρος-εδάφους για το ραντάρ RBE-2AA ξεκινά τώρα!
Σκεφτείτε τέλος, ότι κατά τις τέσσερις τελευταίες δεκαετίες, τα εξαγωγικά μαχητικά των ΗΠΑ ήταν μόλις τρία. F/A-18, F-16 και F-15. Όσα και στην Ευρώπη δηλαδή! Μιλάμε για μία χώρα-υπερδύναμη με έκταση μεγαλύτερη της ευρωπαϊκής Ηπείρου και αεροδιαστημική βιομηχανία ισχυρότατη και απόλυτα υποστηριζόμενη όχι μόνο από την εξωτερική πολιτική, αλλά και από ένοπλες δυνάμεις μεγάλου μεγέθους και παρουσία σε όλο τον κόσμο… Είναι λογικό να μην μπορεί να ανταγωνιστεί αυτά τα δεδομένα η ευρωπαϊκή αεροδιαστημική βιομηχανία, όταν συγκεκριμένες χώρες με μεγέθη ασύγκριτα μικρότερα (σε όλους τους τομείς) σε σχέση με τις ΗΠΑ έχουν να προσφέρουν ίδιο αριθμό μαχητικών στην παγκόσμια αγορά. Το γαλλικό Rafale, το πολυεθνικό Typhoon και το σουηδικό Gripen.
Γιατί μας ενδιαφέρουν όλα αυτά; Η ελληνική ιστορία των Eurofighter και Rafale…
Για όσους νεότερους δεν το γνωρίζουν, η Ελλάδα επρόκειτο να γίνει ο πρώτος εξαγωγικός χρήστης του Eurofighter. Στις 8 Μαρτίου του 2000 η τότε κυβέρνηση Κ. Σημίτη ανακοίνωσε την πρόθεσή της (κατά πολλούς δέσμευση, παρά το γεγονός ότι δεν είχε υπογραφεί κανένα συμβόλαιο ή συμφωνία) να προβεί στην προμήθεια 60 μαχητικών Eurofighter-Typhoon με προαίρεση (option) για 30 ακόμη. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για υπόσχεση της κυβέρνησης Σημίτη στη Γερμανία η οποία πίεζε για το Eurofighter, ότι το μαχητικό αυτό θα ήταν το επόμενο που θα αποκτούσε η Πολεμική Αεροπορία.
Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν η ανακοίνωση αυτή είχε γίνει για να κατευνάσει τη διαρκώς αυξανόμενη γερμανική «επιθετικότητα» και στο χώρο της άμυνας. Δεν έχει λογική δεδομένου ότι ήδη είχε υπογραφεί η σύμβαση για τον εκσυγχρονισμό των 36 (39 αρχικά…) F-4E Phantom II των προγραμμάτων Peace Icarus I και ΙΙ της δεκαετίας του ’70, ενώ ακολούθησε (το 2000) και η υπογραφή της σύμβασης για τη ναυπήγηση τεσσάρων υποβρυχίων Type 214 και τον εκσυγχρονισμό τριών Type 209/1200. Είναι αλήθεια ότι κάποιες από τις προμήθειες που έγιναν με «πολιτικά κριτήρια» αποδείχθηκαν οικονομικά και επιχειρησιακά επιζήμιες για τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις.
Για τον μεν εκσυγχρονισμό των F-4E, άποψή μας είναι ότι θα έπρεπε να μην υλοποιηθεί. Γιατί ήδη το Phantom II είχε 25 χρόνια υπηρεσίας στην ΠΑ και είχε αποσυρθεί από τις ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ και πολλών άλλων χωρών. Τα δε 315 εκατομμύρια δολάρια που δαπανήθηκαν για την υλοποίηση του προγράμματος αυτού θα μπορούσαν κάλλιστα να αποδοθούν στον εκσυγχρονισμό του συνόλου των Mirage 2000EG στο επίπεδο -5Mk.2… Ο οποίος, σύμφωνα με όσα υποστηρίζουν εργαζόμενοι της ΕΑΒ που δούλεψαν και στα δύο αεροσκάφη, ήταν ως τελικό προϊόν κλάσεις ανώτερος από τον αντίστοιχο των F-4E P.I.2000. Στην περίπτωση των τελευταίων «παντρεύτηκαν» παλιές καλωδιώσεις με νέες και αντικαταστάθηκε φυσικά μέρος του εξοπλισμού των θαλάμων διακυβέρνησης… Αντίθετα, κατά τον εκσυγχρονισμό των 15 παλιών Mirage 2000EG αντικαταστάθηκαν όλες οι παλιές καλωδιώσεις, οι δύο γεννήτριες παραγωγής ρεύματος, και φυσικά ολόκληρο το πιλοτήριο. Επιπρόσθετα όσα μαχητικά μετατράπηκαν σε -5Mk.2 απέκτησαν το νέο ολοκληρωμένο σύστημα αυτοπροστασίας και Η/Π τύπου ICMS 2000Mk.3. Υπενθυμίζουμε ότι τα F-4E AUP δεν απέκτησαν ποτέ σύστημα αυτοπροστασίας και Η/Π!
Μισές δουλειές με άλλα λόγια… Και φυσικά το ζήτημα που αντιμετωπίζουμε δεν περιορίζεται επιχειρησιακά σε αυτό μόνο το δεδομένο. Εκτείνεται και στο ότι πλέον είμαστε υποχρεωμένοι να αποσύρουμε και τα Mirage 2000EG/BG, αλλά και τα F-4E AUP. Δύναμη δύο ενισχυμένων Μοιρών δηλαδή… Όσο για τα υποβρύχια Type 214 ούτε λόγος να γίνεται. Τη γνωρίζετε την ιστορία, είναι και σχετικά πρόσφατη και μας κόστισε ο «κούκος αηδόνι». Με χειρότερο «παρελκόμενο» της (επιχειρησιακά όχι οικονομικά) τον γερμανικό εκβιασμό για την πιστοποίηση των τορπιλών…
Ευτυχώς η «υπόσχεση-δέσμευση», όπως θέλετε ονομάστε την, για την προμήθεια των 60+30 Eurofighter-Typhoon δεν υλοποιήθηκε ποτέ. Και λέμε «ευτυχώς» γιατί εκείνη την εποχή (πρώτο μισό της δεκαετίας του 2000) το μαχητικό αυτό, όπως και το Rafale άλλωστε, δεν είχε να προσφέρει κάτι περισσότερο από υπηρεσίες αέρος-αέρος στην Πολεμική Αεροπορία. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι από αυτή την άποψη η κυβέρνηση Κ. Καραμανλή ορθώς έπραξε με την παραγγελία «έκπληξη» των 30 F-16C/D Block 52+ Advanced τον Ιούλιο του 2005. Δεν έπραξε βέβαια ορθώς από άλλη πλευρά… Θα μπορούσε κάλλιστα να ενισχύσει το στόλο των μαχητικών της Πολεμικής Αεροπορίας αγοράζοντας (ή προσπαθώντας τουλάχιστον να αγοράσει…) τα 29 F-16A/B MLU που είχε βγάλει τότε «στο σφυρί» η Ολλανδική Αεροπορία. Το τίμημα ήταν 4 μόλις εκατομμύρια ευρώ το κομμάτι, ο εξοπλισμός των αεροσκαφών ήταν στο επίπεδο του Block 52+ και οι τεχνικοί της ΠΑ που τα είχαν δει από κοντά είχαν συντάξει μία ιδιαίτερα ευνοϊκή έκθεση. Το μόνο ζήτημα που υπήρχε ήταν ότι όλα τα ολλανδικά αεροσκάφη προς πώληση είχαν υπόλοιπο από 750 έως 1250 περίπου ωρών πτήσης, καθώς χρειάζονταν δομική αναβάθμιση. Κάτι που με τη σειρά του θα διπλασίαζε το κόστος ανά μονάδα. Περί τα 8,5 με 9 εκατομμύρια ευρώ. Και πάλι βέβαια επρόκειτο για πολύ καλή προσφορά…
Η κυβέρνηση Καραμανλή επίσης θα μπορούσε, κατά την άποψή μας πάντα, να προχωρήσει παράλληλα στον εκσυγχρονισμό των Block 30 και -50, καθώς -επαναλαμβάνουμε- τα αεροσκάφη των δύο αυτών εκδόσεων δομικά βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο μετά από την υλοποίηση των προγραμμάτων Falcon Up και Falcon STAR στα Block 30. Τέλος, θα μπορούσε άνετα να εκσυγχρονίσει το σύνολο των παλιών Mirage 2000EG… Στην ίδια τιμή με αυτή που εκσυγχρονίστηκαν τα πρώτα 15, δεδομένου ότι μέχρι και το τέλος του 2005 η option της σύμβασης του Αυγούστου του 2000 ήταν ακόμα ενεργή!
Η περαιτέρω εξέλιξη των δικινητήριων ευρωπαϊκών μαχητικών
Όλα τα παραπάνω τα υπενθυμίζουμε γιατί υποτίθεται ότι πρέπει να μαθαίνουμε από τα λάθη μας… Εκτός και αν δεν πρόκειται βέβαια για «λάθη». Είναι θέμα των πολιτικών ηγεσιών οπωσδήποτε αυτό, όπως και των στρατιωτικών… Δικό μας καθήκον είναι να ενημερώνουμε με στοιχεία, αποδείξεις και φυσικά αξιοποιώντας αυτό που ονομάζουμε «κοινή λογική» και για κάποιο –ή κάποιους- λόγους απουσιάζει προκλητικά από την ελληνική πραγματικότητα. Τότε και τώρα. Ας πάμε όμως ξανά στο Typhoon και το Rafale.
To Eurofighter-Typhoon εισήλθε σε υπηρεσία στο τέλος του 2005 στην Ιταλική Αεροπορία και τον Μάρτιο του 2006 στη RAF, με τη μορφή του Tranche 1, με μοναδικά πιστοποιημένα όπλα τον ΑΙΜ-120 AMRAAM, τον ΑΙΜ-9 και τον ΑΙΜ-132 ASRAAM που απέκτησε μόνο η RAF στην Ευρώπη. Λίγο αργότερα ακολούθησε και ο IRIS-T. Όσο για το Rafale F1 που πρώτη ενέταξε σε υπηρεσία το 2001 η γαλλική ναυτική αεροπορία, αρχικά έφεραν μόνο πυραύλους R550 Magic II (!), ενώ σύντομα εξοπλίστηκαν και με τους MICA EM/IR. H διαμόρφωση F2, εντάχθηκε σε υπηρεσία το 2006 και στις δύο γαλλικές αεροπορικές δυνάμεις. Τα αεροπλάνα της διαμόρφωσης αυτής απέκτησαν τους αισθητήρες του συγκροτήματος FSO (Front Sector Optronics-Κάμερα ημέρας και αισθητήρας IRST), είχαν τη δυνατότητα να μεταφέρουν SCALP, καθώς και βόμβες LGB (GBU-12), την αρχική έκδοση του AASM (SBU-38) που μετονομάστηκε HAMMER (Highly Agile, Modular Munition Extended Range) και φυσικά τους αέρος-αέρος MICA EM και IR.
H απόδοση ικανοτήτων αέρος-εδάφους στο Eurofighter-Typhoon ήρθε μέσω του Tranche 2. Σταδιακά, από το 2010, όλα τα μαχητικά του τύπου σταδιακά «έρχoνται» σε αυτή τη διαμόρφωση μέσω της οποίας μπορούν εκτός από τα όπλα αέρος-αέρος που προαναφέραμε, να αξιοποιήσουν τον πύραυλο αέρος-αέρος BVR νέας γενιάς METEOR, το ατρακτίδιο στοχοποίησης Litening στον κεντρικό φορέα (centerline) της ατράκτου, βόμβες καθοδήγησης λέιζερ (LGB), πυραύλους αέρος-εδάφους Brimstone (από το 2017), καθώς και το όπλο μακρού πλήγματος Taurus KEPD 350. Η πιστοποίηση του SCALP, του ατρακτιδίου στοχοποίησης Sniper και του ραντάρ CAPTOR E-Scan θα γίνουν στο πλαίσιο των προγραμμάτων για τα 28 αεροσκάφη του Κουβέιτ και τα 24 του Κατάρ. Δεν θα πρέπει να παραλείψουμε φυσικά εδώ και την υπογραφή της σύμβασης για την παραγωγή 112 αεροσκαφών της διαμόρφωσης Tranche 3Α η οποία έλαβε χώρα το 2009. Καμία από τις κυβερνήσεις των τεσσάρων χωρών-μελών που συμμετείχαν στην κοινοπραξία Eurofighter GmbH (εδώ και χρόνια το πρόγραμμα έχει περάσει στη δικαιοδοσία της Airbus Military) δεν έχει υπογράψει συμβόλαιο για το εξοπλισμό των Eurofighter-Typhoon που έχει παραλάβει, με το ραντάρ ενεργού ηλεκτρονικής σάρωσης CAPTOR-E Scan. Τυπικά και ουσιαστικά δηλαδή η τελευταία σύμβαση που υπογράφηκε ήταν αυτή για τη διαμόρφωση Tranche 2.
Στο γαλλικό στρατόπεδο υπήρξαν περισσότερες εξελίξεις… Την διαμόρφωση F2 διαδέχθηκε η F3 από το 2009. Σημαντικές προσθήκες ήταν ο AM-39 Exocet εναντίον σκαφών επιφανείας, όλες οι εκδόσεις του ΑΑSM (HAMMER), το ατρακτίδιο στοχοποίησης Damocles, το ατρακτίδιο φωτοαναγνώρισης AREOS και τον πύραυλο πυρηνικής κρούσης ASMP-A . Από το 2012 στα Rafale παραγωγής τοποθετείται πλέον το ενεργού ηλεκτρονικής σάρωσης ραντάρ RBE 2AA, ενώ στα αεροσκάφη που ήδη βρίσκονται σε υπηρεσία το σύστημα τοποθετείται όταν αυτά θα αναβαθμιστούν στη διαμόρφωση F3R που είναι διαθέσιμη σήμερα. Τα Rafale των δύο αεροπορικών δυνάμεων της Γαλλίας θα αρχίσουν να αναβαθμίζονται στην υποδιαμόρφωση F3R από τις αρχές του 2019. Που περιλαμβάνει την ενσωμάτωση του νέου ατρακτιδίου στοχοποίησης TALIOS (TArgerting Longrange Identification Optronic System), τον αέρος-αέρος METEOR, νέο MODE S transponder και IFF interrogator Mode 5, καθώς και αναβαθμίσεις λογισμικού στο ραντάρ, το σύστημα αυτοπροστασίας και Η/Π SPECTRA και το Link 16.
Εν κατακλείδι…
Τα δύο ευρωπαϊκά δικινητήρια μαχητικά έγιναν πραγματικά εφάμιλλα των αμερικανικών, την τελευταία δεκαετία. Αυτό δείχνει –κακά τα ψέματα- καθαρά το ιστορικό της εξέλιξης τους, που συνοπτικά αναφέραμε παραπάνω. Η εξέλιξη τους ακόμα συνεχίζεται αλλά πλέον βρίσκονται σε επίπεδα ευθέως ανταγωνιστικά (από πλευράς επιδόσεων ήταν πάντα) στους τομείς του εξοπλισμού αποστολής και –κυρίως- των όπλων. Σε τι μας αφορά εμάς αυτό; Μα στο ότι πλέον μπορούμε να εξετάσουμε σοβαρά το ενδεχόμενο απόκτησής τους. Ο πρώτος λόγος είναι η δεύτερη πηγή προμηθειών που λέγαμε (https://defencereview.gr/aerometaferomena-opla-gia-tin-polemi/) και ο δεύτερος είναι τα όπλα που μπορούμε να προμηθευτούμε χωρίς τους αμερικανικούς περιορισμούς και τις απαγορεύσεις.
Εκεί που πραγματικά δυσκολεύουν τα πράγματα είναι στο κόστος. Όπως είδατε στην χαρακτηριστική περίπτωση του Κατάρ που «ψώνισε» μαζικά από τρείς διαφορετικές πηγές τα νούμερα είναι απλά απαγορευτικά. Μόνο στην περίπτωση του Rafale θα μπορούσαμε να γλυτώσουμε κάποια σοβαρά κονδύλια γιατί έχουμε ήδη τα όπλα, τις υποδομές και τον εξοπλισμό υποστήριξής τους αλλά… Δεν χρειαζόμαστε 36 μόνο κομμάτια. Θα απαιτηθούν τουλάχιστον 45 για να μην πούμε 60. Χρειαζόμαστε δηλαδή τουλάχιστον δύο ενισχυμένες Μοίρες, ή στην καλύτερη περίπτωση τρείς, αν θέλουμε να μιλάμε για υποτυπώδη απόσβεση και απόδοση της επένδυσης που θα γίνει. Περιπτώσεις τύπου Mirage 2000-5Mk.2 δεν θα πρέπει να διανοούμαστε ότι θα επαναληφθούν στο μέλλον… Το να πληρώσουμε δηλαδή πακτωλό χρημάτων, για να πετάξουμε σε διάστημα πενταετίας στον κάλαθο των αχρήστων την όλη επένδυση!