Και αυτό το πρόγραμμα, την ανάπτυξη της αναγνωριστικής έκδοσης του Reaper, το DR το έχει παρακολουθήσει, μέσα από την καθημερινή ειδησεογραφία, περισσότερο από κάθε άλλο αμυντικό ιστοχώρο στην Ελλάδα. Δική μας πεποίθηση ή αίσθηση, είναι ότι τουλάχιστον για τα ελληνικά δεδομένα και από ότι έχει ήδη αποδειχθεί και για τα δεδομένα και άλλων πολύ μεγαλύτερων και οικονομικά ισχυρότερων χωρών, η προμήθεια τριών MQ-9B SeaGuardian που πέρασε πρόσφατα από τη Βουλή των Ελλήνων, είναι μία ανεξήγητα βιαστική και πανάκριβη κίνηση.
Ένα εξοπλιστικό πρόγραμμα που δεν αλλάζει κανένα επιχειρησιακό δεδομένο στο Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο, όπως θα εξηγήσουμε. Άρα, μόνο ώς Game Changer δεν μπορεί να χαρακτηριστεί. Αναλύουμε συνοπτικά και περιεκτικά στο βαθμό που μας επιτρέπεται, τους λόγους για τους οποίους η συγκεκριμένη προμήθεια δεν πρέπει κατά τη γνώμη μας να υλοποιηθεί.
Επιχειρησιακά οι δυνατότητες του MQ-9B υπερκαλύπτονται από άλλα εναέρια μέσα: To ΜQ-9B SeaGuardian θεωρητικά μπορεί να λειτουργήσει ώς μέσο εντοπισμού υποβρυχίων σε ρόλο ASW (Anti-Sumbarine Warfare) με τον σχετικά μικρό αριθμό ηχοσημαντήρων που μπορεί να φέρει, αλλά δεν μπορεί να χτυπήσει υποβρύχια. Τον από αέρος ανθυποβρυχιακό ρόλο το Πολεμικό Ναυτικό τον έχει καλύψει πλήρως μέσω της αγοράς εφτά και σε δεύτερο χρόνο δέκα συνολικά ανθυποβρυχιακών ελικοπτέρων τύπου MH-60R και τον εκσυγχρονισμό τεσσάρων P-3B Orion σε P-3H. Και φυσικά με την ύπαρξη σύγχρονων σόναρ στα πλοία του δίχως εκπτώσεις και συμβιβασμούς. Τα MQ-9B εντοπίζουν άρα, αλλά δεν μπορούν να προσβάλλουν υποβρύχια, σε αντίθεση με τα μέσα αυτά που φέρουν αερομεταφερόμενες τορπίλες.
Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι ο ρόλος των εναέριων μέσων είναι κατά βάση τον καιρό της κρίσης έντασης και δευτερευόντως τον καιρό των πραγματικών επιχειρήσεων λόγω εγγενών μειονεκτημάτων. Επίσης η αλόγιστη ανάπτυξη των εναέριων μέσων λειτουργεί σε βάρος της ανάπτυξης των κύριων μονάδων κρούσης του ΠΝ. Δηλαδή της ναυπήγησης νέων πλοίων.
Το ίδιο ισχύει και για τις επιχειρήσεις εναντίον σκαφών και μονάδων επιφανείας. Τo MQ-9B μπορεί μεν να εντοπίσει αλλά δεν μπορεί να προσβάλει τέτοιους στόχους, σε αντίθεση με τα MH-60R (AGM-114 Hellfire, APKWS II) και P-3H (AGM-84L Harpoon).
Σε αποστολές επιτήρησης (Surveillance, Reconnaissance) διάρκειας πολλών ωρών, το MQ-9B υπερτερεί από κάθε άποψη (κόστος, απόσταση, χρόνος παραμονής στην περιοχή). Για αυτό το σκοπό όμως ενοικιάστηκαν (με προοπτική αγοράς) τα πολύ χαμηλότερου κόστους αγοράς ισραηλινά Heron I, από το Υπουργείο Άμυνας. Τον ίδιο ρόλο μπορούν να καλύψουν βέβαια και τα EMB-145Η της Πολεμικής Αεροπορίας. Και κάλλιστα θα μπορούσαν να αγοραστούν και αλλά ώστε να υπάρχει ομοιοτυπία. Για τα οποία καθυστερεί, επίσης ανεξήγητα, η επένδυση των 80 εκατομμυρίων ευρώ που απαιτεί η υποστήριξή τους για πέντε χρόνια (https://defencereview.gr/symvasi-fos-gia-ta-asepe-i-ypsisti-protera/)!
Σε περιόδους κρίσης, η Πολεμική Αεροπορία δεν χρειάζεται καν να σηκώσει F-16 με ατρακτίδια DB-110 (και όμως αυτό γράφτηκε…) για σκοπούς επιτήρησης ή αναγνώρισης. Για όσους δεν το γνωρίζουν, το ραντάρ σταθερής διάταξης (ΑESA) τύπου PS-890 Erieye των ελληνικών ΑΣΕΠΕ, πέρα από αεροσκάφη, μπορεί να εντοπίσει στόχους επιφανείας μεγέθους βάρκας (!) σε αποστάσεις μεγαλύτερες των 200 χιλιομέτρων και μεγέθους φρεγάτας από 400 χιλιόμετρα μακριά.
Σε ρόλους επιτήρησης και αναγνώρισης επίσης μπορούν να λειτουργήσουν και τα εκσυγχρονισμένα P-3H. To ραντάρ έρευνας επιφανείας τύπου ELM-2022A που φέρουν έχει ακτίνα εντοπισμού άνω των 400 χιλιομέτρων για πλοία μεγέθους φρεγάτας (https://www.iai.co.il/drupal/sites/default/files/2020-02/ELM-2022-Airborne%20Maritime%20Surveillance%20Radar%20Brochure.pdf), ενώ τα ελληνικά ΑΦΝΕ, φέρουν και πυργίσκο ηλεκτροοπτικών τύπου MX-15 της WESCAM.
Δυνατότητες ηλεκτρονικής αναγνώρισης (ELINT/COMMINT) δεν θα έχουν τα MQ-9B με βάση τα σημερινά δεδομένα. Σε αντίθεση με τα P-3H που θα έχουν σε κάποιο βαθμό και με τα AΣΕΠΕ που μπορούν χωρίς περιορισμούς να λειτουργήσουν ώς electronic intelligence (ηλεκτρονική επιτήρηση και υποκλοπές) φορείς, γιατί έχουν τον απαιτούμενο εξοπλισμό αποστολής (https://defencereview.gr/emb-145h-erieye-h-pragmatiki-istoria-enos-akomiell/)
Πολύ υψηλό κόστος που απλά δεν μπορεί να δικαιολογηθεί: Εδώ τα πράγματα είναι κάτι περισσότερο από ξεκάθαρα. Είναι αδιανόητο να συζητάμε έστω, πόσο μάλλον να σχεδιάζουμε να δαπανήσουμε, κονδύλι ύψους 400 περίπου εκατομμυρίων δολαρίων (388 εκατομμυρίων ευρώ), για να αποκτήσουμε τρία μόνο μη επανδρωμένα αεροσκάφη επιτήρησης μεγάλου ύψους και ακτίνας. Το κόστος ήταν ο παράγοντας που απέτρεψε την Αυστραλία, μία χώρα – Ήπειρο με τεράστιες θαλάσσιες εκτάσεις προς επιτήρηση, από το να αγοράσει 12 MQ-9B (https://defencereview.gr/i-aystralia-akyrose-to-programma-prom/).
Απέτρεψε και την Ινδία που επίσης έχει να καλύψει τεράστιες ωκεάνιες εκτάσεις (Ινδικός), μελετούσε το ενδεχόμενο προμήθειας 30 MQ-9B SeaGuardian (https://eurasiantimes.com/hanging-in-air-why-us-india-deal-on-super-lethal-mq-9b-sea-guardian-drone-is-failing-to-see-light/) και είχε ενοικιάσει δύο τέτοια αεροσκάφη, καταλήγοντας προς το παρόν στην αγορά τεσσάρων Heron II από το Ισραήλ έναντι 200 εκατομμυρίων δολαρίων (https://www.trtworld.com/magazine/what-you-need-to-know-about-india-s-latest-purchase-of-israeli-drones-50373).
Σαλαμοποίηση εξοπλιστικών προμηθείων: Η ανάγκη για την προμήθεια μη επανδρωμένων, χαμηλού κόστους (ώς αναλώσιμο εξοπλισμό σε περίπτωση επιχειρήσεων) αεροσκαφών επιτήρησης κατά τη γνώμη μας θα πρέπει να αντιμετωπιστεί συνολικά. Δηλαδή θα πρέπει να είναι σχεδιασμένη έτσι ώστε να καλύπτει τις ανάγκες και των τριών Κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων από τον Εβρο και τα βόρεια σύνορα της χώρας, μέχρι το Καστελόριζο και την Κύπρο. Κατά συνέπεια δεν μπορούμε να μιλάμε για τρία μόνο αεροσκάφη και δύο σταθμούς ελέγχου και συλλογής πληροφοριών και μάλιστα με αυτό το κόστος. Αποσπασματικές αγορές αυτού του είδους είναι απλά απαγορευτικές.
Οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις χρειάζονται περισσότερα τέτοια αεροσκάφη με σαφώς χαμηλότερο κόστος αγοράς και ενός τύπου. Επειδή “το έργο έχει ξαναπαιχτεί” στη χώρα μας, δεν μπορούμε πλέον να ισχυριστούμε ότι δεν γνωρίζαμε. Στη δεκαετία του 1990 και του 2000 κάθε Υπηρεσία, Όπλο και Κλάδος αγόραζε τα “δικά του” ελικόπτερα και έτσι φτάσαμε στις αρχές της δεκαετίας του 2020 να έχουμε ενταγμένους σε υπηρεσία στη χώρα μας περί τους 26 διαφορετικούς τύπους ελικοπτέρων! Τους οποίους πολύ απλά ποτέ δεν μπορέσαμε να υποστηρίξουμε και άρα όλες αυτές οι επενδύσεις κατέληξαν στο μεγαλύτερο μέρος τους… στο πηγάδι.
Την τριτοκοσμική εικόνα των 26 διαφορετικών τύπων ελικοπτέρων είχε καταγράψει πολύ εύστοχα σε σχόλιο του αναγνώστης του DR (https://defencereview.gr/programmata-fara-kai-flraa-exelixeis-poy-tha-ep/#comment-5624113665) παραθέτοντας πλήρη λίστα σκαφών και κινητήρων. Σας παροτρύνουμε να την διαβάσετε. Η κατάσταση αυτή δεν μπορεί να συνεχιστεί επ΄ αόριστον και οπωσδήποτε δεν πρέπει να επαναληφθεί. Έχει τεράστιο κόστος για την ελληνική οικονομία (που πλέον δεν κρύβεται γιατί φαίνεται καθημερινά σε κόστος καυσίμου, τροφίμων και ειδών πρώτης ανάγκης) και καταστροφικές συνέπειες για το αξιόμαχο των Ενόπλων Δυνάμεων.