Το ζήτημα της ανανέωσης των κύριων μονάδων επιφανείας (φρεγατών) του Πολεμικού Ναυτικού (ΠΝ) το παρακολουθήσαμε εξ αρχής. Με αναλυτικά άρθρα μας, παρουσιάσεις και αφιερώματα. Θέσαμε ως πρωταρχικό στόχο να είμαστε ειλικρινείς, ευθείς και κυρίως ξεκάθαροι, σεβόμενοι τους αναγνώστες μας. Πάντα γράφοντας με επιχειρήματα και τεκμηρίωση και προσεγμένη έκφραση γραπτού λόγου, δίχως ειρωνείες και προσβλητικά υπονοούμενα.

Δεδομένης της έλευσης της αμερικανικής απάντησης που εστάλη στις ελληνικές αρχές ως απάντηση της LoR (Letter Of Request) του παρελθόντος Μαρτίου, θεωρούμε σκόπιμο να προχωρήσουμε σε μια συνολική ανασκόπηση όλων των ζητημάτων που τέθηκαν επί της αμερικανικής πρότασης – προσφοράς των MMSC/ HF2 για το ΠΝ, αλλά και της ανανέωσης του Στόλου. Μιας σχεδίασης (MMSC/ HF2) για την οποία εξ αρχής εκφράσαμε, τεκμηριώνοντας τα γραφόμενα μας, έντονους προβληματισμούς και ανησυχίες.

Η διαδικασία σε θεσμικό επίπεδο

Αρχικώς, η ελληνική πλευρά θέτοντας ως στόχο την ανανέωση του ΠΝ δημιούργησε μια δυσεπίλυτη εξίσωση, συνδέοντας όλα τα προγράμματα (νέες φρεγάτες, ενδιάμεση λύση, εκσυγχρονισμός των ΜΕΚΟ 200ΗΝ, ναυπηγεία). Όλα τα παραπάνω δημιούργησαν ένα δαιδαλώδες πλαίσιο που αντί να διευκολύνει τις αποφάσεις, τις δυσχέραινε.

Αναπόφευκτα, λόγω της σύνδεσης όλων των προγραμμάτων και της αναζήτησης ενός προμηθευτή/ εταιρείας/ κράτους, δημιουργήθηκαν τεράστιες καθυστερήσεις με αποτέλεσμα προγράμματα όπως αυτό του εκσυγχρονισμού των φρεγατών ΜΕΚΟ 200 ΗΝ διαρκώς να αναβάλλονται και να αναθεωρούνται τη στιγμή που θα έπρεπε άμεσα και εξ αρχής να εκκινήσει ως πρώτο και ξεχωριστά από τα υπόλοιπα (νέες φρεγάτες, ενδιάμεση λύση).

Τόσο οι νέες τορπίλες των υποβρυχίων όσο και ο εκσυγχρονισμός των ΜΕΚΟ 200ΗΝ θα έπρεπε να αποτελέσουν τις άμεσες αποφάσεις της κυβέρνησης μόλις ανέλαβε την εξουσία τον Ιούλιο του 2019. Φυσικά προς αποφυγή παρεξηγήσεων, η κριτική μας βαραίνει και τη προηγούμενη κυβέρνηση που αντί της λήψης αποφάσεων για τα δύο πλέον κομβικά προγράμματα του ΠΝ (νέες τορπίλες και ΜΕΚΟ), αυτή αδιαφορούσε και εκκίνησε προγράμματα με αμφιλεγόμενη προτεραιότητα συγκριτικά με τα προαναφερθέντα. Οι ευθύνες είναι διαχρονικές και διακομματικές.

Ως προς την πρόσκτηση νέων φρεγατών, αντί της προκήρυξης ανοικτού δημόσιου διεθνούς διαγωνισμού, το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας συνέχισε τις συζητήσεις με τη γαλλική πλευρά που είχαν ξεκινήσει από το 2017 για την απόκτηση μόλις δύο φρεγατών, τη στιγμή που οι ανάγκες για νέα πλοία ήταν περισσότερες και που η κοινή λογική επέβαλε ένα συνολικό πλαίσιο ανανέωσης του ελληνικού στόλου με τη ναυπήγηση τουλάχιστον τεσσάρων νέων φρεγατών σε βραχυπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα.

Ένα συνολικό πλαίσιο θα επέφερε μειώσεις τιμών, μεταφορά τεχνογνωσίας και ασφαλώς μεγάλη εμπλοκ΄ή της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας που θα έπρεπε να τεθεί με συγκεκριμένο ποσοστό επί του προϋπολογισμού ευθύς εξ αρχής και όχι σε δεύτερο χρόνο

Οι βάσεις και τα θεμέλια της διαδικασίας που χαρακτηρίστηκε από τη κυβέρνηση ως «ανταγωνιστικός διάλογος» ήταν σαθρά εξ αρχής. Δεν καθορίστηκαν και δεν καταρτίστηκαν σαφείς τεχνικές προδιαγραφές με γνώμονα τις ανάγκες και τις επιχειρησιακές απαιτήσεις του ΠΝ ώστε να αποκτήσει τη φρεγάτα που πραγματικά χρειάζονταν, τηρουμένων πάντα των οικονομικών δυνατότητων της χώρας (προϋπολογισμού) και του αμυντικού σχεδιασμού που καλούνται να ενταχθούν τα πλοία.

Φυσικά όλα τα παραπάνω ευνοούσαν τη πρόταση της Lockheed Martin και το «ειδικό γεωπολιτικό βάρος» της αμερικανικής πρότασης με νέα πλοία, ενδιάμεση λύση, επενδύσεις στα ναυπηγεία, εκσυγχρονισμό των ΜΕΚΟ. Διότι το κύριο επιχείρημα της αμερικανικής πρότασης της Lockheed Martin, ήταν η «λύση πακέτο» και η λεγόμενη «στρατηγική συμμαχία», η οποία μολονότι είναι θεμιτή και επιβεβλημένη, εντούτοις δεν πρέπει να αποτελεί άλλοθι για την υπονόμευση του ΠΝ όπως θα συνέβαινε με την επιλογή των MMSC/ HF2.

Ακόμη και το κύριο επιχείρημα της έλευσης μεταχειρισμένων αμερικανικών πλοίων καλύπτοντας τις εγγενείς αδυναμίες της σχεδίασης των MMSC/ HF2 όπως τα Arleigh Burke και τα Ticonderoga, αποδείχθηκε λανθασμένο.

Η τεχνική διαμόρφωση των πλοίων

Η σχεδίαση η οποία προτάθηκε από τη Lockheed Martin με επίκεντρο τις MMSC/ HF2 ευθύς εξ αρχής συγκέντρωνε πολλά μειονεκτήματα έναντι όλων των υπολοίπων ευρωπαϊκών προτάσεων. Η φιλοσοφία σχεδίασης του πλοίου ουδεμία σχέση είχε και έχει με τον ναυτικό πόλεμο υψηλής έντασης. Ακόμη και εάν δεχθούμε πως βρέθηκε λύση με το προωστήριο σκεύος και τα γενικότερα προβλήματα μηχανικής αξιοπιστίας, η επιλογή των MMSC/ HF2 υστερούσε δραματικά έναντι του ανταγωνισμού. Ενδεικτικώς αναφέρουμε: έλλειψη βλημάτων αεράμυνας περιοχής, μειωμένο φόρτο βλημάτων, απουσία σύγχρονου ραντάρ σταθερής διάταξης που θα προσέδιδε στο ΠΝ νέες δυνατότητες αεράμυνας περιοχής, μη ύπαρξη σόναρ τρόπιδας.

Η τεχνική διαμόρφωση υστερούσε δραματικά έναντι του ανταγωνισμού. Εκτός πραγματικότητας ήταν και όσοι εκτίμησαν πως υπήρχε η προοπτική η σχεδίαση MMSC/ HF2 να τροποποιηθεί, καλύπτοντας τις παραπάνω αδυναμίες.

Κάθε συζήτηση για τις MMSC/ HF2 θα έπρεπε να είχε σταματήσει από τη στιγμή που απορρίφθηκαν από το πρόγραμμα FFG(X) όταν το US Navy ζήτησε πλοία με δυνατότητα ναυτικών επιχειρήσεων υψηλής έντασης και όχι παράκτιας περιπολίας και επιχειρήσεων σε παράκτια ύδατα.

Τον Ιανουάριο του 2018, το Γραφείο Επιχειρησιακών Δοκιμών και Αξιολογήσεων του Αμερικανικού Υπουργείου Άμυνας κατέγραψε και δημοσιοποίησε σοβαρά προβλήματα με τα πλοία LCS, μεταξύ των οποίων: Θέματα που αφορούν το ραντάρ, τον περιορισμένο βαθμό αυτοπροστασίας των πλοίων από βλήματα κατά πλοίων και την απουσία εναλλακτικών-πολλαπλών μέσων αυτοπροστασίας, ιδιαίτερα κατά του πρώτου πλήγματος. Σύμφωνα με έκθεση του Γραφείου «κανένα LCS δεν μπορεί να επιβιώσει σε υψηλής έντασης μάχης».

Τα είχαμε γράψει αναλυτικά από τη πρώτη στιγμή (περισσότερα εδώ)

Αντιλαμβανόμενοι τα παραπάνω και τις σύγχρονες ανάγκες, ταχθήκαμε ξεκάθαρα υπέρ μιας ευρωπαϊκής λύσης που θα συγκεντρώνει συγκεκριμένα επιθυμητά χαρακτηριστικά που αντιπροσωπεύουν το μέλλον των ναυτικών επιχειρήσεων, όπως φρεγάτα με ενισχυμένες δυνατότητες αεράμυνας περιοχής, ικανό φόρτο βλημάτων, σύγχρονο ραντάρ σταθερής διάταξης και όχι περιστρεφόμενο, βλήματα με ενεργή καθοδήγηση συνάμα με τις τυπικές δυνατότητες πολέμου επιφανείας και ανθυποβρυχιακών επιχειρήσεων.  

Η οικονομική παράμετρος

Εκτός όμως των εμφανών και αδιαμφισβήτητων μειονεκτημάτων, το οικονομικό εξ αρχής αποτελούσε ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο δεδομένου πως η Lockheed Martin προσέφερε μια ακατάλληλη πλατφόρμα σε μια πανάκριβη τιμή. Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή για να καταλήξουμε στη χθεσινή τιμή των 6.9 $ δις.   

Τον Νοέμβριο του 2019 το ΠΝ λαμβάνει τη λεγόμενη P&A (Price and Availability) για 4 πλοία MMSC/ HF2. Η Αμερικανική P&A είχε την τιμή των 4,4 δις δολαρίων για τέσσερα πλοία MMSC ή αλλιώς 3,971 δις ευρώ για τέσσερα πλοία (με τη τότε ισοτιμία). Σε αυτό το ποσό πράγματι συμπεριλαμβάνονται όπλα και FOS. Είχαμε κάνει και σχετική αναφορά εδώ. Το παραπάνω κόστος είναι συνάρτηση φυσικά της διαμόρφωσης των πλοίων και αφορά στη διαμόρφωση που επέλεξε το Ναυτικό της Σαουδικής Αραβίας.

Ακολουθούν οι γνωστές εξελίξεις του καλοκαιριού του 2021 με την ακύρωση της απόκτησης μόλις δύο FDI HN και την ανακοίνωση από τον πρωθυπουργό τον Σεπτέμβριο του 2021 της προμήθειας τεσσάρων νέων φρεγατών. Ανακοινώνεται επίσης η προμήθεια των 18 γαλλικών Rafale ώστε να κατευναστεί η Γαλλία. Εξοπλιστική προμήθεια που παρότι είναι απαραίτητη, εντάσσεται όχι στα πλαίσια μιας εξοπλιστικής επιλογής στην οποία έχει προηγηθεί μελέτη και προεργασία, αλλά έχει ως κυρίαρχο στοιχείο τη πολιτική σκοπιμότητα.  

Τον Μάιο του 2021 το ΠΝ ενημερώνεται εκ νέου έπειτα από μια μεγάλη σειρά διαπραγματεύσεων που επέφεραν αύξηση αριθμού κελιών εκτόξευσης από 8 κελιά (Μk.41) σε 11 (προστέθηκαν 3 κελιά τύπου ExLS) καθώς και τα βλήματα μέσης ακτίνας CAMM-ER. To κόστος ανέρχεται στα έξι δισεκατομμύρια δολάρια ή 4.9 δισεκατομμύρια ευρώ (με τη τότε τρέχουσα ισοτιμία).

Η τιμή περιλαμβάνει τη ναυπήγηση τεσσάρων νέων πλοίων MMSC και τον εκσυγχρονισμό μέσης ζωής (ΕΜΖ) των τεσσάρων φρεγατών ΜΕΚΟ 200 ΗΝ.

Ήταν γνωστό όμως από τα τέλη της Άνοιξης, πως το ΠΝ και η ελληνική κυβέρνηση ανέμεναν την επίσημη αμερικανική απάντηση της κυβέρνησης των ΗΠΑ δεδομένου ότι το πρόγραμμα θα υλοποιούνταν μέσω διακρατικής σύμβασης (FMS).

Από το καλοκαίρι του 2021 και έπειτα, λόγω αδυναμίας εύρεσης συνολικής και ολοκληρωμένης λύσης (με όλα τα προγράμματα, ενδιάμεση λύση, νέα πλοία, ΕΜΖ ΜΕΚΟ, εύρεση επενδυτή στα ναυπηγεία) που θα κάλυπτε, το ΠΝ το ΥΠΕΘΑ προχωρά σε διαχωρισμό των προγραμμάτων.

Οι γεωπολιτικές εξελίξεις της AUKUS σε συνδυασμό με τις αντιδράσεις που υπήρχαν στο εσωτερικό του ΠΝ για την αμερικανική πρόταση, η οποία βασίζονταν μόνον στις MMSC/ HF2 και όχι σε κάποια αξιόλογη ενδιάμεση λύση, οδηγούν την ελληνική κυβέρνηση στο να στραφεί στη Γαλλία. Στις 28 Σεπτεμβρίου ο πρωθυπουργός ανακοινώνει την απόκτηση τριών αντί τεσσάρων γαλλικών φρεγατών FDI HN (στη διαμόρφωση που επιθυμεί το ΠΝ με κυρίαρχο στοιχείο την αεράμυνα περιοχής). Η γεωπολιτική συγκυρία απεδείχθει σωτήρια για το ΠΝ.

Η πρόσφατα ανακοινωθείσα τιμή των MMSC, κατόπιν επίσημου ελληνικού αιτήματος, επιβεβαίωσε τα παραπάνω. Πως τα πλοία αποτελούσαν μια πανάκριβη, υπερκοστολογημένη επιλογή τη στιγμή που τα τεχνικά και επιχειρησιακά τους χαρακτηριστικά ήταν κατώτερα του ανταγωνισμού.

Η «ενδιάμεση λύση» των Αμερικανών

Παρά τη παγία θέση πολλών ελληνικών κυβερνήσεων για τη παραχώρηση αμερικανικών Arleigh Burke, η κυβέρνηση των ΗΠΑ δεν φαίνεται διατεθειμένη να παραχωρήσει στο ΠΝ πλοία τέτοιων δυνατοτήτων. Ούτε φυσικά και Ticonderoga, πλοία για τα οποία το ΠΝ είχε αρνητική θέση. Τελικώς το ζήτημα των αμερικανικών πλοίων που θα επιδρούσαν καταλυτικά στο ΠΝ, αποδείχθηκε μια ψευδαίσθηση. Ο ίδιος ο Υπουργός Ανάπτυξης σε συνέντευξη του θα το παραδεχθεί δημόσια.

Βέβαια η παραφιλολογία για πιθανή παραχώρηση είτε Arleigh Burke είτε Ticonderoga, καθυστερούσε τεχνηέντως τη διαδικασία. Με «τυράκι» τα παραπάνω πλοία και τη προοπτική αποδέσμευσης τους, υπήρχε η «φάκα» που λέγεται MMSC/ HF2.

Και όπως γράφαμε και προ ετών, γιατί η Ελλάδα και το ΠΝ να μην παραλάβει τα Arleigh Burke ως αντάλλαγμα στις μεγάλες αμερικανικές παραχωρήσεις και διευκολύνσεις απέναντι στις ΗΠΑ λόγω της ανανεωμένης αμυντικής συμφωνίας MDCA; Μήπως τα σενάρια περί Arleigh Burke αποτελούσαν αποπροσανατολισμό της κοινής γνώμης;

Έτσι φτάσαμε στη λύση που γράφαμε για τις ολλανδικές «Μ» που αποτελούσαν τη πλέον αξιόλογη και κυρίως ρεαλιστική προοπτική.

Ο εκσυγχρονισμός των ΜΕΚΟ 200 ΗΝ

Ο ΕΜΖ των φρεγατών ΜΕΚΟ 200 ΗΝ όπως τονίσαμε και στην αρχή του άρθρου, θα έπρεπε να αποτελεί τη κυρίαρχη προτεραιότητα. Ήδη τα πλοία αγγίζουν την προχωρημένη ηλικία σε σημείο ο ΕΜΖ να μην θεωρείται μέσης ζωής αλλά τέλους ζωής.

Ως εκ τούτου, το ΠΝ αντιλαμβανόμενο το περιορισμένο της υπόλοιπης διάρκειας ζωής των ΜΕΚΟ 200ΗΝ, στράφηκε σε ένα περιορισμένο πακέτο ύψους 120 εκατομμυρίων ευρώ για τέσσερα πλοία με έμφαση στο ραντάρ, στο τακτικό σύστημα και ορισμένες μηχανολογικές επισκευές ώστε να αποκατασταθεί η λειτουργική αξιοπιστία των πλοίων σε μηχανολογικό επίπεδο. Προβάδισμα σε αυτή τη χρονική φάση διατηρούσε η SAAB που κατέθεσε πρόταση εντός του προϋπολογισμού και με πολύ αξιόλογες προσθήκες συστημάτων.

Εκ των υστέρων, ο προϋπολογισμός αυξήθηκε στα 400 εκατομμύρια ευρώ, με περισσότερες εργασίες. Τελικώς ως σήμερα λύση δεν έχει βρεθεί και όπως φαίνεται το ΠΝ προσανατολίζεται σε εκσυγχρονισμό δύο αντί τεσσάρων πλοίων.

Η αμερικανική πρόταση έχει ανώτατο κόστος 2.5 δισ. $ που περιλαμβάνει τη κοστολόγηση όλων των πιθανών επιλογών ώστε το ΠΝ να καταλήξει στη τελική επιλογή συστημάτων και στο συνολικό πακέτο εκσυγχρονισμού.

Προφανώς τυχόν επιλογή της αμερικανικής πρότασης εκσυγχρονισμού δεν θα είχε κόστος 2.5 δισ. $ αλλά σε κάθε περίπτωση θα ήταν μια δαπανηρή επιλογή. Το ΠΝ, και πολύ σωστά, δίνει πλέον μεγαλύτερο βάρος στις νέες μονάδες (φρεγάτες και κορβέτες) και λιγότερο στην επιλογή ενός πανάκριβου εκσυγχρονισμού των ΜΕΚΟ 200 ΗΝ.

Σε κάθε περίπτωση όμως εκσυγχρονισμός στις νεότερες φρεγάτες επιβάλλεται να γίνει με λελογισμένο κόστος, ώστε τα πλοία να καταστούν αξιόμαχα σε μεσοπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα. Και κυρίως να διατηρούν ικανοποιητική σχέση κόστους – οφέλους.

Η παράμετρος των ναυπηγείων

Η αμερικανική επένδυση στα ναυπηγεία Ελευσίνας αποτελούσε ίσως το πλέον ισχυρό χαρτί της αμερικανικής πρότασης. Αποδείχθηκε και αυτό εκτός πραγματικότητας αφού στόχος της αμερικανικής πρότασης ήταν να κερδίσουν το πρόγραμμα χρηματοδοτώντας την επένδυση στα ναυπηγεία Ελευσίνας.

Διότι σε άλλη περίπτωση, εάν είχαν ένα υγιές επιχειρηματικό μοντέλο και σχεδιασμό ανεξάρτητο από το πρόγραμμα φρεγατών του ΠΝ, θα είχαν προχωρήσει προ πολλού στην επένδυση των ναυπηγείων Ελευσίνας βασιζόμενοι σε δικές τους επιχειρηματικές πρωτοβουλίες. Αντιθέτως, μόλις η ελληνική κυβέρνηση στράφηκε στη Γαλλία, το ενδιαφέρον των Αμερικανών ατόνησε και σήμερα η ελληνική κυβέρνηση διαπραγματεύεται ξανά από μηδενική βάση για τις προοπτικές των ναυπηγείων Ελευσίνας με την ιταλική Ficantieri.

Το ζητούμενο λοιπόν είναι οι επενδύσεις να εξυπηρετούν την εθνική οικονομία και όχι το αντίθετο. Και το γράφουμε αυτό με πλήρη επίγνωση των παλαιότερων μοντέλων επιχειρηματικότητας των ναυπηγείων (αμφότερων Σκαραμαγκά και Ελευσίνας) των οποίων η επιβίωση βασίστηκε στις παραγγελίες από το ΠΝ που δεν μπορούν να υφιστανται εσαεί. Απαιτούνται ιδιωτικές πρωτοβουλίες με γνώμονα πρωτίστως την εμπορική ναυτιλία και δευτερευόντως το σκέλος των ναυτικών προγραμμάτων του ΠΝ, ενταγμένες σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον με βιώσιμες προοπτικές.