Αφορμή για το σημερινό άρθρο μερικές φωτογραφίες που απεικονίζουν τα νέου τύπου ελικόπτερα MH-60R να είναι εξοπλισμένα με τα κορυφαία βλήματα NSM. Για το θέμα είχαμε αναφερθεί και σε προγενέστερο χρόνο αλλά αφορμή δοθείσης θα επανέλθουμε καθότι δεν υπάρχουν εξελίξεις προς αυτή τη κατεύθυνση και η ηγεσία του Πολεμικού Ναυτικού οφείλει να προβληματιστεί.

Αποτελεί κοινό τόπο στα πλαίσια αναβάθμισης της αμυντικής μας ισχύος, πως δεν αρκεί η προμήθεια είτε αεροπορικών είτε ναυτικών είτε χερσαίων συστημάτων δίχως αυτά να συνοδεύονται από τα κατάλληλα όπλα. Κατά το παρελθόν πολλάκις έχει διαπραγματευτεί το προαναφερθέν σφάλμα.

Η απόκτηση των επιπλέον τριών ελικοπτέρων MH-60R είναι απαραίτητο να συνοδευτεί με την απόκτηση των κατάλληλων όπλων ικανών να προσβάλουν στόχους επιφανείας από μεγάλες αποστάσεις με ασφάλεια και ακρίβεια. Ένα τέτοιο όπλο είναι το βλήμα NSM που έχει πιστοποιηθεί από την Ινδία για τα ελικόπτερα MH-60R. Μολονότι, τα ελικόπτερα αυτά προορίζονται κατά βάση για αποστολές ανθυποβρυχιακού πολέμου και σύνθεσης εικόνας επιφανείας, εντούτοις δεν πρέπει να παραμελείται και να υποβαθμίζεται η προσβολή στόχων επιφανείας με τα κατάλληλα όπλα όπως τα βλήματα NSM. Σημειώνεται ότι κάθε ελικόπτερο MH-60R δύναται να φέρει δύο βλήματα NSM.

Το σημαντικότερο πλεονέκτημα του NSM είναι το γεγονός ότι χρησιμοποιεί παθητικό αισθητήρα θερμικής απεικόνισης, σε συνδυασμό με αδρανειακό σύστημα πλοήγησης (INS : Inertial Navigation System), σύστημα παγκόσμιου προσδιορισμού θέσης (GPS : Global Positioning System), σύστημα αναφοράς ανάγλυφου και βάση δεδομένων για την αναγνώριση των στόχων.

Το NSM βρίσκεται σε υπηρεσία από το 2012, στην έκδοση επιφανείας-επιφανείας. Έχει ελάχιστο βεληνεκές 3 χιλιόμετρα και μέγιστο 185, αν και ορισμένες πηγές κάνουν λόγο για μέγιστο βεληνεκές άνω των 200 χιλιομέτρων. Ενσωματώνει διατρητική πολεμική κεφαλή βάρους 120 κιλών και χρησιμοποιεί αδρανειακό σύστημα πλοήγησης, GPS και σύστημα αναφοράς ανάγλυφου.

Σύμφωνα με την Kongsberg, το NSM ενσωματώνει χαρακτηριστικά χαμηλού ίχνους ραντάρ (Stealth), μπορεί να πετά σε πολύ χαμηλό ύψος και να εκτελέσει βίαιους ελιγμούς με πολλά G, ενώ ενσωματώνει σύστημα μνήμης με προφίλ πλοίων, το οποίο χρησιμοποιεί για την αναγνώριση του στόχου.

Το βλήμα έχει την ικανότητα πλεύσης πολύ κοντά στο επίπεδο της θάλασσας (Sea Skimming), αλλά και της ξηράς, ενώ μπορεί να παρακάμψει μάζα εδάφους (για παράδειγμα ένα νησί). Στην τερματική φάση μπορεί να εκτελέσει βίαιους ελιγμούς έτσι ώστε να δυσκολέψει την αντιμετώπιση του από τα συστήματα εγγύς υποστήριξης (CIWS : Close-In Weapon System) και τα συστήματα αυτοπροστασίας των πλοίων (αναλώσιμα, πυροτεχνικά αντίμετρα).

Επίσης είναι ανθεκτικό και δεν επηρεάζεται από τα ηλεκτρονικά αντίμετρα. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι κατά τη διάρκεια δοκιμών, τις οποίες πραγματοποίησε το Πολεμικό Ναυτικό της Νορβηγίας το 2016, ο NSM απέδειξε την ικανότητα του να προσβάλει και στόχους στην ξηρά, διευρύνοντας έτσι τον επιχειρησιακό φάκελο του βλήματος. Ίσως το σημαντικότερο πλεονέκτημα του NSM είναι το γεγονός ότι χρησιμοποιεί παθητικό αισθητήρα θερμικής απεικόνισης, σε συνδυασμό με αδρανειακό σύστημα πλοήγησης (INS : Inertial Navigation System), σύστημα παγκόσμιου προσδιορισμού θέσης (GPS : Global Positioning System), σύστημα αναφοράς ανάγλυφου και βάση δεδομένων για την αναγνώριση των στόχων.

Το NSM βρίσκεται σε υπηρεσία από το 2012, στην έκδοση επιφανείας-επιφανείας. Έχει ελάχιστο βεληνεκές 3 χιλιόμετρα και μέγιστο 185, αν και ορισμένες πηγές κάνουν λόγο για μέγιστο βεληνεκές άνω των 200 χιλιομέτρων. Ενσωματώνει διατρητική πολεμική κεφαλή βάρους 120 κιλών και χρησιμοποιεί αδρανειακό σύστημα πλοήγησης, GPS και σύστημα αναφοράς ανάγλυφου.

Συγκεκριμένα, ενσωματώνει σύστημα μνήμης με προφίλ πλοίων, το οποίο χρησιμοποιεί κατά τη φάση της αναγνώρισης του στόχου. Μια άλλη, εξίσου σημαντική καινοτόμα ικανότητα που ενσωματώνει ο NSM είναι αυτή της επιλογής του σημείου προσβολής. Δηλαδή, το βλήμα μπορεί να προγραμματιστεί για να προσβάλει ένα συγκεκριμένο σημείου του πλοίου, για παράδειγμα τη γέφυρα ή άλλο, ανάλογα με την κρίση του χρήστη.

Υπενθυμίζεται ότι το NSM (Naval Strike Missile), σχεδιάστηκε και αναπτύχθηκε από την νορβηγική Kongsberg, ως αντικαταστάτης των γνωστών, και στο Πολεμικό Ναυτικό (ΠΝ), βλημάτων κατά πλοίων Penguin, επίσης της Kongsberg (τα Penguin επιτυγχάνουν μικρότερο μέγιστο βεληνεκές, σε σχέση με τους NSM, και εντάχθηκαν για πρώτη φορά σε υπηρεσία το 1972). Το συμβόλαιο ανάπτυξης του NSM υπογράφηκε το 1996, ενώ η πρώτη δοκιμή του έγινε τον Ιούνιο του 2004.

Η τελευταία δοκιμή, πριν δηλαδή από την έναρξη της παραγωγής, έγινε τον Ιούλιο του 2006, οπότε και πιστοποιήθηκε η καλή λειτουργία του βλήματος. Το συμβόλαιο παραγωγής του NSM, αξίας $ 474 εκατομμυρίων, υπογράφηκε τον Ιούνιο του 2007. Μέχρι σήμερα το βλήμα έχει επιλεγεί από τη Νορβηγία, τις ΗΠΑ, την Πολωνία, τη Μαλαισία και τη Γερμανία. Μια έκδοση του NSM είναι και το JSM (Joint Strike Missile), εκτόξευσης από αέρος, στην ανάπτυξη του οποίου συμμετέχει και η Raytheon.

Τον Μάιο του 2019, στο πλαίσιο διεξαγωγής του συνεδρίου «Sea Air Space Exposition», η Kongsberg και η Raytheon παρουσίασαν ένα MH-60R SeaHawk εφοδιασμένο με δύο βλήματα NSM, κατόπιν απαίτησης της Ινδίας, η οποία θα αποκτήσει 24 MH-60R SeaHawk. Αλλά και οι Αμερικανοί Πεζοναύτες έχουν εκφράσει ενδιαφέρον για τον NSM, στο πλαίσιο της υλοποίησης του προγράμματος JLTV ROGUE Fires (Remotely Operated Ground Unit Expeditionary).

Το JSM, που προορίζεται για τον εξοπλισμό των F-35 Lightning II, αλλά έχει πιστοποιηθεί και στα F-16, έχει τη δυνατότητα προσβολής στόχων στη θάλασσα και την ξηρά, ενώ θα φέρει και σύστημα ζεύξης δεδομένων Link-16, δυνατότητα που η Kongsberg προγραμματίζει να προσθέσει και στα NSM. Η προσθήκη Link-16 θα επιτρέψει στον ελεγκτή του, από το αεροσκάφος και/ή το πλοίο, να διαβιβάζει στο εν πτήση βλήμα νέα δεδομένα για το στόχο, αυξάνοντας έτσι τις πιθανότητες ευστοχίας με το πρώτο πλήγμα.

Κλείνοντας αυτή τη σύντομη ανάλυση αυτό που θέλουμε να τονίσουμε και να επισημάνουμε για πολλοστή φορά είναι πως για να αξιοποιείται πλήρως μια σύγχρονη πλατφόρμα απαιτούνται και τα κατάλληλα όπλα. Ακόμη και σήμερα υφίστανται σημαντικά κενά και παραλείψεις στον εμπλουτισμό του ελληνικού οπλοστασίου και ειδικότερα των ναυτικών και αεροπορικών μέσων. Ως εκ τούτων το ζητούμενο δεν είναι να προμηθευόμαστε απλώς σύγχρονες πλατφόρμες από πλευράς τεχνολογικών δυνατοτήτων αλλά να μεγιστοποιούμε το επιχειρησιακό όφελος προμηθευόμενοι και τα κατάλληλα όπλα που ολοκληρώνουν ένα σύγχρονο οπλικό σύστημα.