Σε προηγούμενα άρθρα μας είχαμε αναφερθεί στα κατευθυνόμενα πυρομαχικά ακριβείας και την αξία τους τόσο για το Πυροβολικό όσο και για το Πολεμικό Ναυτικό (ΠΝ), καθώς και για την επιλογή των αιωρούμενων πυρομαχικών ως πιθανές-δυνητικές λύσεις για την αύξηση της ισχύος πυρός των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων. Τα άρθρα αυτά μπορείτε να διαβάσετε παρακάτω. (το άρθρο συνεχίζεται μετά τους συνδέσμους)
Στο παρόν άρθρο θα αναφερθούμε στα κατευθυνόμενα πυρομαχικά όλμων και τις διαθέσιμες λύσεις που υπάρχουν για τον Ελληνικό Στρατό (ΕΣ). Γενικά, ο όλμος, ανεξάρτητα από το διαμέτρημα του, είναι ένα όπλο καμπύλης τροχιάς, απλό στην κατασκευή και χρήση του, το οποίο χρησιμοποιείται για την υποστήριξη του Πεζικού (εντάσσεται στους Λόχους Υποστήριξης Τάγματος). Τα τυπικά διαμετρήματα όλμων που χρησιμοποιεί σήμερα το NATO είναι αυτό των 60 (κυρίως για τις Ειδικές Δυνάμεις), των 81 και των 120 χιλιοστών. Με βάση τις βεβαιωμένες παραγγελίες-παραλαβές ο ΕΣ διατηρεί σήμερα σε υπηρεσία όλμους των 60, 81 και 107 χιλιοστών. Συγκεκριμένα:
125 όλμους M6C-210 Commando των 60 χιλιοστών: Χρησιμοποιούνται από τις Ειδικές Δυνάμεις. Η σύμβαση, ύψους 385.000.000 δραχμών, για την προμήθεια τους υπογράφηκε τον Ιούνιο του 2001. Οι παραδώσεις ξεκίνησαν στις αρχές του 2004 και ολοκληρώθηκαν το 2006.
692 όλμους των 81 χιλιοστών: Εξ αυτών οι 689 είναι φορητοί, ελληνικής σχεδίασης και ανάπτυξης, E-44E1 και τρείς (3) είναι αυτοκινούμενοι M-125A1. Η σύμβαση ύψους 3.650.000.000 δραχμών, για την προμήθεια 470 Ε-44E1, υπογράφηκε τον Μάιο του 1999. Οι παραδόσεις ξεκίνησαν τον Απρίλιο του 2002 (με την παράδοση 70 όλμων) και ολοκληρώθηκαν τον Ιούνιο του 2003. Το Δεκέμβριο του 2007 υπογράφηκε νέα σύμβαση, ύψους € 7.500.000, για την προμήθεια 220 επιπλέον όλμων. Σε υπηρεσία απομένουν 689 όλμοι μετά την απώλεια ενός, τον Οκτώβριο του 2014, σε δυστύχημα κατά τη διάρκεια άσκησης της 32ης Ταξιαρχία Πεζοναυτών όταν και διερράγη ο σωλήνας του όλμου. Τα τρία (3) οχήματα Μ-125A1 εντάχθηκαν σε υπηρεσία το 1985.
469 όλμους των 107 χιλιοστών: Εξ αυτών οι 212 είναι ρυμουλκούμενοι M-30 (από τους 607 που έχουν παραληφθεί, οι υπόλοιποι πιθανότατα σε αποθήκευση) και οι 257 αυτοκινούμενοι M-106A1/A2 (53 και 204 αντίστοιχα). Οι πρώτοι 284 όλμοι M-30 παρελήφθησαν από τις ΗΠΑ την περίοδο 1960-1965, ενώ άλλοι 50 αγοράστηκαν το 1973 (με συνολικό κόστος $ 1.200.000) και παρελήφθησαν το 1974. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 παρελήφθησαν άλλοι 271 όλμοι, εκ των οποίων 171 από την Ολλανδία, το 1992, και 100 από τις ΗΠΑ, το 1994. Το Νοέμβριο του 2014 παρελήφθησαν δύο (2) ακόμα M-30, στο πλαίσιο του προγράμματος δωρεάν παραχώρησης στην Ελλάδα οχημάτων της οικογένειας «Μ» από τα αποθέματα του Αμερικανικού Στρατού. Το 1991 αγοράστηκαν από την Ολλανδία, με συνολικό κόστος $ 2.800.000, 53 M-106A1, τα οποία παραδόθηκαν το 1992 (σύμφωνα με ορισμένες πηγές παρελήφθησαν τον Φεβρουάριο του 1994). Την περίοδο 2000-2002 παρελήφθησαν 203 οχήματα M-106A2 από τις ΗΠΑ, ενώ το Νοέμβριο του 2014 παραλήφθηκε ένα (1) ακόμα όχημα, στο πλαίσιο του προγράμματος δωρεάν παραχώρησης προς την Ελλάδα οχημάτων της οικογένειας «Μ» από τα αποθέματα του Αμερικανικού Στρατού.
Επίσης ο ΕΣ διατηρεί σε υπηρεσία 1.134 όλμους M-1 των 81 χιλιοστών. Θα πρέπει επίσης να σημειώσουμε ότι το Μάρτιο του 2002 αποφασίστηκε η προμήθεια 240 όλμων ελληνικής σχεδίασης και ανάπτυξης E-56 των 120 χιλιοστών. Σύμφωνα με τον αρχικό προγραμματισμό θα αντικαθιστούσαν 120 ρυμουλκούμενους M-30 και 120 αυτοκινούμενους M-106A1/A2, αμφότεροι των 107 χιλιοστών. Ωστόσο, για άγνωστους λόγους, η σχετική σύμβαση και το πρόγραμμα δεν προχώρησαν με αποτέλεσμα ο ΕΣ να μην διαθέτει σήμερα όλμους των 120 χιλιοστών στο οπλοστάσιο του, κάτι που αποτελεί τροχοπέδη στη χρήση κατευθυνόμενων πυρομαχικών, όπως θα δούμε παρακάτω.
Η επιχειρησιακή αξία των όλμων είναι δεδομένη. Κατά τις επιχειρήσεις των φίλιων δυνάμεων ελιγμού (μηχανοκίνητο πεζικό και τεθωρακισμένα), είτε στην επίθεση είτε στην άμυνα, απαιτείται η προσβολή των εχθρικών θέσεων-δυνάμεων με διάφορα μέσα, ένα εκ των οποίων και οι όλμοι, έτσι ώστε να διευκολυνθεί η κίνηση των φίλιων δυνάμεων ή η απαγκίστρωσή τους σε περίπτωση δυσμενούς εξέλιξης των επιχειρήσεων.
H αποτελεσματική χρήση των έμμεσων πυρών προϋποθέτει ακριβή αρχική αίτηση πυρών, παρατήρηση των αποτελεσμάτων (δηλαδή αν οι βολές είναι επιτυχημένες ή αποτυχημένες) και έκδοση νέων ορθότερων αιτήσεων, αν αυτό είναι αναγκαίο. Αλλά για να γίνει αυτό απαιτείται έγκαιρος εντοπισμός του στόχου, εξακρίβωση της θέσης του, γρήγορη αίτηση παροχής πυρών, ορθή παρατήρηση της αποτελεσματικότητας των πυρών και διόρθωση τους αν χρειαστεί.
Αυτός ο κύκλος δράσης των όλμων είναι χρονοβόρος. Εδώ εισέρχεται η παράμετρος των κατευθυνόμενων πυρομαχικών, τα οποία αυξάνουν κατακόρυφα την πιθανότητα προσβολής με το πρώτο πλήγμα, άρα μειώνουν τον κύκλο λειτουργίας των όλμων, ενώ παράλληλα αυξάνουν την αποτελεσματικότητα τους, ημέρα και νύχτα και κάτω από οποιεσδήποτε καιρικές συνθήκες. Επιπλέον έχουν και το πλεονέκτημα της προσβολής κινούμενων στόχων.
Γενικά, οι όλμοι ανταποκρίνονται γρηγορότερα σε σχέση με το πυροβολικό, αν και μειονεκτούν σε βεληνεκές και καταστρεπτική ισχύ, σε σχέση πάντα με το πυροβολικό αφού το πυρομαχικό των 155 χιλιοστών είναι σαφώς πιο καταστροφικό απ’ αυτό των 120 χιλιοστών. Η χρήση κατευθυνόμενων πυρομαχικών, εκ των πραγμάτων, θα αναγκάσει τον εχθρό να είναι πιο επιφυλακτικός στην κίνηση του. Μπορούν επίσης να τον καθηλώσουν στις θέσεις του ή θα τον εξαναγκάσουν να υποχωρήσει για να εξασφαλίσει την επιβίωσή του, λόγω της ευστοχίας των πυρών.
Στη διεθνή αγορά ΗΠΑ, Ισραήλ και Ρωσία έχουν αναπτύξει κατευθυνόμενα πυρομαχικά όλμων, κυρίως όμως στο διαμέτρημα των 120 χιλιοστών, με εξαιρετικές επιδόσεις, τα οποία θα μπορούσαν να ενδιαφέρουν την Ελλάδα, είτε για άμεση προμήθεια, είτε για προμήθεια μέσω συμπαραγωγής και μεταφοράς τεχνολογίας και τεχνογνωσίας στη χώρα μας. Όπως σημειώσαμε όμως παραπάνω ο ΕΣ δεν διαθέτει όλμους των 120 χιλιοστών, παρά την απόφαση του 2002, με αποτέλεσμα να μην μπορεί, όπως έχουν σήμερα τα πράγματα, να χρησιμοποιήσει κατευθυνόμενα πυρομαχικά όλμων, εκτός του διαμετρήματος των 81 χιλιοστών. Συνεπώς, εάν μας ενδιαφέρουν τα κατευθυνόμενα πυρομαχικά όλμων θα πρέπει απαραιτήτως να σχεδιάσουμε την προμήθεια του ελληνικού όλμου E-56.
Στις ΗΠΑ η Alliant Techsystems και η Raytheon έχουν αναπτύξει τα βλήματα XM-395 PGMM (Precision Guided Mortar Munitions) και PERM (Precision Extended Range Munitions), των 120 χιλιοστών, μέγιστου βεληνεκούς 10 χιλιομέτρων, ενώ η General Dynamics έχει αναπτύξει το πυρομαχικό RCGM (Roll Controlled Guided Mortar) των 81 χιλιοστών, μέγιστου βεληνεκούς 5 χιλιομέτρων.
Το XM-395 έλκει την καταγωγή του από τη συλλογή ακριβείας PGK (Precision Guidance Kit) της Orbital ATK, που αναπτύχθηκε για πυρομαχικά πυροβολικού των 155 χιλιοστών. Το XM-395 ενσωματώνει σύστημα καθοδήγησης GPS (Global Positioning System) και πτερύγια ελέγχου πτήσης. Άρχισε να αναπτύσσεται το 2004 κατόπιν σχετικής απαίτησης του Αμερικανικού Στρατού για ένα πυρομαχικό όλμων ακριβείας, σύμφωνα με τα διδάγματα από τους πολέμους στο Αφγανιστάν και το Ιράκ. Τα πρώτα XM-395 παραδόθηκαν στον Αμερικανικό Στρατό το 2012.
Σύμφωνα με τα διδάγματα του Αμερικανικού Στρατού στο Αφγανιστάν και το Ιράκ τα συμβατικά βλήματα όλμων έχουν Πιθανότητα Κυκλικού Σφάλματος (CEP) 136 μέτρων στο μέγιστο βεληνεκές των 10 χιλιομέτρων. Η χρήση του XM-395 έχει μειώσει το CEP στα 10 μέτρα στο μέγιστο βεληνεκές. Η αναλογία κατευθυνόμενων και συμβατικών πυρομαχικών όλμων στον Αμερικανικό Στρατό έχει καθοριστεί στο 20%-80% επί του συνόλου των πυρομαχικών. Και αυτό διότι η προσβολή ενός στόχου μπορεί να γίνει είτε με οκτώ (8) συμβατικά πυρομαχικά ή με δύο (2) κατευθυνόμενα. Αυτή η αναλογία έχει προκύψει από τη χρήση του XM-395 σε πραγματικές συνθήκες μάχης. Αποτέλεσμα των θετικών συμπερασμάτων της χρήσης του XM-395 είναι η έναρξη του διάδοχου προγράμματος HEGM (High Explosive Guided Mortar), που έχει ως στόχο τη βελτίωση του XM-395 σε επίπεδο βεληνεκούς, αξιοπιστίας και ισχύος.
Ανάλογων δυνατοτήτων είναι και το PERM, που συνδυάζει σύστημα καθοδήγησης GPS, αεροδυναμικό σχεδιασμό και πτερύγια ελέγχου πτήσης. Το PERM μπορεί να ακολουθήσει προεπιλεγμένη τροχιά και να προσβάλει το στόχο από διαφορετικές γωνίες προσβολής για μέγιστο αποτέλεσμα και εξουδετέρωσης των περιορισμών του εδάφους, όπως για παράδειγμα η προσβολή και η καταστροφή ενός στόχου ο οποίος βρίσκεται προστατευμένος σε ορεινό έδαφος.
Το RCGM ανήκει στο διαμέτρημα των 81 χιλιοστών. Οι συντεταγμένες του στόχου αποθηκεύονται στο πυρομαχικό, μέσω φορητού συστήματος GPS. Ο πυροκροτητής ρυθμίζεται στην επιθυμητή θέση. Το πυρομαχικό εκτοξεύεται και λαμβάνει δεδομένα πτήσης τα οποία το βοηθούν να προσδιορίζει συνεχώς τη θέση του και την πορεία του. Στη συνέχεια ο αυτόματος πιλότος που ενσωματώνει το RCGM υπολογίζει τις απαιτούμενες διορθώσεις και στέλνει τις κατάλληλες εντολές στα πτερύγια ελέγχου πτήσης. Η πορεία διορθώνεται διαρκώς και έτσι επιτυγχάνεται η προσβολή του στόχου.
Η ισραηλινή Elbit έχει να επιδείξει πυρομαχικά μεγαλύτερου βεληνεκούς, σε σχέση με τα αμερικανικά και τα ρωσικά, όλα όμως στο διαμέτρημα των 120 χιλιοστών. Συγκεκριμένα προσφέρει το Rapier, μέγιστου βεληνεκούς 16 χιλιομέτρων, το Iron Sting, μέγιστου βεληνεκούς 12 χιλιομέτρων και το Stylet, μέγιστου βεληνεκούς 8,5 χιλιομέτρων. Επίσης προσφέρει μια οικονομικότερη λύση, τη συλλογή LGMK (Laser and GPS–guided Mortar Kit) τροποποίησης συμβατικών πυρομαχικών όλμων σε κατευθυνόμενα.
Το Rapier ενσωματώνει σύστημα καθοδήγησης GPS/INS (GPS/Inertial Navigation System) και επιτυγχάνει CEP μικρότερο των 10 μέτρων, στο μέγιστο βεληνεκές. Μπορεί να ενσωματώνει πολεμική κεφαλή υψηλής εκρηκτικότητας ή θραυσμάτων. Το Iron Sting διατίθεται με τρείς (3) διαφορετικούς συνδυασμούς συστημάτων καθοδήγησης: GPS/IMU (GPS/Inertial Measurement Unit) ή SAL (Semi-Active Laser) και GPS/IMU ή SAL και IMU. Το CEP του Iron Sting είναι μικρότερο των 10 μέτρων, στο μέγιστο βεληνεκές και με καθοδήγηση GPS ή μικρότερο του 1 μέτρου, στο μέγιστο βεληνεκές και με καθοδήγηση SAL. Το Stylet ενσωματώνει σύστημα καθοδήγησης GPS/INS, ενώ μπορεί να εφοδιαστεί με πολεμική κεφαλή υψηλής εκρηκτικότητας ή θραυσμάτων επιτυγχάνει CEP 10 μέτρων στο μέγιστο βεληνεκές.
Η λύση του LGMK είναι η οικονομικότερη που προσφέρει η Elbit και αφορά σε μια συλλογή η οποία μετατρέπει τα συμβατικά πυρομαχικά όλμων των 120 χιλιοστών σε πυρομαχικά ακριβείας. Το LGMK ενσωματώνει σύστημα καθοδήγησης GPS ή SAL ή συνδυασμό των δύο. Από το Ισραήλ και την IMI έρχεται και το πυρομαχικό Dokran, με σύστημα καθοδήγησης GPS/INS. Επιτυγχάνει CEP της τάξεως των 10 μέτρων στο μέγιστο βεληνεκές των 8 χιλιομέτρων.
Η ρωσική KBP έχει αναπτύξει το πυρομαχικό Gran, διαμετρήματος 120 χιλιοστών, το οποίο συνδυάζεται με το φορητό αυτόματο σύστημα ελέγχου πυρός Malakhit. Το Gran μπορεί να προσβάλει στατικούς ή κινούμενους στόχους και έχει μέγιστο βεληνεκές 9 χιλιόμετρα. Σύμφωνα με την KBP η πιθανότητα προσβολής με την πρώτη βολή είναι 99,20% για στατικούς στόχους και 99,25% για κινούμενους στόχους.
Κλείνοντας, θα αναφερθούμε σε δύο (2) ακόμα συστήματα όλμων και πυρομαχικών όλμων, τα οποία, κατά την άποψη μας αξίζουν να εξεταστούν ως πιθανές-δυνητικές επιλογές. Το πρώτο αφορά το ελαφρύ σύστημα πολλαπλής εκτόξευσης όλμων Fly–K/MPM, διαμετρήματος 52 χιλιοστών, της γερμανικής Rheinmetall, και το σερβικό μη-κατευθυνόμενο πυρομαχικό όλμων M-82/89 Pliska.
Το M-82/89 Pliska είναι πυρομαχικό με πολεμική κεφαλή υψηλής εκρηκτικότητας ή θραυσμάτων, διαμετρήματος 81 ή 82 χιλιοστών, το οποίο χρησιμοποιείται για την προσβολή υποβρύχιων καταδρομέων ενώ αυτοί βρίσκονται κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας (η Yugoimport το χαρακτηρίζει ως «Anti-Sabotage Shell»). Το πυρομαχικό μπορεί να χρησιμοποιηθεί επίσης και για την εξουδετέρωση θαλάσσιων ναρκών. Από τη στιγμή της εισόδου του στο νερό το Pliska μπορεί να πυροδοτηθεί από τα 0,09 έως τα 0,19 δευτερόλεπτα και σε βάθος 4-10 μέτρων. Κατά την έκρηξη του παράγει ωστικό κύμα ισχύος 16 x 1.003 Πασκάλ σε απόσταση 20 μέτρων και μετά 10 x 103 Πασκάλ μέχρι την απόσταση των 30 μέτρων.
Το γερμανικό Fly-K/-MPM, το οποίο βρίσκεται σε υπηρεσία από τη Γαλλία και τα ΗΑΕ (Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα), ενδείκνυται για χρήση σε επίπεδο Ομάδας Πεζικού (στη φορητή έκδοση Fly-K, ένας σωλήνας των 52 χιλιοστών) και σε επίπεδο Διμοιρίας Πεζικού (στη έκδοση πολλαπλής εκτόξευσης Fly-MPM, 12 πυρομαχικά των 52 χιλιοστών). Σύμφωνα με την Rheinmetall το Fly-K είναι αθόρυβο (μέγιστη παραγωγή θορύβου: 52 dB, μέγιστο σημείο μηδενισμού του ηχητικού ίχνους: 100 μέτρα) και δεν παράγει καπνό ή λάμψη κατά την εκτόξευση, συνεπώς η θέση βολής του δεν μπορεί εύκολα να εντοπιστεί. Το μέγιστο βεληνεκές του είναι 800 μέτρα και το ελάχιστο 200, ενώ μια ομοβροντία 12 όλμων καλύπτει μια περιοχή εμβαδού 12.600 τετραγωνικών μέτρων.