Τα ναυτικά πυροβόλα χρησιμοποιούνται κυρίως για την προσβολή στόχων σε κοντινές αποστάσεις, τόσο επιφανείας όσο και παράκτιων. Το Πολεμικό Ναυτικό (ΠΝ) δεν θα μπορούσε φυσικά να μη διαθέτει ναυτικά πυροβόλα, όχι μόνο στις μονάδες κρούσης (φρεγάτες, ταχέα περιπολικά κατευθυνόμενων βλημάτων και κανονιοφόροι), αλλά και στις μονάδες υποστήριξης που διαθέτει. Δεδομένης της οικονομικής δυσπραγίας της χώρας μας και στο πλαίσιο της προσπάθειας μας να εξετάσουμε και να προτείνουμε λύσεις, αφενός οικονομικές, αφετέρου που να ενισχύουν τη δύναμη πυρός των Ενόπλων Δυνάμεων μας, στο παρόν άρθρο εξετάζουμε τις επιλογές του ΠΝ στον τομέα της αναβάθμισης των κύριων πυροβόλων του, στο διαμέτρημα των 76 και των 127 χιλιοστών, και, κυρίως, στην υιοθέτηση και χρήση κατευθυνόμενων βλημάτων, τα οποία επιτυγχάνουν καλύτερες επιδόσεις και σαφώς μεγαλύτερη ακρίβεια προσβολής.

Σήμερα το ΠΝ διατηρεί τις παρακάτω κύριες μονάδες επιφανείας με τα εξής κύρια πυροβόλα: (α) Οι τέσσερις (4) φρεγάτες MEKO-200HN Mod.3 διαθέτουν από ένα (1) πυροβόλο Mk.45 Mod.2A των 127 χιλιοστών της βρετανικής BAE Systems (β) Οι εννέα (9) φρεγάτες Standard διαθέτουν από ένα (1) Otobreda Compatto των 76 χιλιοστών της ιταλικής Leonardo, εκτός από τα πλοία F-450 «Έλλη» και F-451 «Λήμνος» που διαθέτουν από δύο (2) πυροβόλα του αυτού τύπου (γ) Οι πέντε (5) Super Vita διαθέτουν από ένα (1) Otobreda Super Rapido των 76 χιλιοστών της Leonardo (δ) Οι εννέα La Combattante IIIA/ΙΙΙΒ διαθέτουν από δύο (2) Otobreda Compatto των 76 χιλιοστών και (ε) Οι οκτώ (8) κανονιοφόροι Osprey-55 και HSy-56 διαθέτουν από ένα (1) Otobreda Compatto των 76 χιλιοστών.

Το Mk.45 Mod.2A αποτελεί εξέλιξη του Mod.0 και είναι η εξαγωγική έκδοση του Mod.1. Η ανάπτυξη του πυροβόλου ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και τέθηκε σε υπηρεσία το 1971, στην έκδοση Mod.0. Η έκδοση Mod.1 τέθηκε σε υπηρεσία το 1980, ενώ η έκδοση Mod.2 το 1988. Το πυροβόλο χρησιμοποιεί πέντε (5) τύπους πυρομαχικών: (1) Υψηλής εκρηκτικότητας ελεγχόμενης πυροδότησης διαφορετικού χρόνου (2) Υψηλής εκρηκτικότητας πυροδότησης σημείου (3) Φωτιστικό με χρονοδιακόπτη πυροδότησης (4) Υψηλής εκρηκτικότητας πυροδότησης σε διαφορετικούς χρόνους και (5) Υψηλής εκρηκτικότητας με πυροκροτητή υπέρυθρων. Το μέγιστο βεληνεκές του είναι 23.130 μέτρα, με γωνία βολής 47ο, ενώ το δραστικό βεληνεκές του περιορίζεται στα 15.000 μέτρα. Για αντιαεροπορικές βολές, το μέγιστο βεληνεκές είναι 7.000 μέτρα με γωνία βολής τις 65ο.

Για τα πυροβόλα Mk.45 Mod.2A η μόνη επιλογή του ΠΝ είναι η αναβάθμιση τους στο επίπεδο Mod.4, η οποία τέθηκε σε υπηρεσία το 2000 (η έκδοση Mod.3, με νέο σύστημα ελέγχου, δεν τέθηκε ποτέ σε παραγωγή). Στην έκδοση Mod.4 το πυροβόλο ενσωματώνει κάνη μήκους 62 διαμετρημάτων, σε σχέση με την κάνη μήκους 54 διαμετρημάτων των προηγούμενων εκδόσεων, κάτι που σημαίνει αυξημένο βεληνεκές, αλλά και υψηλότερη ταχύτητα του βλήματος, κατά την έξοδο του από την κάνη. Άλλες αναβαθμίσεις της έκδοσης Mod.4 αφορούν στη δομική ενίσχυση του πύργου και στην ενσωμάτωση νέων και ικανότερων ηλεκτρονικών συστημάτων. Η δομική ενίσχυση του πύργου προσδίδει στο πυροβόλο 50% περισσότερη ενέργεια πυρός, συνεπώς τα πυρομαχικά κινούνται ταχύτερα και μακρύτερα. Το νέο, πλήρως ψηφιακό, σύστημα ελέγχου πυρός προσδίδει στο σύστημα αυξημένη υπολογιστική ισχύ και ευκολία χρήσης, αφού ενσωματώνει οθόνη αφής.

Το κόστος της αναβάθμισης στο επίπεδο Mod.4 δεν είναι μεγάλο, με βάση αντίστοιχο πρόγραμμα του Αμερικανικού Ναυτικού. Συγκεκριμένα, τον Ιανουάριο του 2018, η BAE Systems ανακοίνωσε ότι υπέγραψε συμβόλαιο ύψους $ 46,8 εκατομμυρίων, με το Αμερικανικό Ναυτικό, για την προμήθεια τεσσάρων πυροβόλων Mk.45 Mod.4 και την αναβάθμιση των εν υπηρεσία πυροβόλων στο αυτό επίπεδο, πρόγραμμα το οποίο αναμένεται να ολοκληρωθεί το 2021. Δεδομένου ότι τα Mk.45 υπηρετούν στα πλοία κλάσης «Ticonderoga» (22 πλοία, δύο πυροβόλα ανά πλοίο) και «Arleigh Burk» (Flight I, Flight II, Flight IIA/54, 30 πλοία, ένα πυροβόλο ανά πλοίο), άρα μιλάμε για αναβάθμιση 74 πυροβόλων, το κόστος ανά πυροβόλο είναι περί τα $ 500.000. Κόστος απολύτως εντός των δύσκολων οικονομικών δεδομένων της χώρας.

Τα πυροβόλα Otobreda Compatto και Otobreda Super Rapido της Leonardo είναι από τα πλέον διαδεδομένα μοντέλα σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι σημαντικότερες διαφορές μεταξύ των δύο πυροβόλων είναι ο μέγιστος ρυθμός βολής και η ακρίβεια προσβολής (σημειωτέον ότι τα πυροβόλα της έκδοσης Compatto δεν μπορούν να αναβαθμιστούν στο επίπεδο Super Rapido, με μοναδική εξαίρεση την αύξηση του ρυθμού βολής τους, κατόπιν ενσωμάτωσης νέου κιτίου τροφοδοσίας βλημάτων). Το Super Rapido μπορεί να αντιμετωπίσει βλήματα κατά πλοίων σε αποστάσεις έως και 16 χιλιόμετρα, με συμβατικά πυρομαχικά υψηλής εκρηκτικότητας, 20 χιλιόμετρα με τη χρήση πυρομαχικών επαυξημένου βεληνεκούς OTO SAPOMER ή 40 χιλιομέτρων με τη χρήση κατευθυνόμενων πυρομαχικών Vulcano.

Στον τομέα των κατευθυνόμενων βλημάτων κυρίαρχο ρόλο έχει η ιταλική Leonardo, η διαθέτει τα βλήματα DART των 76 χιλιοστών και Vulcano των 76, 127 και 155 χιλιοστών, ενώ σε εξέλιξη βρίσκονται και προγράμματα ανάπτυξης κατευθυνόμενων βλημάτων για ναυτικά πυροβόλα τόσο στη Νότιο Κορέα, για το διαμέτρημα των 127 χιλιοστών, όσο και στις ΗΠΑ, για το διαμέτρημα των 57 χιλιοστών.

Συγκεκριμένα, τον Οκτώβριο του 2017 η νοτιοκορεάτικη Poongsan ανακοίνωσε ότι ολοκλήρωσε με επιτυχία τη φάση σχεδιασμού έρευνας και ανάπτυξης της κατευθυνόμενης ρουκέτας GGRM-5 (Gliding Guided Rocket Munition-5) και πλέον το πρόγραμμα έχει περάσει στη φάση της λεπτομερούς σχεδίασης. Στόχος της εταιρίας είναι η ρουκέτα GGRM-5 να είναι έτοιμη για παραγωγή το 2025. Το πυρομαχικό χρησιμοποιεί αδρανειακό σύστημα καθοδήγησης (INS), σε συνδυασμό με σύστημα παγκόσμιου προσδιορισμού θέσης (GPS) και επιτυγχάνει μέγιστο βεληνεκές της τάξεως των 100 χιλιομέτρων με πιθανότητα κυκλικού σφάλματος (CEP) τα 10 μέτρα.

Στην Αμερική, η εταιρία L3 Mustang Technology ανακοίνωσε, τον Ιανουάριο του 2018, ότι εντός του έτους, θα ξεκινήσουν οι δοκιμές του υπό ανάπτυξη κατευθυνόμενου πυρομαχικού Mk.332 Mod.0 High-Explosive, 4-Bolt Guided Projectile (HE-4G), στο πλαίσιο του προγράμματος ALAMO (Advanced Low-Cost Munitions Ordnance). Το HE-4G αναμένεται να είναι ένα χαμηλού κόστους κατευθυνόμενο πυρομαχικό των 57 χιλιοστών για χρήση από τα πλοία του Αμερικανικού Ναυτικού και της Ακτοφυλακής, τα οποία διαθέτουν πυροβόλα του αυτού διαμετρήματος, όπως το Mk.110 της BAE Systems.

Το DART, το οποίο καθοδηγείται από το σύστημα STRELA, παρουσιάζει μειωμένη οπισθέλκουσα και αυξημένη ταχύτητα, 1.100 μέτρων το δευτερόλεπτο κατά την έξοδο του από την κάνη. Κατά την πτήση ακολουθεί δέσμη ραδιοσυχνότητας, ενώ έχει τη δυνατότητα αλλαγής τροχιάς. Το DART σχεδιάστηκε για να αντιμετωπίζει επερχόμενα βλήματα ή στόχους με δυνατότητα απότομης αλλαγής πορείας, στον αέρα ή τη θάλασσα. Το βλήμα μπορεί να εκτελέσει ελιγμούς με φόρτιση έως 40g, ενώ το μέγιστο βεληνεκές του ανέρχεται στα 8+ χιλιόμετρα.

Το Vulcano έχει αναπτυχθεί τόσο ως κατευθυνόμενο, όσο και ως μη-κατευθυνόμενο βλήμα για τα διαμετρήματα των 76, 127 και 155 χιλιοστών. Στη κατευθυνόμενη έκδοση το βλήμα διαθέτει και αντιαεροπορικές ικανότητες. Συγκεκριμένα το Vulcano διατίθεται στην μη-κατευθυνόμενη έκδοση BER (Ballistic Extended Range) με προγραμματιζόμενο, πολλαπλών λειτουργιών, πυροκροτητή, στην κατευθυνόμενη έκδοση GLR (Guided Long Range) με υπέρυθρο αισθητήρα, για την προσβολή στόχων επιφανείας, και στην έκδοση GLR με σύστημα καθοδήγησης IMU/GPS, για την παροχή πυρών υποστήριξης κατά παράκτιων στόχων (επικουρικά το βλήμα μπορεί να δεχθεί και αισθητήρα ημί-ενεργού λέιζερ). Για τα πυροβόλα των 127 χιλιοστών, με κάνη μήκους 62 διαμετρημάτων, το μέγιστο βεληνεκές της έκδοσης BER είναι 60 χιλιόμετρα, ενώ της έκδοσης GLR 90 χιλιόμετρα. Για τα πυροβόλα των 76 χιλιοστών το μέγιστο βεληνεκές ανέρχεται στα 40 χιλιόμετρα, για την έκδοση GLR.

Κατά την άποψη μας τα ναυτικά πυροβόλα παραμένουν ισχυρός παράγοντας του ναυτικού πολέμου, ιδιαίτερα στην περίπτωση Ελλάδας-Τουρκίας, για τρείς (3) λόγος: Αρχικά, σε επίπεδο εφοδιασμού, τα κατευθυνόμενα βλήματα κάποια στιγμή θα καταναλωθούν και θα τελειώσουν. Αναγκαστικά λοιπόν ο ναυτικός πόλεμος θα μετατραπεί σε πόλεμο με πυροβόλα. Δεύτερον, τα πυροβόλα αποτελούν ένα ιδανικό όπλο, απόρροια της γεωγραφίας του Αιγαίου (κλειστή θάλασσα) και των μικρών αποστάσεων εμπλοκής των στόχων. Τέλος, υπάρχει και το παράδειγμα της Κρίσης των Ιμίων και την εγγύς απόσταση που βρέθηκαν τα πλοία Ελλάδας και Τουρκίας, όπου τα πυροβόλα θα διαδραμάτιζαν καταλυτικό ρόλο, σε περίπτωση σύγκρουσης.

Για τους λόγους αυτούς πιστεύουμε ότι το ΠΝ θα πρέπει να εξετάσει την περίπτωση αναβάθμισης των κύριων πυροβόλων του και της χρήσης κατευθυνόμενων βλημάτων. Βέβαια, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι αν και το κόστος της αναβάθμισης των πυροβόλων είναι μικρό, όπως προκύπτει από πρόγραμμα του Αμερικανικού Ναυτικού, το κόστος προμήθειας κατευθυνόμενων βλημάτων είναι μεγαλύτερο, καθώς κάθε βλήμα κοστίζει περί τα $ 50.000. Από την άλλη όμως δεν μιλάμε για την προμήθεια δεκάδων χιλιάδων κατευθυνόμενων βλημάτων, αλλά για μικρότερη ποσότητα, αφενός λόγω της οικονομικής κατάστασης που επικρατεί, αφετέρου διότι τα κατευθυνόμενα βλήματα αποτελούν πολλαπλασιαστές ισχύος με εξαιρετικά μεγάλο ποσοστό ακριβείας, συνεπώς με λιγότερα βλήματα επιτυγχάνεται καλύτερο αποτέλεσμα. Σε κάθε περίπτωση πιστεύουμε ότι είναι μια επένδυση που το ΠΝ αξίζει να κάνει.