Μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του ’80, τα μαχητικά αεροπλάνα των μεγάλων αεροπορικών δυνάμεων του κόσμου ήταν στην πλειοψηφία τους εξοπλισμένα μόνο με δέκτες προειδοποίησης ραντάρ (RWR) καθώς και εκτοξευτές θερμοβολίδων και αερόφυλλων (flares & chaffs). Στις τάξεις της δικής μας Πολεμικής Αεροπορίας και οι τρείς τότε καινούριοι τύποι μαχητικών (Mirage F-1CG, F-4E και A-7H), εξοπλίστηκαν με Radar Warning Receivers τύπου ALR-66. Παράλληλα, αγοράστηκε και αριθμός ειδικών φορέων εκτόξευσης θερμοβολίδων και αερόφυλλων τύπου ALE-40, για τα Α-7H και F-4E, ενώ τα γαλλικά μαχητικά, δεν διέθεταν πέρα από το RWR καμία άλλη προστασία.
Καθοριστικός παράγοντας βέβαια της αποτελεσματικής αξιοποίησης του συνδυασμού RWR και των εκτοξευτών αναλωσίμων, ήταν ο ίδιος ο χειριστής ή το πλήρωμα του αεροπλάνου-φορέα, ανεξάρτητα από τον τύπο και το ρόλο του, ενώ σε ότι είχε να κάνει με την έγκαιρη αξιολόγηση της απειλής, είτε εναέριας είτε επίγειας, την αντιμετώπισή της και την απόκτηση του τακτικού πλεονεκτήματος, καθοριστικό ρόλο είχε το ραντάρ του αεροσκάφους. Αυτός που έβλεπε πρώτος το στόχο και είχε έγκαιρα τη δυνατότητα να τοποθετηθεί καλύτερα απέναντί του και να τον εγκλωβίσει πριν γίνει ορατός, είχε και τις μεγαλύτερες πιθανότητες επικράτησης και επιβίωσης.
Τα σύγχρονα ολοκληρωμένα συστήματα Η/Π μαχητικών αεροπλάνων έχουν διαφοροποιήσει αυτά τα δεδομένα σε πολύ μεγάλο βαθμό. Οι δε νέες τακτικές των αεροπορικών επιχειρήσεων επιβάλλον σε πολλές περιπτώσεις στα πληρώματα των μαχητικών να πετούν με τα ραντάρ τους σε λειτουργίας silent (silent mode). Ανοίγουμε μία μικρή παρένθεση εδώ για να αναφέρουμε και κάποια άλλα σημαντικά διαφοροποιημένα –σε σχέση με το όχι και τόσο μακρινό παρελθόν- στοιχεία της σύγχρονης εναέριας μάχης.
Το πραγματικά αποτελεσματικό μαχητικό αεροπλάνο πρέπει να διασφαλίζει, μέσα από τη διάταξη των επιφανειών του (σχήμα-αεροδυναμική διαμόρφωση) και τις διαστάσεις του (όσο πιο περιορισμένες τόσο το καλύτερο) το χαμηλό ηλεκτρομαγνητικό του ίχνος. Το RCS (Radar Cross Section). To ίδιο ισχύει και με το θερμικό του ίχνος. Όσο πιο περιορισμένο, τόσο το καλύτερο. Αυτός άλλωστε είναι και ένας από τους σημαντικότερους λόγους της εμφάνισης της δυνατότητας supercruise (ανάπτυξη υπερηχητικών ταχυτήτων, χωρίς τη χρήση του τμήματος μετάκαυσης των κινητήρων).
Η ικανότητα ελιγμών και οι καλές επιδόσεις (βαθμός ανόδου, βαθμός στροφής στιγμιαίος και παρατεταμένος) παραμένουν ζητούμενα, αλλά ακόμη και στις κλειστές εμπλοκές έμφαση έχει αποδοθεί στην υιοθέτηση και χρήση σκοπευτικών επί κάσκας, σε συνδυασμό με πυραύλους αέρος-αέρος μικρής και μέσης ακτίνας, all aspect/off boresight. Δηλαδή δυνατότητα εγκλωβισμού και εκτέλεσης αποτελεσματικής βολής από οποιαδήποτε γωνία και εκτός γραμμής σκόπευσης… Τελευταίο και ίσως πιο σημαντικό χαρακτηριστικό… Η ευρεία χρήση συστημάτων ασφαλών επικοινωνιών και ζεύξης (μεταφοράς και λήψης) δεδομένων και εικόνας-data link. Τα τελευταία έχουν αλλάξει τελείως τον τρόπο που διεξάγονται οι από αέρος επιχειρήσεις.
Θα πρέπει κανείς να δει μία συνεργιστική εμπλοκή δυάδας ή ακόμη και τετράδας μαχητικών για να αντιληφθεί το πόσο επηρέασε η ύπαρξη Data Link για παράδειγμα, τον τρόπο με τον οποίο εμπλέκονται πλέον τα ελληνικά F-16 (Block 52+ και Block 52M) και Mirage 2000-5Mk.2 σε μικρές και μέσες αποστάσεις. Από την τετράδα μόνο το ένα αεροσκάφος έχει το ραντάρ του ανοικτό, «περνώντας» εικόνα και στα άλλα τρία τα οποία δεν εκπέμπουν (silent mode), καθιστώντας έτσι πιο δύσκολη τη στοχοποίησή τους από τη στιγμή που δεν προδίδουν άμεσα τη θέση τους και αφετέρου αποφεύγουν τις παρεμβολές του αντιπάλου.
Κατά την διάρκεια της εμπλοκής, κάθε ένα από τα πληρώματα της τετράδας, βλέπει ποιος έχει εγκλωβίσει ποιόν και επιλέγει το δικό του στόχο, είτε την κάλυψη ενός φίλιου μαχητικού. Βλέπει επίσης ποιος έχει κάνει βολή εναντίον ποιού στόχου, ενώ στο Block 52M (335 Μοίρα), επειδή η αποτύπωση της εικόνας γίνεται επάνω σε κινούμενο ναυτιλιακό χάρτη, μπορεί να δει και τη θέση του σε σχέση με όλα τα υπόλοιπα εμπλεκόμενα αεροσκάφη στο χώρο!
Οι δυνατότητες αυτές γίνονται ακόμη ευρύτερες και μεγαλύτερες, αν μέσω Link 16 μπορεί να γίνει μετάδοση στοιχείων και εικόνας από αεροσκάφη έγκαιρης προειδοποίησης, επικοινωνιών, διοίκησης και ελέγχου (C4I), για όσες βέβαια αεροπορικές δυνάμεις έχουν την πολυτέλεια να διαθέτουν τέτοιες πλατφόρμες. Τέλος κάθε αεροσκάφος του σχηματισμού μπορεί να εκτελέσει βολή πυραύλου BVR, ηλεκτρομαγνητικής καθοδήγησης ακόμη και εναντίον στόχου που βρίσκεται πίσω του, λαμβάνοντας συνεχώς τα στοιχεία της θέσης, της ταχύτητας και του ύψους από το ραντάρ άλλου μαχητικού!
Κλείνουμε τη μικρή αυτή παρένθεση και επανερχόμαστε με το εξής: Σε όλα αυτά τα νέα χαρακτηριστικά που σταδιακά ενσωματώθηκαν σε επιχειρησιακό επίπεδο τα τελευταία 15 χρόνια, πρέπει ασφαλώς να περιληφθούν και τα ολοκληρωμένα αερομεταφερόμενα συστήματα Η/Π. Τι εννοούμε όμως όταν λέμε «ολοκληρωμένα». Πρώτα από όλα ότι αποτελούν κομμάτι του εξοπλισμού αποστολής του μαχητικού. Όλα τα υποσυστήματα τους, παρεμβολέας, RWR, εκτοξευτής αναλωσίμων φέρονται εσωτερικά.
Η τεχνολογία των ηλεκτρονικών έχει φροντίσει να τα καταστήσει τόσο μικρά σε διαστάσεις και τόσο περιορισμένου βάρους, που πλέον η εσωτερική εγκατάσταση δεν είναι πρόβλημα παρά σε ελάχιστες περιπτώσεις. Δεύτερον, διαθέτουν δική τους ξεχωριστή μονάδα ελέγχου λειτουργίας και διαχείρισης και είναι διασυνδεδεμένα με τους άλλους αισθητήρες, ώστε να αξιολογούν αυτόνομα τις απειλές. Τρίτον, εκτός από το να τις αντιμετωπίζουν, έχουν και τη δυνατότητα να τις καταγράφουν, ταξινομώντας τις στις δική του «βιβλιοθήκη» (βάση δεδομένων). Με την απλή ενεργοποίησή τους από το πλήρωμα, τα σύγχρονα συστήματα Η/Π αυτόματα αναλαμβάνουν όχι μόνο την παρεμβολή του αντιπάλου, αλλά και την επιλογή του χρόνου και της συχνότητας εκτόξευσης των αναλώσιμων. Είτε θερμοβολίδων, είτε αερόφυλλων.
Ένα από τα αντιπροσωπευτικότερα δείγματα της μεγάλης διαφοροποίησης που επέφερε η ευρεία χρήση συστημάτων Η/Π σε δόγματα και επιχειρησιακές τακτικές, είναι το ICMS 2000Mk.1 των Mirage 2000EG/BG. Η εγκατάσταση του συστήματος αυτού στα μαχητικά του τύπου από το 1996 και μετά, τα κατέστησε ιδιαίτερα δύσκολους αντιπάλους για τα F-16C/D Block 30, παρά το γεγονός ότι το ραντάρ APG-68 των τελευταίων, ήταν κατά πολύ ανώτερο σε όλες τις λειτουργικές του διαμορφώσεις σε σχέση με το γαλλικό RDM-3 της Thomson-CSF τότε.
Σύμφωνα με μαρτυρίες πολλών ιπτάμενων της Πολεμικής Αεροπορίας που υπηρέτησαν στις Moίρες των Block 30 και -50, ήταν σχεδόν αδύνατος ο εγκλωβισμός και η βολή πυραύλου BVR εναντίον Mirage 2000EG/BG με το ICMS 2000 σε κανονική λειτουργία!
Κατά τη διάρκεια της άσκησης «Δούρειος Ίππος» με έμφαση στη χρήση συστημάτων και την ανάπτυξη και εφαρμογή νέων τακτικών Η/Π, η οποία αρχικά περιλάμβανε τη συμμετοχή μόνο δυνάμεων της Πολεμικής Αεροπορίας για να πάρει πολύ σύντομα καθαρά διακλαδικό χαρακτήρα, πολλοί ήταν οι ιπτάμενοι που σε διαφορετικούς χρόνους μας επιβεβαίωσαν ότι ακόμα και όταν τα Mirage 2000EG ήταν εγκλωβισμένα, με την ενεργοποίηση του ICMS 2000 ο εγκλωβισμός «έσπαγε» άμεσα και στις οθόνες τους έβλεπαν ξαφνικά δεκάδες ψευδοστόχους που δεν μπορούσαν να διαχωρίσουν…
Παρεμβολείς ραντάρ – Οι βασικές αρχές λειτουργίας
Οι παρεμβολείς (Jammers), χωρίζονται σε δύο βασικές κατηγορίες. Τους παρεμβολείς θορύβου και τους παρεμβολείς παραπλάνησης. Και στις δύο αυτές κατηγορίες, τα δύο είδη αν θέλετε, τα συστήματα παρεμβολής περιλαμβάνουν δέκτη (receiver)ο οποίος λαμβάνει τα σήματα (την ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία) που εκπέμπεται από τα ραντάρ, επεξεργαστή (processor) για την ανάλυση των σημάτων αυτών και την κατηγοριοποίηση των απειλών (αντιλαμβάνεται ποια είναι τα σήματα εγκλωβισμού) και έναν πομπό (tunable transmitter)ο οποίος μπορεί να εκπέμψει σε συγκεκριμένα φάσματα (εύρος) συχνοτήτων.
Οι παρεμβολείς θορύβου εκπέμπουν σήματα υπό μορφή ηλεκτρικού θορύβου όταν δέχονται ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία από ραντάρ, δημιουργώντας έτσι «επιστροφές» που επικαλύπτουν αυτές των ραντάρ, εξαφανίζοντας το αεροσκάφος-φορέα από τις οθόνες των ελεγκτών αεράμυνας. Όταν το αεροσκάφος-φορέας (του παρεμβολέα), πετά κοντά στο ραντάρ της εχθρικής αεράμυνας, απαιτείται ο παρεμβολέας να στέλνει προς αυτό σήματα θορύβου με πολύ μεγαλύτερη ισχύ.
Αυτό συμβαίνει γιατί η κανονική επιστροφή του ραντάρ σε μικρές αποστάσεις, είναι πιο ισχυρή φυσικά από ότι σε μεγάλες… Έτσι ο ελεγκτής μπορεί να αντιληφθεί την παρεμβολή, οπότε αλλάζει τη συχνότητα εκπομπής του συστήματός του (ραντάρ) για να την αποφύγει. Και αυτή με τη σειρά της είναι μία από τις βασικές τεχνικές λειτουργίας των συστημάτων ηλεκτρονικών αντί-αντιμέτρων Εlectronic Counter-Counter Measures).
Οι παρεμβολείς παραπλάνησης δεν αποκρύπτουν την παρουσία του αεροσκάφους-φορέα αλλά δημιουργώντας επιστροφές σημάτων, παρόμοιες με αυτές του ραντάρ, εμφανίζουν στις οθόνες των ελεγκτών πολλούς ψευδοστόχους, φτάνοντας τους υπολογιστές επεξεργασίας σημάτων σε κατάσταση κορεσμού! Οι παρεμβολείς παραπλάνησης χωρίζονται με τη σειρά τους σε δύο κατηγορίες.
Στους παρεμβολείς δημιουργίας ψευδοστόχων και τους παρεμβολείς καταστροφής των σημάτων εγκλωβισμού (track brakers). Οι παρεμβολείς δημιουργίας ψευδοστόχων χρησιμοποιούνται κυρίως εναντίον συστημάτων ραντάρ με δυνατότητα λειτουργίας σε διαμόρφωση track while scan, προκειμένου να δημιουργήσουν γύρω από το αεροσκάφος-φορέα, ψεύτικους σχηματισμούς δεκάδων αεροσκαφών…
Οι παρεμβολείς καταστροφής των σημάτων εγκλωβισμού, δημιουργούν σήματα εγκλωβισμού μεγαλύτερης ισχύος από τα πραγματικά, προκειμένου να τα καλύψουν ως επιστροφές και να δώσουν έτσι τη λάθος εικόνα για την θέση, την ταχύτητα και το ύψος του αεροσκάφους-φορέα στα ραντάρ εγκλωβισμού, «σπάζοντας» τελικά τον εγκλωβισμό του πραγματικού στόχου. Αποτέλεσμα είναι η εσφαλμένη καθοδήγηση των ΑΑ πυραύλων και πυροβόλων.