Στις 3 και 4 Οκτωβρίου του 1993 μια επίλεκτη μονάδα των αμερικανικών Ειδικών Δυνάμεων βρέθηκε να μάχεται για την επιβίωσή της στο κέντρο του Μογκαντίσου, πρωτεύουσας της Σομαλίας. Στόχος της επιχείρησης ήταν η απαγωγή του Σομαλού πολέμαρχου Αϊντίντ και η παραπομπή του σε δίκη ως υπεύθυνου για τον θάνατο 24 Πακιστανών κυανόκρανων. Η επιχείρηση απέτυχε παταγωδώς λόγω κακού σχεδιασμού και κακής διοίκησης. Στο Μογκαντίσου οι Αμερικανοί βρέθηκαν να πολεμούν σε ένα νέο είδος πολέμου σε αστικό περιβάλλον, χωρίς να έχουν εκπαιδευτεί γι’ αυτό.

Η κατάσταση στη Σομαλία

Μετά τον αποτυχημένο πόλεμο με την Αιθιοπία (1977-1978) για τον έλεγχο μιας αμφισβητούμενης επαρχίας, η κυβέρνηση της Σομαλίας απώλεσε πλήρως τον πολιτικό και στρατιωτικό έλεγχο της χώρας. Για να επιβιώσει το δικτατορικό καθεστώς του Μοχάμεντ Σιάντ Μπαρέ, ο οποίος υπήρξε Πρόεδρος της χώρας από το 1969 έως το 1991, έλαβε σκληρά κατασταλτικά μέτρα, τα οποία οδήγησαν τελικά στο ξέσπασμα ενός μακροχρόνιου και αιματηρού εμφύλιου πολέμου. Τον Ιανουάριο του 1991, ο Μπαρέ ανατράπηκε πραξικοπηματικά από τις συνασπισμένες δυνάμεις του Ηνωμένου Κογκρέσου της Σομαλίας (USC). Ωστόσο, μετά την επιτυχία του πραξικοπήματος, το USC διασπάστηκε εις τα εξ ων συνετέθη. Σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, πέντε πολιτικά κόμματα (φατρίες) άρχισαν να πολεμούν μεταξύ τους και όλοι μαζί εναντίον της κεντρικής κυβέρνησης. Τον Μπαρέ στον προεδρικό θώκο διαδέχθηκε ο ηγέτης του USC Αλί Μαχντί Μοχάμεντ. Ηγέτης της ένοπλης αντιπολίτευσης αναδείχθηκε ο Μοχάμεντ Φαράχ Αϊντίντ, ενώ τον Μάιο του ίδιου χρόνου το Εθνικό Κίνημα της Σομαλίας (SNM) κατέλαβε τις νοτιοδυτικές επαρχίες της χώρας, τις οποίες και ανακήρυξε ανεξάρτητες ως «Δημοκρατία της Σομαλίας» με «Πρόεδρο» τον Αμπντέλ Ραχμάν Αλί.

Ως αποτέλεσμα του εμφυλίου πολέμου, η οικονομική δραστηριότητα στη Σομαλία παρέλυσε και η αγροτική παραγωγή σχεδόν μηδενίστηκε. Ο άμαχος πληθυσμός της χώρας, ιδιαίτερα στις νότιες επαρχίες, βρέθηκε αντιμέτωπος με το φάσμα της πείνας και των επιδημιών. Σύμφωνα με επίσημες αναφορές διεθνών ανθρωπιστικών οργανισμών, κατά τη διετία 1991-1992 περίπου 300.000-500.000 Σομαλοί, στην πλειοψηφία τους γυναικόπαιδα, έχασαν τη ζωή τους είτε από τον πόλεμο είτε από την πείνα. Η κινητοποίηση της διεθνούς κοινότητας και η αποστολή ανθρωπιστικής βοήθειας (τρόφιμα, πόσιμο νερό, φάρμακα κ.ά.) προσέκρουσε στην τακτική των πολέμαρχων να κλέβουν και να οικειοποιούνται την ανθρωπιστική βοήθεια, την οποία στη συνέχεια πουλούσαν σε τρίτες χώρες για όπλα. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία των Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ), το 80% της ανθρωπιστικής βοήθειας παρακρατήθηκε παράνομα από τις εμπόλεμες φατρίες.

Τον Μάρτιο του 1992, ο ΟΗΕ αποφάσισε, με τη σύμφωνη γνώμη όλων των εμπόλεμων πλευρών, την αποστολή ειρηνευτικής δύναμης (UNOSOM I = United Nations Operation in Somalia I) με στόχο την προστασία της ανθρωπιστικής βοήθειας. Η UNOSOM I, η οποία άρχισε να αναπτύσσεται στη Σομαλία τον Αύγουστο του 1992, είχε ως στόχο τον αφοπλισμό των ενόπλων, την τήρηση της τάξης και της ασφάλειας στη χώρα, την έναρξη της διαδικασίας ανοικοδόμησής της και την προετοιμασία διεξαγωγής ελεύθερων και δημοκρατικών εκλογών. Η UNOSOM I απέτυχε στην αποστολή της, λόγω κυρίως της απροθυμίας των εμπόλεμων πλευρών να συνεργαστούν και να χάσουν έτσι την εξουσία τους. Η αποτυχία της UNOSOM I οδήγησε στην πιο ενεργή εμπλοκή της Ουάσιγκτον, η οποία τέθηκε επικεφαλής μιας διεθνούς συμμαχίας με στόχο τη δημιουργία ενός ασφαλούς περιβάλλοντος για τη διάθεση της διεθνούς ανθρωπιστικής βοήθειας στους αμάχους και την επαναφορά της έννομης τάξης στη Σομαλία.

Η συμμαχία UNITAF (United Task Force), στην οποία συμμετείχαν 25.000 Αμερικανοί στρατιώτες και 12.000 στρατιώτες από άλλες χώρες, αναπτύχθηκε στη Σομαλία τον Δεκέμβριο του 1992 στα πλαίσια της επιχείρησης “Επαναφορά της Ελπίδας”. Αρχικά, η όλη επιχείρηση στέφθηκε με επιτυχία. Μέχρι τον Ιούνιο του 1993 αμερικανικά μεταφορικά αεροσκάφη είχαν μεταφέρει στη Σομαλία πάνω από 48.000 τόνους τροφίμων, πόσιμου νερού και φαρμακευτικού υλικού. Ωστόσο, η απόφαση των Αμερικανών να αποσύρουν 4.200 στρατιώτες μείωσε τη δυναμική της όλης επιχείρησης. Ο Αϊντίντ, μετέπειτα Πρόεδρος της Σομαλίας (1995-1996), έβλεπε την UNOSOM II (όπως είχε μετονομαστεί η UNITAF) ως απειλή για την εξουσία του και στις 5 Ιουνίου διέταξε τους άνδρες του να επιτεθούν σε Πακιστανούς κυανόκρανους της UNOSOM II σκοτώνοντας 24 εξ αυτών.

Η εμπλοκή των Αμερικανών

Ο ΟΗΕ αντέδρασε υιοθετώντας το ψήφισμα 837, σύμφωνα με το οποίο ο Αϊντίντ θα έπρεπε να συλληφθεί και να προσαχθεί σε δίκη για τον θάνατο των 24 Πακιστανών κυανόκρανων. Η περίοδος από τον Ιούνιο μέχρι τον Οκτώβριο του 1993 ήταν ιδιαίτερα αιματηρή για τη Σομαλία. Δεκάδες Σομαλοί άμαχοι αλλά και κυανόκρανοι, μεταξύ των οποίων και Αμερικανοί, σκοτώθηκαν σε σφοδρές ανταλλαγές πυρών. Αποτυχημένη ήταν και η προσπάθεια των Αμερικανών να συλλάβουν τον ίδιο τον Αϊντίντ παρά το γεγονός ότι εντοπίστηκε και βομβαρδίστηκε το αρχηγείο του. Ακόμα και η αμοιβή των $ 25.000 δεν έπεισε κανέναν Σομαλό να βοηθήσει στη σύλληψη του Αϊντίντ. Οι αποτυχίες αυτές έπεισαν τους Αμερικανούς ότι η σύλληψη του Σομαλού πολέμαρχου έπρεπε να ανατεθεί στις Ειδικές Δυνάμεις. Σε ελάχιστο χρόνο, μια μεικτή ομάδα 400 ανδρών των αμερικανικών Ειδικών Δυνάμεων συνεργάστηκε για τη σύλληψη του Αϊντίντ. Αλλά και αυτή η προσπάθεια απέτυχε. Το πρόβλημα ήταν ότι οι διαθέσιμες πληροφορίες ήταν αναξιόπιστες. Χωρίς όμως εναλλακτικές επιλογές, οι Αμερικανοί βασίστηκαν σε αυτές. Σε μία περίπτωση συνελήφθη ένας Σομαλός που έμοιαζε στον Αϊντίντ και στη συνέχεια αποδείχθηκε ότι εργαζόταν υπέρ των Αμερικανών ως πληροφοριοδότης. Σε μία άλλη περίπτωση συνελήφθησαν και κρατήθηκαν οκτώ μέλη της UNOSOM II, ενώ στις 23 Σεπτεμβρίου ένα αμερικανικό στρατιωτικό ελικόπτερο καταρρίφτηκε από Σομαλούς αντάρτες με αποτέλεσμα τον θάνατο του τριμελούς πληρώματος του.

Αυτές οι αποτυχίες έθεταν σε άμεσο κίνδυνο το κύρος και το όνομα των αμερικανικών Ειδικών Δυνάμεων. Τα στελέχη της δύναμης Δέλτα και των Ρέιντζερς δεν ήταν, αλλά ούτε και είναι, απλοί στρατιώτες πεζικού. Είναι η αφρόκρεμα των αμερικανικών Ενόπλων Δυνάμεων. Είναι και παραμένουν οι καλύτερα εκπαιδευμένοι και εξοπλισμένοι Αμερικανοί στρατιώτες. Η αδυναμία τους να συλλάβουν τον Αϊντίντ έκανε τον γύρο του κόσμου και μάλιστα με αιχμηρά έως και ειρωνικά σχόλια. Τα σχόλια αυτά θορύβησαν τους επιτελείς στην Ουάσιγκτον, ενώ ο νεοεκλεγείς Πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπιλ Κλίντον (Πρόεδρος από τον Ιανουάριο του 1993) έβλεπε ότι η θητεία του κινδυνεύει να ξεκινήσει με μια τεράστια αποτυχία. Η απόφαση που πάρθηκε ήταν σχεδόν μονόδρομος. Έπρεπε να σχεδιαστεί μια νέα επιχείρηση για τη σύλληψη του Αϊντίντ και αυτή τη φορά θα έπρεπε να στεφθεί με απόλυτη επιτυχία. Δεν υπήρχε περιθώριο για άλλα λάθη, πολύ περισσότερο για μια νέα αποτυχία.

Το πρόβλημα για τους Αμερικανούς επιτελείς ήταν ότι ο Αϊντίντ προέβλεψε ότι θα υπάρξει νέα απόπειρα σύλληψής του και οργάνωσε την άμυνά του. Ο Αϊντίντ γνώριζε πολύ καλά ότι δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει την αμερικανική πολεμική μηχανή σε συμβατικό επίπεδο. Γι’ αυτό στηρίχθηκε στο γεγονός ότι μαχόταν σε γνώριμο και φιλικό προς αυτόν περιβάλλον. Στην πράξη αυτό σήμαινε ότι ο Αϊντίντ είχε την πολυτέλεια να συγκεντρώσει όσες δυνάμεις ήθελε στο Μογκαντίσου, από μερικές εκατοντάδες μέχρι μερικές χιλιάδες μαχητές. Τέλος, γνώριζε ότι οποιαδήποτε αμερικανική προσπάθεια θα ξεκινήσει από τον αέρα με τη μεταφορά των ανδρών των Ειδικών Δυνάμεων με ελικόπτερα. Η αντιμετώπιση των ελικοπτέρων στο αστικό περιβάλλον είναι πιο εύκολη υπόθεση απ’ ότι η αντιμετώπισή τους στην ύπαιθρο. Δεν χρειάζεται καν η χρήση φορητών αντιαεροπορικών συστημάτων. Τη δουλειά αυτή μπορούν να την αναλάβουν είτε τα φορητά αντιαρματικά συστήματα είτε τα πολυβόλα και τα τυφέκια. Ιδιαίτερα στη φάση της προσγείωσης σε αστικό περιβάλλον, το ελικόπτερο είναι εξαιρετικά ευάλωτο, καθώς η απειλή μπορεί να εμφανιστεί οποιαδήποτε στιγμή και από κάθε κατεύθυνση. Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας υπέρ του Αϊντίντ ήταν το πεδίο της μάχης αυτό καθ’ αυτό. Οι στενοί δρόμοι και τα σοκάκια του Μογκαντίσου δεν επέτρεπαν την αποτελεσματική ανάπτυξη των αμερικανικών δυνάμεων, ενώ ήταν αδύνατο να προβλεφθεί και να ελεγχθεί ο πληθυσμός της πόλης, ο οποίος είχε στη διάθεσή του χιλιάδες όπλα. Ουσιαστικά, οι Αμερικανοί βρέθηκαν να πολεμούν με το σύνολο σχεδόν του πληθυσμού του Μογκαντίσου.

Αυτή την αδυναμία την γνώριζαν οι Αμερικανοί. Έτσι επέλεξαν μια διττή στρατηγική. Η επίθεση από αέρος καθώς και η σύλληψη του Αϊντίντ ανατέθηκαν στη δύναμη Δέλτα, ενώ η περιμετρική προστασία και η υποστήριξη της δύναμης Δέλτα ανατέθηκε στους Ρέιντζερς, οι οποίοι είχαν στη διάθεσή τους τεθωρακισμένα οχήματα HMMWV εξοπλισμένα με πολυβόλα των 12,7 χιλιοστών και πολυβόλα υποστηρίξεως τύπου M-60 των 7,62 χιλιοστών. Ωστόσο, η επιτυχία της όλης επιχείρησης στηρίχθηκε στην εγγύς αεροπορική υποστήριξη, την οποία έπρεπε να προσφέρουν τα ελικόπτερα UH-60 Black Hawk, OH-6 Cayuse και AH-1 Cobra. Τα UH-60 Black Hawk ήταν εφοδιασμένα με δύο πολυβόλα των 12,7 χιλιοστών (ένα σε κάθε μια από τις δύο πλευρικές θύρες), ενώ τα OH-6 Cayuse ήταν εξοπλισμένα με κάλαθους ρουκετών και πολυβόλα των 7,62χιλιοστών. Τα AH-1 Cobra είναι επιθετικά ελικόπτερα και μπορούν να εξοπλιστούν με μια σειρά όπλων όπως πολυβόλα, ρουκέτες και αντιαρματικά βλήματα. Συνολικά, στην επιχείρηση για τη σύλληψη του Αϊντίντ συμμετείχαν άνδρες από τις παρακάτω μονάδες των Ειδικών Δυνάμεων των ΗΠΑ:

Την 3η ομάδα του 1ου επιχειρησιακού αποσπάσματος Ειδικών Δυνάμεων (δύναμη Δέλτα).

Τον λόχο “Μπράβο” από το 3ο Τάγμα Ρέιντζερς του 75ου Συντάγματος Ρέιντζερς.

Το 1ο τάγμα του 160ου αερομεταφερόμενου Συντάγματος Ειδικών Επιχειρήσεων.

Το 2ο τάγμα του 14ου Συντάγματος Πεζικού.

Η 1η διμοιρία του 3ου λόχου του 1ου τάγματος Πεζικού του 87ου Συντάγματος Πεζικού.

Στελέχη της 24ης μοίρας Ειδικών Επιχειρήσεων της αμερικανικής Πολεμικής Αεροπορίας.

Στελέχη της διοίκησης SEAL του αμερικανικού Ναυτικού

Η επιχείρηση

Το πράσινο φως για τη διεξαγωγή της επιχείρησης δόθηκε στις 3 Οκτωβρίου, όταν οι αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών έμαθαν ότι μια μυστική συνάντηση επρόκειτο να λάβει χώρα σε ένα διώροφο κτίριο στο Μογκαντίσου παρουσία του ίδιου του Αϊντίντ. Σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες στο κτίριο αυτό θα υπήρχαν συνολικά 90 άτομα.

Η επιχείρηση άρχισε αυθημερόν με τον βομβαρδισμό του κτιρίου (επρόκειτο για ένα εγκαταλελειμμένο ξενοδοχείο) από τα επιθετικά ελικόπτερα AH-1 Cobra, τα οποία χρησιμοποίησαν αντιαρματικά βλήματα τύπου BGM-71 TOW. Παράλληλα, 120 Αμερικανοί κομάντος καταρριχήθηκαν από ελικόπτερα UH-60 Black Hawk και πορεύτηκαν προς τον αντικειμενικό τους σκοπό σύμφωνα με το επιχειρησιακό σχέδιο εν μέσω πανικόβλητων Σομαλών, οι οποίοι έτρεχαν να σωθούν από τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς. Οι άνδρες της δύναμης Δέλτα εισήλθαν στο κτίριο, ενώ οι Ρέιντζερς εξασφάλισαν την περίμετρο. Αν και ορισμένοι Σομαλοί είχαν καταφέρει να ξεφύγουν, οι άνδρες της δύναμης Δέλτα εισέβαλαν τελικά στο κτίριο και συνέλαβαν 24 άτομα. Ο Αϊντίντ όμως δεν είχε συλληφθεί. Στην πραγματικότητα δεν είχε πάει ποτέ στη συγκεκριμένη συνάντηση. Για μια ακόμη φορά οι Αμερικανοί βασίστηκαν σε λανθασμένες πληροφορίες.

Μετά το τέλος της επέμβασης, πολλοί στρατιωτικοί αναλυτές υποστήριξαν ότι ο ίδιος ο Αϊντίντ σκηνοθέτησε τη μυστική συνάντηση και διοχέτευσε τις λανθασμένες πληροφορίες στους Αμερικανούς για να τους αναγκάσει να εμπλακούν σε μια μάχη, για την οποία ο ίδιος είχε προετοιμαστεί κατάλληλα. Πάντως, αυτή η θεωρία δεν έχει αποδειχθεί, αλλά δεν μπορεί και να αγνοηθεί. Είναι μια πιθανότητα.

Η αλήθεια είναι πάντως ότι αμέσως μετά τον βομβαρδισμό του κτιρίου από τα ελικόπτερα AH-1 Cobra, οι υποστηρικτές του Αϊντίντ, αλλά και πολλοί Σομαλοί οι οποίοι έτρεφαν αισθήματα μίσους για τις ΗΠΑ άρχισαν να συγκεντρώνονται κατά εκατοντάδες στους δρόμους του Μογκαντίσου και να κατευθύνονται προς τους Αμερικανούς στρατιώτες.

Η μαζική όσο και δυναμική αντίδραση των Σομαλών έπιασε τους Αμερικανούς εξ απήνης. Δεν περίμεναν τέτοιου είδους αντίδραση και δεν είχαν προετοιμαστεί για μια τέτοια εξέλιξη. Δεν υπήρχε εναλλακτικό σχέδιο δράσης, αν και ο νόμος του Μέρφι μας διδάσκει ότι “οτιδήποτε είναι πιθανό να πάει στραβά, σίγουρα θα πάει στραβά”. Από εκείνη τη στιγμή και μετά, όλα πήγαν λάθος για τους Αμερικανούς. Λίγα μόλις λεπτά μετά την έφοδο των ανδρών της δύναμης Δέλτα στο κτίριο, ένας Σομαλός αντάρτης εκτόξευσε αντιαρματικό βλήμα τύπου RPG-7 κατά ενός ελικοπτέρου UH-60 Black Hawk, το οποίο βρισκόταν σε αιώρηση πάνω από την περιοχή. Το βλήμα βρήκε το ελικόπτερο στην ουραία έλικα. Το ακυβέρνητο ελικόπτερο κατέπεσε πρώτα στην οροφή ενός σπιτιού για να καταλήξει κατρακυλώντας στο έδαφος.

Αμέσως δόθηκε εντολή σε δεύτερο UH-60 Black Hawk να σπεύσει στο σημείο της πτώσης, ενώ οι επίγειες δυνάμεις εδάφους διατάχθηκαν να σπεύσουν εκεί για να διασώσουν το διμελές πλήρωμα και τους πέντε επιβαίνοντες. Πράγματι, το δεύτερο UH-60 Black Hawk έφτασε πάνω από το σημείο της πτώσης και άρχισε να αποβιβάζει στρατιώτες με τη μέθοδο της καταρρίχησης. Ενώ όμως βρισκόταν σε αιώρηση, ένα δεύτερο βλήμα RPG-7 το κτύπησε, αλλά δεν το κατέρριψε. Με σοβαρές ζημιές και χωρίς να προλάβει να περισυλλέξει τους Αμερικανούς στρατιώτες που είχε στο μεταξύ αποβιβάσει, αποχώρησε από την περιοχή και προσγειώθηκε σε ασφαλή τοποθεσία. Στο έδαφος οι Αμερικανοί βρήκαν τους δύο πιλότους του ελικοπτέρου νεκρούς και τους πέντε κομάντος τραυματίες. Δεχόμενοι σφοδρά πυρά, διασώστες και τραυματίες κατάφεραν να οχυρωθούν σε παρακείμενο κτίριο, το οποίο είχε χαρακτηριστεί ως σημείο συγκεντρώσεως για τις ανάγκες της επιχείρησης.

Ενώ συνέβαιναν όλα αυτά, η αμερικανική φάλαγγα οχημάτων κινούταν προς το κτίριο όπου άνδρες της δύναμης Δέλτα είχαν συλλάβει τους 24 Σομαλούς εν μέσω πυρών από όπλα μικρού διαμετρήματος (τυφέκια) και από αντιαρματικά βλήματα. Οι Αμερικανοί στρατιώτες ανταπέδιδαν τα πυρά προς πάσα κατεύθυνση, ουσιαστικά χωρίς να γνωρίζουν προς τα πού να στραφούν. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι πρώτες απώλειες δεν άργησαν να έλθουν, αφού οι περισσότεροι πυροβολητές των HMMWV, οι οποίοι ήταν ακάλυπτοι από τη μέση και πάνω στην οροφή των οχημάτων, ήταν εύκολος στόχος εν μέσω διασταυρούμενων πυρών.

Σύντομα τα αλεξίσφαιρα τζάμια και η θωράκιση των HMMWV άρχισαν να υποχωρούν από τα καταιγιστικά πυρά. Μετά από αλλεπάλληλες λανθασμένες επιλογές στο δρομολόγιο, η φάλαγγα των οχημάτων έφτασε τελικά στο κτίριο όπου οι άνδρες της δύναμης Δέλτα είχαν συλλάβει τους 24 Σομαλούς. Οι συλληφθέντες και οι τραυματίες στρατιώτες επιβιβάστηκαν στα οχήματα. Πολλοί όλοι Αμερικανοί στρατιώτες όμως δεν μπορούσαν να επιβιβαστούν στα οχήματα λόγω έλλειψης χώρου. Τελικά αποφασίστηκε ότι τα οχήματα της φάλαγγας θα προπορεύονται ανοίγοντας το δρόμο στους πεζούς στρατιώτες που ακολουθούσαν. Και όλα αυτά εν μέσω πυκνών και διασταυρούμενων πυρών.

Μόλις η φάλαγγα ξεκίνησε την πορεία της διατάχθηκε να σπεύσει στο σημείο πτώσης του πρώτου UH-60 Black Hawk και να παραλάβει όσους Αμερικανούς στρατιώτες βρίσκονταν στο σημείο. Αμέσως μετά θα έπρεπε να σπεύσει και στο σημείο όπου είχε καταπέσει και δεύτερο UH-60 Black Hawk και να παραλάβει και άλλους Αμερικανούς στρατιώτες. Η αποστολή ήταν αναγκαία, αλλά οι προοπτικές επιτυχίας, δεδομένων των συνθηκών, ήταν ελάχιστες ως μηδαμινές.

Μέσα σε όλα αυτά, η αμερικανική φάλαγγα αντιμετώπισε και σοβαρότατο πρόβλημα προσανατολισμού. Αν και το σημείο πτώσης του πρώτου ελικοπτέρου ήταν μόλις τρία οικοδομικά τετράγωνα μακριά από το κτίριο εκκίνησης της φάλαγγας (στο κτίριο δηλαδή όπου συνελήφθησαν οι 24 Σομαλοί), εντούτοις διαδοχικές λάθος στροφές οδήγησαν σε μεγάλη αργοπορία και σε πλήρη απώλεια του προσανατολισμού. Εντωμεταξύ, οι απώλειες των Αμερικανών αυξάνονταν απειλητικά. Έγινε σαφές στη διοίκηση ότι υπό αυτές τις συνθήκες μέχρι να φτάσει η φάλαγγα στο σημείο πτώσης του πρώτου ελικοπτέρου κανένας από τους πεζούς στρατιώτες δεν θα επιβίωνε. Αποφασίστηκε λοιπόν να διαταχθεί η φάλαγγα να επιστρέψει στη βάση της για να διασωθεί ότι ήταν δυνατό να διασωθεί από την αποτυχημένη επιχείρηση. Παράλληλα αποφασίστηκε μια δεύτερη φάλαγγα από οχήματα HMΜWV και στρατιωτικά φορτηγά να σπεύσει άμεσα στο σημείο πτώσης του δεύτερου UH-60 Black Hawk.

Τα ίδια λάθη όμως επαναλήφθηκαν. Υπό το καθεστώς διασταυρούμενων και πυκνών πυρών και η δεύτερη φάλαγγα οχημάτων έχασε τον προσανατολισμό της και συνέχισε να περιπλανιέται στους δρόμους του Μογκαντίσου μέχρι που βρέθηκε με την πρώτη φάλαγγα, η οποία επέστρεφε στη βάση της, αλλά είχε στο μεταξύ χάσει ξανά τον προσανατολισμό της. Οι δύο φάλαγγες συνενώθηκαν και διατάχθηκαν να επιτρέψουν στη βάση τους προς ανασυγκρότηση και ανεφοδιασμό σε πυρομαχικά. Τα πληρώματα των ελικοπτέρων και οι πεζοί στρατιώτες, που ακολουθούσαν τις φάλαγγες των οχημάτων, ουσιαστικά αφέθηκαν μόνοι τους να αντιμετωπίζουν χιλιάδες ένοπλους Σομαλούς. Και ενώ τα πληρώματα των ελικοπτέρων μάχονταν απεγνωσμένα για τη ζωή τους, οι πεζοί στρατιώτες που ακολουθούσαν την πρώτη φάλαγγα προσπαθούσαν να επιστρέψουν στη βάση εξόρμησής τους.

Ενώ η νύχτα πλησίαζε, στα σημεία πτώσης των δύο ελικοπτέρων UH-60 Black Hawk η κατάσταση είχε γίνει απελπιστική. Τα πυρομαχικά τελείωναν, ενώ όλο και περισσότεροι Σομαλοί προσέγγιζαν τις περιοχές με φονικές διαθέσεις. Η μοναδική ουσιαστική βοήθεια ήταν τα ελικόπτερα OH-6 Cayuse, που εκτελούσαν αποστολές εγγύς αεροπορικής υποστήριξης.

Στη βάση εξόρμησης, η οποία φιλοξενούταν στο αρχηγείο-στρατόπεδο της UNOSOM II, οι Αμερικανοί συγκρότησαν μια δύναμη διάσωσης των πληρωμάτων των ελικοπτέρων. Η δύναμη αυτή αποτελούταν από 300 στρατιώτες και, εκτός των Αμερικανών στρατιωτών, συμμετείχαν άρματα μάχης της 19ης Επιλαρχίας από το Πακιστάν και τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού του 10ου Συντάγματος Πεζικού της Μαλαισίας.

Η νέα φάλαγγα κινήθηκε προς το σημείο πτώσης του πρώτου ελικοπτέρου εν μέσω σφοδρών πυρών. Επιπλέον, πολλοί δρόμοι είχαν μπλοκαριστεί από αυτοσχέδια οδοφράγματα. Τελικά, η φάλαγγα κατάφερε να φτάσει στο πρώτο ελικόπτερο και να περισυλλέξει τους νεκρούς και τους τραυματίες Αμερικανούς, πρώτου κινηθεί για το σημείο πτώσης του δεύτερου ελικοπτέρου. Μετά την περισυλλογή του πληρώματος του δεύτερου ελικοπτέρου, η φάλαγγα κινήθηκε προς τα περίχωρα του Μογκαντίσου, σε ένα ποδοσφαιρικό γήπεδο, το οποίο είχε εντωμεταξύ μετατραπεί σε πρόχειρο νοσοκομείο.

Συνολικά, οι Αμερικανοί είχαν 18 νεκρούς, 84 τραυματίες και έναν πιλότο αιχμάλωτο, ο οποίος όμως απελευθερώθηκε λίγο αργότερα. Το χειρότερο για το ηθικό των Αμερικανών ήταν η περιφορά νεκρών Αμερικανών στρατιωτών στους δρόμους του Μογκαντίσου και η τηλεοπτική μεταφορά των εικόνων σε όλο τον κόσμο μέσω των διεθνών τηλεοπτικών σταθμών. Από την άλλη πλευρά, οι Σομαλοί είχαν 500 νεκρούς και 1.000 τραυματίες, οι περισσότεροι εκ των οποίων ήταν γυναίκες και ανήλικα παιδιά.

Για τους Αμερικανούς και ιδιαίτερα για τις Ειδικές Δυνάμεις της χώρας, η μάχη του Μογκαντίσου ήταν μια παταγώδης αποτυχία. Ο σχεδιασμός της όλης επιχείρησης ήταν ελλιπέστατος. Για παράδειγμα, οι Αμερικανοί στρατιώτες δεν ήταν εφοδιασμένοι με συστήματα νυχτερινής όρασης, αλεξίσφαιρα γιλέκα ή νερό. Αντ’ αυτών προτίμησαν να πάρουν μαζί τους επιπλέον πυρομαχικά. Η απόφαση αυτή στάθηκε καθοριστική για το μέλλον της επιχείρησης, ιδιαίτερα όταν η κατάσταση άρχισε να ξεφεύγει από τον έλεγχο της αμερικανικής διοίκησης. Μια εξίσου σημαντική αστοχία του σχεδιασμού ήταν η παντελής έλλειψη μονάδων ενισχύσεως των μαχόμενων ή μονάδων για αποστολές έρευνας και διάσωσης μάχης, οι οποίες θα μπορούσαν να σώσουν ζωές.

Λίγο αργότερα, και υπό το βάρος της κατακραυγής της κοινής γνώμης στις ΗΠΑ, η Ουάσιγκτον αποφάσισε να αποσύρει όλες τις στρατιωτικές της δυνάμεις από τη Σομαλία. Στη συνέχεια αποσύρθηκε και η UNOSOM II. Η Σομαλία αφέθηκε στην τύχη της. Χωρίς την παρουσία των Αμερικανών, αλλά και της διεθνούς ειρηνευτικής δύναμης, ο Αϊντίντ κατέλαβε εύκολα την εξουσία (τον Ιούνιο του 1995) και αυτοανακηρύχθηκε Πρόεδρος της Σομαλίας, χωρίς όμως να λάβει καμία διεθνή αναγνώριση. Ένα χρόνο αργότερα, την 1η Αυγούστου του 1996, τραυματίστηκε θανάσιμα σε ανταλλαγή πυρών με αντίπαλη φατρία και πέθανε την ίδια μέρα.