Το Μακεδονικό δεν είναι ένα ζήτημα που προέκυψε ξαφνικά, μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, αλλά είναι ένα διαρκές πρόβλημα εδώ και ενάμιση αιώνα. Απλά, η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας το έφερε στην επιφάνεια, αφού υπήρξε σφοδρή προσπάθεια οικειοποίησης του ονόματος, της ιστορίας και του πολιτισμού της Μακεδονίας μας, γεγονός που ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων στη χώρα μας. Επειδή όμως το θέμα είναι εξαιρετικά επίκαιρο, λόγω της επικείμενης κύρωσης της Συμφωνίας των Πρεσπών από τη Βουλή, θα ήταν πολύ εποικοδομητικό να επιχειρήσουμε μια ιστορική αναδρομή στη γέννηση και στην εξέλιξη του Μακεδονικού. Μια αναδρομή που θα μας βοηθήσει να αντιληφθούμε καλύτερα το μέγεθος του προβλήματος, τις θυσίες δεκάδων χιλιάδων Ελλήνων για τη διατήρηση της ελληνικότητας της περιοχής, αλλά και την αδιαφορία της κυβέρνησης απέναντι σε ένα εθνικό ζήτημα ιδιαίτερης βαρύτητας.
Γράφει ο ΦΩΤΗΣ ΚΑΡΥΔΑΣ, δημοσιογράφος, για το HUFFPOST
Η γέννηση, λοιπόν, του ζητήματος σχετίζεται άμεσα με την εθνική αφύπνιση των Βουλγάρων, η οποία συντελέστηκε κατά τη διάρκεια των Ρωσοτουρκικών πολέμων. Ιδιαίτερα, μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο, ο σουλτάνος δίνει κάποια προνόμια στους υπόδουλους λαούς, με το Διάταγμα Χάτι Χουμαγιούν (1856). Η Ρωσία, στο πλαίσιο της θεωρίας του Πανσλαβισμού που είχε αναπτύξει τα προηγούμενα χρόνια, εκμεταλλεύεται αυτά τα προνόμια προκειμένου να υποκινήσει την αφύπνιση των υπόδουλων σλαβικών λαών και, ιδιαίτερα, των Βουλγάρων. Έτσι, χρηματοδοτεί τις σπουδές νεαρών Βουλγάρων στην Αγία Πετρούπολη, οι οποίοι με την επιστροφή τους συμβάλλουν στην εξάπλωση του σλαβικού εθνοφυλετισμού.
Βέβαια, οι βλέψεις των Βουλγάρων δεν περιορίζονταν στην ίδρυση μιας μικρής χώρας στη Βαλκανική, στην οποίαν κατοικούσαν αμιγώς βουλγαρικοί πληθυσμοί, αλλά σε μια ευρύτερη εδαφική περιοχή, η οποία θα εκτεινόταν σε όλο τον χώρο της Θράκης και της Μακεδονίας και θα είχε έξοδο τόσο στη Μαύρη Θάλασσα όσο και στο Αιγαίο. Και το πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση θα ήταν η ανεξαρτητοποίηση της βουλγαρικής εκκλησίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Για τον σκοπό αυτό ιδρύθηκε η Βουλγαρική Εξαρχία, που περιελάμβανε μητροπόλεις σε μεγάλες περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης, με ελληνικούς πληθυσμούς. Η Εξαρχία αναγνωρίστηκε το 1870 με φιρμάνι του σουλτάνου, ύστερα από αφόρητες πιέσεις που άσκησε ο τσάρος της Ρωσίας, όχι όμως και από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Με τη ίδρυση της Εξαρχίας, ξεκίνησε μια προσπάθεια εκβουλγαρισμού του ελληνικού πληθυσμού της Μακεδονίας και της Θράκης, η οποία διευκολύνεται με την τρομοκρατία που ασκούσαν διάφορες ένοπλες βουλγαρικές συμμορίες, με την ίδρυση βουλγαρικών σχολείων και την τοποθέτηση Βουλγάρων δασκάλων και εξαρχικών ιερέων. Μάλιστα, καθώς η εποχή εκείνη χαρακτηρίζεται από την έξαρση του εθνικισμού μεταξύ των λαών του Αίμου, η Ρωσία επεδίωκε να στραφεί το ενδιαφέρον της Ελλάδας στην απελευθέρωση των νησιών του Αιγαίου και της Κρήτης, ενώ η Μακεδονία και η Θράκη να αποτελέσουν πεδίο διεκδίκησης των Σλάβων και ιδιαίτερα των Βουλγάρων.
Το 1877, η ταπεινωτική ήττα που υπέστη η Οθωμανική Αυτοκρατορία από τους Ρώσους, οδήγησε στην υπογραφή της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, με την οποία οι Βούλγαροι προσέγγιζαν την υλοποίηση του οράματός τους. Η Συνθήκη δημιουργούσε τη Μεγάλη Βουλγαρία, αφού πέραν των άλλων περιοχών της Βαλκανικής, της εκχωρούσε την Ανατολική Ρωμυλία, τμήμα της Δυτικής Θράκης και το σύνολο, σχεδόν, της ελληνικής Μακεδονίας πλην της Θεσσαλονίκης και κάποιων περιοχών της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας. Ευτυχώς για την Ελλάδα, η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου δεν εφαρμόστηκε ποτέ, λόγω της αντίδρασης των Αγγλίας και της Αυστροουγγαρίας που θεωρούσαν τη Βουλγαρία ως δορυφόρο της Ρωσίας και αντικαταστάθηκε από τη Συνθήκη του Βερολίνου, που άφηνε τη Μακεδονία στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Με τη νέα Συνθήκη όμως εκχωρήθηκε καθεστώς αυτονομίας στην Ανατολική Ρωμυλία (Βόρεια Θράκη), την οποία οι Βούλγαροι ενσωμάτωσαν πραξικοπηματικά στο Πριγκιπάτο τους το 1885, ενώ προέβησαν σε εκτεταμένες εθνικές εκκαθαρίσεις.
Βέβαια, το όνειρο των Βουλγάρων ήταν η προσάρτηση της Μακεδονίας και γι’ αυτό οργάνωσαν ένοπλες ομάδες που τρομοκρατούσαν τους χωρικούς στη Μακεδονία, ενώ η προσπάθεια εκβουλγαρισμού των ορθόδοξων πληθυσμών συνεχιζόταν. Το 1893 ιδρύεται στην πόλη Ρέσνα της σημερινής ΠΓΔΜ η Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (ΕΜΕΟ), η οποία αποσκοπούσε στην απελευθέρωση της Μακεδονίας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, με το παραπλανητικό σύνθημα «Η Μακεδονία στους Μακεδόνες». Στην πραγματικότητα η ΕΜΕΟ αποτελούσε τον Δούρειο Ίππο του βουλγαρικού εθνικισμού, ενώ τα μέλη της, οι κομιτατζήδες, οργανωμένοι σε ληστρικές συμμορίες τρομοκρατούσαν τον ελληνικό πληθυσμό της Μακεδονίας. Το αποτέλεσμα της δράσης της ΕΜΕΟ ήταν οι εθνικοί ανταγωνισμοί να μετατραπούν σε ένοπλες συγκρούσεις και να επέμβει και ο Οθωμανικός στρατός. Στις 20 Ιουλίου 1903, ανήμερα του προφήτη Ηλία, εκδηλώνεται στο βιλαέτι του Μοναστηρίου η επανάσταση του Ίλιντεν, μια εξέγερση των σλαβόφωνων εναντίον των Οθωμανών, που αποσκοπούσε στην απελευθέρωση της Μακεδονίας και στην προσάρτησή της στη Βουλγαρία. Οι επαναστάτες-αντάρτες σχημάτισαν την προσωρινή κυβέρνηση του Κρουσόβου, η οποία καταλύθηκε σε 10 ημέρες. Αξίζει δε να σημειωθεί, ότι η εξέγερση του Ίλιντεν γιορτάζεται τόσο στη Βουλγαρία όσο και στην ΠΓΔΜ. Γίνεται, λοιπόν, αντιληπτό ποιες θα ήταν οι συνέπειες για τη χώρα μας, εάν είχαμε δεχτεί την πρόταση της κυβέρνησης των Σκοπίων για υιοθέτηση της ονομασίας «Δημοκρατία της Μακεδονίας του Ίλιντεν». Μια πρόταση που έγινε αποδεκτή με τεράστια ικανοποίηση από τα ανιστόρητα και επικίνδυνα στελέχη της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και αποσύρθηκε χάρη στη δυναμική αντίδραση της αντιπολίτευσης.
Οι ένοπλες συγκρούσεις συνεχίζονται τα επόμενα χρόνια και υπάρχουν πολλοί Έλληνες που θυσιάστηκαν για την απομάκρυνση του βουλγαρικού κινδύνου, με κορυφαίο τον Παύλο Μελά. Τέλος, με τους Βαλκανικούς πολέμους η Μακεδονία απελευθερώνεται από τον Οθωμανικό ζυγό και διανέμεται, με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου, μεταξύ Ελλάδας, Σερβίας και Βουλγαρίας. Βέβαια, παρά το καθεστώς που προέκυψε από τη Συνθήκη, το Μακεδονικό ζήτημα απασχόλησε τη Β΄ Διεθνή, η οποία υποστήριζε τη δημιουργία ανεξάρτητου Μακεδονικού κράτους, αλλά και τη Γ’ Διεθνή.
Με την απελευθέρωση της Γιουγκοσλαβίας από τους Γερμανούς και την κατάληψη της εξουσίας από τον Στρατάρχη Τίτο, το κομμουνιστικό καθεστώς προωθεί το αφήγημα σχετικά με την ύπαρξη διακριτής μακεδονικής εθνότητας, της οποίας ένα τμήμα βρίσκεται κάτω από τον ελληνικό ζυγό. Η θεωρία αυτή διατυπώθηκε για πρώτη φορά στην εφημερίδα «Μπόρμπα», το επίσημο όργανο του ΚΚ Γιουγκοσλαβίας, με τίτλο «Η Μακεδονία του Αιγαίου». Με την ίδρυση της Ομοσπονδιακής Λαϊκής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας το 1946, ο Τίτο ιδρύει τη Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας, με πρωτεύουσα τα Σκόπια, η οποία αποκτά ισότιμο καθεστώς με τις υπόλοιπες Σοσιαλιστικές Δημοκρατίες.
Στο ερώτημα γιατί ο Τίτο έστρεψε τις προσπάθειές του στη δημιουργία ενός ξεχωριστού έθνους, οι επικρατέστερες απαντήσεις είναι οι παρακάτω:
-Ο μεγάλος φόβος του ήταν ο σερβικός εθνικισμός, ο οποίος υπέσκαπτε τα θεμέλια της Ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβίας. Αποσπώντας λοιπόν τη συγκεκριμένη περιοχή από τη Σερβία κατόρθωνε να την αποδυναμώσει.
-Η αποτροπή μιας μελλοντικής βουλγαρικής επέμβασης στη Γιουγκοσλαβία. Το ομιλούμενο ιδίωμα είναι, σύμφωνα με πολλούς γλωσσολόγους, μια διάλεκτος της βουλγαρικής γλώσσας. Άλλωστε, η μεσαιωνική Βουλγαρία είχε ιστορικούς δεσμούς με τμήμα της συγκεκριμένης περιοχής. Έτσι, το κομμουνιστικό κόμμα καλλιέργησε την ιδέα της μακεδονικής εθνότητας, ενώ παράλληλα προέβη σε όσο το δυνατόν περισσότερες παρεμβάσεις στη γλώσσα, ώστε να μην φαίνεται η σχέση της με τη βουλγαρική.
-Η δημιουργία μακεδονικού έθνους αποτελούσε τον Δούρειο Ίππο για μια μελλοντική ενσωμάτωση, τόσο της Ελληνικής Μακεδονίας όσο και της βουλγαρικής (Πιρίν). Στόχος και όραμα του Τίτο ήταν η ίδρυση μιας ενιαίας Μακεδονίας, υπό τη γιουγκοσλαβική κυριαρχία, η οποία θα είχε έξοδο στο Αιγαίο. Μάλιστα, αυτός ήταν και ο κυριότερος λόγος που ο Τίτο ήταν από τους βασικότερους υποστηρικτές του ελληνικού εμφυλίου πολέμου.
Το 1991, η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας έφερε στην επιφάνεια πάλι το θέμα του Μακεδονικού, ένα θέμα ξεχασμένο για μισό σχεδόν αιώνα, το οποίο όμως αποτέλεσε μια σοβαρή διμερή διαφορά μεταξύ της χώρας μας και της ΠΓΔΜ. Μιας διαφοράς όμως για την οποία δεν είχε βρεθεί μέχρι σήμερα λύση. Και αίφνης, η κυβέρνηση βρίσκει μια λύση, η οποία όμως χαρίζει γλώσσα και εθνικότητα στην άλλη πλευρά, χωρίς να έχει γίνει κάποια εκτίμηση των μελλοντικών συνεπειών για τη χώρα μας. Και εδώ αρχίζουν τα βασανιστικά γιατί. Γνωρίζουμε τη σφοδρή επιθυμία των συμμάχων μας για ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ. Γνωρίζουμε, επίσης τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η γειτονική χώρα, τα οποία εγκυμονούν τον κίνδυνο διάλυσής της. Όμως, όλα αυτά είναι προβλήματα της ΠΓΔΜ, για τα οποία θα έπρεπε να κάνουν υποχωρήσεις τα Σκόπια και όχι η Αθήνα. Άρα η υποχωρητικότητα της κυβέρνησης κάτι υποκρύπτει και αυτό είναι το μεγάλο αναπάντητο ερώτημα που μας βασανίζει.