Τους τελευταίους μήνες, τα σύννεφα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις ολοένα πυκνώνουν. Η κρίση εξελίσσεται παράλληλα σε δύο επίπεδα.

Γράφει ο Αντώνης Κλάψης για το HUFFPOST

Ο Αντώνης Κλάψης είναι Επιστημονικός Συντονιστής στο Κέντρο Διεθνούς και Ευρωπαϊκής Πολιτικής, Οικονομίας και Διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου

Το πρώτο είναι το διακηρυκτικό. Τούρκοι επίσημοι, με κορυφαίο τον πρόεδρο Ερντογάν, κάνουν διαρκώς δηλώσεις, με τις οποίες αμφισβητούν κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας, ενίοτε δε ακόμα και την ίδια την εδαφική της κυριαρχία σε νησιά, νησίδες και βραχονησίδες του Αιγαίου. Ανάλογες αμφισβητήσεις διατυπώνονται και στην περίπτωση της Κύπρου. Δεν είναι κάτι εντελώς καινούργιο. Όμως, η συχνότητα και η ένταση του φαινομένου δημιουργούν εύλογες ανησυχίες.

Το δεύτερο επίπεδο είναι το πρακτικό. Ο εμβολισμός του σκάφους του Λιμενικού Σώματος είναι το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα σκόπιμης τουρκικής ενέργειας, η οποία θα μπορούσε να κλιμακωθεί ανεξέλεγκτα. Η επί εβδομάδες κράτηση των δύο Ελλήνων στρατιωτικών αποδεικνύει ότι, στην παρούσα συγκυρία, η Τουρκία θέλει να ασκεί όσο το δυνατόν μεγαλύτερη πίεση στην Ελλάδα, με όποιον τρόπο μπορεί. Το πρόσφατο περιστατικό με το τουρκικό ελικόπτερο στη Ρω δίνει επιπλέον την εντύπωση ότι η Άγκυρα ίσως δοκιμάζει το επίπεδο της ετοιμότητας των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων.

Η Τουρκία φιλοδοξεί-και δεν το κρύβει-να καταστεί ηγεμονική περιφερειακή δύναμη. Νιώθει να ασφυκτιά-και το διατυμπανίζει-μέσα στα σύνορα της Συνθήκης της Λωζάννης: τις εδαφικές της διατάξεις τις έχει ήδη de facto παραβιάσει στη μεθόριό της με τη Συρία και το Ιράκ, ενώ τις αμφισβητεί και στο Αιγαίο. Παράλληλα, απομακρύνεται ολοένα από τη Δύση, αλλάζοντας γεωπολιτικούς συσχετισμούς δεκαετιών.

Το ερώτημα που πλανάται είναι εάν η επιδείνωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων ενδέχεται να εξελιχθεί σε ένα θερμό επεισόδιο. Η πιθανότητα δεν μπορεί να αποκλειστεί. Δυστυχώς, ως προς αυτό το ζήτημα, η Άγκυρα διαθέτει την πρωτοβουλία των κινήσεων. Μπορεί να αποφασίσει πότε, πού και με ποιον τρόπο κλιμακώσει τις ενέργειές της. Ακόμα χειρότερα, υπό συνθήκες, έχει τη δυνατότητα, με τρόπο σχετικά ανέξοδο για την ίδια, να βάζει έμμεσα την Αθήνα σε δύσκολη θέση. Πώς θα προχωρήσει, για παράδειγμα, η πολυδιαφημιζόμενη «έξοδος της Ελλάδας στις αγορές», εάν το προσεχές καλοκαίρι Τουρκία επιλέξει δημιουργήσει ένα σκηνικό ενδεχόμενης ελληνοτουρκικής σύρραξης; Ή τι θα συμβεί εάν η Άγκυρα αποφασίσει να ανοίξει και πάλι τη στρόφιγγα των προσφυγικών και των μεταναστευτικών ροών προς τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου; Η Ελλάδα έχει κάθε λόγο και κάθε συμφέρον να κρατά χαμηλούς τόνους και να μην παρασύρεται από την τουρκική προκλητικότητα.

Οι τουρκικές πιέσεις και διεκδικήσεις εις βάρος της Ελλάδας δεν θα αμβλυνθούν σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Δεν προκύπτουν, εξάλλου, μόνο από την παρουσία του κ. Ερντογάν στην ηγεσία της Τουρκίας, αλλά αποτελούν αντανάκλαση βαθύτερων γεωπολιτικών παραμέτρων που δεν σχετίζονται με πρόσωπα. Είναι, εξάλλου, εξαιρετικά αμφίβολο εάν στη μετά-Ερντογάν εποχή, όποτε αυτή προκύψει, η Τουρκία θα καταστεί λιγότερο επικίνδυνη για την ελληνική ασφάλεια. Οι διεθνείς σχέσεις διαμορφώνονται γύρω από έναν αέναο ανταγωνισμό μεταξύ των κρατών που επιδιώκουν τη διατήρηση του status quo και εκείνων που προσβλέπουν στην αναθεώρησή του: η Ελλάδα ανήκει προφανώς στην πρώτη κατηγορία, η Τουρκία στη δεύτερη. Την εποχή της υπογραφής της Συνθήκης της Λωζάννης, η αναλογία του πληθυσμού της Ελλάδας και της Τουρκίας ήταν περίπου 1 προς 2,5, πλέον είναι 1 προς 7 και βαίνουμε για το 1 προς 8. Αντίστοιχα, η ψαλίδα έχει ανοίξει, εις βάρος της Ελλάδας, και στο επίπεδο του μεγέθους των οικονομιών των δύο γειτονικών κρατών. Η Τουρκία, βέβαια, αντιμετωπίζει μεγάλα εσωτερικά προβλήματα (π.χ. Κουρδικό) και πολλές φορές η εξωτερική της πολιτική πελαγοδρομεί. Όμως, όλα αυτά δεν συνιστούν αιτίες εφησυχασμού-το αντίθετο.

Η συσσωρευμένη διπλωματική εμπειρία αποδεικνύει ότι, για την Ελλάδα, η εξισορρόπηση της Τουρκίας είναι δυνατή μόνο μέσα από την εξασφάλιση συμμαχικών ερεισμάτων σε διεθνή κλίμακα. Τα μεγάλα λόγια και οι υπερπατριωτικές κορώνες δεν αρκούν. Μπορεί καθένας να αναλογιστεί πόσο πιο αδύναμη θα ήταν η θέση της Αθήνας έναντι της Άγκυρας εάν η Ελλάδα δεν ήταν μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ. Αυτός, εξάλλου, ήταν ένας από τους στρατηγικούς στόχους που επιχειρήθηκε, στο τέλος της δεκαετίας του 1970, να επιτευχθεί με την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ.

Υπάρχει ακόμα ένα ιστορικό δίδαγμα που πρέπει να έχουμε κατά νου. Όσες φορές η Ελλάδα αισθανόταν απειλή από το βορρά, στρεφόταν προς την πλευρά της Τουρκίας ώστε να εξασφαλίσει ένα έρεισμα σε περιφερειακό επίπεδο. Αντίστροφά, όταν η απειλή προερχόταν από ανατολάς, η Ελλάδα επιδίωκε να έχει καλές σχέσεις με τα κράτη που βρίσκονται βορείως των συνόρων. Η λογική αυτή ίσχυσε ακόμα και την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Είναι κάτι που το επέβαλε και εξακολουθεί να το επιβάλει η ανάγκη της αποφυγής της γεωπολιτικής περικύκλωσης.

Πηγή: www.huffingtonpost.gr