Ένα χρόνο μετά τον ανηλεή βομβαρδισμό του χωριού Γκερνίκα στη Χώρα των Βάσκων από τα βαριά βομβαρδιστικά της Λεγεώνας Κόνδορας της ναζιστικής Γερμανίας το 1937, ελαφριά βομβαρδιστικά αεροσκάφη Ju-87, γνωστά και ως Στούκας, έριχναν τις βόμβες τους σε τέσσερα μικρά χωριά της περιοχής της Βαλένθιας.

Αξιωματικοί της ναζιστικής πολεμικής αεροπορίας, που υπηρετούσαν στο πλευρό των δυνάμεων του Φράνκο, μετέβησαν την επόμενη ημέρα στα βομβαρδισμένα χωριά για να διαπιστώσουν από κοντά την αποτελεσματικότητα των νέων τους αεροσκαφών.

Χάρη στην επισταμένη ιστορική έρευνα Γερμανών και Ισπανών ιστορικών, οι κάτοικοι των τεσσάρων χωριών της επαρχίας της Ταραγόνα γνωρίζουν σήμερα ποιοι ήταν οι πιλότοι που σκότωσαν 38 από τους συγγενείς τους.

Σε πρόσφατη συνέντευξή του στην ισπανική τηλεόραση, ο διάσημος Βρετανός στρατιωτικός ιστορικός Αντονι Μπίβορ εξηγεί ότι η Λεγεώνα Κόνδορας επέλεγε συχνά τέτοια μικρά χωριά, χωρίς καμία στρατηγική σημασία, για να δοκιμάσει τα νέα της όπλα, τα οποία χρησιμοποίησε λίγα χρόνια αργότερα στα πεδία των μαχών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Η έρευνα του Ισπανού ιστορικού Οσκαρ Βίβες έδειξε επίσης ότι στην περίπτωση των χωριών της Ταραγόνα, ο βομβαρδισμός από τους Γερμανούς πραγματοποιήθηκε χωρίς προηγούμενη συνεννόηση με το επιτελείο του Φράνκο.

Η από αέρος επίθεση στα τέσσερα χωριά της Ταραγόνας ήταν και μία από τις πρώτες στις οποίες η Λουφτβάφε (η ναζιστική πολεμική αεροπορία) χρησιμοποίησε καινοτόμους συσκευές αεροφωτογράφισης, που αποτύπωναν με μεγάλη ακρίβεια τη μορφολογία του εδάφους, καθώς και τις ζημιές των βομβαρδισμών.

Η ικανότητα της γερμανικής αεροπορίας να επιλέγει στόχους ανάμεσα σε κατοικημένες περιοχές, χωρίς ωστόσο να πλήττει σημεία στρατηγικής σημασίας, όπως εργοστάσια ή σιδηροδρομικούς κόμβους, επέτρεψε στη Λουφτβάφε να πραγματοποιήσει τους λεγόμενους «χειρουργι­κούς» βομβαρδισμούς.

Ο βομβαρδισμός αυτός των χωριών της Ταραγόνα έγινε στο πλαίσιο δοκιμών της Λουφτβάφε για τη μεταφορά βαρέων βομβών 500 κιλών από τα πρωτοποριακά τότε αεροσκάφη Ju-87.

Πηγή: «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» με πληροφορίες από το «REUTERS»